REVIEWS

Το ‘Little Women’ της Greta Gerwig είναι ένας θρίαμβος φόρμας και συναισθήματος

Η ταινία της εβδομάδας είναι μια διασκευή του εμβληματικού βιβλίου “Μικρές Κυρίες” από την υποψήφια για Όσκαρ δημιουργό του “Lady Bird”.
Νέα κινηματογραφική διασκευή του “Little Women” (“Μικρές Κυρίες”), του διάσημου βιβλίου της Louisa May Alcott που σημάδεψε γενιές αναγνωστών και αναγνωστριών, για τις 4 αδελφές μιας οικογένειας στον απόηχο του εμφυλίου, που προσπαθούν η κάθε μία να αφήσει το στίγμα της και να χαράξει τη δική της διαδρομή σε μια κοινωνία φτιαγμένη για να κάνει κάθε τους βήμα δύσκολο.

Ο απόλυτος φορμαλιστικός έλεγχος που η Greta Gerwig είχε επιδείξει και στο θαυμάσιο σόλο ντεμπούτο της, “Lady Bird”, παρουσιάζεται ξανά εδώ, ξανά σε συνδυασμό με μια συναισθηματικά μεστή αφήγηση πάνω στο υλικό- ένας συνδυασμός ευαισθησιών που πολύ σπάνια επιτυγχάνεται τόσο αρμονικά στο σινεμά, και δη από δημιουργό με τόσο μικρή σκηνοθετική εμπειρία. Η Gerwig σε ένα σεμιναριακού επιπέδου διασκευασμένο σενάριο, σπάει την ιστορία της Άλκοτ σε σωματίδια και την επανασυνθέτει όχι υπακούοντας κάποια γραμμική αίσθηση εξιστόρησης, αλλά έχοντας ως φάρο θεματικές διασυνδέσεις και συναισθηματική ροή.


Το στόρι ανοίγει κάπου μετά τη μέση, με τις ηρωίδες της ήδη στις διαδρομές που τις καθορίζουν ως προς το επικείμενο φινάλε. Η Jo της δεδομένα σπουδαίας Saoirse Ronan προσπαθεί να εκδώσει το βιβλίο της. Η ταινία ανοίγει με τη σιλουέτα της Jo να διαγράφεται μπροστά σε μια πόρτα καθώς ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον εκδότη που θα κρίνει αν η ιστορία της είναι άξια να εκδοθεί, ένας κυριολεκτικός gatekeeper. Στη συνέχεια θα ακούσει πως οι ιστορίες για γυναίκες ηρωίδες αφορούν, αλλά μόνο αν στο τέλος οι χαρακτήρες παντρεύονται ή πεθαίνουν, ένα point στο οποίο η ταινία θα επιστρέψει κατά το απογειωτικό φινάλε της σε ένα επίπεδο μετα-ανάγνωσης.

Η Jo ως ηρωίδα πάντα αποτελούσε ένα δοχείο των “θέλω” της ίδιας της συγγραφέας, αλλά η Gerwig πάει την ιδέα ένα βήμα παραπέρα. Aνοίγοντας και κλείνοντας την ταινία με τον τρόπο που το κάνει, μετατρέπει αυτή τη διασκευή τόσο σε μια μεταφορά της ιστορίας του βιβλίου, όσο και σε μια ματιά πάνω στην ίδια του τη συγγραφή.

Πρωτογνωρίζουμε τη Jo όταν τρέχει στο δρόμο με την κάμερα να την ακολουθεί από τα πλάγια μες στο πλήθος. Η σκηνή θυμίζει την ίδια την Gerwig στο “Frances Ha”, με την στυλιζαρισμένη αυτή αίσθηση ενθουσιασμού και έκφρασης να είναι πάντα κυρίαρχη στις δουλειές της. Το σκηνικό μοιάζει κατασκευασμένο και υπό μία έννοια είναι. Η Ronan δε μοιάζει να ζει στον αληθινό κόσμο, αλλά σε μια απεικόνισή του, ενισχύοντας την ιδέα του δεύτερου επιπέδου στο οποίο η Gerwig εξετάζει τι σημαίνει αυτή η ιστορία- για τη συγγραφέα της, για την εποχή της, και για το σήμερα.

Η δεύτερη εκτεταμένη σκηνή μας συστήσει την Amy της Florence Pugh, έναν χαρακτήρα που διαχρονικά δίχαζε, όμως η Gerwig έχει απολύτως σαφή ιδέα για το πώς να την απεικονίσει. Το σημείο εισαγωγής μας για αυτή την ηρωίδα είναι μια έκφραση ενθουσιασμού καθώς αντικρύζει τον Laurie του Timothee Chalamet. (Ανάμεσα σε αυτή την ταινία και το “Lady Bird”, η Gerwig ξέρει πώς να καδράρει τον νεαρό ηθοποιό ως προβληματικό κωλοπαιδάκι με αληθινά γοητευτικές χροιές.) Η Pugh παίρνει τον χαρακτήρα και τρέχει. Η ερμηνεία της, καθώς παίζει την Amy ως νεαρή ενήλικη που ξέρει πια τι θέλει και δεν θέλει, αλλά και ως 13χρονη κοπέλα που διαρκώς γουρλώνει τα μάτια σε κάθε νέα πληροφορία, είναι εντυπωσιακή- σαν μια μειλίχιας παράνοιας ερμηνεία που θα έδινε ένας χαοτικός ηθοποιός σαν τον Nicolas Cage, με απόλυτο συναισθηματικό έλεγχο του ήρωά του.


Το φιλμ ξεκινά από αυτά τα δύο κεντρικά σημεία και εξελίσσεται προς πάσα κατεύθυνση. Προς τα εμπρός, προς τα πίσω, ή και πουθενά συγκεκριμένα. Η Gerwig έχει πετσοκόψει την αφήγηση σε σωματίδια τα οποία έχει αφήσει να βρουν οργανικά, το καθένα μόνο του, τη θέση του στον χάρτη. Το παρελθόν, αποτυπωμένο με πιο ζεστή χρωματική παλέτα, και παιγμένο με μια πιο αθώα αίσθηση ενθουσιασμού από τις 4 νεαρές ηρωίδες, αποκτά χροιά ανάμνησης. Δεν είναι αυστηρά αντικειμενικά γεγονότα, αλλά περισσότερο κάτι που θυμάσαι ή διηγείσαι ή φέρνεις φευγαλέα στο νου για λόγους όχι απόλυτα σαφείς, πριν το ξαναξεχάσεις.

Η ταινία ρέει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν δίχως καμία αυστηρή σύμβαση. (Ο ιδιοφυής μοντέρ της, Nick Houy, που μόνταρε και το “Lady Bird” αξίζει όσα εύσημα δε θα λάβει ποτέ, επειδή η δουλειά του είναι τόσο τέλεια που καταλήγει τελείως κρυμμένη.) Άλλες φορές είναι ένα μέρος που μας ταξιδεύει σε μια αντίστοιχη παρελθοντική σκηνή, άλλες φορές μια φράση, άλλες φορές μια κατάσταση που διαδραματίζεται με παρόμοιο ρυθμό, άλλες φορές… τίποτα απολύτως. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την προσωπική μας ιστορία στην αληθινή ζωή: Βρίσκεται σε ένα διαρκή διάλογο με το παρόν μας, με τρόπους αταξινόμητους, άναρχους, αλλά συχνά και απόλυτα (και επίπονα) προφανείς.

Η Gerwig καταφέρνει έτσι να ξεδιπλώσει την ιστορία από μέσα προς τα έξω, με τρόπο που υπογραμμίζει θεματικές διασυνδέσεις, συναισθήματα πόνου και αγάπης, αλλά και ανυψώνει όλες τις ηρωίδες της ξεχωριστά: Οι 4 τους δεν είναι χαρακτήρες που κατευθύνονται προς τα κάπου και καθορίζονται από το “τι θα γίνει μετά”, αλλά είναι πλήρως σκιαγραφημένες προσωπικότητες που καθορίζονται από τα ξεχωριστά τους “γιατί και πώς”. Η σκηνοθέτης εξακολουθεί να έχει έναν απίστευτο έλεγχο φόρμας και συναισθήματος μην αφήνοντας να της ξεφύγει ούτε σπιθαμή υλικού, χωρίς ποτέ το αποτέλεσμα να μοιάζει αποπνικτικό, ίσα-ίσα κάνοντάς το φαίνεται ως μια ροή εικόνων και παθών.

Τα πάντα δρουν συμπληρωματικά μεταξύ τους, από τον τρόπο που μια σοφίτα μοιάζει γεμάτη και ζησμένη ή άδεια και παρατημένη, μέχρι το πώς τα μαλλιά μιας ηρωίδας μεταβάλλονται καθώς η ίδια σχηματίζεται ως προσωπικότητας. Ξέρει πώς να κοιτάξει τους ήρωές της ως όντα με ορμές και επιθυμίες και θέληση για δημιουργία και για ελευθερία. Ξέρει πώς να κοιτάξει τους ήρωές της μέσα από τα μάτια των άλλων ηρώων της. Ξέρει πώς να αποδώσει τον θυμό και την αγάπη ως δύο απόλυτα πλεγμένες μεταξύ τους καταστάσεις ύπαρξης (σκέψου και την εκπληκτικά δοσμένη σχέση της Lady Bird με τη μητέρα της στην προηγούμενη δουλειά της), με την εξαιρετική και εδώ Laura Dern (που θα πάρει δικαιότατα Όσκαρ για το “Marriage Story”, αλλά που το ερμηνευτικό της εύρος φαίνεται ακόμα περισσότερο στην απόσταση αυτών των δύο ρόλων της) να διατηρεί το ευγενές και πράο της πρόσωπο καθώς ομολογεί πως κάθε μέρα καταπνίγει μέσα της οργή.

Τελικά, η ιστορία των κατά Gerwig “Μικρών Κυριών” μπορεί να μην ξεκινά στην αρχή, αλλά όπως έδειξε και στο “Lady Bird”, η δημιουργός πιστεύει πως καμία ιστορία δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, σίγουρα όχι αυστηρά εννοούμενα. Όλες οι ιστορίες είναι ψηφιδωτά γεμάτα λεπτομέρεια και ζωή, που ζουν μέσα μας ως μια διαρκής κατάσταση ανάμνησης και επιθυμίας.

Όλες οι κριτικές των νέων ταινιών της εβδομάδας από τον Θοδωρή Δημητρόπουλο


***

Πώς κατάφερε το ‘Lost’ να κερδίσει θεατές κάθε ενδιαφέροντος, τεράστιες θεαματικότητες και ένα σωρό βραβεία; Πώς έγινε η αλλαγή δημιουργών πίσω από τη σκηνή; Ποια είναι τα 5 αγαπημένα μας επεισόδια; Και, τελικά, πόσο σημαντικό είναι αν “ήξεραν από την αρχή πού πηγαίνουν”; Η μίνι σειρά για το φαινόμενο ‘Lost’ συνεχίζεται.

Exit mobile version