Dimitrios Kapsalis/Alamy/Visualhellas.gr
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Καλοκαιρινά διηγήματα: Εισβολέας

Τέσσερις Έλληνες συγγραφείς μοιράζονται από ένα πρωτότυπο καλοκαιρινό διήγημα κάθε Κυριακή του Αυγούστου. Είναι η σειρά του Αντώνη Τζαβάρα.

Ήταν Σάββατο. Το καλοκαίρι ξεκινούσε πάντα Σάββατο. Ο πατέρας μου, κλασικά, είχε φορτώσει το αμάξι από τα ξημερώματα και μας πίεζε να ετοιμαστούμε για να φύγουμε. Τη μάνα μου πίεζε, δηλαδή, η οποία, όπως πάντα, ήταν έτοιμη να εκραγεί.

«Τελειώνετε, δεν θέλω να ταξιδέψουμε με ντάλα ήλιο».
«Θέλεις τότε να βοηθήσεις με τα πράγματα των παιδιών ή προτιμάς να τα στείλουμε ξεβράκωτα στο χωριό;».

Εγώ μπήκα στον καυγά όταν διαπίστωσα ότι για ένα ακόμα ταξίδι θα έπρεπε να κάτσω πάνω σε έναν μπόγο με ρούχα, ενώ ο Γιώργος θα ήταν αραχτός στη θέση του, χωρίς πράγματα πάνω του, κάτω του ή στα πόδια του.

Εγώ: «Τι γυφτιές είναι αυτές; Πάλι έτσι θα ταξιδέψω εγώ; Μήπως να με βάλετε και στο πορτ μπαγκάζ ή στη σχάρα;».
Η μάνα μου: «Σου έχω εξηγήσει χίλιες φορές ότι ο πατέρας σου δεν θα βλέπει τίποτα απ’ τον καθρέφτη αν κάτσει ο Γιώργος πάνω στα ρούχα. Εσύ είσαι πίσω του, δεν τον ενοχλείς. Και μη λες “γυφτιές”, δεν είναι σωστό».
Ο Γιώργος: «Εσύ διάλεξες τη θέση πίσω από τον μπαμπά, φάτηνα τώρα».
Η μάνα μου ξανά: «Έτσι είναι, το να είσαι ο μεγαλύτερος έχει προνόμια, αλλά έχει και ευθύνες».
Εγώ: «Ναι, ε; Για πες ένα προνόμιο που έχω ως μεγαλύτερος;».
Ο πατέρας μου: «Άντε, τελειώνετε, δεν θέλω να ταξιδέψουμε με ντάλα ήλιο».

Το καλοκαίρι ξεκινούσε πάντα με νεύρα και με την καταδικασμένη επιδίωξη να αποφύγουμε τον ήλιο.

Για να περάσει η ώρα, αποφάσισα να φρεσκάρω στο μυαλό μου τη λίστα με τα θετικά και τα αρνητικά των διακοπών στο χωριό. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτα για φρεσκάρισμα -όλα τα καλοκαίρια στο χωριό ίδια είναι- αλλά δεν είχα και τίποτα άλλο να κάνω, οπότε επανέλαβα τη γνωστή λίστα.

Θετικά:

– Το πρακτορείο εφημερίδων φέρνει όλα τα κόμικς κάθε εβδομάδα (με μια – δυο μέρες καθυστέρηση, βέβαια) και έχει και πάρα πολλά παλιά που δεν υπάρχουν στην Αθήνα: «Γκαούρ Ταρζάν», «Μάχη», «Τανκ» και κάτι άλλα πολεμικά.
– Λουκουμάδες με μέλι και κανέλα της γιαγιάς, παγωτά Ρόκετ στο περίπτερο.
– Ο Γιάννης, Ο Νίκος και ο Πέτρος. Ο Πέτρος λογικά θα έρθει την επόμενη εβδομάδα από την Αθήνα, αλλά οι άλλοι μένουν μόνιμα στο χωριό, οπότε θα τους δω απόψε κιόλας, στην πλατεία.
– Οι πάνω μπασκέτες. Όλοι πάνε στις κάτω γιατί έχουν διχτάκι, οπότε οι πάνω είναι πάντα διαθέσιμες.
– Το δέντρο μου.

Αρνητικά:

– Υποχρεωτικός ύπνος το μεσημέρι. Εγώ δεν κοιμάμαι ποτέ, αλλά τουλάχιστον έχω τα κόμικς και τους «Πέντε Φίλους».
– Ο Τάσος και ο αδερφός του, ο ψηλός, που ρίχνει αγκωνιές στο μπάσκετ. Θα εμφανιστούν πάλι με τα καινούργια Αιρ Τζόρνταν και με το Γκέιμ Μπόι που αγόρασαν πέρσι και θα πουλάνε μούρη.
– Ύπνος στο ίδιο κρεβάτι με τον Γιώργο. Ευτυχώς έχω πιάσει κεφάλι στο παράθυρο. Ο μεγαλύτερος διαλέγει πρώτος πλευρά στο κρεβάτι, αυτό ίσως είναι ένα προνόμιο.
– Η θεία Βούλα και η θεία Βιβή που βρωμάνε αλλά πρέπει να τις αγκαλιάζω και να τις φιλάω όταν έρχονται για επίσκεψη στη γιαγιά. Κάθε απόγευμα, δηλαδή.
– Το μπριάμ της γιαγιάς. Κανονικά θα έπρεπε να το λένε μπλιάχ.

Όταν φτάσαμε, η γιαγιά είχε ήδη το τραπέζι στρωμένο. Μπριάμ, εννοείται, που αρέσει στον πατέρα μου. Φάγαμε κι έπεσαν όλοι αμέσως για ύπνο. Απ’ όλα τα δωμάτια του σπιτιού ακούγονταν ροχαλητά, μέχρι και ο Γιώργος ροχάλιζε, στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Εγώ διάβασα την αγαπημένη μου ιστορία: ο Χουλκ έχει βρεθεί σε έναν άγνωστο πλανήτη κι έχει κυριευτεί από έναν ξενιστή, ένα πλάσμα σαν σκελετωμένο σκουλήκι που έχει γαντζωθεί στον αυχένα του κι ελέγχει τον εγκέφαλό του. Ένα τόσο δα σκατό έχει καταφέρει να υποτάξει τον πιο ισχυρό γήινο οργανισμό, κι εννοείται ότι έχει κυριαρχήσει ανάμεσα στα υπόλοιπα σκελετωμένα σκουλήκια στον πλανήτη του. Στο τέλος τον Χουλκ τον σώζει ο Θωρ.

Με το που ξύπνησε ο πατέρας μου (τελευταίος απ’ όλους), μας άφησαν επιτέλους να βγούμε έξω και βρήκα την ευκαιρία να πάω στο δέντρο μου. Ανέβηκα όλη την ανηφόρα τρέχοντας, λαχάνιασα μέχρι να φτάσω. Το δέντρο μου. Μια τεράστια μουριά που την ήθελαν όλοι, αλλά εγώ κατάφερα να σκαρφαλώσω πρώτος πάνω της κι έγινε δική μου. Καμιά φορά αφήνω και τους άλλους ν’ ανέβουν, αλλά όλοι ξέρουν ότι είναι το δικό μου δέντρο. Έχω χαράξει τα αρχικά μου στο μεγάλο κλαδί που ξεκινάει από το τέλος του κορμού. Εκεί είναι η αγαπημένη μου θέση.

Σκαρφάλωσα πολύ άνετα. Έχω ψηλώσει σε σχέση με πέρσι, οπότε το ανέβασμα μου φάνηκε πολύ εύκολο.

Κατάλαβα αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάποιος άλλος είχε ανέβει στο δέντρο μου πολύ πρόσφατα και ήταν σίγουρο ότι είχε περάσει ώρες εκεί. Είχε καθαρίσει ακόμα και τα φύλλα και τα ξερά κλαράκια στο πάνω μέρος του κορμού, όπως κάνω εγώ την πρώτη φορά που ανεβαίνω κάθε καλοκαίρι. Πήγα αμέσως να επιθεωρήσω τη θέση μου. Φρίκη! Ο καταπατητής είχε τολμήσει να σκαλίσει ακόμα και τα αρχικά του δίπλα στα δικά μου: Χ.Κ. Έσπασα το κεφάλι μου, αλλά δεν μπόρεσα να θυμηθώ κανέναν Χ.Κ.

Κατέβηκα άρον άρον κι έφυγα σφαίρα για την πλατεία. Ο Γιάννης και ο Νίκος ήταν ήδη εκεί κι έτρεξαν προς το μέρος μου για να με αγκαλιάσουν, αλλά τους πήρα απ’ τα μούτρα. Τους ρώτησα αν είχαν ανέβει στο δέντρο μου μαζί με κάποιον άλλο ή αν είχαν δει κάποιον περίεργο να ανεβαίνει. Με πήραν κι αυτοί απ’ τα μούτρα.

Ο Γιάννης: «Άντε ρε, με το δέντρο σου, ακόμα δεν ήρθες. Μεγαλώσαμε, δεν ανεβαίνουμε πλέον σε δέντρα».
Ο Νίκος: «Ναι ρε, ξεκόλλα. Πάμε στον Τάσο, έχει φέρει και το γκέιμ μπόι. Πάμε να παίξουμε».

Δεν είχα καμία όρεξη να παρακαλάω τον Τάσο να μου δώσει το κωλογκέιμ μπόι, αλλά πήγα. Το μυαλό μου, όμως, ήταν στο δέντρο.

Το βράδυ, μετά το φαγητό, ρώτησα τη γιαγιά αν έχει δει κανένα καινούργιο παιδί στη γειτονιά. Είναι φοβερή κουτσομπόλα, ακόμα και στο διπλανό χωριό να είχε εμφανιστεί καινούργιο παιδί, θα το είχε μάθει.

«Έχει έρθει η Χαρούλα, η εγγονή της Βιβής, δεν την είδες; Και να τη δεις, δεν θα τη γνωρίσεις μετά από τόσα χρόνια, έχει γίνει ολόκληρη κοπέλα».

Χαρούλα. Η εγγονή της Βιβής Καραδήμου, της θείας Βιβής που βρωμάει. Χ.Κ. Θεωρητικά τα αρχικά ταιριάζουν, αλλά γίνεται να είναι κορίτσι; Υπάρχει κορίτσι που μπορεί να ανέβει σε ένα τόσο ψηλό και δύσκολο δέντρο; Και τι σκατά κάνει ένα κορίτσι πάνω σε ένα δέντρο;

Την επόμενη μέρα έβαλα το ξυπνητήρι στις επτά. Γέμισα το παγούρι μου, πήρα δύο ροδάκινα από το ψυγείο, ένα στυλό κι ένα μικρό σημειωματάριο κι έφυγα χωρίς πρωινό. Οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν ακόμα. Έφτασα στην κορυφή της ανηφόρας χωρίς να με δει κανείς και χώθηκα στο γκρεμισμένο σπιτάκι απέναντι από τη μουριά. Εκεί ήταν το κρησφύγετό μας όταν ήμασταν πιο μικροί και δεν μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε. Εν τω μεταξύ είχε γκρεμιστεί κι άλλο. Χρειάστηκε να συρθώ με την κοιλιά μου μέχρι να βρω ένα καλό σημείο απ’ όπου θα μπορούσα να παρατηρώ το δέντρο. Ήταν σίγουρο ότι η γιαγιά θα μου έριχνε ένα γερό χεστήρι μόλις έβλεπε τα χώματα στα ρούχα μου.

Δύο ώρες αργότερα, τη στιγμή που έτρωγα το δεύτερο ροδάκινο, έκανε την εμφάνισή της η πιθανή ΧΚ. Ήταν περίπου στο ύψος μου, είχε ίσια καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους και δεν έμοιαζε καθόλου να βρωμάει. Έφτασε στη μουριά πριν προλάβω να καταγράψω την περιγραφή της στο σημειωματάριο. Ήταν γρήγορη! Τώρα μπορούσα να δω καθαρά και τα ρούχα της. Φορούσε αθλητική βερμούδα και μπλούζα Βαν Μπάστεν. Ένα κορίτσι με μπλούζα Βαν Μπάστεν! Χωρίς δισταγμό, έβαλε το πόδι της στην πρώτη σκλήθρα και με ελάχιστες κινήσεις ανέβηκε στο δέντρο. Σκαρφάλωσε χαλαρά, σαν να το είχε κάνει εκατοντάδες φορές.

Από εκεί που ήμουν δεν μπορούσα πια να τη δω. Πιθανότατα είχε ήδη φτάσει στη θέση μου και άραζε. Μπορεί να περιεργαζόταν τα χαραγμένα αρχικά μου και να αναρωτιόταν ποιος είμαι. Σύρθηκα λίγο πιο πίσω στην κρυψώνα μου, στο σημείο που ήταν αρκετά ψηλό ώστε να καθίσω και να ακουμπήσω την πλάτη μου σε έναν μισογκρεμισμένο τοίχο. Ήταν πολύ σκοτεινά εκεί, δεν θα μπορούσε να με δει κανείς, ακόμα κι αν έβαζε το κεφάλι του στο άνοιγμα από το οποίο κατασκόπευα πριν από λίγο.

Κρατούσα ακόμα το στυλό και το σημειωματάριο. Δεν είχα γράψει τίποτα. Σκέφτηκα ότι αντί για περιγραφή ίσως ήταν καλύτερα να φτιάξω ένα σκίτσο της Χ.Κ. Έκλεισα τα μάτια και δοκίμασα να φτιάξω το σκίτσο στο μυαλό μου. Δεν μου έβγαινε. Έχω συνηθίσει να ζωγραφίζω σουπερήρωες και μεταλλαγμένους, όχι κορίτσια.

Το μεσημέρι, μετά το φαγητό, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, ξανάνοιξα το σημειωματάριο. Η σελίδα της παρακολούθησης ήταν κενή. Έγραψα πάνω αριστερά την ημερομηνία και πάτησα τη χρονιά δυο φορές με το στυλό. Αυτό το καλοκαίρι στο χωριό προμηνυόταν διαφορετικό.


Ο Αντώνης Τζαβάρας είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Καλοκαίρι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι.

Exit mobile version