Ap Photos
REVIEWS

To Last Dance είναι ένα αθλητικό ντοκιμαντέρ για το κύμα της (μπασκετικής) Ιστορίας

Η παραγωγή του ESPN και του Netflix αφηγείται τη σεζόν του τελευταίου πρωταθλήματος των Bulls του Jordan, πηγαίνοντας πίσω εκεί όπου όλα ξεκίνησαν.

Το “Last Dance” ήρθε στις οθόνες μας γρηγορότερα από ό,τι είχε αρχικά ανακοινωθεί (το περιμέναμε τον Ιούνιο του ‘20) λόγω της εξάπλωσης του κορονοϊού που δημιούργησε άμεσο περιεχομενικό πρόβλημα στο ESPN. Όμως στην πραγματικότητα καταφθάνει δεκαετίες αργότερα από τότε που μπήκε μπροστά.

Βασίζεται σε ανέκδοτο υλικό περισσότερων από 500 ώρες που γυρίστηκαν κατόπιν άδειας πλήρους πρόσβασης στα αποδυτήρια και στους ανθρώπους των Bulls κατά την τελευταία σεζον της δυναστείας, από το φιλικό τουρνουά στο Παρίσι μέχρι την τελευταία στέψη και την ολοκλήρωση του δεύτερου θριπίτ. Το συνεργείο κατέγραψε υλικό και μίλησε με παίχτες και μέλη της ομάδας όμως η πρόσβαση είχε έρθει με έναν μεγάλο αστερίσκο: ο ίδιος ο Jordan θα έπρεπε να δώσει το ΟΚ για να απελευθερωθεί το υλικό.

Το “The Last Dance” streamάρει στο Netflix με δύο επεισόδια κάθε Δευτέρα.

Το ΟΚ άργησε να έρθει μερικές δεκαετίες. Ύστερα από απανωτές αρνήσεις, ο Jordan συμφώνησε να δώσει το υλικό στον Jason Hehir, σκηνοθέτη μερικών επεισοδίων της διάσημης σειράς αθλητικών ντοκιμαντέρ του ESPN, ανάμεσα στα οποία ένα για τους Bears του ‘85 (την ομάδα που θεωρείται ως η πιο κυρίαρχη στην ιστορία του NFL) και ένα για προσπάθεια του δημάρχου του Σακραμέντο να κρατήσει τους Kings στην πόλη. Ήταν ίσως το μπασκετικό αυτό επεισόδιο ή ίσως εκείνο για την άλλη θρυλική ομάδα του Σικάγο (τους Bears δηλαδή) που έπεισε τον Jordan ή ίσως απλά το όραμα του σκηνοθέτη, πάντως η ουσία είναι πως το 2016 έδωσε το μεγάλο “ΟΚ”.

Τι μπορεί κανείς να κάνει με ένα πρακτικά ατελείωτο όγκο υλικού πάνω σε μια ομάδα τόσο παγκοσμίως πασίγνωστη, με επίκεντρο τον διασημότερο αθλητή του πλανήτη; Υπάρχουν αμέτρητες οδοί, οι περισσότερες εκ των οποίων δε θα είχαν πολλά να προσθέσουν, και με τον απολύτως υπαρκτό κίνδυνο να παραχθεί μια αγιογραφία για τον MJ. Ο πειρασμός θα ήταν κατανοητά μεγάλος.

Συμβαίνει όμως το εξής. Το υλικό από τη σεζόν ‘97-’98 έρχεται να πλαισιωθεί από εντυπωσιακά, σπάνια στιγμιότυπα από ακόμη βαθύτερα στο παρελθόν των παιχτών (υπάρχουν στιγμές από την κολεγιακή καριέρα του Scottie Pippen στο 2ο επεισόδιο, συγκινητικά πιξελιασμένες), καθώς και από σύγχρονες συνεντεύξεις που προσφέρουν ακόμη μεγαλύτερο context και αφήγηση. Σε επίπεδο υλικού και μόνο, το “Last Dance” θα ήταν δεδομένος θησαυρός για κάθε φαν του Jordan και των Bulls, όμως το εκπληκτικό είναι ότι οι δημιουργοί δεν αρκέστηκαν σε αυτό.

Πού πας λοιπόν από εκείνο το σημείο; Το τιμ που ανέλαβε να σχηματίσει το απελευθερωμένο υλικό του ‘97-’98 σε μια σαφή αφήγηση, κάνει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Με τελικό στόχο την εξιστόρηση της τελευταίας εκείνης σεζόν της μεγάλης δυναστείας των Bulls, το “Last Dance” ξεκινά σε πρώτο επίπεδο μια γραμμική αφήγηση που ξεκινά από το καλοκαίρι της προετοιμασίας και φτάνει, υποθέτουμε τελικά, στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Όμως κάθε στάση αυτής της διαδρομής, την χρησιμοποιεί ως αφετηρία για να πει επιπλέον ιστορίες, κάθε φορά ενός διαφορετικού πρωταγωνιστή, που όμως όλες τους επιστρέφουν τελικά στον Jordan, τον αθλητή-Σημείο Μηδέν, καταγράφοντας τελικά και τη δική του παράλληλη ιστορία, μαζί με εκείνη των Bulls.

Είναι ένα ντοκιμαντέρ εξαιρετικά φιλόδοξο αφηγηματικά, καθώς λέει μια ιστορία πολλών προσώπων (αλλά τελικά ενός) σε πολλούς παράλληλους χρόνους. Και είναι, επιπλέον, στημένο καθαρά ως σειρά, με τα επεισόδια να έχουν επιμέρους αφηγηματικούς σκοπούς και πρωταγωνιστές. (Είναι ίσως θέμα προσωπικής προτίμησης, αλλά ως σειρά που εκμεταλλεύεται στο έπακρο το μέσο, χαίρομαι που χάρη στο ESPN, προβάλλεται με 2 επεισόδια ανά βδομάδα, αντί με το μια-κι-έξω του Netflix που θα αδικούσε τρομερά το τόσο πυκνό σε περιεχόμενο έργο.)

Το πρώτο επεισόδιο ξεκινά στην προετοιμασία ενόψει της σεζόν, μιλώντας για τις εσωτερικές κόντρες που είχαν οδηγήσει μια απόλυτα πετυχημένη ομάδα σε σημείο λίγο πριν την αυτο-διάλυση- εξ ου κι ο τίτλος “Τελευταίος Χορός”, που ο κόουτς Phil Jackson έδωσε εξαρχής σε αυτή τη σεζόν, πριν καν ξεκινήσει. Η επεισοδιακή αυτή περίοδος προετοιμασίας, που κορυφώνεται με το ταξίδι των Bulls στο Παρίσι για το McDonald’s όπου αντιμετώπισαν φυσικά και τον Ολυμπιακό, δίνει στη σειρά την αφορμή να παρουσιάσει κάποιες παρασκηνιακές φιγούρες όπως του Jerry Krause, τους αμφιλεγόμενου GM που όμως έχτισε εξαρχής αυτή τη θρυλική ομάδα, κομμάτι-κομμάτι.

Ο Krause παρουσιάζεται ως γκρίζος αντι-ήρωας του κομματιού, όμως η σειρά σταματά πριν τον αντιμετωπίσει ως βολικό villain, με τον ίδιο τρόπο που ακόμα κι η επιβλητική περσόνα του Jordan (παρότι ο εμφανής ήρωας του όλου κομματιού) δεν τυχαίνει ποτέ λατρευτικού βλέμματος, ακόμα κι όταν οι πάντες τον λούζουν με -δικαιολογημένα- υπερθετικά. Όχι απλώς παρουσιάζονται πολλές πλευρές κάθε διάστασης αυτών των χαρακτήρων, αλλά ακόμα κι η κάμερα μοιάζει ψύχραιμη στην καταγραφή. Στο ταξίδι στο Παρίσι ο Τζόρνταν είναι σε σημεία στυγνός, κι όχι μόνο στο παρκέ. Ακόμα και στη σύγχρονη συνέντευξη, η κάμερα τον καδράρει ως έναν επιβλητικό αλλά απόμακρο θεό.

Τα πάντα, φυσικά, γυρίζουν πίσω σε αυτόν. Μαζί με το ξεκίνημα της σεζόν των Bulls, και μέσα από την ανάπτυξη του πορτρέτου του Krause, γυρίζουμε πίσω στο ξεκίνημα του ίδιου του Jordan, από τις σχολικές του επιδόσεις μέχρι τη στιγμή που τον πήραν οι Bulls στο draft αναζωογονώντας το ενδιαφέρον μιας κατεξοχήν αθλητικής μητρόπολης, για μια ομάδα που είχαν λίγο-πολύ ξεγραμμένη.

Στο δεύτερο επεισόδιο, η αρχική γραμμή αφήγησης κοιτάζει τα πρώτα ματς της σεζόν ‘97-’98 με τα μέτρια αποτελέσματα χάρη και στην απουσία λόγω χειρουργείου του Scottie Pippen, δίνοντας μια εξαιρετική ασίστ ώστε να αφοσιωθεί το 50λεπτο στο προφίλ του θρυλικότερου “δεύτερου καλύτερου” μπασκετμπολίστα. Στη διάρκεια του επεισοδίου, και με οδηγό την συνταρακτική αλλά πάντα ήρεμη φωνή του (θα τον άκουγα να μιλάει για ώρες, για το οτιδήποτε), ο Pippen μας ξεναγεί στην ιστορία της ζωής του, από το μεγάλωμα σε ένα φτωχό σπίτι με πολλά αδέλφια και δύο ανθρώπους σε καροτσάκι, μέχρι την προσθήκη του στην ομάδα των Bulls και από εκεί ως το μετέπειτα στάτους του ως αθλητή που δεν έβρισκε στο συμβόλαιο (και στην αντιμετώπισή του από το σύστημα της ομάδας) την ανταπόδοση που άξιζε βάσει των όσων προσέφερε.

Το σημείο αναφοράς είναι φυσικά και πάλι ο Jordan, επειδή κι οι δύο ήρθαν κατευθείαν στους Bulls στα ‘80ς, επειδή ο Pippen ήταν το #2 στο #1 του MJ, κι επειδή κάθε απόφαση και κίνηση και απόφαση του Pippen ρίχνει τα φώτα, ξανά, στον Jordan. Δημοσιογράφοι ζητούν διαρκώς τη γνώμη και την αντίδρασή του για την κάθε απόφαση και δηλωση του συμπαίκτη του, αλλά εκείνος μοιάζει με γρίφος που εκφράζεται μόνο στο γήπεδο. Η αντιπαραβολή εδώ είναι σαφής, με τον Pippen να επιλέγει να χάσει ένα διάστημα της σεζόν επειδή ο σύλλογος τον αντιμετώπιζε ψυχρά ως assett, και με τον Jordan να λυσσάει να μπει στο γήπεδο και να νικήσει κάθε παιχνίδι που είναι δυνατόν να νικήσει, ακόμα κι όταν είχε έναν επικίνδυνο τραυματισμό νωρίς στην καριέρα του. Η ιστορία του Pippen είναι συναισθηματική αλλά πικραμένη, η ιστορία του Jordan είναι θριαμβευτική αλλά σκληρή.

Και πάντα, ξανά, όλες αυτές οι χροιές ζωγραφίζουν το πορτρέτο μιας δυναστείας που κάθε της σημείο ή στιγμή καταλήγει πάντα πίσω στον Jordan.

Το “Last Dance” κοιτάζει την ιστορία μιας σεζόν μέσα από την ιστορία μιας δυναστείας, και κοιτάζει την ιστορία μιας δυναστείας μέσα από την ιστορία του ανθρώπου στο κέντρο της, από τον οποίο ξεκινούν και τελειώνουν όλα. Εντοπίζει παραλλήλους και αντικατοπτρισμούς μέσα από αφηγήσεις προσωπικές ή και ομαδικές, μιας χρονιάς ή μια δεκαετίας. Ρέει από το ένα στο άλλο, σαν ένα κύμα αθλητικής Ιστορίας που εμπεριέχει ήρωες, αντι-ήρωες, θριάμβους και συγκρούσεις, και που σηκώνεται από την δυσθεώρητη παρουσία ενός ανθρώπου.

Και που, τελικά, παίρνει τη μορφή του.

*Το “The Last Dance” streamάρει στο Netflix με δύο επεισόδια κάθε Δευτέρα.