Mauricio Muñoz/Unsplash
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Καλοκαιρινά διηγήματα: Denn du bist was du isst

Τέσσερις Έλληνες συγγραφείς μοιράζονται από ένα πρωτότυπο καλοκαιρινό διήγημα κάθε Κυριακή του Αυγούστου. Την αρχή κάνει ο Βαγγέλης Γιαννίσης.

Πρώτα έφυγε η οικογένεια των Λιβανέζων που έμεναν στο διπλανό διαμέρισμα.

Έπειτα ήρθε το συνεργείο με τους φωνακλάδες εργάτες και τα φασαριόζικα μηχανήματα. Άρχισαν να γκρεμίζουν τοίχους, να ξηλώνουν τα ηλεκτρολογικά και να εγκαθιστούν καινούργια, να περνούν νέους σωλήνες και να αλλάζουν πατώματα. Δύο μήνες κράτησε η ανακαίνιση.

Ακολούθησε ένας μήνας ησυχίας, ο οποίος κράτησε μέχρι τον Μάιο.

Μετά, ήρθαν οι τουρίστες.

Ένα ζευγάρι Ιταλών ήταν οι πρώτοι· θυμάμαι την έκπληξή μου όταν άκουσα τη γλώσσα τους ένα βράδυ στις σκάλες, ενώ κλείδωνα την πόρτα, βγαίνοντας για να πετάξω τα σκουπίδια. Το παλιό ασανσέρ αγκομαχούσε να κουβαλήσει τις βαλίτσες τους μέχρι τον δεύτερο και, όταν άνοιξαν την πόρτα του για να βγουν στον διάδρομο του ορόφου με καλησπέρισαν, πιστεύοντας ότι ήμουν η οικοδεσπότριά τους· φυσικά, ήμουν απλά η γειτόνισσα του διπλανού διαμερίσματος.

Όλο τον επόμενο μήνα παρακολουθούσα από το ματάκι ζευγάρια, παρέες και μοναχικούς backpackers να μπαινοβγαίνουν στην απέναντι πόρτα κάθε ώρα της ημέρας. Κάθε φορά που άκουγα τον ήχο που έβγαζαν τα ροδάκια από τις βαλίτσες έτρεχα για να δω τους καινούργιους επισκέπτες, με την περιέργεια γάτας που ακούει τα πουλιά να κελαηδούν έξω από το παράθυρο. Από τη διαχειρίστρια έμαθα πως ο παλιός ιδιοκτήτης του διαμερίσματος το είχε πουλήσει σε εταιρία κινεζικών συμφερόντων, η οποία το είχε μετατρέψει σε AirBnb.
«Μα, στον Άγιο Νικόλαο;» είχα αναρωτηθεί.

«Οι τουρίστες βλέπουν ότι είναι δίπλα στον ηλεκτρικό. Ξέρουν τι είναι ο Άγιος Νικόλαος νομίζεις;»

Μέσα στο καλοκαίρι άνοιξε και το πρώτο εξειδικευμένο καφεκοπτείο με σπάνιους μονοποικιλιακούς καφέδες και σφολιάτες που θύμιζαν περισσότερο Δανία και λιγότερο Ελλάδα, στη θέση του παλιού καταστήματος ρουχισμού που ήταν κλειστό από το ’15, ενώ το φθινόπωρο εγκαταστάθηκε στη γειτονιά και unisex κομμωτήριο με προφίλ στο TikTok που μετρούσε τους 20.000 ακόλουθους. Λίγο μετά τα Χριστούγεννα άρχισαν εργασίες και σε δεύτερο διαμέρισμα στην πολυκατοικία. Στις συνελεύσεις μπορούσες να καταλάβεις από τις εκφράσεις των ιδιοκτητών ποιος σκεφτόταν να πουλήσει και ποιον ενοχλούσε η παρουσία των τουριστών.

Θυμάμαι ένα απρόσμενα δροσερό βράδυ Ιουλίου που καθόμουν στο μπαλκόνι και απολάμβανα τον αέρα, τις όμορφες μυρωδιές της γειτονιάς, άκουγα ινδικά καψουροτράγουδα να βγαίνουν από τις απέναντι ανοιχτές μπαλκονόπορτες και τα τρένα του ηλεκτρικού να περνούν και σκεφτόμουν πως αυτό το Πατησιώτικο όνειρο που ζούσα πιθανότατα θα χανόταν μέσα στην επόμενη πενταετία -ή, βασικά, θα μεταλλασσόταν σε ένα Patissian dream, το οποίο θα πουλούσαν στους τουρίστες που είχαν βαρεθεί το Κουκάκι και έψαχναν τη νέα in συνοικία.

***

Η οικογένεια των Γερμανών είχε εγκατασταθεί στο δίπλανό AirBnb δύο εβδομάδες τώρα και αναρωτιόμουν εάν σκόπευαν να φύγουν ποτέ, αλλά φαινόταν πως απολάμβαναν τις διακοπές τους. Ξυπνούσαν πάντα νωρίς και κατέβαιναν τις σκάλες συντεταγμένα -πατέρας, μητέρα, κόρη και γιος, όλοι ξανθοί, με γαλανά μάτια πίσω από τα γυαλιά μυωπίας και δέρμα κόκκινο σαν αστακού- για να τρέξουν γύρω από τη γειτονιά ένα μισάωρο, προτού επιστρέψουν στο διαμέρισμα. Έτρωγαν πάντα σπίτι, καθώς από την πλευρά τους μύριζε διαρκώς φαγητό. Δεν μου προκαλούσε έκπληξη: ήταν η επιτομή του Γερμανοί με κάλτσα, πέδιλο και μια χωριάτικη στα τέσσερα. Οτιδήποτε έξοδο μπορούσε να κοπεί, κοβόταν. Κάποιοι αυτό το λένε σύνεση, εγώ το αποκαλώ τσιγκουνιά.

Σε αντίθεση με άλλους τουρίστες, φρόντιζαν να μην κάνουν πολύ θόρυβο και κάθε φορά που τους συναντούσα στον διάδρομο με χαιρετούσαν εγκάρδια, σαν να έβλεπαν κάποια καλή τους φίλη, παρόλο που αμφιβάλω αν ήξεραν πώς με λένε. Ένα βράδυ έψηναν στο μπαλκόνι τους -ανάθεμα κι αν ήξερα πού βρήκαν την ψησταριά- και ο πατέρας μού προσέφερε ένα πιάτο λουκάνικα, παρακάμπτοντας το διαχωριστικό. Η μυρωδιά μού θύμιζε Πάσχα στην Τρίπολη και τον μπαμπά· δεν είπα όχι. Θυμάμαι είχα χαμογελάσει ασυναίσθητα ένα απόγευμα, όταν γυρίζοντας από τη δουλειά, είχα δει τη μητέρα να ταΐζει τα αδέσποτα της γειτονιάς. Δεν θα πω ψέματα, ένιωσα ένα τσίμπημα ενοχής· δεν ήταν όλοι οι τουρίστες ίδιοι, τελικά.

Τον Δεκαπενταύγουστο έγινε ένα εικοσιτετράωρο μπλακάουτ. Εκεί λυπήθηκα τους Γερμανούς· είκοσι τέσσερις ώρες χωρίς κλιματισμό μέσα στον καύσωνα, τι βασανιστήριο. Ο γιος είχε πεταχτεί στο μίνι μάρκετ για να αγοράσει πέντε σακούλες πάγο, τις οποίες μετέφερε στο διαμέρισμα σε δύο δρομολόγια. Η συννεφιά είχε δημιουργήσει κουφόβραση· δεν ήξερα τι θα έκαναν τόσο πάγο, ωστόσο φανταζόμουν πως δεν θα διατηρούσε πολύ τη στερεή μορφή του.

«Τι είναι αυτή η μυρωδιά;» με είχε ρωτήσει την επόμενη μέρα ο Βλάσης, το αγόρι που έβλεπα εκείνο τον καιρό και είχε έρθει σπίτι μου για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά του.
Εκείνο το πρωί, γύρω στις εφτά, ο πατέρας είχε κατέβει να πετάξει τα σκουπίδια· υπέθεσα πως κάποια από τα φαγητά που είχαν στο ψυγείο τους χάλασαν -μάλλον γι’ αυτό ήθελαν τον πάγο. Στο τέλος ούτε αυτός κατάφερε να τα συντηρήσει. Με την ανυπόφορη ζέστη του μεσημεριού, συν τα απορριματοφόρα που δεν πέρασαν από τη γειτονιά μέχρι την επόμενη μέρα, η αποφορά από τα σκουπίδια είχε καλύψει σαν μίασμα τον δρόμο.

Συνειδητοποίησα ότι ο άστεγος που κοιμόταν τα βράδια στην είσοδο του συνεργείου απέναντι από την πολυκατοικία και όλοι μας αποκαλούσαμε Μήτσο είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω τα πράγματά του, μονάχα μία-δύο μέρες έπειτα από την αναχώρηση των Γερμανών. Κανείς δεν ήξερε πού είχε πάει. Και μάλλον κανείς δεν είχε προσέξει τον ξεραμένο σκουρόχρωμο λεκέ που είχε τρέξει από τον τρύπιο κάδο, όπου οι Γερμανοί είχαν πετάξει τα βρωμερά σκουπίδια τους.
«Να δεις που τον έφαγαν», αστειευόταν ο Βλάσης.

Παρακολουθούσα ασάλευτη και αμίλητη τον γείτονα με τις ασημένιες τούφες στους κροτάφους και τις άρρωστες φλεβίτσες στο απέναντι μπαλκόνι να απλώνει. Ένιωθα άκεφη και κουρασμένη. Μια Σκόντα περνούσε νωχελικά από κάτω μας, στον δρόμο.

«Έχεις κάτι;» με ρώτησε.

«Όχι», απάντησα ψέματα.

Έφερα την ψάθινη καρέκλα μου δίπλα στη δική του και του έπιασα το χέρι. Τι να του έλεγα; Πως το ψητό λουκάνικο των Γερμανών που είχα δοκιμάσει ήταν ό,τι πιο νόστιμο είχα φάει στη ζωή μου;


*Ο Βαγγέλης Γιαννίσης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Μαγκάφιν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

 

Exit mobile version