Και αν κλείναμε τον ρατσισμό σε μια σκηνή;
Μερικές ώρες στο λιμάνι του Πειραιά δεν αρκούν για να δοθεί μία λύση στο προσφυγικό, φτάνουν όμως για να κλείσουμε όλοι τα μάτια και να κάνουμε στον εαυτό μας την παραπάνω ερώτηση.
- 21 ΜΑΡ 2016
Πιτσιρίκια που τρέχουν πίσω από μια μπάλα και μεγάλοι που τα παίρνουν στο κατόπι. Μία εικόνα, προσωρινή, που ο δημιουργός της προσεύχεται σε όποιον Θεό να μην ξεμείνει μόνιμη με επιγραφή τύπου ‘Τα παιδιά του Πειραιά’. Όχι αυτά της Μελίνας και του Χατζηδάκι, αλλά τα άλλα. Εκείνα με την αναμονή στο βλέμμα και τα πόδια στη χαρά.
Παρασκευή ώρα 15.30
Μαζί με ένα τσούρμο ανθρώπων άφησα τον ηλεκτρικό και κατευθύνθηκα προς το λιμάνι. Ο πρώτος λιμενικός που βρέθηκε στο δρόμο μου, άφησε με προθυμία τη σφυρίχτρα να πέσει στο στέρνο του και μου έδειξε το δρόμο για την Πύλη Ε2. “Να πάρεις λεωφορείο, είναι μακριά για να πας με τα πόδια“, μου είπε και έκανε τα χέρια του να μοιάζουν με ‘στοπ’ στο φορτηγατζή που έμπαινε εκείνη την ώρα στο λιμάνι. Ακριβώς απέναντί μου, προς τη μεριά της θάλασσας μία οικογένεια με καμιά δεκαριά σακούλες στα χέρια και σακίδια στην πλάτη, χάραζε παρόμοια πορεία με αυτή που έδειχναν οι οδηγίες μου. Πεζή. Πέρασα απέναντι και περπάτησα μαζί τους. Μπροστά εγώ, πίσω αυτοί. Σε μία στροφή του δρόμου η γυναίκα σταμάτησε και κάθισε στα γόνατά της. Έριξε στο πρόσωπό της λίγο νερό, ταρακούνησε την πραμάτεια που κουβαλούσε στην πλάτη της μία από εδώ και μία από εκεί και έπειτα σηκώθηκε. Και συνέχισε να περπατά.
Μια σειρά από φορτηγά σε αναμονή για να μπουν στο πλοίο με προορισμό τα Κύθηρα, μου έχασαν την οπτική επαφή. Άκουγα ωστόσο μια παιδική φωνή να λέει αργά σε μία ακαταλαβίστικη γλώσσα μικρές λεξούλες που έμοιαζαν με αριθμοί. Ίσως μετρούσε τα φορτηγά που περίμεναν υπομονετικά. Ίσως τα έκανε φίλους του, αφού είχαν κάτι κοινό. Ίσως όχι.
Στην επόμενη στροφή, ένα τρομαγμένο, επικριτικό “Ρε παιδιά” με έκανε να δω το κτίριο που βρισκόταν στα δεξιά μου. Ένα παιδάκι είχε γλιστρήσει και ήταν τώρα χωμένο κάτω από τα σίδερα των εμποδίων που με αυστηρότητα προειδοποιούσαν ότι απαγορεύεται η είσοδος. Στα ελληνικά. Η κοπέλα που πριν δευτερόλεπτα φώναξε, είχε αγκαλιά τον μικροσκοπικό αυτό σκανταλιάρη μπέμπη που του ήρθε να βολτάρει μέσα στη βροχή. Μητέρα, πατέρα δεν ξέρω αν είχε.
Τα διαχωριστικά του υπόστεγου που χωρίζουν τους αναμένοντες του όποιου επόμενου καραβιού, είχαν τώρα άλλη χρήση. Ρούχα και εσώρουχα ήταν κρεμασμένα πάνω τους. Όχι μαύρα, πολύχρωμα και όχι πεταμένα αλλά προσεχτικά βαλμένα. Παραδίπλα από το σκηνικό που ίσως κέρδιζε πολλά likes σε κάποιο social medium ένας κύριος διάβαζε το βιβλίο του, σκοτώνοντας χρόνο μέχρι να έρθει το πλοίο. Δύο θέσεις δεξιά του, μία κυρία σκούπιζε τα δάκρυα με την μαντήλα της.
Πύλη Ε2, ώρα 15.45
Παρά τις δεκάδες πολύχρωμες σκηνές, το τοπίο είναι μουντό λόγω βροχής. Τα κοντέινερ του Χαμόγελου του Παιδιού και του Ερυθρού Σταυρού ανοίγουν το δρόμο και ταυτόχρονα τον κλείνουν με (πιο διακριτικές από του προηγούμενου κτιρίου) αλυσίδες. Πάνω στα βαν είναι γραμμένες οδηγίες στη γλώσσα των ενδιαφερομένων. Μπάλες τινάζονται κάθε λίγο και λιγάκι στον αέρα. Ο δρόμος είναι σχεδόν άδειος πέρα από δύο σειρές ανθρώπων στην κάθε του άκρη που περιμένουν υπομονετικά να πάρουν το μεσημεριανό τους φαγητό. Οι πρώτοι όπως κοιτάς την αρχή της Πύλης είναι Σύροι, οι δεύτεροι Αφγανοί.
Μεταξύ των συσσιτίων, ένας άντρας γύρω στα 35 και μία γυναίκα πάνω κάτω στην ίδια ηλικία, τσακώνονται για τα πολιτικά. Στα ελληνικά. Ο ένας μοιράζει φυλλάδια του Κομμουνιστικού Κόμματος στη γλώσσα των φιλοξενουμένων του λιμανιού και η άλλη προσπαθεί αν κατάλαβα καλά να τον αποτρέψει, εξηγώντας του ότι αυτός δεν είναι λόγος για να βρίσκεται εκεί. Και υπάρχουν δεκάδες από δαύτους.
Μυρίζει φασολάδα. Σε έναν τόσο ανοιχτό χώρο όπως ένα λιμάνι, μυρίζει ζεστό φαγητό. Ένας μπέμπης γύρω στα τρία τινάζεται στον αέρα για να καταφέρει να χαιρετήσει το πούλμαν με στρατιώτες που περνά το δρόμο εκείνη τη στιγμή. Ο οδηγός κόβει δρόμο και τον χαιρετά. Το παιδί αρπάζει το χέρι της μητέρας του ικανοποιημένο και την τραβάει να συνεχίσουν το δρόμο τους.
Από ένα κτίριο ενδιάμεσα από τις σκηνές και τα κοντέινερ βγαίνουν δύο κορίτσια γύρω στα δεκαέξι ντυμένα με πολύχρωμες μαντίλες. Γελούν και μιλούν κάπως συνωμοτικά λες και βρίσκονται σε προαύλιο σχολείου και συζητούν για τα καμώματα του γόη της τάξης τους. Μετά από αυτές, μπήκα σε αυτό το κτίριο. Δεν είχε ούτε αλυσίδες ούτε εμπόδια. Στο εσωτερικό του, υπήρχαν δεκάδες στρωματσάδες με γυναικόπαιδα. Οι ανάσες μέσα στο χώρο ήταν λίγες και πνιγηρές. Λίγο πριν βγω παρατήρησα μία κοπέλα γύρω στην ηλικία μου να κάνει την κίνηση που προδίδει σκρολάρισμα στο κινητό της.
Με το πλαστικό πιατάκι του γεμάτο μακαρονάκι κοφτό ένας πιτσιρικάς σήκωσε το χέρι του να με χαιρετήσει και να μου πει hello. Δίχως να υπολογίσει ότι το βάρος που θα έπαιρνε ξαφνικά το αριστερό του χέρι θα ήταν τόσο ώστε να δει το φαγητό του (με απόλυτη ψυχραιμία) να χύνεται στο πάτωμα. Δεν πρέπει να ήξερε πώς είναι το ‘δεν πειράζει’ στα αγγλικά γι αυτό μου χαμογέλασε καθησυχαστικά. Κανένα κλάμα. Καμία αντίδραση. Με αποχαιρέτησε και ξαναπήρε το δρόμο προς την ουρά.
Οι γυναίκες είναι εκείνες που τα κανονίζουν όλα. Τις συνεντεύξεις, τις φωτογραφίες. Οι γυναίκες είναι που μιλούν τα αγγλικά. Οι άντρες απλώς υπάρχουν και υπακούν. Οι ίδιοι άντρες που στη χώρα τους, ένα αρσενικό ‘κοίταγμα’ αρκεί για να τους δώσει το ελεύθερο να ρίξουν τη γυναίκα τους στο δημόσιο λιθοβολισμό, τώρα κάθονται σιωπηλοί ενώ εκείνη μιλά με άλλους άντρες και περιμένουν. Όπως όλοι.
Ένας κύριος με καροτσάκι, φτάνει στη σειρά του συσσιτίου των Αφγανών. Όλοι, ένας προς έναν κάνουν δεξιά για να του δώσουν τη σειρά τους.
Πύλη Ε1, ώρα 17.30
Στη διαδρομή μερικά τσόφλια αυγού θα είναι τα πρώτα και τα τελευταία σκουπίδια που θα δω παρά την ύπαρξη τόσων παιδιών και την ανυπαρξία τόσων υποδομών. Ποιος θα μπορούσε να περιμένει τόση καθαριότητα. Τόση προσοχή. Μπροστά μου μία στάση λεωφορείου, ‘προσέχει’ δύο σκηνές. Είμαι σε ένα μέρος που θυμίζει προάστια. Του καταυλισμού. Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν λιγότερη πολυκοσμία, λιγότερη φασαρία, λιγότερους με άλλο Θεό. Η επιθυμία τους είναι σεβαστή. Από όλους.
Πήρα τηλέφωνο τον Μιχαήλ, έναν εθελοντή Σύρο από το Φόρουμ Μεταναστών (τον είχα συναντήσει στο θέμα που είχα κάνει τότε για την Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών) που βρισκόταν στην Πύλη για να “βοηθά με τις μεταφράσεις”. Δεν το σήκωσε. Μου έκανε αναπάντητη. Τον κάλεσα πίσω. “Ναι, με συγχωρείς αλλά δεν μπορώ να σου μιλήσω είμαι στο ιατρείο. Πολλά παιδιά είναι άρρωστα και πρέπει να κάνω μετάφραση“.
Ένας κύριος με ράσα λίγο πιο ρακένδυτα από τα χριστιανικά σε ένα δυνατό τόνο φωνής εξηγούσε σε έναν νεαρό κάτι που έμοιαζε να είναι πολύ σημαντικό και να τον έχει κάνει έξω φρενών (τον πρώτο). Μία κυρία με τακούνια, ντυμένη εξαιρετικά καλαίσθητα περνούσε εκείνη την ώρα το δρόμο προς την αντίθετη από τους ομιλούντες μεριά. Έσπρωχνε ένα καρότσι. Ήταν ψιλόλιγνη, με πράσινα μάτια και καλοχτενισμένα μαλλιά. Κανείς από τους δύο άντρες δεν της έδωσε σημασία.
Πίσω στην Ε2, ώρα 18.15
Φασαρία από ταμπούρλα. Η σχεδόν ερειπωμένη περιοχή τώρα είχε γεμίσει από 20χρονους Αφγανούς που χόρευαν στους ρυθμούς ενός χορού που έμοιαζε με καρσιλαμά. Ίσως ήταν. Δύο νέοι λικνίζονταν παρέα με μία εθελόντρια Ελληνίδα που όπως μας είπε λίγο αργότερα, “την τράβηξαν μέσα με τέτοια χαρά που δεν μπορούσε να αρνηθεί“. Μιλούσε τη γλώσσα τους; Όχι.
*Ίσως απορήσεις που το κείμενο σήμερα δεν έχει φωτογραφίες και δη όταν οι επιτυχημένες λήψεις από τα διάφορα σημεία προσωρινής φιλοξενίας των προσφύγων ανταγωνίζονται καθημερινά η μία την άλλη σε τελειότητα. Ίσως και όχι.
Μία ιστορία: Ένα βράδυ πριν καιρό, πέτυχα στο νανουριστικό νυχτερινό σκρολάρισμα στο Facebook μία ανακοίνωση της γαλλικής εφημερίδας Liberation που είχε εξώφυλλο τη διάσημη εικόνα με το πνιγμένο παιδάκι και τίτλο ‘Γιατί δεν είχαμε τη φωτογραφία’. Το απολογητικό κείμενο του άρθρου εξηγούσε με γλαφυρές λέξεις και περιγραφές μία επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στο εξής ‘ανθρώπινο’, ότι δηλαδή: “ανάμεσα στις τόσες φρικιαστικές φωτογραφίες η κρίση τους δεν ήταν σωστή” και έτσι δεν επέλεξαν εκείνη που έγινε viral. Νούμερο ένα. Που πούλησε τα περισσότερα φύλλα τέλος πάντων. Το κείμενο, υπέγραφε ο διευθυντής έκδοσης της εφημερίδας ο οποίος μάλιστα στην τελευταία του παράγραφο ήλπιζε και υποσχόμενος ότι την επόμενη φορά θα είναι πιο προσεκτικοί ή μάλλον πιο πονηροί ώστε να διαλέξουν εκείνη την εικόνα που θα είναι περισσότερες από χίλιες λέξεις και θα πουλήσει περισσότερο φύλλα.
Η αιτία της σημερινής απόφασης το κείμενο να μην έχει φωτογραφίες με παιδάκια που με χαρούμενα μάτια θα ζητούν μία λύση, είναι ότι το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκα να κάνω όσο ήμουν εκεί και τα είχα απέναντί μου ήταν να βγάλω από την τσέπη το κινητό μου. Και να απαθανατίσω την όποια στιγμή που τόσοι άνθρωποι εύχονται στη δική τους γλώσσα και το δικό τους Θεό να πάψει επιτέλους να υπάρχει.
Μία σημείωση: Σήμερα, είναι η Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού.
*Η κεντρική φωτογραφία είναι από το News247.gr