REVIEWS

Το 4ωρο Justice League του Zack Snyder είναι ένας πίνακας θλίψης

Όχι απλά η καλύτερη ταινία της καριέρας του σκηνοθέτη, αλλά κι ένα βαθιά προσωπικό έργο που είχε ξεσκιστεί δίχως έλεος στην εκδοχή του ‘17.
Στη νέα, 4ωρη, director’s cut εκδοχή του παντελώς αποτυχημένου Justice League του 2017, το πιο εντυπωσιακό ίσως πράγμα είναι η πλήρης απουσία άδειου εντυπωσιασμού, της προσπάθειας να είναι “edgy”. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό για ένα φιλμ του Zack Snyder, ενός σκηνοθέτη του οποίου το στυλ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με επιτηδευμένα slow-motion πόζες μάχης. Όσο παράξενο ακούγεται, για ένα φιλμ όπου ένας από τους ήρωες έχει τη δική του προσωπική χορωδία να τον ακολουθεί και μια ηρωίδα τον δικό της προσωπικό theme song ψαλμό να τη συνοδεύει στη μάχη.

Το νέο Justice League και πόζες μάχης έχει, και πολλά slow-motion, αλλά παρά την ύπαρξη κάθε στυλιστικού τικ του Zack Snyder μοιάζει υπό μια άλλη έννοια, περίεργα μη επιτηδευμένο. Ίσως επειδή είναι μια ταινία αφοπλιστικά ειλικρινής, δίχως την παραμικρή απολύτως ειρωνεία ή αποστασιοποίηση ή meta διάσταση. Δεν σημαίνει και δεν εννοεί τίποτα διαφορετικό από αυτό που με απόλυτη αφοσίωση παρουσιάζει από την πρώτη στιγμή: Ένα συλλογικό πορτρέτο θλίψης, για μια ομάδα ανθρώπων που προσπαθούν να ξεπεράσουν αυτό που τους έχει δημιουργήσει (στον καθένα ξεχωριστά) μια ανοιχτή πληγή.


Όπου φυσικά οι εν λόγω άνθρωποι είναι κάτι παραπάνω από άνθρωποι, και ο Snyder φροντίζει να τους απεικονίζει έτσι. Πάντα κοίταζε αυτούς τους υπερήρωες ως μύθους και αναζητούσε την περίεργη, συγχυσμένη σχέση τους με τους ανθρώπους και την ανθρωπότητα. (Αυτή ήταν κι η πιο ενδιαφέρουσα πολιτική διάσταση του Batman V Superman, ενός τρομερά άνισου, μα τρομερά παρεξηγημένου και παθιασμένου φιλμ.) Στο Justice League του, διαχειριζόμενος πλέον όλο το χώρο και το χρόνο που θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του, τίποτα πλέον δεν τον περιορίζει. Κάθε μια από αυτές τις μυθικές φιγούρες πρωταγωνιστεί στο δικό της πίνακα, σε αργής κίνησης κάδρα ηρωισμού– αλλά και πόνου, και εγκατάλειψης, και αβεβαιότητας.

Τα πάντα μοιάζουν πλούσια. Μια σκηνή δράσης με την Wonder Woman αρκετά νωρίς στο φιλμ, μια άτεχνα πετσοκομμένη εκδοχή της οποίας είχαμε δει στην εκδοχή που κυκλοφόρησε το ‘17, επιτρέπει στην ηρωίδα να κινηθεί με τον ρυθμό της και να ορίσει το φιλμικό χώρο της. Αργότερα, όταν ο Flash σώζει ένα βέβαιο θύμα σύγκρουσης στο δρόμο, η η φόρα του φιλμ παγώνει μαζί με το χρόνο, εντείνοντας την αίσθηση αγνώστου αλλά και φόβου για έναν νεαρό ήρωα που διστάζει να αγγίξει το όριό του.


Είναι τόσο φρέσκο το να βλέπεις ένα υπερηρωικό κατασκεύασμα σαν αυτό, όπου ο χρόνος δεν σπαταλιέται σε β’ πλοκές και αναίτια αδιέξοδα πλοκής, παρά στην ολοκλήρωση του κάθε πορτρέτου, βάζοντάς μας βαθιά στην ψυχή αυτού του κόσμου. Ενός κόσμου βυθισμένου στη βουβαμάρα και με την απουσία ορίζοντα (μετά τον θάνατο του Superman), να οδηγεί τους χαρακτήρες. Ο Batman αρχίζει να τους συγκεντρώνει επειδή ναι, ένας CGI εχθρός προσπαθεί να συγκεντρώσει κάτι φονικές μηχανές, αλλά και ναι, προσπαθεί να τους συγκεντρώσει επειδή τι άλλο να κάνεις όταν νιώθεις απόγνωση, από το να αναζητήσεις στήριξη, και να την χαρίσεις απλόχερα επίσης.

Όλοι αυτοί οι μυθικοί μετα-άνθρωποι προέρχονται από κάποια βίαια διαλυμένη οικογένεια και όλοι κουβαλούν το δικό τους κομμάτι πόνου. Άλλοι είναι μακριά από τις πατρίδες, μακριά από τους ανθρώπους τους. Άλλοι τρέμουν τον ίδιο τους τον εαυτό (όλες οι σεκάνς του Flash δείχνουν έναν νέο που φοβάται να αγγίξει το πλήρες του potential), άλλοι νιώθουν μισοί, άδειοι, εγκαταλειμμένοι. Αυτή η αίσθηση απόστασης μεταφέρεται και στον ευρύτερο κύκλο χαρακτήρων, όπως την μελαγχολική φιγούρα της Lois Lane που μοιάζει παγιδευμένη σε μια δική της λούπα σιωπηλού θρήνου όσο ο Superman είναι νεκρός, αλλά η σκιά του καλύπτει ακόμα τον κόσμο.


Η δε καρδιά του φιλμ είναι ο χαρακτήρας του Cyborg, του Ray Fisher, ένας δημοφιλής έφηβος στο σχολείο του, αποτυπωμένος μέσα από μια all-american ηρωική εικονογραφία του φούτμπολ αστέρα που σκοράρει για την ομάδα του την κατάλληλη στιγμή. Όμως ο Victor νιώθει παρατημένος από τον πατέρα του (του πάντα φανταστικού Joe Morton), που μετά το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που αφήνει τον νέο πρακτικά νεκρό, κάνει ό,τι μπορεί για να έχει μια δεύτερη ευκαιρία μαζί του.

Οι ενοχές και η απίστευτη θλίψη που συνθέτει το δεσμό αυτών των δύο, ταυτόχρονα ισχυρή αλλά και συχνά ανείπωτη (σε μια σκηνή εισβολής στο επιστημονικό κέντρο του πατέρα, οι δυο τους διασταυρώνονται και νιώθεις πως κρατούν μέσα τους κύματα συναισθηματικής σιωπής που δεν θέλουν ή δε μπορούν να εκφράσουν), ηλεκτροδοτεί όλη την ταινία γύρω τους. Υπογραμμίζει τις αντίστοιχες θεματικές απώλειας και απόστασης του κάθε ήρωα. Ακόμη και του ίδιου του κακού, του Steppenwolf, που κι εκείνος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του δικού του θεού που τώρα τον τιμωρεί. O Steppenwolf εκτός από ουσιαστικό, έχει λάβει και οπτικό upgrade, με μια ψηφιακά χρυσοποίκιλτη εμφάνιση περισσότερο ταιριαστή σε κάποιο παρηκμασμένο ευγενή από ό,τι αυτό το μισοσχεδιασμένο κατσίκι που ήταν στην εκδοχή του ’17.


Ο τρόπος που σταδιακά συγκεντρώνονται οι ηρωικές δυνάμεις σε αυτό τον μικρό στρατό του Batman -και πόσο ταιριάζει αυτό το mood κουρασμένης αφοσίωσης στον ώριμο Bruce του Ben Affleck- για να σώσουν τον πλανήτη καταλήγει έτσι να αποτελεί μια απολύτως προσωπική αφήγηση. Για τη δυσκολία και για την ανάγκη του να προχωράς, μαθαίνοντας να ζεις με ένα κομμάτι σου τραυματισμένο. (Κυριολεκτικά, στην περίπτωση ενός εκ των 6 πρωταγωνιστών σε μια κομβική σκηνή δράσης του φιλμ!)

Ο Snyder χρησιμοποιεί το ακαδημαϊκό 4:3 κάδρο και μια οπτική ταυτότητα που πίσω από τα μουντά CGI ταιριάζει απρόσμενα με το vibe μιας βουβής κινηματογραφικής ελεγείας. Δεν τον οδηγεί η ποπ κουλτούρα και η corporate DC, αλλά η θλιμμένη ροκ και ο Fritz Lang. Είναι μια ταινία που, οπτικά πλούσια και αφηγηματικά αραιή, όχι απλά δεν χρειάζεται τα λόγια και την τυπική ιδέα του arc «εξέλιξης» χαρακτήρων, πράγματα στα οποία ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης είναι παραδοσιακά εξάλλου τρομερά αδύναμος, αλλά λειτουργεί απόλυτα ως φιλμ σε πλήρη ακινησία. Ο Snyder κεντάει μυθικές φιγούρες μέσα σε σκοτεινούς πίνακες ζωγραφίζοντας βασικά τον πόνο τους.

***


Το καλό σινεμά, το σινεμά που εμφανίζεται ως ένα ολοκληρωμένο όραμα, πρώτα και κύρια πετυχαίνει επειδή ξέρει εξαρχής ποια είναι η γλώσσα του και εξαρχής το επικοινωνεί αυτό στον θεατή. Η γλώσσα αυτού του Justice League είναι σαφής από την πρώτη στιγμή και η αφοσίωση του Snyder στο ρυθμό και το μοτίβο του είναι σχεδόν συγκινητική. Ταυτόχρονα, είναι κι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει κατανοητή η διαφορά ανάμεσα σε αυτή την εκδοχή του φιλμ, και στο Φρανκενστάιν τερατούργημα του ‘17.

Η εκδοχή του φιλμ που είχε καταλήξει στις αίθουσες πετά στα σκουπίδια πάνω από το μισό υλικό αλλά σε εντελώς τυπικούς, περιγραφικούς όρους, δεν αλλάζει την ταινία. Είναι πάλι η προσπάθεια του Batman να συγκεντρώσει τα μέλη της Justice League μετά τον θάνατο του Superman και την έλευση πανίσχυρων εξωγήινων δυνάμεων στη Γη, που απειλούν την καταστροφή της. Λίγο-πολύ, οι μηχανισμοί πλοκής και η εξέλιξη του φιλμ είναι πάλι εκεί. Τι διαφέρει;

Η αναλυτικότερη ιστορία αυτού του ταλαιπωρημένου φιλμ έχει καταγράφει ξανά στο παρελθόν (και από εμάς), όμως βλέποντας πια την 4ωρη εκδοχή του Snyder, το φιλμ του ‘17 μοιάζει πλέον όχι απλά ανίκανο, αλλά και ηθικά εξοργιστικό. Ο κεντρικότατος χαρακτήρας του Cyborg, που όπως είπαμε δένει ουσιαστικά το φιλμ και τις θεματικές του σε αρμονία, ξεσκίζεται και απουσιάζει σχεδόν πλήρως, αφήνοντας πίσω διάσπαρτα μέλη να σπαρταράνε χωρίς κίνητρο, χωρίς στόχο. Δηλαδή χωρίς ζωή.

Αλλά ακόμα κυριότερα, το τύπου φωτορομάντζο μοντάρισμα των βασικών στιγμών της πλοκής, ενωμένο με παράταιρης αισθητικής και εκτός τόνου σαχλά αστεία, καταστρέφει την γλώσσα του φιλμ. Το Justice League του ‘17 δεν είναι απλά ένα κακό έργο, είναι ένα κινηματογραφικά αστοιχείωτο δημιούργημα, που επιπλέον συνθλίβει το συναισθηματικό κέντρο του κομματιού.

Δε θα ξέρουμε ποτέ τι ακριβώς θα βλέπαμε τότε δια χειρός Snyder, σίγουρα κάτι πιο κοντά στη σημερινή του εκδοχή παρά σε εκείνη φυσικά. Όμως στο έργο που παρακολουθούμε τώρα είναι πολύ δύσκολο να μη δεις μια καρδιά που χτυπάει, έναν τεράστιο πόνο του σκηνοθέτη (ο οποίος όπως είναι γνωστό, βίωσε μια απάνθρωπη οικογενειακή τραγωδία κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του φιλμ) αποτυπωμένο παντού πάνω στο δημιούργημά του- ιδίως στην ιστορία του Cyborg.

Μετά το Batman V Superman που παρουσίαζε το πορτρέτο οργισμένων αντι-ηρώων και αποστασιοποιημένων θεών σε έναν κόσμο που βυθίζεται, αυτό το Justice League είναι μια ταινία που με πλήρως ειλικρινή διάθεση, αναζητά ελπίδα. Είναι πραγματικά συγκινητικό.

Δεν είναι μια τέλεια ταινία, παρά το γεγονός πως είναι απείρως πιο αρμονική από όσο ποτέ θα περίμενα από τον Snyder, έναν σκηνοθέτη που ακόμα και στις (πολλές) συναρπαστικές στιγμές του πάντοτε ήταν άνισος και χαοτικός. Είναι ας πούμε χαμένη ευκαιρία για ένα τέλειο φινάλε (θα την ξέρετε τη στιγμή μόλις την δείτε) που χαραμίζεται επειδή είναι λες κι ο Snyder απλά δεν μπορεί να πάρει μια τέλεια νίκη και πρέπει να επιχειρήσει άλλο ένα μακρινό σουτ. Όλη η πολύ συγκεκριμένη (και πάλι, θα ξέρετε μόλις τη δείτε) σεκάνς του Επιλόγου δίνει στο φιλμ ένα αταίριαστα μη-αρμονικό κλείσιμο.

Τη στιγμή μάλιστα που ως εκείνο το σημείο, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία θαυμαστά κλειστή ως προς το σύμπαν και τον εαυτό της. Ακόμα και οι ματιές σε μια ευρύτερη DC μυθολογία, γίνονται με τρόπο που περισσότερο εντείνουν την αίσθηση απόγνωσης και απειλής πάνω από τους ήρωες, παρά εμφανίζονται ως μαρβελ-ικά teaser για την παραδίπλα ταινία.

Είναι σε κάθε περίπτωση ένα έργο εντυπωσιακό, ευθύ, ειλικρινές, που ταυτόχρονα αποτελεί και κατάθεση στην αξία των φιλμικών εργαλείων και της φιλμικής γλώσσας. Πάνω στο πώς δύο ταινίες που λένε το ίδιο πράγμα, μπορεί να το λένε τόσο διαφορετικά που μία μετατρέπεται σε μύθο κι η άλλη σε κακό ανέκδοτο. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο να μεταφέρεις στα γρήγορα μια ιστορία που κάπου άκουσες αλλά δεν πολυθυμάσαι όλες τις λεπτομέρειές της, και στο να αφηγείσαι λυρικά, με αργή, τρεμάμενη φωνή, κοιτώντας στα μάτια τον ακροατή, κάτι που σημαίνει τα πάντα για σένα.


*To Zack Snyder’s Justice League είναι διαθέσιμο στο Movies Club της COSMOTE TV και σε TVOD στο Vodafone TV.

Exit mobile version