Όταν ο Jean-Paul Belmondo σάρωνε τον Πειραιά σε μία από τις καλύτερες σκηνές καταδίωξης
Έμβλημα του Γαλλικού Νέου Κύματος, ορισμός του coolness και Tom Cruise των 60s και 70s που είχε σαρώσει την Καστέλλα του Πειραιά για τους Διαρρήκτες.
- 7 ΣΕΠ 2021
Στις 25 Φεβρουαρίου του 1961, η σαββατιάτικη έκδοση των New York Times εστίαζε σε τέσσερα βασικά νέα του κινηματογράφου. Την έναρξη της παραγωγής για το Boys’ Night Out του Michael Gordon, το άνοιγμα του Στραβόξυλου με τη Γεωργία Βασιλειάδου στο Cameo Theatre της Όγδοης Λεωφόρου, στην υπογραφή της Ingrid Bergman για το The Visit, και την άφιξη του Jean-Paul Belmondo στον παγκόσμιο κινηματογράφο.
«Κρίνοντας από την αποδοχή του Με Κομμένη την Ανάσα στην κριτική και το box office, της πιο πρόσφατης εισαγωγής του Γαλλικού Νέου Κύματος στο Fine Arts Theater, ο Jean-Paul Belmondo μπορεί να είναι ο πιο εντυπωσιακός, φρέσκος, νέος Γάλλος ηθοποιός από τον αείμνηστο Gerard Philipe», έγραφε τότε ο Howard Thompson. «Σε αυτή την ταινία – που τον έχει ήδη κάνει τον πιο πολυσυζητημένο πρωτοεμφανιζόμενο στη χώρα του και που το Fine Arts πιστεύει ότι δε θα προβληθεί για λιγότερο από έξι μήνες, ο 29χρονος ηθοποιός υπνωτίζει το κοινό ενσαρκώνοντας ένα ανήθικό, ψυχρό δολοφόνο. Όπως είναι ίσως αναμενόμενο, έρχεται μία bonanza από ταινίες του Belmondo, με κάποιες εκπλήξεις που λογικά θα αποδείξουν ότι είναι ένας ηθοποιός με πολλά βέλη στη φαρέτρα».
Είχε απόλυτο δίκιο. Μπορεί να έγινε γνωστός παίζοντας αντικοινωνικούς χαρακτήρες που απέρριπταν τη bourgeois κοινωνία με μία επαναστατική παρόρμηση – και ο ίδιος ο Belmondo απαξίωνε χαρακτηριστικά την αλαζονεία του σιναφιού του – στην πορεία όμως θα κουραζόταν με την εικόνα του αντι-ήρωα και θα περνούσε σε crowd-pleasers που ευχαριστιόταν κι ο ίδιος πίσω από τις κάμερες, χωρίς όμως να χάνει ποτέ τη μαγνητική του ποιότητα.
Αμέσως μετά το Με Κομμένη την Ανάσα, οι Αμερικανοί θα έβλεπαν τον Jean-Paul Belmondo στον Εφημέριο του Jean-Pierre Melville που τότε βρισκόταν στα τελευταία στάδια ολοκλήρωσης, στην ανθολογία Η Γαλλίδα και ο Έρωτας που θα άνοιγε εκείνη τη Δευτέρα, και στην επόμενη δουλειά του με τον Jean-Luc Godard και πρώτη του ελαφριά κωμωδία στο σινεμά, Η Κυρία Θέλει Έρωτα. Την ίδια στιγμή οι διανομείς και οι αιθουσάρχες της Νέας Υόρκης, λαχταρώντας να εκμεταλλευτούν το boom της δημοτικότητας του ηθοποιού στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την Ατιμασμένη που είχε γυρίσει με τη Sophia Loren, την ταινία που τελικά της χάρισε το Όσκαρ όπου ο Belmondo είχε υποδυθεί έναν ήρεμο ορειβάτη αλλά και το Moderato Cantabile που είχε παρουσιαστεί την προηγούμενη χρονιά στις Κάννες, με τον ηθοποιό να παίζει έναν ευαίσθητο εργάτη εργοστασίου.
Το 1964 θα πρωταγωνιστούσε στο That Man From Rio του Philippe De Broca, ένα κατασκοπικό θρίλερ που σχεδόν παρωδούσε τον James Bond, και η καριέρα του – η ίδια του η προοπτική για την καριέρα του – θα άλλαζε. Παρότι αρκετοί κριτικοί θα τον αντιμετώπιζαν ως προδότη του πιο απαιτητικού Νέου Κύματος, ο Belmondo θα στήριζε για πάντα αυτή του την επιλογή και θα υπολόγιζε το That Man From Rio ως την αγαπημένη του ταινία στη φιλμογραφία του.
Η στροφή του στη δράση, στις κωμικές περιπέτειες κυρίως, ήταν μάλλον η φυσική του εξέλιξη. Γεννημένος το 1933 στο Παρίσι από γονείς καλλιτέχνες, αθλητικός από μικρός και μποξέρ για λίγο αργότερα (εκεί χρωστούσε τη σπασμένη του μύτη), ο Belmondo βρέθηκε ως έφηβος να σπουδάζει υποκριτική στη συντηρητική Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών της Γαλλίας απ’ όπου αποφοίτησε κάνοντας χειρονομίες στους κριτές του όσο οι συμμαθητές του τον έβγαζαν σηκωτό από την αίθουσα. Όταν κάποτε αποκάλυπτε σε συνεντεύξεις του ότι, παρότι είχε γίνει το poster child του Νέου Κύματος, είχε βαρεθεί με κάποια από τα πιο φιλόδοξα, διανοούμενα πρότζεκτ εκείνης της φάσης της καριέρας του, η λατρεία και η αφοσίωση που θα έδειχνε αργότερα στα stunts των περιπετειών του – σε τεράστιο βαθμό εκτελεσμένα από τον ίδιο – έβγαζαν απόλυτο νόημα.
Ο Belmondo ήταν ερωτευμένος με τις σωματικές ερμηνείες. Κρεμόταν από ουρανοξύστες, πηδούσε σε κινούμενα τρένα, έπεφτε σε ποτάμια με πιράνχα, και έριχνε αυτοκίνητα από γκρεμούς. Μία από τις αυτές τις περιπτώσεις ήταν οι Διαρρήκτες του Henri Verneuil που γύρισε με τον Omar Sharif στον Πειραιά, την Αθήνα και την Κέρκυρα. Εκεί είχε υποδυθεί τον αρχηγό μίας σπείρας ληστών ειδικευμένων στους πολύτιμους λίθους, τον οποίο θα καταδίωκε ένας διεφθαρμένος Έλληνας αστυνομικός (Sharif).
Οδηγώντας ένα Fiat 124 Special T (σε κάποιες σκηνές το οδηγούσε ο double του, Rémy Julienne), ο Belmondo προσπαθεί να ξεφύγει από το Opel Rekord A του Sharif στο παρακάτω απόσπασμα (εκείνο οδηγήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον stuntman του Sharif, Rémo Mosconi). Μέχρι το 0.28 τα αυτοκίνητα παρουσιάζονται κοντά στο Θησείο και αμέσως μετά σαρώνουν τον Προφήτη Ηλία και την Καστέλλα του Πειραιά.
Καθώς, όπως είχε δηλώσει, δεν ήθελε να γίνει “ο ιπτάμενος παππούς του γαλλικού σινεμά”, ο Belmondo κάποια στιγμή σταμάτησε να κάνει ο ίδιος τα stunts του, ενώ στο Χόλιγουντ δεν πήγε ποτέ παρά τις πιέσεις που δεχόταν γιατί δεν ήθελε να κάνει τη ζωή του πιο δύσκολη: «Παραείμαι χαζός για να μάθω τη γλώσσα, θα ήταν καταστροφή».
Ο Jean-Paul Belmondo θα κέρδιζε ένα Cesar για τον Κυνηγό της Περιπέτειας το 1988 και ένα ακόμη το 2017, τιμητικό αυτή τη φορά, με όλη την αίθουσα να τον χειροκροτά όρθια για πάνω από δύο λεπτά.
Παρότι είχε κάνει το κούλνες καριέρα («ο Jean-Paul Belmondo πέθανε και κανείς δε θα είναι ξανά τόσο κουλ», έγραφε χθες στο Twitter ο σκηνοθέτης Edgar Wright), είχε δακρύσει.