Καλάβρυτα 1943: Ένα άνισο ιστορικό έπος
- 14 ΝΟΕ 2021
Η επιλογή του σκηνοθέτη και του Δημήτρη Κατσαντώνη, σεναριογράφου του Καλάβρυτα 1943, να υιοθετήσουν τη λανθασμένη θεωρία ότι υπήρξε ένας μετανοημένος Αυστριακός Ναζί στη Σφαγή των Καλαβρύτων που απελευθέρωσε τα γυναικόπαιδα από το φλεγόμενο σχολείο, είχε αρχίσει να κρίνεται πριν καν κυκλοφορήσει η ταινία.
Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας συστήνεται νωρίς στην ταινία, ήδη ταραγμένος με όσα έχει βιώσει και προκαλέσει με το τάγμα του. Άρα η πρωτοβουλία του να σπάσει την πόρτα του σχολείου για να γλιτώσουν τα παιδιά και οι γυναίκες δεν έρχεται ως έκπληξη. Και ευτυχώς, όπως συμβαίνει με ολόκληρη την ταινία, η επίμαχη σεκάνς δε γίνεται κενά μελοδραματική όταν έρχεται.
Ο Αυστριακός παρουσιάζεται ως σύμβολο ελπίδας, όχι μόνο για την αλλαγή που θα μπορούσαμε να κρύβουμε όλοι μέσα μας, αλλά για τη δυνητικά καταλυτική επίδρασή μας όταν την κάνουμε πράξη. Έστω για μία στιγμή.
Θα λειτουργούσε ίσως καλύτερα αν απασχολούσε την ταινία να μιλήσει για ανθρώπους που λειτουργούν μέσα σε δομές εξουσίας και καταπιεστικά καθεστώτα έξω από τον έλεγχό τους. Ως έχει, είναι μία γλυκιά πρόθεση που παίρνει το κατόρθωμα της απόδρασης από τις γυναίκες και τη χαρίζει στον εχθρό τους.
Η ιστορία ξεκινά με την Καρολάιν Μάρτιν, δικηγόρο και εκπρόσωπο της γερμανικής κυβέρνησης εναντίον της ελληνικής αξίωσης για πολεμικές αποζημιώσεις για την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Εκείνη θα επισκεφθεί την Ελλάδα με σκοπό να μιλήσει με επιζώντες της σφαγής, και στη διάρκεια του σύντομου ταξιδιού της θα συναντήσει τον Νικόλα Ανδρέου. Έναν συγκινητικό, βαρύ Max Von Sydow στον τελευταίο του ρόλο, που σε καμία περίπτωση δε συμμετέχει στην ταινία για να εξαργυρώσει απλώς μία επιταγή.
Δε χρειάζεται να πει πολλά – είναι σύντομος ο ρόλος του άλλωστε – γιατί τα λέει όλα το βλέμμα του, στοιχειωμένο και πάντοτε υγρό. Επιβάλλεται στον χώρο που του δίνει η ταινία όπως μόνο μία συνταρακτική τραγωδία μπορεί να το κάνει: Δε μπορείς να του πεις τίποτα.
Μαζί με τη Δανάη Σκιάδη που κουβαλάει το μεγαλύτερο φορτίο στα φλάσμπακ από το 1943, οι δυο τους γίνονται απαραίτητες άγκυρες σε μία ταινία με σοβαρές ανισότητες.
Η ταινία πηγαινοέρχεται διαρκώς μεταξύ των φλάσμπακ και του σήμερα – αξίζει μνεία στο μοντάζ του Γιάννη Χαλκιαδάκη που κάνει άριστη δουλειά – αλλά ως αφηγήσεις έχουν ελλείψεις αμφότερες.
Τα μέρη του παρελθόντος είναι λιτά, στοχευμένα κατά κύριο λόγο, και ελεγειακά στις κορυφώσεις τους, όπως για παράδειγμα στα ποιητικά κάδρα κατά τη στοίχιση των θυμάτων μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η τεχνική δεινότητα της δημιουργικής ομάδας είναι έκδηλη σε αυτά, ρίχνοντας καταπληκτικά τη στάχτη στα μάτια μας όταν οι εικόνες τους δεν είναι πάντα λογικές (τα θύματα για παράδειγμα στοιχίζονται πριν τη δολοφονία τους αλλά στη συνέχεια παρουσιάζονται τα πτώματά τους διασκορπισμένα στον λόφο, προφανώς για τη μεγιστοποίηση του δράματος).
Ακόμη όμως κι αν έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Δημητρόπουλος διαλέγει να μη δείξει την εμπλοκή των ανταρτών με τους Γερμανούς που πυροδότησε τα αντίποινα των δεύτερων, ρίχνοντάς μας απευθείας έτσι σε μία αντίστροφη μέτρηση μέχρι τη σφαγή, η αφήγηση δε γίνεται ποτέ όσο πυκνή θα έπρεπε για να μοιάσει στέρεα.
Η ενότητα του σήμερα είναι σίγουρα πιο ασθενική, κυρίως λόγω της απλοϊκότητας σε ό,τι έχει να κάνει με τον βηματισμό της Καρολάιν. Η ηρωίδα προοδευτικά συγκλονίζεται μπροστά στο άκουσμα της ναζιστικής θηριωδίας («αν κοιτάξεις πολλή ώρα την άβυσσο, κοιτάει κι η άβυσσος μέσα σου» λέει κάποια στιγμή, για τον θεό), αλλά πραγματικά, τι περίμενε να ακούσει;
Η ταινία θέλει, μέσα από εκείνη, να αποδώσει τη διαφορά της ακαδημαϊκής ματιάς στην Ιστορία που φέρνει η απόσταση με το σοκ που μπορεί να προκαλέσει η πιο άμεση, χειροπιαστή επαφή μας μαζί της, αλλά χρειαζόταν πιο ελαφρύ χέρι στην εκτέλεση.
Το Καλάβρυτα 1943 είναι πάντως αξιοπρεπές ως crowd-pleaser, χωρίς λαϊκισμούς, και ξεκάθαρα αντιπολεμικό. Είναι και μία ευκαιρία χαμένη μέσα στην αποσπασματικότητά της, αλλά με ευκρινές μήνυμα: Μπορεί να θέλουμε πολλές φορές να την αγνοούμε, όμως η Ιστορία θα μας προλαβαίνει, και πρέπει να μας προλαβαίνει, πάντα.
Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.