Κάποιος να σκεφτεί τα παιδιά στο “Λόγω Τιμής”
- 25 ΟΚΤ 2019
Δε θέλω να κάνω καμιά τρανή διακήρυξη ΑΛΛΑ πρέπει να ομολογήσω πως αυτή τη η παρούσα εκδοχή της σειράς, που εστιάζει τόσο πολύ στον Δημήτρη Αλεξανδρή και, για κάποιο λόγο!, στην κόρη και τον πρώην άντρα της Μάνιας όσο βρίσκονται σε ταξίδι πνευματικής απομόνωσης, είναι η προσωπική μου ιδανική εκδοχή της σειράς.
Αν η ιδέα πίσω από αυτή την επανένωση, δραματουργικά τουλάχιστον, ήταν πάντα το να εξεταστεί το πώς μπορεί να μοιάζει ένας όρκος φιλίας και δεσίματος ύστερα από χρόνια απόστασης, τότε είναι πολύ σημαντικό να κοιτάξει κανείς αυτούς τους ήρωες ως αυτόνομα όντα, γιατί πολύ απλά δε θα μπορούσαμε να ξέρουμε ποιοι είναι και πώς φέρονται όσο καιρό δεν κοιτάγαμε, όσο τους διαμόρφωναν αυτά τα 20 ενδιάμεσα χρόνια.
Ο Ψηλός που λειτουργεί ως όχημα πλοκής για να έρθουν ξανά όλοι και όλες κοντά, έχει παραμείνει ένα τέτοιο και στο πέρασμα των επεισοδίων, μιας και σπάνια λειτουργεί αυτόνομα, ενώ ο Κούρκουλος του φοράει διαρκώς την ίδια έκφραση. Δεν είναι ήρωας, είναι ένα δραματουργικό κενό, αλλά σε αυτή τη δίνη που δημιουργεί, έχουν σχηματιστεί κάποια περιέργως όμορφα άγρια κύματα.
Πολύ μεγάλο κομμάτι του όλου εγχειρήματος είναι η σχέση των κάποτε εφήβων, σημερινών γονιών, με τα παιδιά τους σήμερα και το πώς τους μεταφέρουν ή όχι κάποιες παθογένειές τους. Θεωρητικά τουλάχιστον- στην πράξη αυτές οι ιστορίες σε πολλά σημεία υποφέρουν για διάφορους λόγους. Ο γιος του Μαρκουλάκη ας πούμε δεν είναι ακριβώς χαρακτήρας, αλλά μια φαντασία σχηματισμένη από πρωτοσέλιδους τίτλους- το ότι κανείς σε αυτή την οικογένεια δε μοιάζει να μπορεί να μιλήσει με τον άλλον σαν ανθρώπινο ον σίγουρα δεν βοηθάει. Σε αυτό το επεισόδιο η μητέρα του Φοίβου καταλαβαίνει πως ο γιος της έχει κοπέλα, περιχαρής παίρνει τηλέφωνο τον ντούσμπαγκ άντρα της να του το πει κι εκείνος μόνο που δεν της βγάζει διαζύγιο. Λίγο αργότερα τρώει τα καροτάκια του στην αποπνικτικά άδεια σπιταρόνα του όταν παίρνει θέση σε έναν τσακωμό μάνας γιου με έναν τρόπο οριακά κοινωνιοπαθή. Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει σε κάθε έναν από αυτούς τους χαρακτήρες- οι σκηνές τους μοιάζουν με αυτοσχεδιασμό όπου μόνο ένας από τους τρεις επιτρέπεται κάθε φορά να φύγει από το σενάριο.
Αλλού, ο γιος της Βολιώτη με τον Παπασπηλιόπουλο ζει το δικό του δράμα πέφτοντας διαρκώς θύμα bullying, αλλά κανείς δεν ασχολείται σοβαρά καθώς είναι απασχολημένοι με το δικό τους μέτριο δράμα. Ο ένας είδε το “Μάνο μου, Μάνο μου” πολύ νορμά μήνυμα μες στη νύχτα και θα πάει να τη βγει κι από πάνω κιόλας μετά την όλη Υπόθεση Αλίκη, η άλλη μοιάζει να μην πολυξέρει τι συμβαίνει, γενικώς μια παγωμένη κατάσταση. Και να τι άλλο δε βοηθάει; Το cliffhanger με την πολύ πειστική βουτιά από την πλαγιά του μικρού, ύστερα από μια οπερατική κορύφωση της bullying κατάστασης. Και πάλι, άνθρωποι και καταστάσεις που δυσκολεύονται να ξεφύγουν από την αίσθηση της πρωτοσέλιδης είδησης.
Οι πιο δυνατές στιγμές έρχονται αλλού. Έγραφα και την περασμένη βδομάδα πως το storyline της Άννας πέτυχε κάτι πιο σημαντικό από το να μου αρέσει: με ξάφνιασε. Σε αυτό το επεισόδιο η Παπαοικονόμου κάνει double down, αφιερώνοντας σοβαρό μέρος του επεισοδίου σε κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να μην υπάρχει καν. Η Άννα συνεχίζει τις διακοπές της στην απομόνωση με τον πατέρα της, και οι σκηνές τους είναι διάλειμμα ανάσας για εμάς όσο και για την ίδια την ηρωίδα.
Η Άννα προσπαθεί να ξεπεράσει αυτό που ουσιαστικά είναι μια διπλή απώλεια. Ο Ανδρεάς, το αγόρι της, φεύγει για σπουδές και μια νέα ζωή στην οποία αυτή φοβάται πως δεν χωράει. “Δεν μου έχει στείλει ακόμα”, λέει στον πατέρα της. “Ξέρεις πόσα ονόματα θα παρελάσουν από τη ζωή σου μέχρι να γράψεις της μελωδία της ευτυχίας;” απαντά εκείνος, συνεχίζοντας το λυρικό σερί του από το προηγούμενο επεισόδιο, και δίνοντας την αίσθηση πως η Παπαοικονόμου απολαμβάνει να γράφει αυτόν όσο κανέναν ήρωά της. Η άλλη απώλεια είναι φυσικά το αδερφάκι που δεν ήρθε ποτέ, και μαζί η δυστυχία που χτύπησε τη Μάνια. Σε αυτό το σκηνικό πλήρους επανένωσης με τη φύση, η Άννα βρίσκει ένα ψυχικό κεντράρισμα που ένας άνθρωπος της ηλικίας της δε θα είχε εξαρχής την ευκαιρία να συναντήσει.
Στην ησυχία και την ομορφιά του κρητικού σκηνικού, στην ωραιότερη σκηνή του επεισοδίου, η μικρή αναρωτιέται με φυσικότητα πότε θα έρθει ο πατέρας της στην πόλη για να ζει κοντά της. Εκείνος με ένα σιωπηλά γλυκόπικρο χαμόγελο την κοιτά, της λέει πως δε μπορεί να ζήσει εκεί, αλλά ειλικρινά δε χρειαζόταν να πει τίποτα- η κόρη του ήδη έχει πάρει αρκετά από αυτή την επαφή για να καταλαβαίνει την απόσταση που υπάρχει. “Ούτε για χάρη μου;” τον ρωτά ξέροντας ήδη την απάντηση. Εκείνος κοιτά χαμηλά, μετά ξανά εκείνη, και της λέει “Θα μου το ζητούσες;”
Η κόρη του ξεφυσά και κουνά του κεφάλι. Λέει “…όχι”, αλλά αρκούσε το βλέμμα και η γλώσσα της κίνησής της. Μια σκηνή στιβαρή, γεμάτη ηρεμία, σιγουριά και πίστη στους ηθοποιούς, οι οποίοι by the way πετυχαίνουν ό,τι επιχειρούν και κάτι παραπάνω. Η Νίκη Βακάλη κι ο Βαγγέλης Λιοδάκης πετυχαίνουν ένα στάδιο ερμηνευτικής σύνδεσης που κάνουν τις τελευταίες λέξεις που μοιράζονται να μοιάζουν τελείως περιττές. Τα πάντα εδώ, από το γράψιμο μέχρι την παραμικρή κίνηση των ηθοποιών, μοιάζουν ζησμένα και προσωπικά. Είναι οι μόνες σκηνές που μοιάζουν να συμβαίνουν επειδή της απαίτησαν οι χαρακτήρες κι όχι κάποια ανάγκη πλοκής.
Πάντα καλός και τίμιος ο Δημήτρης Αλεξανδρής, τα recaps αυτά ήταν από την πρώτη στιγμή υπέρ του. Όσο κι αν ο ίδιος βέβαια προσέχει και καταφέρνει ο ήρωάς του να μοιάζει πάντα με αληθινός άνθρωπος φτιαγμένος από αληθινά πάθη, η σειρά τον προδίδει. Ύστερα από μια επίσκεψη του Πυρπασόπουλου, ο Αλεξανδρής καταρρέει ψυχολογικά, υπό το βάρος του άγχους για τον Ψηλό και για τα όσα οικονομικά και οικογενειακά ζόρια τραβάει ο ίδιος. Όλα συμβαίνουν με τέτοια αστραπιαία τηλεγραφική ταχύτητα που είναι δύσκολο να τα πάρεις απολύτως σοβαρά- μια σκηνή ενός λεπτού με τον Πυρπασόπουλο ακολουθεί λίγο αργότερα μια σκηνή δευτερολέπτων σεξ στο αυτοκίνητο με την κοπέλα που τον φλέρταρε στο προηγούμενο επεισόδιο (από το πουθενά), κι αμέσως μετά σε ένα παρανοϊκό escalation, φτάνει σπίτι σμπαραλιασμένος από το ποτό, φέρεται άθλια στη γυναίκα του (η οποία είναι γραμμένη με μια φορσέ έγνοια δίχως αίσθηση της κατάστασης που θα ξεπέρναγε και την γιαγιά μου), και την επόμενη μέρα τα έχει χάσει όλα.
Δεν είναι απαραίτητα κακό στόρι, και είναι ωραία η ιδέα του να εξεταστεί ένας χαρακτήρας με τόσο μεγάλη αγωνία να αποδειχθεί άξιος για να διαψεύσει τον άθλιο πατέρα του, που καταλήγει να μη μπορεί να ισορροπήσει την αξία και την ανθρωπιά του με τα ασχημότερα ένστικτά του. Αλλά όλα αυτά τηλεγραφούνται και ο Αλεξανδρής καταλήγει να πρέπει να σύρει κουπί, δίνοντας βαρύτητα και διαστάσεις μεγαλύτερες από την κειμενική πρόθεση- τόσο στην σκηνή που ξεκινάει η διάλυση με τον Πυρπασόπουλο όσο και σε εκείνη που καταρρέει μπροστά στην αδερφή του, είναι φανταστικός. Δεν νομίζω πως είναι απαραίτητα σπουδαίος ηθοποιός, αλλά ως τώρα στη σειρά είναι μακράν ο καλύτερος στο να παίζει απέναντι από οποιονδήποτε άλλον. Μπορεί να δώσει βάθος σε κάθε σκηνή που γραμμένη θα έμοιαζε περισσότερο με ένα [εδώ να μπει σκηνή που ο Βασίλης καταρρέει].
Ενιγουέι! Ζορίζονται όλοι. Δύσκολη βδομάδα. Εύχομαι να τα καταφέρουν, εύχομαι να ασχοληθεί κάποιος σοβαρά με το παιδάκι που το βαράνε όλα τα τσογλάνια, και εύχομαι να μην είδαμε τελευταία τον Φώτη με τα λυρικά του τσιτάτα!
***
Και τώρα, πάμε μια βόλτα στο 1999 με το διαχρονικό twist της “Έκτης Αίσθησης”. Στο πλαίσιο του αφιερώματός μας για το θρυλικό σινεμά του 1999, δες το νέο μας επεισόδιο POP για τις Δύσκολες Ώρες, με καλεσμένο τη Μίνα Μπιράκου.