Καλοκαιρινά διηγήματα: Στο εξοχικό
- 18 ΑΥΓ 2024
Έβαλε το κλειδί στην καγκελόπορτα. Η κλειδαριά έτριξε, το ίδιο και η καρδιά του. Στην αυλή ήταν όλα όπως τα είχαν αφήσει. Το φερ φορζέ τραπέζι που έσβηνε κάθε Αύγουστο τα κεράκια και που έπαιζαν κουμ-καν, το κουλουριασμένο κίτρινο λάστιχο που ο πατέρας κατάβρεχε το τσιμέντο, η σκούπα ακουμπισμένη στη γωνία. Ακόμη και το πιατάκι για το νερό της Τζούλης ήταν στη θέση του, ξεραμένο και βρώμικο.
Μια σταλιά του φάνηκε η αυλή, που κάποτε χωρούσε τοσον κόσμο. Που κάποτε έκανε τριαντα και βάλε βήματα για να τη διασχίσει. Τώρα μια δεκαπενταριά του ήσαν αρκετά για να φτάσει στην πόρτα του σπιτιού. Δεν κοντοστάθηκε στιγμή, παρά τα αντίθετα σινιάλα του σώματός του. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε σα να έκανε το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Σα να μην ήθελε να κάνει μεταβολή και να γυρίσει πίσω στο αμάξι, να γυρίσει πίσω στην Αθήνα, να γυρίσει στην Κατερίνα. Στην καινούργια του ζωή, αυτή χωρίς μπαμπά και χωρίς μαμά, χωρίς καλοκαίρια στην Αμαλιάδα και μπάνια στην Κουρούτα.
Άνοιξε την πόρτα και την είδε μπροστά από τον νεροχύτη να καθαρίζει πατάτες. Τα μαλλιά της πυκνά, βαμμενα καστανά. Τα δόντια της στη θέση τους. Το ίδιο και τα λογικά της. Του χαμογέλασε. Ο πατέρας καθόταν στον καναπέ κι έβλεπε τηλεόραση. Είχε δυνατά τον ήχο. «Χαμήλωσε το, ρε πατέρα», παραλίγο να του πει. Είχε δυο χρόνια να του μιλήσει. Από εκείνο το τελευταίο βράδυ στο Νίμιτς.
Προχώρησε στο δωμάτιό του. Στα ράφια κασέτες γεμάτες σκόνη. Γραμμένες με τα εφηβικά του γράμματα. Γραμμένες με τα αγαπημένα του τραγούδια. “This one goes out to the one I ‘ve left behind” και “Let’s play twister, let’s play risk” και “I thought that I heard you laughing, I thought that I heard you sing”. Τότε που όλα έμοιαζαν δυνατά, τότε που οι πιθανότητες ήταν απεριόριστες. Στο κάτω ράφι ένα ξεθωριασμένο playboy. Μια σταρλετ χωρίς σουτιέν τον κοιτάζει λάγνα. Θυμήθηκε που έχυνε τα μεσημέρια κλειδωμένος στην τουαλέτα, τρεις και τέσσερις και πέντε φορές. Η μυρωδιά από τη συκιά στην αυλή να μπερδεύεται γλυκά με το μυρμιγκιασμα στο κορμί του.
Έσυρε τα πόδια του μέχρι το δωμάτιο των γονιών του. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο, τα σεντόνι ατσαλάκωτο. Τα μαξιλάρια είχαν πάνω τους κεντημένα μπλε λουλουδάκια. Σε αυτά τα λουλουδάκια έτρεχε να χωθεί μικρό παιδί, σαν έβλεπε εφιάλτες. Η μεγάλη ξύλινη ντουλάπα, ο καλόγερος με το ψαθάκι του πατέρα, το κομοδίνο με την κολώνια της μητέρας και τη φωτογραφία από τη βάφτισή του. Στο τραπεζάκι η τσόχα, το κουτί με τις τράπουλες και το στιλό μπικ για να κρατάνε το σκορ.
«Νεκροί» άκουσε τη θριαμβευτική φωνή του πατέρα. Έτσι έλεγε όταν έκλεινε προτού προλάβουν οι άλλοι να κατεβάσουν κι έπαιρνε την παρτίδα. «Είστε όλοι νεκροί».
Σήκωσε το βλέμμα του στο καθρέφτη και τον αντίκρυσε. Τον κοιτούσε κατάματα, με τα γκριζαρισμένα του μαλλιά και τις ρυτίδες. «Νεκροί», του είπε. «Είμαστε όλοι πια νεκροί».
*Η Ροζίτα Σπινάσα είναι δικηγόρος και συγγραφέας. Το βιβλίο της «Σπόροι για φύτεμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.