ΒΙΒΛΙΟ

Ξενύχτησα διαβάζοντας το Seveneves

'Το φεγγάρι ανατινάχτηκε χωρίς προειδοποίηση και χωρίς προφανή λόγο'. Έτσι ξεκινάει το καλύτερο sci fi μυθιστόρημα της χρονιάς.

900 σχεδόν σελίδες μέσα σε τρεις μέρες, ενώ είσαι διακοπές, με τη σύζυγο να σε στραβοκοιτάζει και το παιδί να σε παρακαλάει να σηκωθείς από την ξαπλώστρα και να παίξεις λίγο μαζί του. Αυτό, από μόνο του, αποδεικνύει αρκετά πράγματα. Τόσο για σένα (όπως ότι δεν είσαι ιδιαίτερα καλός πατέρας ή σύζυγος) όσο και για αυτό (ότι δηλαδή αξίζει την γκρίνια που έφαγα μέχρι να το τελειώσω).

Εντάξει, δικαιολογία για την συμπεριφορά μου, έχω. Συγκεκριμένα ότι έχουν περάσει 17 μήνες από τότε που πωρώθηκα τόσο πολύ με ένα βιβλίο. Με τη μόνη διαφορά ότι το Seveneves, δια χειρός του -σταθερά εξαιρετικού, από το Snow Crash του 1992- Neal Stephenson, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να γίνει ταινία.

 

Εκτός και αν μπορείς να σκεφτείς εσύ ένα τρόπο να χωρέσεις σε μια ταινία ένα έπος με τα όλα του που μας ταξιδεύει από την μέρα μετά το σπάσιμο του φεγγαριού σε επτά κομμάτια και την (SPOILER) πολυετή βροχή μετεωριτών που ακολουθεί μετά (εννοείται με συνέπεια την καταστροφή της ανθρωπότητας) μέχρι το τι συμβαίνει στο ανθρώπινο γένος 5.000 χρόνια μετά.

Άσε που, στο εσαεί φαλλοκρατικό Χόλιγουντ, δεν θα κάθεται ιδιαίτερα καλά στο στομάχι των στούντιο να δώσουν 200 εκ. δολάρια για μια ταινία όπου οι βασικές πρωταγωνίστριες είναι όλες γυναίκες. Πανέξυπνες, μορφωμένες, ανεξάρτητες και δυναμικές γυναίκες.

 

Τι νόμιζες, δηλαδή, εσύ ότι σημαίνει το Seveneves; Μιλάμε για επτά Εύες. Αλλά μάλλον δεν είναι σωστό, spoiler wise, να σας πω πως φτάσαμε ως εκεί.

 

Αυτό που πρέπει να ξέρετε είναι ότι, πριν η βροχή από κομμάτια του φεγγαριού ξεκινήσει, ένα μικρό μέρος της ανθρωπότητας σώθηκε. Πολύ μικρό, ούτε γήπεδο μπάσκετ μικρής ομάδας της Α1 δεν γεμίζει, για να καταλάβεις περίπου για τι μιλάμε.

Όσοι ήταν δηλαδή ήδη πάνω στο διαστημικό σταθμό και όσους κατάφεραν να στείλουν τα έθνη της γης που αποφάσισαν να σταματήσουν -περίπου- να πλακώνονται και να αρχίζουν να χτίζουν πυραύλους, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, προκειμένου να σωθούν οι πιο ικανοί. Για την ακρίβεια οι νέρντουλες.

 

Αυτό που τελικά σε κερδίζει στο Seveneves είναι ο συνδυασμός της εξαιρετικής πλοκής και του τεχνολογικού ρεαλισμού. Η αίσθηση δηλαδή ότι ο τρόπος που σωζόμαστε, ο τρόπος που μεγαλώνει ο διαστημικός σταθμός και όλα όσα συμβαίνουν μετά, καλά, κακά ή και ενίοτε (SPOILER) κανιβαλιστικά, όντως θα μπορούσαν να συμβούν έτσι.

Γεγονός που πηγάζει από το ότι ο Stephenson αποτελεί εδώ και χρόνια μέρος σχετικών project και ότι οτιδήποτε γράφει έχει βάση σε τεχνολογικά επιτεύγματα και ιδέες που αυτή την στιγμή βρίσκονται στα σπάργανα.

 

Με άλλα λόγια, διαβάζοντας το Seveneves, και έχεις αγωνία για το τι θα συμβεί μετά, και, στην πορεία, μαθαίνεις διάφορα πράγματα σχετικά με μαστίγια, δαχτυλίδια και ανεμόπτερα. Όλα στη διαστημική, εννοείται, εκδοχή τους.

Με κάποιο τρόπο, ακόμη και όταν τα infodumbs, όπως αποκαλούνται αυτοί οι παράγραφοι, είναι απελπιστικά εκτεταμένοι, ο Neal καταφέρνει να σε κάνει να φαντάζεσαι τον κόσμο που έχτισε για εσένα και όχι να βλαστημάς πότε θα σταματήσει η διάλεξη.

Όπως και να’χει εδώ το επίκεντρο είναι ΠΑΝΤΟΤΕ η τεχνολογία και το πως οι επιστήμονες είναι το μόνο που μπορεί τελικά να μας σώσει και όχι αυτό που θα περίμενες, δηλαδή το ποιος κατέστρεψε το φεγγάρι και γιατί.

 

Κάτι που νομοτελειακά σημαίνει ότι οτιδήποτε άλλο λαμβάνει χώρα μεταξύ των ανθρώπων, όπως έρωτες, φιλίες και τραγικοί θάνατοι, (ξε)πετιέται στην γωνία, με την έμφαση να δίνεται στο τι σημαίνει αυτό τεχνολογικά και μακροπρόθεσμα (βλέπε 5.000 χρόνια μετά).

Επίσης, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των υπόλοιπων βιβλίων του είδους, ο Stephenson επιμένει να θέλει να μας δείξει ότι η Γη, όσο χάλια και αν την κάνουμε, θα είναι πάντοτε το επίκεντρο της ανθρωπότητας. Το μέρος όπου όλοι θέλουμε να γυρίσουμε. Ένα γαλάζιο θαύμα που δεν πρέπει ποτέ να θεωρούμε δεδομένο.

Τώρα που το σκέφτομαι, μια χαρά ταινία θα γινόταν. Για την ακρίβεια δυο ταινίες. Μια με το τι γίνεται μετά την καταστροφή και μια για το δεύτερο μέρος, τις τελευταίες δηλαδή 300 σελίδες του βιβλίου που μας ταξιδεύουν χιλιάδες χρόνια μετά. Kαι μακάρι να έχει κάποιος τα κότσια να το αποφασίσει.