Karwai Tang/WireImage/Getty Images/Ideal Image
PROFILE

Η Kirsten Dunst ήταν πάντοτε σπουδαία

Δεν έχει υπάρξει ποτέ τίποτα λιγότερο από αυτό, αλλά μετά και το Civil War δεν πρέπει να μένει και πολύς χώρος για αμφιβολίες.

Η Kirsten Dunst ήταν πάντα εκεί. Δεν υπήρχε ποτέ λόγος αμφιβολίας για αυτό, αν το καλοσκεφτείς. Δεν υπάρχει εδώ κάποια αφήγηση παρεξηγημένου ταλέντου, ή δημιουργικής επιστροφής, ή καλλιτεχνικής στροφής, ή τίποτα από όλα αυτά.

Η Kirsten Dunst ήταν πάντα καλή (έχει δώσει ποτέ κακή ερμηνεία;), έπαιζε από την αρχή και διαμέσου της καριέρας της σε σημαντικές ταινίες κερδίζοντας μεταξύ άλλων και το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες, ενώ πάντα ήξερε πώς να συνδυάζει το καλό εμπορικό σινεμά με τη συνεργασία με auteurs (Coppola! Trier! Raimi! Campion!).

Γιατί τότε δεν συγκαταλέγεται κατά κανόνα ανάμεσα στις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της και γιατί χρειάστηκε να φτάσει τα 33 χρόνια καριέρας για να προταθεί πρώτη φορά για Όσκαρ;

Ίσως έχει να κάνει με το ότι ήταν σταρ από μικρό παιδί, χωρίς να σταματήσει ποτέ, παίζοντας σε αμέτρητα διαφημιστικά, σειρές, ταινίες. Σήμερα, στα 41 της, είναι ήδη πρακτικά βετεράνος, χωρίς μεγάλα κενά στην πορεία της, χωρίς μεγάλα φάουλ, χωρίς σκάνδαλα, χωρίς να έχει γίνει meme, χωρίς τίποτα από όλα αυτά που βοηθούν ανθρώπους να δημιουργήσουν συναρπαστικές αφηγήσεις για τον εαυτό τους. Η Dunst απλά δε σταμάτησε ποτέ να είναι εκεί, και δε σταμάτησε ποτέ να είναι εξαιρετική στα πάντα – είναι τόσο εύκολο τέτοιους ανθρώπους να αρχίσεις να θεωρείς αυτό που κάνουν ως δεδομένο.

Ένας άλλος παράγοντας ίσως όμως να είναι και ο ρόλος με τον οποίο αποφοίτησε κατά μία έννοια από την περίοδο του «παιδιού-σταρ» στην περίοδο της «αληθινής, ενήλικης ηθοποιού». Ένας ρόλος για πάντα σημαδιακός, όχι μόνο για τη δική της καριέρα, όχι μόνο για τη σκηνοθέτη Sofia Coppola, αλλά τολμώ να πω και γενικότερα για το αμερικάνικο σινεμά, καθώς εν έτει 1999 οι κλασικές πια Αυτόχειρες Παρθένοι βάζουν το εφηβικό, κοριτσίστικο βλέμμα περήφανα και αναπολογητικά σε πρώτο πρόσωπο. Η ταινία γίνεται μελλοντικό σημείο αναφοράς και η Dunst γίνεται για πάντα το πρόσωπο μιας γυναικείας ιστορίας ενηλικίωσης του σινεμά.

Μια χρονιά μετά, η Dunst πρωταγωνιστεί σε άλλο ένα μελλοντικό classic του είδους του, την κωμωδία Bring It On για δυο ομάδες τσιρλίντερς που προετοιμάζονται για ένα εθνικό διαγωνισμό με λύσσα και με χάρη. (Μπορείς να διαθέτεις και τα δύο). Ο Roger Ebert έγραψε για την ταινία πως είναι «ο Πολίτης Κέιν των ταινιών με τσιρλίντερς». ΟΚ, θα το δεχτούμε. Είναι μια φανταστική νεανική κωμωδία που πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό χάρη στον τρόπο που την κουβαλά η Dunst στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με μια τελείως διαφορετική ενέργεια από την αέρινη ένταση των Αυτόχειρων Παρθένων.

Ήδη και μόνο από αυτό το φιλμικό back to back, σε είδη που δεν συγκεντρώνουν παραδοσιακά την υστερική λατρεία των κριτικών ή τα βραβεία, ξέρεις παρολαυτά πως έχουμε εδώ μια ηθοποιό που χωρίς καν να το κάνει θέμα, διαθέτει ξεκάθαρο range.

Η εμφάνισή της σε φιλμ όπως το Bring It On ή λίγο νωρίτερα την κωμωδία Dick (μια παρωδία του σκανδάλου Watergate με συμπρωταγωνίστρια την Michelle Williams) και την σάτιρα Drop Dead Gorgeous (μια μαύρη κωμωδία για τοπικά καλλιστεία), αναδεικνύουν και την κωμική της πλευρά και την ερμηνευτική δυνατότητα μέσα σε ένα πλαίσιο παραλόγου, αποτελώντας έτσι εξαιρετικές επιλογές της έφηβης ακόμα Dunst που ήθελε έτσι προφανώς να ξεφύγει από την εικόνα της ως Σοβαρό Παιδί Θαύμα.

Νωρίτερα στα 90s, είχε τον πρώτο της μεγάλο ρόλο στη Συνέντευξη με Έναν Βρικόλακα όπου έκλεψε την παράσταση (και προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα) δίπλα σε δύο μικρούς ασήμαντους σταρ, τον Tom Cruise και τον Brad Pitt. Σιγά δηλαδή, και τι έκανε. Επειδή όμως τέτοιες ερμηνείες-πυροτεχνήματα έχουμε δει πολλές φορές από πιτσιρίκια, και συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης σκηνοθετικής δουλειάς παρά πηγαίου ερμηνευτικού ταλέντου, είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως τα χρόνια γύρω από τη Συνέντευξη, η Dunst παίζει στις Μικρές Κυρίες, στο Jumanji, στο Star Trek: The Next Generation, στην Εντατική, στο Wag the Dog και σε πολλά άλλα.

Πριν καν ενηλικιωθεί, έχει παίξει δίπλα στους προαναφερθέντες Cruise και Depp, στον Robin Williams, τον Tom Hanks και τον Bruce Willis, στον George Clooney και στην Winona Ryder, στον Robert De Niro και στον Dustin Hoffman, ΚΑΙ έδωσε την φωνή της στην κεντρική ηρωίδα του Hayao Miyazaki όταν το Kiki’s Delivery Service μεταγλωττίστηκε στην Αμερική. 

Για όλους τους ρόλους της κέρδιζε θετικά σχόλια από την κριτική, καθώς πάντα διέθετε μια ήρεμη μελαγχολία που διαπερνούσε τα πάντα. Αυτό την έκανε τέλεια ως βαμπίρ στο σώμα ενός μικρού κοριτσιού, κι αυτό την έκανε τέλεια για κάθε δραματικό ρόλο στην ηλικία της που κυκλοφορούσε στο Χόλιγουντ των ‘90s.

Μετά το breakthrough του 1999-2000, συνέχισε να εξερευνά την ενηλικίωση (το νεανικό ρομάντζο Crazy/Beautiful είναι σημαδιακό φιλμ της γενιάς του βιντεοκλάμπ), συνέχισε να αναζητά ιδιόρρυθμα ρομάντζα (Wimbledon, Elizabethtown), όμως πλέον μπαίνει και σε άλλη τροχιά.

Γίνεται η Mary Jane. Γίνεται το ήμισυ του ίσως κλασικότερου φιλιού του σινεμά των 00s.

 

Αυτού του είδους οι ταινίες τότε είχαν ακόμα κάτι πηγαία συναρπαστικό γύρω τους και δεν ήταν κομμάτι μιας μηχανής κιμά όπως είναι κατά βάση σήμερα. Η ιδέα ότι ένας αληθινός auteur όπως ο Sam Raimi θα ζωντανέψει στην οθόνη τις περιπέτειες ενός από τους πλέον ενθουσιώδεις ήρωες του κομιξικού κόσμου, δε γινόταν να μην σε ξεσηκώσει. Μέχρι η όλη η υπόθεση να αρχίσει να βαραίνει και να μπαίνουν στη μέση πλέον άλλες απαιτήσεις και άλλα μπάτζετ (βλέπε Spider-Man 3), τα δύο πρώτα φιλμ θριαμβεύουν στα ταμεία, εξιτάρουν το κοινό, και παραμένουν ως σήμερα κλασικά. Πολύ σημαντικά, η Dunst καταφέρνει να ενσαρκώσει ιδανικά αυτό που πάντα ήταν η Mary Jane για τους φανς, βγαίνοντας με ευκολία από το κουτί της «κοπέλας του Spider-Man». Η παρουσία της, η ενέργειά της, απαιτούν και κερδίζουν και κρατούν το ενδιαφέρον ακόμα κι όποτε η ιστορία φλερτάρει με το σχηματικό.

Ως πρώτο όνομα πλέον, κάνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: Πάει στις Κάννες.

Εκεί προβάλλεται η Μαρία Αντουανέτα της Sofia Coppola, ένα στην εποχή του παρεξηγημένο αριστούργημα στο οποίο η Dunst δίνει νεανικό ενθουσιασμό διαποτισμένο με μελαγχολία. Αυτή η ταινία βγαίνει ανάμεσα στα Spider-Man (όπως και η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού όπου κρατά έναν αξιομνημόνευτο β’ ρόλο). Λίγα χρόνια αργότερα επιστρέφει στις Κάννες, αυτή τη φορά για να κερδίσει το βραβείο ερμηνείας του μεγαλύτερου κινηματογραφικού φεστιβάλ στον κόσμο. Η ταινία είναι το Melancholia του Trier, έρχεται λίγα χρόνια αφότου η ηθοποιός πάλευε κι η ίδια με την κατάθλιψη, και την βλέπει να δίνει νέες ερμηνευτικές της πτυχές – έχει κάτι το στοιχειωτικό, μια καθηλωτική αποστασιοποίηση που δίνει ζωή στην όλη ιδέα του Trier.

Μπορεί εύκολα να αναρωτηθεί κανείς τι θα είχε συμβεί εκείνη τη χρονιά –και κατ’επέκταση στην καριέρα της έκτοτε– αν ο Trier δεν έδινε μια από τις πιο διαβόητες συνεντεύξεις Τύπου στην ιστορία. Ήταν τότε που είχε αναφέρει πως «καταλαβαίνει τον Χίτλερ» συνεχίζοντας μετά για πολλή ώρα να σκάβει όλο και περισσότερο την τρύπα στην οποία είχε ήδη χωθεί.

Δίπλα του μπορείς να δεις σε ζωντανό χρόνο την Dunst να θέλει να εξαφανιστεί από τον πλανήτη. Οι δηλώσεις πήραν διαστάσεις σκανδάλου κι η ταινία δεν πήρε ποτέ μια πιθανή οσκαρική διαδρομή που ίσως να είχε μπροστά της – ιδίως για την Dunst που θα είχε και τις ερμηνευτικές δάφνες του φεστιβάλ. Ήταν η ντροπιαστική χρονιά που το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου πήρε η Meryl Streep παίζοντας την Thatcher οπότε δε θέλω να ακούω τίποτα τρελά. Αν ο Trier δεν έκαιγε έτσι την ταινία (η οποία βέβαια στην πορεία μια χαρά κέρδισε τη θέση της σε λίστες δεκαετίας και 21ου αιώνα) η Dunst άνετα πήγαινε για το Όσκαρ.

Ακολούθησαν πολλά ανεξάρτητα φιλμ, πήγε ξανά στις Κάννες με το On the Road αλλά και με το Beguiled (που σηματοδοτεί την επανένωσή της με την Coppola μια δεκαετία αργότερα), το γύρισε και στην τηλεόραση – η 2η σεζόν Fargo είναι για πολλούς και η καλύτερη της σειράς, για την οποία και προτάθηκε ξανά για Χρυσή Σφαίρα. Εκεί γνωρίζει τον Jesse Plemons με τον οποίον γίνονται γρήγορα ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια του Χόλιγουντ. Υπάρχει κάτι πολύ όμορφο σε αυτή την ένωση δύο απολύτως φανταστικών ηθοποιών που ποτέ δεν έγιναν γνωστοί για κάτι άλλο, σε ένα τέλειο επίπεδο φήμης και ταλέντου. Μέσα σε ένα χρόνο αρραβωνιάζονται και τον επόμενο χρόνο κάνουν μαζί το πρώτο τους παιδί.

Θα βρεθούν μαζί ως ζευγάρι και στη μεγάλη οθόνη στο Power of the Dog της Jane Campion, μια δύσκολη, στιβαρή ταινία που φτάνει με βλέψεις στα Όσκαρ και με την Dunst επιτέλους, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, υποψήφια. Στον ρόλο της μπορείς να την δεις πρακτικά να εξαφανίζεται από μπροστά σου καθώς η ταινία προχωρά κι η ίδια περιθωριοποιείται, «μικραίνει». Είναι μια σπουδαία supporting ερμηνεία, άφοβα υπόγεια, δίχως την παραμικρή ματαιοδοξία επάνω της – κάτι που μπορείς να πεις για κάθε ερμηνεία της Dunst, που φαίνεται ως άνθρωπος να είναι όσο chill είναι και σαν ηθοποιός.

Που by the way αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι στο τρέχον press tour του Civil War, έχει δώσει διαμάντια, μοιράζοντας καθημερινή σοφία, ευθύτητα και απλότητα: 

 

Το «Παιδιά δεν ξέρω, εγώ νομίζω ότι ο Jonathan Glazer είπε “η γενοκτονία είναι κακό πράγμα”» είναι all-timer ατάκα. Το ξέρω πως το να περιμένεις από πλούσιους και διάσημους σταρς να είναι decent άνθρωποι και να λένε Τα Σωστά Πράγματα είναι από αφελές μέχρι επικίνδυνο, αλλά πραγματικά χαίρομαι όταν chill άνθρωποι που αγαπώ και θαυμάζω και που με συντροφεύουν κινηματογραφικά πρακτικά όλη μου τη ζωή, προκύπτουν μη-φρικτά πλάσματα. Ή, όπως το περιγράφει και το indiewireείναι τόσο «ευθύς, τόσο απαλλαγμένη από κάθε τι προσποιητό».

Οι συνεντεύξεις αυτές γίνονται για την επιστροφή της στη μεγάλη οθόνη μετά από 3 χρόνια. Από το Power of the Dog το 2021, ο πρώτος της έκτοτε ρόλος είναι κι αυτός που τελικά της φέρνει ίσως το πιο σαρωτικό κύμα θαυμασμού από σύσσωμο το κοινό και την κριτική. Ίσως επειδή είχαμε μερικά χρόνια να τη δούμε, ίσως επειδή εδώ είναι μετά από καιρό η κεντρική ηρωίδα ενός φιλμ που σε μεγάλο βαθμό κρέμεται πάνω στην ερμηνεία της. Στο πώς θα πουλήσει τη φρίκη και τον κυνισμό ενός κόσμου σε αποσύνθεση μέσα από την ενσάρκωση μιας ηρωίδας συναισθηματικά αποστασιοποιημένης, σκληρής και αποτελεσματικής – και το πώς τα τελευταία ψήγματα ελπίδας αναζωπυρώνονται μέσα της στις πιο απίθανες στιγμές.

Στην ταινία αυτή είναι πια η μπαρουτοκαπνισμένη βετεράνος, εκείνη την οποία βλέπει σαν είδωλο η πιο ορμητική, νεαρότερη ρεπόρτερ, την οποία άκρως συμβολικά παίζει η Cailee Spaeny, δηλαδή η Priscilla της Coppola. Μέσα από τα μάτια της νεαρότερης κοπολικής ηρωίδας, η Dunst μοιάζει να γεμίζει την οθόνη με σιγουριά, με πείρα, με Ιστορία.

Το Civil War του Alex Garland μπορεί να μην έχει πολλά να πει ως ταινία, αλλά η Dunst μιλάει μετά από καιρό – τώρα, επιτέλους, οι πάντες ακούνε.