Ληστές: Μύθοι και πραγματικότητες για τους λήσταρχους της Ηπείρου
- 31 ΔΕΚ 2020
Σε αυτό το σκηνικό της Ελληνικής υπαίθρου των αρχών του αιώνα, βλέπουμε πολλούς ληστές να εξαπλώνουν τη δράση τους, ανάμεσά τους αρκετοί ξακουστοί. Δύο εξ αυτών, τα αδέρφια Ρέντζου, δίνουν την έμπνευση σε δύο δημιουργούς να αναπτύξουν μια συναρπαστική, επική ιστορία κάπου ανάμεσα στο νουάρ, το γουέστερν, τη μαφιόζικη περιπέτεια και την ηθογραφία, με φόντο την Ήπειρο της γέννησης του 20ου αιώνα.
Στο κόμικ Ληστές: Η Ζωή και ο Θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα (Εκδόσεις Polaris), οι Γιώργος Γούσης και Γιάννης Ράγκος εμπνέονται από τους Ρεντζαίους για να αφηγηθούν μια ιστορία κοντά μεν στην αλήθεια, αλλά και μακριά την ίδια στιγμή. Όπως εξάλλου συμβαίνει και με τους ίδιους τους πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών, τους ίδιους τους λήσταρχους, που βάσιζαν μεγάλο μέρος της φήμης τους σε μύθους γύρω από το όνομα και τη δράση τους στα απομονωμένα χωριά.
Το κόμικ Ληστές: Η Ζωή και ο Θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα (Μέρος α’) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris.
Οι δημιουργοί του υπερ-επιτυχημένου Ερωτόκριτου επιστρέφουν με μια ακόμα εξαιρετική δουλειά, όπου το ασπρόμαυρο, ατμοσφαιρικό σχέδιο του Γούση ντύνει λεπτομερώς μελετημένα σκηνικά και μια μοναδική εκδοχή γλώσσας της εποχής, για να απολαύσουμε τελικά μια ιστορία χαρακτήρων και δράσης σε ένα βαθιά Ελληνικό σκηνικό, βγαλμένο από την καρδιά της νεοελληνικής παράδοσης.
Το πρώτο από τα δύο προβλεπόμενα μέρη των Ληστών κυκλοφορεί ήδη στα βιβλιοπωλεία κι εμείς μιλήσαμε με τον δημιουργό Γιώργο Γούση για το φαινόμενο των ληστών, τι ήταν αυτό που βρήκε συναρπαστικό σε αυτές τις ιστορίες, και το ρόλο του μύθου και της προπαγάνδας σε κάθε τοπικό θρύλο.
***
Για την σχέση του κόμικ με την αληθινή ιστορία των Ρεντζαίων
Δεν είναι βασισμένο 100% στους Ρεντζαίους, θεωρούσα πως το να έχουμε τα ονόματα θα οδηγούσε κάποιον να πιστεύει ότι είναι ντοκουμέντο, ότι διαβάζει ιστορική έρευνα. Θέλαμε να μπορούμε να αυθαιρετήσουμε, και να εξυπηρετήσουμε τη δική μας ιστορία εν τέλει.
Στην αρχή η ιδέα ήταν να δούμε την ιστορία αυτών των 2 ανθρώπων. Συνειδητοποιήσαμε καταρχάς ότι δε μπορούσαμε να ξέρουμε διάφορα κομβικά σημεία της ζωής και των αποφάσεων που πήραν, δεν ξέραμε τους λόγους και δε μπορούσαμε καν να τους υποψιαστούμε. Οπότε γνωρίζαμε πως αναγκαστικά θα αυθαιρετούσαμε με έναν τρόπο. Οπότε αποφασίσαμε αφού δεν θέλαμε να εγκλωβιστούμε στην πραγματικότητα, να αλλάξουμε τα ονόματα ώστε να δικαιολογείται η αυθαιρεσία.
Και το άλλο πρόβλημα όταν κάνεις ιστορική έρευνα είναι ότι δεν πρέπει να χαθείς. Υπάρχει δηλαδή και το αντίθετο, να διαβάζεις για αληθινά περιστατικά και να πεις, Αφού αυτό έγινε έτσι, γιατί να μην το βάλω κι αυτό μέσα; Γιατί δεν είναι μουσείο με εκθέματα. Μία ιστορία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος.
Για το πώς ήρθε σε επαφή με την ιστορία των Ρεντζαίων
Πριν πολλά χρόνια είχε φτάσει σπίτι ένα βιβλίο, μια αυτοέκδοση του Νίκου Πάνου, ενός ανθρώπου που έκανε την έρευνά του από μεράκι. Λεγόταν Ρεντζαίοι: Οι Βασιλείς της Ηπείρου, και μου κίνησε την περιέργεια. Ήταν μια σκόρπια έρευνα, όχι δηλαδή μυθιστόρημα, αλλά διαβάζοντας την ιστορία με κέρδισε αγνά η αφήγηση και η εξέλιξη των χαρακτήρων. Ήταν συναρπαστική η ίδια η εξέλιξη της ζωής τους. Και είχε πολλά στοιχεία πολιτικά στο φόντο, πώς αλλάζανε τάξη, πώς από παράνομοι γίνονταν νόμιμοι, πως εγκολπίζονταν από πολιτικά στελέχη, από την αστυνομία. Ήταν από αυτές τις ιστορίες που μου αρέσει να βλέπω, έναν Scorsese ή ένα Κάποτε στην Αμερική. Είχε τέτοια στοιχεία η ίδια η ιστορία, οπότε με γοήτευσε και αποφάσισα να προσπαθήσω να το κάνω.
Το χωριό των Ρεντζαίων είναι κοντά στο δικό μου αλλά δεν είναι ότι ήμουν ιστοριοδίφης. Θεώρησα είναι bigger than life η ιστορία, απλά αισθανόμουν κοντά στη νοοτροπία των ανθρώπων. Και υπάρχει μια σωματοδομή συγκεκριμένη, είναι πολύ Βαλκάνια. Κι έπειτα υπάρχει η ατμόσφαιρα της περιοχής, ομίχλη, υγρασία, που προσπάθησα να αναδείξω. Αυτοί οι άνθρωποι είναι κάπως βγαλμένοι από την πέτρα, από τη λάσπη, την ομίχλη. Αλλά όλα αυτά διαισθητικά, σαν μνήμες.
Για το πώς πλέχτηκε η αλήθεια και η μυθοπλασία γύρω από τη μυθολογία των ληστών
Όπου διαβάσαμε για ένα περιστατικό που μπορεί να φαινόταν όχι ρεαλιστικό αλλά ταίριαζε, το βάλαμε. Αλλά εφευρέθηκαν και τελείως σκηνές. Η σκηνή ας πούμε με τα αδέρφια στο ποτάμι είναι fiction, δεν έγινε έτσι. Με κάποιο τρόπο όμως σκότωσαν τους άλλους, οπότε εφηύραμε αυτή τη σκηνή που είναι πολύ δραματική και τελείως πάνω στους χαρακτήρες. Τρομερή πράξη βίας που λέει πράγματα όμως για αυτούς τους δύο.
Το νόημα ήταν κάθε σκηνή να εξυπηρετεί και την πλοκή και τους χαρακτήρες. Σίγουρα δεν γύρισαν ας πούμε τον γιο από την απαγωγή με αυτό τον τρόπο, αλλά αυτή η σκηνή μου ήρθε στο μυαλό και λέω, Πρέπει να είναι έτσι! Εφηύραμε πολλά, που όμως έρχονταν εμπνευσμένα από αυτό τον κόσμο και από την ιστορία. Οι ίδιοι ληστές έχουν έτσι κι αλλιώς μια μυθολογία, οπότε έχει ενδιαφέρον τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέματα.
Για τη διάσταση του μύθου και της προπαγάνδας στις ιστορίες των ληστών
Ακόμα κι αυτό το βιβλίο έχει μέσα συνεντεύξεις από βοσκούς ας πούμε, που ο καθένας λέει τη δική του εκδοχή της ιστορίας. Οι ίδιοι οι ληστές βασίζουν ένα μεγάλο κομμάτι της φήμης και της δράσης τους σε προπαγάνδα. Ο άλλος ο φοβισμένος ο βοσκός έχει ακούσει μια ιστορία από τη γιαγιά του, κλπ. Έχει ενδιαφέρον και για το ίδιο το είδος. Τη ληστρικό είναι genre, έχει συγκεκριμένους κανόνες και χαρακτήρες και μεγάλο κομμάτι βασίζεται στο πώς οι ληστές μυθοποιούνται και γίνονται λαϊκοί ήρωες.
Δε μπορείς λοιπόν να κάνεις ένα ντοκουμέντο, αλλά για μένα δεν έχει και νόημα να το κάνεις. Γιατί από τη φύση της ιστορίας υπάρχει το μυθικό στοιχείο. Είναι δυο άγριοι άνθρωποι που ζουν στα βουνά, είναι μυθικά πλάσματα. Οπότε σίγουρα βλέπεις και αντικρουόμενες αφηγήσεις αν διαβάσεις υλικό, αλλά και παραφουσκωμένα πράγματα, ο ένας τον βλέπει ως άγριο, ο άλλος ανθρώπινο. Αλλά εμείς επειδή αποφασίσαμε να είμαστε με τους χαρακτήρες, αποφασίσαμε να τους παρουσιάσουμε προσγειωμένους στη γη και να δούμε την ψυχανάλυσή τους. Δεν τους δικαιολογούμε δηλαδή απλώς προσπαθούμε να τους κατανοήσουμε και να τους παρουσιάσουμε. Καταλαβαίνεις από πού προέρχονται τα τραύματά τους, ποια είναι τα κίνητρά τους, κλπ.
Για την έρευνα, από τη γλώσσα μέχρι τα περιστατικά της εποχής
Με τον Γιάννη έπρεπε να εφεύρουμε μια γλώσσα που να μην είναι η πραγματική, γιατί η αληθινά πραγματική είναι δυσνόητη, έχει πολλές κοψιές. Κι έπειτα υπάρχει το διφορούμε στοιχείο ότι στο κόμικ είναι γραπτός λόγος γιατί τον διαβάζεις γραπτό, αλλά είναι προφορικός γιατί είναι μέσα σε κάποια μπαλονάκια. Νομίζω βρήκαμε μια χρυσή τομή. Με λέξεις που σε πηγαίνουν στην εποχή, στη σύνταξη δεν υπάρχουν νεολογισμοί, δεν υπάρχει αργκό. Και ταυτόχρονα είναι δημοτική, δηλαδή καταλαβαίνει ο καθένας τι συμβαίνει.
Το άλλο στην έρευνα είχε να κάνει με την ίδια την ιστορία που έπρεπε να βρούμε κάθε πτυχή, ακόμα και ψεύτικες μαρτυρίες ή δημοσιεύματα. Αυτό που γινόταν τότε ήταν ότι οι εφημερίδες στέλναν ανταποκριτές να πάρουν μια συνέντευξη ας πούμε, και ο ανταποκριτής γύρναγε πίσω με μια ψιλο-νουβέλα. Πήγα εκεί, τους συνάντησα, το μέρος μύριζε υγρασία… Κατάλαβες, έβαζαν σίγουρα μέσα και δικά τους, που αρκετά από αυτά όμως είχαν ενδιαφέρον μυθοπλαστικό. Τα κρατήσαμε, ακόμα και στοιχεία που δεν ήταν διασταυρωμένα από πολλές πλευρές.
Τέλος το τρίτο στάδιο της έρευνας ήταν η αρχιτεκτονική, τα ρούχα, τα αντικείμενα. Εκεί με βοήθησε και η Ιουλία Σταυρίδου, που δυστυχώς πέθανε πρόσφατα. Είχε πολύ εκτενές υλικό από την εποχή. Την γνώριζα από τον Γιάννη Οικονομίδη με τον οποίο είχε δουλέψει, και επειδή έψαχνα υλικό εκείνης της εποχής, μου είπε ότι έχει κάνει κι η ίδια μεγάλη έρευνα λόγω των ταινιών του Αγγελόπουλου στις οποίες είχε δουλέψει. Έτσι έγινε κι αυτό το κομμάτι, που πιστεύω πάντα πρέπει να μένει αόρατο. Η σκηνογραφία είναι εκεί για να μην την παρατηρείς. Για να νιώθεις ότι είσαι σε ένα κόσμο πραγματικό, μια άλλη εποχή.
Αφού κάναμε όλη την έρευνα βρισκόμασταν με τον Γιάννη Ράγκο και γράψαμε τη σκαλέτα, τη ροή, πώς εξελίσσεται η ιστορία σκηνή-σκηνή. Και προέκυψαν 4 μεγάλα κεφάλαια. Φαίνεται κι από τους τίτλους: Ριζά, δηλαδή οι πρόποδες του βουνού, Κορμί, η πλαγιά δηλαδή, το τρίτο είναι η Κορυφή και το τέταρτο ο Γκρεμός. Είναι η δομική εξέλιξη της ιστορίας. Και χωρίστηκε σε 2 κομμάτια που το πρώτο είναι η προέλευση και μετά η δράση στο βουνό και η παρανομία, και τα άλλα δύο είναι η δράση στην πόλη και η φυγή μέχρι τη σύλληψη- ένα πιο αστικό μέρος.
Επειδή τραβάει πολλά χρόνια αυτό, θεώρησα ότι πρέπει να βγει και να φύγει από πάνω μου και να νιώθω ότι έχω κάτι που χρωστάω. Αλλά και επειδή από μόνο του θεωρώ ότι στέκει σαν ανάγνωσμα. Απλώς περιμένεις να διαβάσεις και τη συνέχεια.
Για τη διαχρονικότητα του φαινομένου των ληστών
Το φαινόμενο των ληστών έχει μια διαχρονικότητα και το είδαμε στην έρευνα διαβάζοντας το βιβλίο του Χόμπσμπαουμ, που λέγεται Ληστές. Παρατηρεί πως με έναν τρόπο είναι παγκόσμιο το φαινόμενο, έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά από τη Γη του Πυρός μέχρι τη Μογγολία. Είτε σε μέρη τόσο απομονωμένα που δε μπορεί να φτάσει ο νόμος, και συνήθως μετά από μεγάλες καταστροφές, πλημμύρες κλπ, ή σε πάμφτωχα μέρη, όπου δεν υπάρχουν πόροι.
Οι ληστές δρουν με τον ίδιο τρόπο, εμφανίζονται για τους ίδιους λόγους και υπάρχουν 3 διαφορετικές μορφές, ίδια χαρακτηριστικά που δρουν αντίστοιχα. Υπάρχουν οι Ρομπεν των Δασών, χρησιμοποιούν την προπαγάνδα του καλού και ίσως και από τη φύση τους έχουν τέτοια στοιχεία. Υπάρχουν οι ληστές-εκδικητές, σαν τους δικούς μου, που γίνονται ληστές από μια εκδίκηση κι έπειτα εξελισσονται σε επαγγελματίες. Και οι ληστές-επαναστάτες, που σύντομα μετατρέπουν την δράση τους σε πολιτική, επαναστατική.
Ταυτόχρονα καθένας μπορεί να έχει λίγο από όλα τα στοιχεία. Οι δικοί μου είναι πιο πολύ εγκληματίες, αλλά υπάρχει το ενδιαφέρον στοιχείο ότι αρχίζουν κι αυτοί προς το τέλος να αποκτούν την υπόσταση του… όχι επαναστάση, δεν κάνουν επαναστατική κίνηση, αλλά από το πώς φέρονται υπάρχει μια αποστροφή απέναντι στην εξουσία. Καταλαβαίνουν ότι χρησιμοποιήθηκαν. Και προκύπτει μέσα από αυτούς ένα σχόλιο για την εξουσία και το πώς δρα.
Για την εξουσία μέσα από τα μάτια των χωρικών
Η χωροφυλακή για πολλά χρόνια δεν έφτανε καν εκεί πάνω. Είχανε κέντρα αλλά στο βουνό που θες 5 ώρες μες στα χιόνια να πας, δεν πήγαιναν. Ο χωροφύλακας από την πλευρά των χωρικών ήταν αυτός που έρχεται καμιά φορά και μας δέρνει γιατί θέλει να μας ανακρίνει. Δεν υπάρχει καμία άλλη σχέση, γι’αυτό και η κοντινότερη εξουσία που έχουν είναι ο ληστής. Αν θέλω κάποιος να μου λύσει το πρόβλημα, πάω στον ληστή. Αυτός είναι δικός μας.
Για τη σύγκρουση δύο κόσμων, για τον παλιό απέναντι στον νέο
Ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή είναι ότι περνάνε στη νομιμότητα και μετά ξανά στην παρανομία, κι αυτό μου δίνει μια τεράστια γκάμα μυθοπλαστική και δραματουργική, αλλά έχει ενδιαφέρον και το να δεις πώς πάνε από το ένα στο άλλο. Εκεί υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα που δεν το λύσαμε στην έρευνα: Γιατί αφού είναι νόμιμοι, πλούσιοι και έχουν εξουσία, γίνονται ξανά κυνηγοί οι ίδιοι και ξαναβγαίνουν στην παρανομία; Είναι κάτι που έρχεται στο δεύτερο μέρος και σε εμάς έχει να κάνει με τους χαρακτήρες.
Το πρώτο μέρος είναι πιο πολύ γουέστερν και το δεύτερο πιο πολύ μαφιόζικο, με περισσότερο αστικό τοπίο. Αλλά και τα δύο είναι το ίδιο πράγμα όσο αφορά το ότι βασίζεται στους χαρακτήρες.
Είναι δύο κόσμοι που σίγουρα θα συγκρουστούν, το παρελθόν με το μέλλον, το σύγχρονο με το παλιό. Αλλά αυτοί είναι στη μέση. Μέχρι ένα σημείο το ισορροπούν καλά αλλά μετά αρχίζουν να αποκτούν περισσότερη δύναμη από όσοι οι άλλοι περίμεναν ότι θα αποκτούσαν. Οι ίδιοι ανήκουν σε έναν παλιό κόσμο, με μια άλλη ηθική, κάποια δεδομένα, κανόνες, κλπ. Ο Κολοβός είναι από έναν πιο σύγχρονο κόσμο, είναι ένας μελλοντικός καπιταλιστής, έχει τρόπους να ελίσσεται.
Επίσης οι δυο τους είναι αδέρφια κι έχει ενδιαφέρον ψυχαναλυτικό που συναντάμε δυο ανθρώπους που δεν συγκρούονται, αλλά δρουν σαν ένας. Οπότε μου φαινόταν σα να ήταν ο ληστής και το alter ego του, σα να βλέπει τον καθρέφτη και κάποιες φορές είναι σαν ο ένας να είναι ο καλός κι ο άλλος η κακή του πλευρά ή το ανάποδο. Μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Και υπάρχει συνεχώς ένα δίπολο που επιτρέπει κάποια πράγματα, σε μια σκηνή που πρέπει ας πούμε να πάρει μια μεγάλη απόφαση, αν ήταν ένας θα τον έβλεπες απλά σκεπτικό. Ενώ τώρα θα μιλήσει με τον «εαυτό» του. Έχει συνέχεια απέναντί του έναν καθρέφτη.
*Το κόμικ Ληστές: Η Ζωή και ο Θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα (Μέρος α’) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris.