ΒΙΒΛΙΟ

O Jo Nesbo, η ‘Δίψα’ και η επιστροφή του Χάρι Χόλε

Με αφορμή τη νέα του κυκλοφορία, συνθέτουμε το προφίλ του Jo Nesbo μέσα από τα λόγια του ίδιου και τις πράξεις του ήρωά του.

H Noρβηγία είναι μια χώρα κρύα, συγκρατημένη, αποτελεσματική. Σκοτεινή. Aλλά οι σκιές, καμιά φορά, παραπλανούν. Πάρτε για παράδειγμα  τον Jo Nesbo– στην πραγματικότητα το όνομά του, είναι διαφορετικό, προφέρεται «Γιου Νέσμπε», σαν κοφτός ήχος από ξερόκλαδο που σπάει σε κάποιο βαθύ, ανήλιαγο, νορβηγικό δάσος. Αλλά μπορείτε να τον πείτε κι αλλιώς: «βασιλιά της σκανδιναβικής, αστυνομικής λογοτεχνίας», «μαύρο πρίγκηπα του νουάρ», ή «εκδοτικό φαινόμενο»: τα βιβλία του έχουν πουλήσει πάνω από 33  εκατομμύρια αντίτυπα, έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν σε  περισσότερες από 40 χώρες, Στην Βρετανία, μόνο, το 2011 πουλιόταν ένα μυθιστόρήμά του κάθε 27 δευτερόλεπτα. Σύμφωνα με τους New York Times, στο μέλλον, η φήμη του Nesbo θα είναι αντίστοιχη με αυτή του Ίbsen ή του Μunch.

Ο JO

Ο Νesbo είναι ένας συγγραφέας – ροκ σταρ. Στην κυριολεξία. Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1960 και ζει στο Οσλο, μεγάλωσε σε μια πόλη που λέγεται Μόλντε. Ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, στα 17 του έπαιζε κιόλας σε ομάδα της Α’ Εθνικής, ώσπου τραυματίστηκε στο πόδι.

Σπούδασε Οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων, και πριν γράψει βιβλία δούλευε ως χρηματιστής και δημοσιογράφος. Το πρωί. Το βράδυ και στις άδειές του ήταν ο ντραμίστας, συνθέτης και  τραγουδιστής του νορβηγικού ροκ συγκροτήματος Di Derre. Tη «Νυχτερίδα», το πρώτο του βιβλίο – που είναι και το πρώτο της σειράς με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Χάρι Χόλε – το έγραψε το 1997, ένα καλοκαίρι, μέσα σε πέντε βδομάδες. Το έκανε, περισσότερο σαν πείραμα για να δει αν θα τα κατάφερνε. Δεν περίμενε, λέει, πως θα έβγαινε ποτέ στα ράφια. Όμως εκδόθηκε, και υπήρξε τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε ο πρώην ποδοσφαιριστής, οικονομολόγος, χρηματιστής, λίγο δημοσιογράφος, ροκάς ή οτιδήποτε άλλο, βρήκε επιτέλους αυτό ήθελε να κάνει για όλη την υπόλοιπη ζωή του : να λέει ιστορίες.

Έτσι κι αλλιώς αυτό έκανε, από παιδί. Καθόταν γύρω από ένα τραπέζι, μαζί με τα πέντε αδέλφια του και διαγωνίζονταν με τον πατέρα τους για το ποιος θα πει την καλύτερη ιστορία – σχεδόν την ίδια κάθε φορά, αλλά λίγο διαφορετική. Καλύτερη, Ο πατέρας του, αράδιαζε στοιχεία, ψευτοπορίσματα κάποιου ανύπαρκτου νομπελίστα πως τάχα στις οικογένειες που λένε ψέματα ο μέσος όρος ζωής παρατείνεται κατά 7 χρόνια – «Μεγάλωσα λοιπόν», λέει, ο Νesbo, πιστεύοντας πως το ψέμα είναι κάτι καλό και υγιεινό…». Κι αυτό ακόμα, ακούγεται σαν άλλο ένα από τα παραμύθια του – σχεδόν παραείναι καλό για να είναι αληθινό. .

O XAΡΙ

Μέρος της επιτυχίας του – ίσως το μεγαλύτερο, λένε αυτοί που  ξέρουν – ο Nesbo το οφείλει στον ήρωά του, τον επιθεωρητή Χάρι Χόλε. Ο Χόλε, είναι «ελαττωματικός» : μοναχικός, ακοινώνητος, αλαζόνας, πεισματάρης, ένας νουάρ τύπος που κινείται πότε στο φως και πότε στην σκιά, σπρωγμένος, από μια εμμονική, προσωπική αίσθηση δικαίου, που τον πιέζει να αναζητά τη λύση ενός αινίγματος με κάθε κόστος. Γι’αυτό πίνει πολύ, καπνίζει όπιο, τον διώχνουν από τη δουλειά, τα κάνει θάλασσα στα προσωπικά του – η ευτυχία δεν «κολλάει» στον Χάρι, γλιστράει, σκοντάφτει, ματώνει πάνω στους δαίμονές του. Άλλωστε ο Νesbo πιστεύει πως ένας χαρακτήρας, κατά βάση μοιάζει με μια ταινία : για να έχει ενδιαφέρον πρέπει να έχει προβλήματα.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Η εβδομαδιαία στήλη βιβλίου του PopCode

Ο JO ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Έξω από τα βιβλία του, ο συγγραφέας δεν μοιάζει διόλου έτσι – είναι ένας χαριτωμένος, γελαστός, κοινωνικός τύπος, που δηλώνει πως το βρίσκει μάλλον «διασκεδαστικό» να ξυπνάει στις 5-6 το πρωί και να σκέφτεται π.χ. την περιπλάνηση ενός βίαιου, σαδιστή δολοφόνου. Αλλά , αν ο Χάρι υπήρχε, δεν θα περνούσε πολύ ώρα μαζί του – τον βρίσκει πολύ έντονο. Πολύ σκοτεινό. Ο κ. Jo Nesbo, ο οποίος έχει διαβάσει τους Έλληνες κλασικούς  (σ.σ. στην Νορβηγία, είναι μέρος της διδακτέας ύλης)  θεωρεί πως ο ήρωάς του «είναι μια τραγική φιγούρα, η ζωή του, όπως εξελίσσεται, μοιάζει όλο και πιο πολύ με μια αρχαία ελληνική τραγωδία. Το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ είναι να ακολουθήσω τη βαρύτητα του χαρακτήρα».

Τι φοβίζει τον άνθρωπο που κάνει όλον τον υπόλοιπο κόσμο να φοβάται; Το σκοτάδι, λέει, ο μπαμπούλας που παραμονεύει εκεί έξω, η αγωνία να μην χαθεί ξαφνικά μόνος του σε ένα ανήλιαγο δάσος. Και τα ύψη. Για να αντιμετωπίσει το δεύτερο, κάνει αναρρίχηση – μάλιστα, σχεδόν κάθε φθινόπωρο, τα τελευταία δέκα χρόνια έρχεται στην Ελλάδα, στην Κάλυμνο, όπου όπως λέει υπάρχει «ο καλύτερος ασβεστολιθος για αναρρίχηση στην Ευρώπη». Για να νικήσει το πρώτο, γράφει.

«Η αληθινή ζωή» – μου είχε πει, σε μια παλιά συνέντευξη, σε ένα σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα, το 2015 –  «είναι ένα χάος. Μια αλληλουχία ακατανόητων πολλές φορές γεγονότων. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, ερωτευόμαστε τρελά μια γυναίκα, την παντρευόμαστε και μετά από έξι μήνες τη χωρίζουμε, παθαίνουμε καρκίνο και πεθαίνουμε πριν κλείσουμε τα 40. Καθένα απ’ αυτά τα γεγονότα, από μόνο του, δεν βγάζει νόημα. Αλλά αν τα βάλεις σε ένα μυθιστόρημα, μπορείς να τα οργανώσεις. Μπορείς να κάνεις τη ζωή να μοιάζει σαν να έχει κάποιο νόημα, σαν να ακολουθεί ένα πεπρωμένο, μια λογική. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι άνθρωποι διαβάζουν βιβλία. Γιατί στη λογοτεχνία, ακόμα και αν τα πράγματα δεν έχουν νόημα, συνθέτουν πάντως μια εικόνα την οποία μπορείς να κοιτάς. Μια εικόνα που μπορεί να έχει μια μικρή, ελάχιστη, μεγάλη ή διεστραμμένη ομορφιά και που υπακούει σε κάποια λογική. Αυτό είναι για μένα η ουσία τού να λες μια ιστορία».

Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ «ΔΙΨΑΣ»

Το 2017 είναι, επιτέλους,  μια καλή χρονιά για τους απανταχού Nesbomaniacs – μετά από τέσσερα χρόνια, o Χάρι Χόλε, επιστρέφει. Και έχει κακές διαθέσεις. Ο γάμος, η ευτυχία, η ακύμαντη ησυχία της ζωής του  έχουν αρχίσει και τον ενοχλούν σαν επίμονη φαγούρα σε ένα σημείο στην πλάτη – κατά βάθος, ο (πρώην πια) επιθεωρητής, νυν καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία ψάχνει αφορμή για μια βόλτα στις παλιές του γειτονιές, πίσω στη wild side. Και θα του την δώσει ένας εχθρός από το παρελθόν –  ένας έξυπνος, δαιμόνιος αντίπαλος, το σκοτεινό alter ego του, το Μεγάλο Κακό που ρουφάει το οξυγόνο, όταν μπαίνει μέσα σε ένα δωμάτιο. Γιατί σε αυτό το βιβλίο ο Βαλεντίν Γιέρτσεν διψάει για αίμα – στην κυριολεξία…

H  «Δίψα», είναι, κατά βάση, η συνέχεια του best seller « Η αστυνομία» (του δέκατου βιβλίου στη σειρά Χάρι Χόλε). Σε αυτό το βιβλίο, ο Χάρι ξαναεντάσσεται  στις τάξεις της Αστυνομίας του Όσλο για να εντοπίσει έναν σίριαλ κίλερ που σκοτώνει χρήστες του κοινωνικού δικτύου γνωριμιών Tinder.

Η «Δίψα» αναφέρεται τόσο στον βαμπιρισμό – που μπορεί ή μπορεί και να μην υπάρχει στο μυθιστόρημα – όσο και στην αχίλλειο πτέρνα του Χάρι: τον αλκοολισμό».

«Ο πρώτος τίτλος που δούλευα – λέει ο ίδιος ο Nesbo – ήταν «Το βαμπίρ». Ο βαμπιρισμός είναι μια ψυχική διαταραχή κατά την οποίαοι άνθρωποι νιώθουν την παρόρμηση όχι απαραίτητα να σκοτώνουν αλλά να πίνουν αίμα από ζώα. Ή, όταν εξελίσσεται, συνήθως από ανθρώπους. Κάποιοι διαβόητοι, κατά συρροή δολοφόνοι στην εγκληματολογική ιστορία λέγεται πως ήταν βαμπιριστές. Αλλά είναι πολύ αμφιλεγόμενο το κατά πόσο ο βαμπιρισμός όντως υπάρχει. Οπότε αυτή ήταν η αφετηρία για την «Δίψα». Ξεκινάει με ένα ραντεβού μέσω Tinder – υπάρχουν αρκετά τέτοια ραντεβού μες στο μυθιστόρημα. Η ιδέα πιθανώς ξεκίνησε από τότε που πήγαινα στο συνοικιακό μου καφέ. Πριν από μερικά χρόνια παρατήρησα πως κάποια ζευγάρια κάθονταν εκεί και μιλούσαν μεταξύ τους σαν να μην γνωρίζονταν. Σκέφτηκα πως ήταν, μάλλον, συνεντεύξεις για δουλειά. Έτσι έμοιαζαν, και, πιθανώς, σε κάποιες περιπτώσεις έτσι ήταν. Αλλά μετά έτυχε να ακούσω φράσεις από μια συζήτηση και κατάλαβα πως ήταν ραντεβού. Ένα πολύ άβολο ραντεβού. Μετά, δεν μπορούσα να αντισταθώ, πλησίαζα και προσπαθούσα να κρυφακούσω κάτι από αυτές τις συζητήσεις. Πρέπει να το παραδεχτώ. Κάποιες απ’αυτές – ή μάλλον κομμάτια τους – βρίσκονται στη «Δίψα». Η «Δίψα» αναφέρεται τόσο στον βαμπιρισμό – που μπορεί ή μπορεί και να μην υπάρχει στο μυθιστόρημα – όσο και στην αχίλλειο πτέρνα του Χάρι: τον αλκοολισμό».

Πώς ένιωσε που ξανάγραψε κάτι για τον Χάρι; «Πάντα ανυπομονώ να ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα για τον Χάρι Χόλε. Και ποτέ δεν ξεκινάω να γράφω μέχρι να έχω μια ιδέα για το μυθιστόρημα. Πραγματικά, δεν ξέρω αν θα γράψω άλλο μυθιστόρημα, μέχρι να σκεφτώ κάτι. Ίσως, ξέρω ότι θα το κάνω κάποια στιγμή, γιατί, ουσιαστικά, έχω ένα ολόκληρο storyline για το Χάρι, και την εξέλιξή του.Πραγματικά είμαι ενθουσιασμένος όταν ξεκινάω, μου αρέσει η ιδέα και το ότι τον συναντώ ξανά. Μετά, πάλι, στο τέλος της ιστορίας, πιθανώς είμαι πολύ κουρασμένος και θέλω να ξεφύγω απ’αυτόν, γιατί το σύμπαν του Χάρι είναι σκοτεινό – δεν είναι ένα μέρος όπου θέλεις να μείνεις για πάντα. Έχεις ανάγκη να ξεφύγεις απ’αυτό».

Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις 21 Μαρτίου στη Νορβηγία, τη Σουηδία και τη Δανία ταυτόχρονα, σε 300.000 αντίτυπα. Ήδη, οι κριτικές είναι αποθεωτικές («αριστουργηματικά δομημένη δραματουργία», «γλωσσική απόλαυση», «αφηγηματική δεινότητα», «πρόζα με μοναδική ευφράδεια», η «Δίψα είναι ένα κοκτέιλ απόλαυσης, έντασης και τρομου»). Μέχρι το τέλος του χρόνου θα βγεί σε άλλες 18 χώρες, σε 34 γλώσσες.

Στην Ελλάδα, το βιβλίο θα κυκλοφορήσει τη Δευτέρα στις 10 Απριλίου, πριν και από την αγγλική έκδοση ένα επίτευγμα για το οποίο τα εύσημα ανήκουν στην μεταφράστρια Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, και τις εκδόσεις Μεταίχμιο, οι οποίες για να γιορτάσουν το «έτος Νesbo» προγραμμάτισαν και προγραμματίζουν μια σειρά από δράσεις : διαγωνισμό εξωφύλλου (διήρκεσε τρείς βδομάδες και πήραν μέρος περισσότεροι από 5.000 Νesbomaniacs, οι οποίοι επέλεξαν το εξώφυλλο μεταξύ τριών εκδοχών που σχεδίασε ο graphic designer Redoine Amzlan), έναν μίνι Μαραθώνιο Ανάγνωσης Nesbo, με 1.000 συμμετέχοντες,  έναν διαγωνισμό με έπαθλο ένα ταξίδι για δύο στο Όσλο σε συνεργασία με το ταξιδιωτικό γραφείο Ακάδημος  μέσω του ειδικού microsite www.jonesbo.gr (σ.σ. προλαβαίνετε να πάρετε μέρος, λήγει στις 20 Ιουνίου!).

Και τέλος, μια μεγάλη γιορτή υποδοχής: την Παρασκευή στις 7 Απριλίου λίγες μέρες πριν από την επίσημη κυκλοφορία της «Δίψας» , τα ελληνικά βιβλιοπωλεία καλούν τους Νesbomaniacs και τους φίλους αστυνομικής λογοτεχνίας σε ένα μίνι –πάρτι στο χώρο τους, δίνοντάς τους την ευκαιρία να αποκτήσουν το βιβλίο νωρίτερα, καθώς κι ένα ωραίο, αναμνηστικό συλλεκτικό δώρο. Μέχρι στιγμής, τα βιβλιοπωλεία που συμμετέχουν στη γιορτή είναι περισσότερα από 800 – αναλυτική λίστα μπορείτε να βρείτε στο www.metaixmio.gr.

Και όχι, τίποτα δεν τελειώνει εκεί, αφόύ το 2017 είναι «χρονιά Nesbo», Για πολλούς λόγους : πρώτον, φέτος συμπληρώνονται 20  χρόνια από την κυκλοφορία της «Νυχτερίδας», του πρώτου βιβλίου της σειράς Χάρι Χόλε (σ.σ. ήδη, κυκλοφορεί και στην Ελλάδα η επετειακή έκδοση, με σκληρό εξώφυλλο και πρόλογο από τον φίλο μας, τον Jo).  Kαι δεύτερον, το φθινόπωρο, βγαίνει στα σινεμά ο «Χιονάνθρωπος», με τον Michael Fassbender στον ρόλο του Χάρι Χόλε. Παραγωγός της ταινίας είναι ο πολύς Μartin Scorsese, ενώ τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο σουηδός Τhomas Αlfredson του Άσε το κακό να μπει.

Jo ή Γιου ή όπως και να σε λένε welcome back.

ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΜΕ

Η Μεγάλη Βίβλος του Stephen King
H ασήμαντη, post-truth αποκάλυψη της Elena Ferrante
O Ted Chiang γράφει επιστημονική φαντασία που πρέπει να διαβάσεις
Η ιστορία των εκδόσεων Οξύ

***

SPOILER – MIA MATIA ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ «ΔΙΨΑΣ»

« Ένα πλινκ.

Ο ήχος του ταιριάσματος στο Tinder.

O θριαμβευτικός ήχος που ακούγεται όταν κάποιος που έχεις επιλέξει, σαρώνοντας τη φωτογραφία του προς τα δεξιά, επιλέγει τη δική σου φωτογραφία.

Το κεφάλι της Ελίζε άρχισε να γυρίζει, η καρδιά της να βροντοχτυπά. Όλο αυτό της ήταν πολύ γνώριμο: διέγερση κι αυξημένοι καρδιακοί παλμοί στον ήχο του ταιριάσματος στο Tinder. Η απελευθέρωση μιας σειράς ορμονών «ευτυχίας», στις οποίες κάλλιστα θα μπορούσε να εθιστεί κανείς. Μα δεν

βροντοχτυπούσε γι’ αυτό η καρδιά της. Βροντοχτυπούσε επειδή ο ήχος δεν είχε προέλθει από το δικό της τηλέφωνο.

Κι όμως · είχε ακουστεί την ίδια ακριβώς στιγμή που εκείνη είχε σαρώσει τη φωτογραφία του άγνωστου χρήστη προς τα δεξιά. Τη φωτογραφία κάποιου που, σύμφωνα με το Tinder, βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιο

μέτρου. H Ελίζε κοίταξε προς την κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου της. Ξεροκατάπιε.

***

Ο ήχος πρέπει να είχε προέλθει από κάποιο από τα γειτονικά διαμερίσματα. Υπήρχαν πολλοί singles στην πολυκατοικία της, άρα πολλοί εν δυνάμει χρήστες του Tinder. Επικρατούσε παντού ησυχία τώρα, ακόμα και στον όροφο

που κάτι κορίτσια έκαναν πάρτι την ώρα που είχε ξεκινήσει να πάει στο ραντεβού της. Όμως μόνο ένας τρόπος υπάρχει να ξορκίσει κανείς τα τέρατα του νου: αντικρίζοντάς τα.

Η Ελίζε σηκώθηκε από τον καναπέ κι έκανε τέσσερα βήματα. Στάθηκε για λίγο μπροστά από την πόρτα του υπνοδωματίου της. Δίστασε. Της ήρθανε στο μυαλό μια δυο υποθέσεις από τη δουλειά.Ύστερα μάζεψε όσο κουράγιο είχε κι άνοιξε την πόρτα.

***

Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα, προσπαθώντας ν’ αναπνεύσει. Σαν να μην υπήρχε αέρας. Όχι από εκείνον που μπορείς να εισπνεύσεις, εν πάση περιπτώσει. Το φως πάνω από το κρεβάτι ήταν αναμμένο. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν δυο καουμπόικες μπότες που ξεχώριζαν πίσω από την άκρη του κρεβατιού. Ένα παντελόνι τζιν κι ένα ισοθερμικό κολάν, το ένα μπατζάκι ακουμπισμένο πάνω στ’ άλλο.

***

Ο ξαπλωμένος άνδρας ήταν όπως στη φωτογραφία του: μισός στο σκοτάδι, μισός φλου. Μα είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισό του κι είχε το στήθος του γυμνό. Και πάνω εκεί υπήρχε ζωγραφισμένο ή χτυπημένο με τατουάζ ένα πρόσωπο. Αυτό ήταν που αιχμαλώτισε το βλέμμα της Ελίζε. Το πρόσωπο που ούρλιαζε σιωπηλά. Λες κι ήταν παγιδευμένο και προσπαθούσε

να ξεφύγει. Ούτε η Ελίζε κατάφερε να ουρλιάξει. Εκείνη τη στιγμή ο ξαπλωμένος άνδρας γύρισε και την κοίταξε, και το φως απ’ την οθόνη του κινητού έπεσε στο πρόσωπό του.

«Να που ξανασυναντιόμαστε, Ελίζε» ψιθύρισε.

***

Κι απ’ τη φωνή του η Ελίζε κατάλαβε γιατί της είχε φανεί οικεία η φωτογραφία του προφίλ. Το χρώμα των μαλλιών είχε αλλάξει. Το πρόσωπο πρέπει να είχε υποστεί

κάποια χειρουργική επέμβαση. Διακρίνονταν ακόμη οι ουλές από τα ράμματα. Εκείνος σήκωσε το χέρι κι έβαλε κάτι μες στο στόμα του. Η Ελίζε συνέχιζε να τον κοιτάζει ενώ άρχισε να πισωπατάει. Κι ύστερα έκανε απότομα μεταβολή, ρούφηξε όσο αέρα χωρούσαν τα πνευμόνια της κι ήξερε πως έπρεπε να τον χρησιμοποιή­σει για να τρέξει, όχι για να ουρλιάξει. Μόνο πέντε έξι βήματα τη χώριζαν από την εξώπορτα. Άκουσε το κρεβάτι να τρίζει, αλλά ο άνδρας απείχε περισσότερο απ’ την πόρτα. Αν προλάβαινε να βγει στο κλιμακοστάσιο, θα μπορούσε να φωνάξει, να καλέσει βοήθεια. Ήταν ήδη στον διάδρομο, είχε φτάσει την εξώπορτα, πίεζε κι έσπρωχνε την πόρτα,

μα αυτή δεν έλεγε ν’ ανοίξει τελείως. Η αλυσίδα ασφαλείας. Ξανατράβηξε την  πόρτα προς το μέρος της, έπιασε την αλυσίδα, μα όλα γίνονταν τόσο αργά, σανσε εφιάλτη, κι η Ελίζε κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά. Κάτι της έκλεισε το

στόμα και την τράβηξε προς τα πίσω. Απελπισμένη, τέντωσε το χέρι της προς τη μεριά της πόρτας, πάνω από την αλυσίδα, κατάφερε να πιάσει το πλαίσιο από την έξω μεριά, προσπάθησε να φωνάξει, όμως το τεράστιο χέρι που μύριζε νικοτίνη τής πίεζε ασφυκτικά το στόμα. Το χέρι της γλίστρησε, η πόρτα

έκλεισε και η φωνή τής ψιθύρισε στο αυτί: «Δεν σου αρέσω τελικά; Ούτε εσύ είσαι τόσο όμορφη όσο στη φωτογραφία σου, μπέιμπι. Πρέπει απλώς να γνωριστούμε καλύτερα. Την προηγούμενη φορά δεν π-προλάβαμε».

***

Αυτή η φωνή. Κι αυτό το τελευταίο μονό τραύλισμα. Τα είχε ξανακούσει. Προσπάθησε να κλοτσήσει, να απελευθερωθεί, αλλά έμοιαζε σαν να ήταν πιασμένη σε μέγγενη. Ο άνδρας την τράβηξε μπροστά στον καθρέφτη. Ακούμπησε

το κεφάλι του στο πρόσωπό της.

***

«Δεν φταις εσύ που με καταδίκασαν, Ελίζε. Τα αποδεικτικά στοιχεία ήτανατράνταχτα. Δεν ήρθα γι’ αυτό. Θα με πιστέψεις αν σου πω ότι ήταν τυχαίο;»

***

Ο άνδρας χαμογέλασε.

Η Ελίζε κοίταξε το στόμα του. Η οδοντοστοιχία του λες κι ήταν καμωμένη από σίδερο, σκουρόχρωμη και σκουριασμένη, με μυτερές άκρες στην πάνω και κάτω γνάθο, σαν παγίδα για αλεπούδες. Ένα λεπτό τρίξιμο ακούστηκε όταν ο άνδρας άνοιξε το στόμα του: ο ήχος κάποιου ελατηρίου.

Και τότε η Ελίζε θυμήθηκε τις λεπτομέρειες της υπόθεσης. Τις φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος. Και κατάλαβε ότι σύντομα θα ήταν νεκρή.

Και τότε αυτός τη δάγκωσε.

Η Ελίζε Χέρμανσεν προσπάθησε να ουρλιάξει κάτω απ’ την παλάμη του όταν είδε το αίμα να αναβλύζει από τον ίδιο της τον λαιμό. Εκείνος ξανασήκωσε το κεφάλι του. Κοίταξε στον καθρέφτη. Το αίμα της έσταζε απ’ τα φρύδια του, τη φράντζα του, έφτανε μέχρι τον λαιμό του.

«Αυτό κι αν είναι ταίριασμα, μπ-μπέιμπι» ψιθύρισε εκείνος. Και την ξαναδάγκωσε.

Η Ελίζε ζαλίστηκε. Εκείνος έπαψε να την κρατάει σφιχτά, δεν χρειαζόταν.Ένα κρύο, ένα ανοίκειο σκοτάδι απλώθηκε πάνω της και μέσα της, παραλύοντάς την. Η Ελίζε απελευθέρωσε το ένα της χέρι και το τέντωσε προς τη μεριά της

φωτογραφίας στον καθρέφτη. Προσπάθησε να την αγγίξει, τα δάχτυλά της όμως δεν μπορούσαν πια να τη φτάσουν».

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ

Τα καλύτερα βιβλία του 2016