Ο M. Night Shyamalan δε θα κουραστεί ποτέ να αποτυγχάνει
Μιλάμε με τον αμφιλεγόμενο σκηνοθέτη για την αντι-υπερηρωική του τριλογία, για τις αποτυχίες του και για την αναγέννηση της καριέρας του.
- 15 ΙΑΝ 2019
Ο ληθαργικός, μελαγχολικός, στοχαστικός τόνος του Unbreakable όμως του Shyamalan δεν απαντούσε σε κανένα trend της βιομηχανίας. Ήταν μία μέτρια στις μέρες της εισπρακτική επιτυχία που θεωρείται πια κλασική, με πραγματική της υπερδύναμη έναν χειροπιαστό ρεαλισμό που δεν ταράζεται ακόμα κι όταν ο ήρωάς της αρχίζει να βλέπει οράματα.
Είκοσι χρόνια και μία έκρηξη του σπάντεξ μετά ωστόσο, το Glass μπορεί δίκαια να χαρακτηριστεί επιτηδευμένο. Τρομερά εγκεφαλικό, παράφορα ερωτευμένο με τον εαυτό του, το νέο στοίχημα του Shyamalan θα διχάσει αναμφισβήτητα. Όπως συμβαίνει όμως με τις περισσότερες δουλειές ενός υποτιμημένου δημιουργού που παραμένει μεγάλος τεχνίτης της κάμερας, είναι ένα στοίχημα που αξίζει να βάλεις.
Εμείς βρήκαμε τον Shyamalan στο βροχερό Λονδίνο τον περασμένο Οκτώβριο και τον ρωτήσαμε για τη γέννηση μιας τριλογίας από το πουθενά, το στοίχημα που πήρε ο ίδιος όταν έφτιαξε κρυφά ένα σίκουελ με χαρακτήρα που ανήκε σε άλλο στούντιο, το νέο του στάτους ως ανεξάρτητος filmmaker και τα σκοτεινά χρόνια της καριέρας του.
Ο Άφθαρτος του Shyamalan που δεν είδες ποτέ
«Ένας άνδρας θα απήγαγε τρία κορίτσια και στην πορεία θα αποκαλυπτόταν ότι είχε πολλαπλές προσωπικότητες. «Έρχεται το Τέρας», θα τους έλεγε συνεχώς. Στην άλλη πλευρά, ένας άνδρας θα επιβίωνε από ένα ατύχημα με τρένο χωρίς την παραμικρή γρατζουνιά και κάποιος θα του έλεγε ότι είναι σαν πραγματικός υπερήρωας, σαν αυτούς στα κόμικ. Εκείνος θα το αρνιόταν, όταν την ίδια στιγμή ο χρόνος θα μετρούσε αντίστροφα για το Τέρας. Τις προειδοποιούσε ότι θα ερχόταν σε τρεις μέρες, μετά σε δύο μέρες. Ταυτόχρονα ο άλλος ερχόταν αντιμέτωπος με όλο και περισσότερες αποδείξεις για τις δυνάμεις του. Από τη μία ερχόταν το Τέρας, από την άλλη ο ήρωας αποφάσιζε να τον πολεμήσει. Θα πήγαινε σε έναν δημόσιο χώρο, μία στάση τρένου, και θα ανακάλυπτε το εύρος του χαρίσματός του. Στον ίδιο χώρο θα γεννιόταν το Τέρας και θα έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλον. Ο χαρακτήρας του Bruce Willis, ο David Dunn, θα ακολουθούσε το ένστικτό του που θα τον οδηγούσε στα κορίτσια και τα κορίτσια θα γίνονταν μάρτυρες ενός κόμικ με σάρκα και οστά. Αυτή ήταν η αρχική σύλληψη. Ο Elijah ήταν μια πιο καλοσυνάτη εκδοχή του Professor X.
Η δομή είναι πάνω από την πλοκή όμως, πάνω από το σενάριο. Με τις ταινίες υπάρχει η πίεση να έχεις όσο περισσότερη πλοκή μπορείς και να παραχώσεις τους χαρακτήρες όπου βρίσκεις.
Σε μια σκηνή με τέρατα να καταλαμβάνουν ένα κτίριο όμως, δύσκολα μπορείς να έχεις έναν άνδρα να λέει στη γυναίκα του ‘αγάπη μου, ξέχασα να σου πω αυτό κι αυτό’. Το κοινό δεν θα το χάψει. Δεν θα της το έλεγες ποτέ αυτό εκείνη την ώρα, θα σκεφτεί, απλά βγείτε από το κτίριο!
Πολλές φορές ο δημιουργός θυμάται ότι έχει να πει πράγματα για τους χαρακτήρες του και για το παρελθόν τους, αλλά έχει ήδη υποκύψει στην πίεση της πλοκής. Έτσι φτάνεις στην αναπόφευκτη σύγκρουση που φέρνουν οι ταινίες που απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Γι’ αυτό όσο λιγότερη πλοκή και περισσότερη έμφαση στους χαρακτήρες έχει μια ταινία, τόσο πιο πολύ πλησιάζει στον arthouse χαρακτηρισμό. Εγώ προτιμώ να πηγαίνει κανείς όσο πιο πλατιά μπορεί. Δεν είμαι εθισμένος στην πλοκή, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι σε έναν σημαντικό βαθμό αυτή είναι η δουλειά μου.
Στο Unbreakable που σας περιέγραψα λοιπόν, η γραμμή της πλοκής ήταν πολύ απαιτητική αλλά δεν μπορούσα και να μη μιλήσω για τον David Dunn. Πώς ήταν να μην ξέρει ποιος ήταν ο ρόλος του στον κόσμο. Πώς ήταν να νιώθει μονίμως γκρίζος. Γιατί δεν λειτουργούσε πια ο γάμος του. Γιατί δεν ήταν καλός πατέρας. Γιατί δεν ένιωθε χαρούμενος στη δουλειά του. Δεν θα μπορούσα όμως να ξοδέψω χρόνο σ’ αυτά, την ώρα που το ρολόι θα μετρούσε αντίστροφα για τα κορίτσια που έπρεπε να σωθούν. Θα έβλεπες τον Dunn με τη γυναίκα του να μιλούν ήρεμα στην κουζίνα και θα είχες φρικάρει. Οπότε τράβηξα τον David από εκεί και σκέφτηκα να τον διαχειριστώ σε δική του, ξεχωριστή ταινία».
Δύσκολοι καιροί για υπερήρωες το 2000
«Όταν είχα φτιάξει το Unbreakable τότε, η Disney δεν ένιωθε ότι μπορούσαμε να το πουλήσουμε σαν comic book ταινία. Άκου να δεις! (γέλια).
Είπαν ότι δεν ήταν θεματική που θα μπορούσε να φέρει πολύ κόσμο στις αίθουσες. Θα ήταν μόνο για τα περίεργα άτομα στο Comic-Con. Μόλις κάναμε μία από τις μεγαλύτερες ταινίες όλων των εποχών μαζί (την Έκτη Αίσθηση), μου είπαν, εμπιστέψου μας. Θα το πουλήσουμε σαν θρίλερ. Εντάξει, τους είπα, αλλά λατρεύω τα κόμικ και πιστεύω ότι είναι καλή ιδέα να το πλασάρουμε έτσι. Είναι σαν ένα πιο προσγειωμένο κόμικ. Kαι ξέρω ότι δεν τα παίρνουν στα σοβαρά, αλλά γιατί να μην είναι απλά μια πιο διανθισμένη εκδοχή της αλήθειας; Από τη στιγμή που υπάρχει όντως η ατελής οστεογένεση, η ασθένεια του Elijah, τότε θα πρέπει να υπάρχει και το ακριβώς αντίθετο. Κάποιος που να μη μπορεί να τραυματιστεί τόσο εύκολα. Κάποιος που βρέθηκε σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και θεωρήθηκε απλά ότι στάθηκε τυχερός. Δεν θα καταλάβαινε μάλλον ποτέ ότι τα κόκαλά του είναι πιο γερά και δεν σπάνε. Δεν ήθελαν να το πουλήσουμε έτσι όμως.
Το Unbreakable είχε έναν σκοτεινό, μελαγχολικό τόνο και πολύ αργό. Νομίζω ότι έχουμε μόνο 400 shots στην ταινία (σημείωση: για τη σύγκριση, 400 shots στο περίπου έχει κατά μέσο όρο ένα ντοκιμαντέρ, πάνω από 800 ένα δράμα, και πάνω από 1.800 μία ταινία δράσης). Μόλις βγαίναμε από την εποχή όπου το mainstream ήταν ο Spielberg, ο Robert Zemeckis και ο Ron Howard.
Πιο εμψυχωτικές ταινίες, με έμφαση στην πυρηνική οικογένεια και όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που άγγιζαν και εμένα και όλους. Ο Fincher και ο Nolan ήταν κάτι παράξενοι τύποι λίγο πιο πέρα. Τι στο καλό φτιάχνουν, αναρωτιόσουν, τι περίεργα και σκοτεινά κόνσεπτ. Και τώρα είναι αυτοί στο προσκήνιο και η δική τους προσέγγιση είναι που θεωρείται κουλ. Χρειάζεται κοινωνιολογική συζήτηση για να καταλήξουμε στο γιατί, αλλά το νόημα είναι πως η αγορά έχει βιώσει μια μεγάλη μετατόπιση όσον αφορά στον τόνο.
Στο μεταξύ εγώ δεν έκανα πια θρίλερ, έκανα πιο οικογενειακές ταινίες, έκανα και τρία μωρά και δεν ήθελα να κινηθώ σε σκοτεινά νερά. Σκεφτείτε ότι όταν ξεκίνησα να γράφω ιστορίες, έγραψα την Έκτη Αίσθηση και τον Ποντικομικρούλη την ίδια χρονιά. Είχα μια πολύ cheesy πλευρά από τη μία και από την άλλη ήθελα να σε σοκάρω, να σε τρομάξω και να φτιάξω κάπως διεστραμμένα, ακατάλληλα πράγματα. Είχα όμως πάντα μια πολύ ευαίσθητη πλευρά και για μία περίοδο έφτιαχνα ταινίες για την οικογένειά μου. Κάπου ζορίστηκε και η σχέση μου με το κοινό. Τα κορίτσια μου όμως μεγάλωσαν, έγιναν έφηβες και λέω, τέλεια! Τώρα μπορώ να τις τρομάξω! Έτσι έκανα το Visit και το Split και η γενιά τους τα λατρεύει. Πρέπει να είσαι ειλικρινής για το ποιος είσαι. Είναι απαίσιο συναίσθημα το να εκδίδεις τον εαυτό σου για ευκαιρίες. Αυτή είναι η πρώτη φορά που κάνω οτιδήποτε σχετικό με σίκουελ και έχω την ιδιοκτησία των δικαιωμάτων τους για να μην κάνει ποτέ κανείς κάτι άλλο με αυτά.
Θέλησα να κάνω ταινίες τόσο μικρές στο μπάτζετ όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, ώστε να μπορώ να τις ελέγξω και να κάνω αυτά που θέλω. Έτσι έκανα θρίλερ ξανά και σκέφτηκα ότι το Split θα ήταν πολύ περιορισμένο και αλλόκοτο στην πράξη, οπότε ίσως θα μπορούσα να προχωρήσω με αυτό. Ήρθε δηλαδή με πολύ οργανικό τρόπο».
Κι αν η Marvel ήταν αληθινή;
«Η ποιότητα σε ό,τι έχει κάνει η Marvel είναι εξαιρετική. Έχουν καταφέρει να είναι πολύ συνεπείς στην ποιότητα των ταινιών τους. Έχουν έναν τόνο που τους ταιριάζει και την πρώτη φορά που ο Robert (Downey Jr.) και ο Jon Favreau βρήκαν αυτό το γήινο swagger για τον χαρακτήρα του ήρωα, έδεσε αμέσως. Το πρώτο Iron Man ήταν φανταστικό για μένα. Μπορεί να μεγαλώνει λίγο περισσότερο στο φινάλε για τα γούστα μου, αλλά μιλάμε για μια πολύ καλή ταινία. Όταν αποκαλύπτει την ταυτότητά του στο τέλος, είπα wow. Η ερμηνεία του Heath (Ledger) στο Dark Knight είναι επίσης φανταστική, όπως και το Batman Begins. Σε γενικές γραμμές με διασκεδάζουν αυτές οι ταινίες. Είμαι κι εγώ παιδί και αγαπώ τη μοντέρνα μυθολογία τους. Από τα παλαιότερα χρόνια, λατρεύω το Superman του Richard Donner.
Όλη η βάση της ιδέας για τις δικές μου ταινίες ήταν η εξής ερώτηση – κι αν η Marvel ήταν αληθινή; Δεν πετάει κανείς, δεν βγαίνουν λέιζερ από τα μάτια, αλλά μπορεί κάποια μητέρα να σηκώσει ένα αυτοκίνητο που έπεσε πάνω στο παιδί της; Είναι δυνατόν αυτό; Ή είναι αστικός μύθος; Ας δούμε τα στοιχεία. Αυτό το vibe θέλαμε. Και μετά τα πρώτα 20-22’ του Glass, θα διαπιστώσετε ότι η ταινία γίνεται πολύ εσωστρεφής με επιρροές από το Στη Φωλιά του Κούκου και μιλάει για τις ικανότητές μας. Τι μπορούμε να κάνουμε. Είναι απλά στη φαντασία μας ότι μια μητέρα θα μπορούσε να το κάνει αυτό ή θα μπορούσε η επιστήμη να το εξηγήσει; Ή η ιδέα του εικονικού φαρμάκου που παίρνουμε ως δεδομένο. Σου δίνω ένα χάπι από ζάχαρη κι εσύ θεραπεύεσαι. Δεν υπάρχει κάποια επιστημονική εξήγηση πέρα απ’ το ότι πίστευες ότι θα σε θεραπεύσει. Κάθε φάρμακο στον κόσμο πρέπει να νικήσει το placebo effect.
Κι αν η Marvel ήταν αληθινή; Δεν πετάει κανείς, δεν βγαίνουν λέιζερ από τα μάτια, αλλά μπορεί κάποια μητέρα να σηκώσει ένα αυτοκίνητο που έπεσε πάνω στο παιδί της;
Στη σκηνή μάχης στο εργοστάσιο που θα δει το κοινό, είναι όλο τρομερά χορογραφημένο, μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Το συγκρίνεις με μια αντίστοιχη μάχη σε υπερηρωική ταινία και δεν παίζουμε καν στο ίδιο γήπεδο. Εμείς έχουμε 35 shots μόνο – αυτό. Δεν υπάρχουν άλλα shots, δεν υπάρχει άλλη κάμερα. Είναι σαν κομμάτια παζλ που ενώνονται. Έτσι γίνεται ένα θρίλερ που συναντά ένα κόμικ. Έπρεπε να είμαστε τρομερά τυπικοί με το timing των διαδοχικών στιγμών στις δύο μέρες που το γυρίζαμε. Και ως σκηνοθέτες, βασιζόμαστε πολύ στο μοντάζ γιατί είναι ο καλύτερος ισοσταθμιστής. Μπορείς να κάνεις τα πάντα, είναι τόσο μεγάλη η δύναμη του cut. Και είναι τέλειο ναι, αλλά στις παλιές μέρες που δεν βασιζόμασταν τόσο στα κομπιούτερ, το μοντάζ ήταν πιο πολύ για να διορθώσεις πράγματα και να δέσεις τον χρόνο. Αυτή είναι η λογική μου. Ίσως είναι πιο αναχρονιστική και ίσως, στα χαρτιά, να φαίνεται ότι το σύγχρονο κοινό θέλει να δει πιο έντονα cuts, τύπου The Fast and the Furious.
Είναι ένας φανταστικός τρόπος filmmaking, απλά δεν είναι ο δικός μου τρόπος. Προτιμώ τη συμμετοχή του κοινού. Να αναρωτηθεί, “Είναι θυμωμένη; Είναι φοβισμένη; Είναι καλός; Είναι κακός;”. Οπότε όχι, δεν νιώθω την πίεση να ανταγωνιστώ το υπερηρωικό κύμα.
Τα κομμάτια του παζλ
«Αν σκεφτείς τις ταινίες μέσα από τα χρώματά τους, το Unbreakable είναι ένας μονοχρωματικός κόσμος. Όσο οι χαρακτήρες αρχίζουν να σκέφτονται τον εαυτό τους ως μέρος του κόσμου των κόμικ, αρχίζουν να βλέπουν τα βασικά χρώματα. Το μπουφάν ας πούμε, ή το πράσινο γύρω τους που γίνεται πιο έντονο. Και όταν ο David έπεφτε πάνω σε ανθρώπους, τους αλλάζαμε τα ρούχα. Ένα σκούρο κόκκινο παλτό έπαιρνε μια διαπεραστική απόχρωση του κόκκινου. Στο Split δεν ξέρει κανείς τους ότι βρίσκονται σε comic book ταινία κι έτσι τα χρώματα είναι πιο αθόρυβα. Είναι εκεί μεν, αλλά είναι πιο σκοτεινά και υποταγμένα. Μόνο στην τελική σκηνή με τον David βλέπεις τα κλασικά, βασικά χρώματα. Βάλαμε πολύ κόκκινο στο diner, τα θέλαμε όλα έντονα.
Στο Glass όλοι τους νομίζουν ότι βρίσκονται σε comic book ταινία, οπότε όλα τα χρώματα είναι εκεί. Το πράσινο για τον David που συμβολίζει τη γέννηση της ζωής, το μωβ του Elijah που παραδοσιακά σχετίζεται με την αριστοκρατία και συμβολίζει πώς σκέφτεται τον εαυτό του, και η ώχρα του Kevin είναι ένα θρησκευτικό χρώμα που έχει φορεθεί από μοναχούς αλλά και σε ινδικές ιεροτελεστίες. Σηματοδοτεί την πνευματικότητα κατά κάποιον τρόπο. Το Τέρας για μένα είναι προφήτης. Προσηλυτίζει σαν ιεροκήρυκας. Το ροζ δωμάτιο τώρα, είναι ένα πραγματικό χρώμα σε ένα πραγματικό δωμάτιο σε ένα πραγματικό ίδρυμα. Το έκαναν γιατί πίστευαν ότι έφερνε ανακούφιση στους ασθενείς, αλλά δεν λειτούργησε ακριβώς έτσι. Μου αρέσει γιατί είναι ουσιαστικά ένα βασικό χρώμα, το κόκκινο, που μειώνεται για να γίνει οριακά λευκό. Κι έτσι ταιριάζει σε ένα δωμάτιο όπου σταματάς να πιστεύεις στον δικό σου κόσμο. Έτσι συνδέονται στιλιστικά οι τρεις ταινίες».
Οι δικοί του Avengers & το Shyamalan Universe
«Εκείνοι με έφεραν πίσω κατά κάποιον τρόπο. Μου ζητούσαν όλον αυτόν τον καιρό να κάνω σίκουελ. Τον Bruce [Willis] τον έβλεπα πιο συχνά γιατί μένει στην East Coast, αλλά τον Sam [Samuel L. Jackson] τον πετύχαινα τυχαία στο Λος Άντζελες και όπως περνούσαν δίπλα τα αυτοκίνητά μας, κατέβαζε το παράθυρό του και μου φώναζε “When we makin’ that sequel, muthafucka?” (γέλια). Τουλάχιστον δύο φορές έχει γίνει κάτι τέτοιο. Και στο φανάρι μάλιστα! Και ο Bruce το ήθελε. Του τηλεφώνησα και του εξήγησα τι σκεφτόμουν για το ‘Split’ και μου είπε ναι επιτόπου.
Το κάναμε πολύ ήσυχα, δεν ήταν καν στο σενάριο. Ήρθε απλώς, πήρα ένα μικρό συνεργείο που δεν ήξερε τι θα γύριζε μαζί με τον costumer και τη hairdresser που γνώριζαν, και το κάναμε σε ένα diner. Αρνήθηκα να πω τίποτα ακόμα και σε αυτούς που ψιλιάστηκαν τι γινόταν, τον έβγαλα αμέσως μόλις τελείωσε 1,5-2 ώρες μετά, και δεν το έβαλα καν στο μοντάζ αρχικά. Τότε είχα και το Glass στο μυαλό μου, κυρίως ότι θα ήταν στην ατμόσφαιρα του Στη Φωλιά του Κούκου. Ήθελα τους τρεις τους να καταλήξουν σε ένα ίδρυμα και να μιλούν για την πεποίθηση εναντίον της πίστης. Είναι ή δεν είναι υπερήρωες; Θα τους πείσει ο κόσμος τους ότι έχουν κάνει λάθος; Υπάρχει κάτι υπερβατικό, κάτι φιλόδοξο μέσα μας;
Για τον ρόλο της Sarah [Paulson], ήθελα κάποια που να μπορεί να γίνει πρόκληση γι’ αυτούς τους τρεις τύπους. Και σαν χαρακτήρες και σαν ηθοποιούς. Κάποια να μπει μέσα και να το απογειώσει. Χρειαζόμουν κάποια με θεατρικές σπουδές και ωμή, κοφτερή τεχνική. Γιατί υπάρχουν και πολύ εσωτερικές, φανταστικές ερμηνείες, αλλά απέναντι από αυτούς τους τρεις τρομερά ωμούς τύπους δεν θα δούλευε κάτι τέτοιο. Γνώρισα τη Sarah και ο Ryan Murphy την άφησε να φύγει από τα γυρίσματά τους για να έρθει σε μας.
Και η ερμηνεία του James είναι θεοπάλαβη. Forget it! Είχαμε δυσκολία στα γυρίσματα γιατί ξαφνικά ξεσπούσε κόσμος σε χειροκροτήματα κι έπρεπε να σταματήσουμε
Δεν ξέρω τι στο καλό έκανε. Νομίζω παίζει 20 προσωπικότητες στην ταινία και είναι θεότρελο. Και είχες τη Sarah να του τα ρίχνει, και τον Sam να χτυπάει με την αναίδεια και το θράσος του, και τον Bruce να μοιράζεται μαζί της ένα κοινό παρελθόν και να έχουν έτσι μια πιο συναισθηματική σύνδεση. Για όλα αυτά πρέπει να έχεις έναν πολύ δυνατό γυναικείο χαρακτήρα στο κέντρο και ήμουν τρομερά τυχερός που μπόρεσα να την έχω στην ταινία.
O Spencer [Treat Clarke] που υποδύεται τον γιο του David είχε συνεχίσει με την υποκριτική μετά το Unbreakable σε κάποιες σειρές και ταινίες. Έμαθα ότι έπαιζε στη σειρά Animal Kingdom και χάρηκα που είχε συνεχίσει ως ηθοποιός και του τηλεφώνησα. Όταν ήρθε στο σετ μου έδειξε μια φωτογραφία μας από τα γυρίσματα του Unbreakable και μου είπε, ‘wow, είμαι μεγαλύτερος απ’ ότι ήσουν εσύ όταν με σκηνοθέτησες’. Ήταν τόσο περίεργο. Λες αν δεν έπαιζε ακόμη να είχα προσλάβει τον Liam Hemsworth; (γέλια). Φαντάζομαι ότι θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιον, αλλά θα ήταν κρίμα. Όλο το καστ είναι ίδιο. Μέχρι και ο υπάλληλος στο κατάστημα με τα κόμικ.
Τώρα, θα μπορούσε να γίνει κάποιο Universe, αν και δεν νομίζω ότι θα το κάνω. Ποτέ να μη λες ποτέ, βέβαια, γιατί δεν θες να είσαι ο μαλάκας της υπόθεσης. Να σου πει ο άλλος λίγα χρόνια μετά ότι του έλεγες ψέματα ότι δεν θα έκανες ποτέ κάτι που τελικά έκανες. Σίγουρα όμως δεν θα ήταν ποτέ τα χρήματα ο λόγος ή ο οπορτουνισμός (χτυπά χέρι στο τραπέζι). Και οι δύο αυτοί λόγοι είναι γαμημένοι και μου προκαλούν απέχθεια. Τώρα, ξέρω αν θα περπατάω στον δρόμο κάποια στιγμή και θα μου έρθει κάποια ιδέα; Ποτέ δεν τα ξέρεις αυτά τα πράγματα. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι θα την προχωρούσα ως νέα, ορίτζιναλ ταινία».
Η καλοσύνη των ξένων και οι επιρροές τους
«Όταν πήγα στο screening του Split για τη Universal, δεν είχαν ιδέα. Είδαν το Split, έχασαν τα μυαλά τους με το τέλος, αλλά μετά είπαν, κάτσε λίγο. Κάναμε σίκουελ για ταινία άλλου στούντιο; (γέλια). Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, ο David Dunn ανήκει στη Disney. Τους καθησύχασα γιατί είχα ήδη μιλήσει με τη Disney και έχουν δώσει το ok. Είχαν σοκαριστεί. Είδαν κάτι που δεν περίμεναν και δεν είχαν εγκρίνει.
Όταν έγραφα το Glass δεν ήμουν σίγουρος ότι θα λειτουργούσε όλο αυτό, ήμουν φοβισμένος. Ήταν η πρώτη φορά που έγραφα κάτι όπου χρειαζόμουν το ναι των ηθοποιών και το ναι από δύο στούντιο. Συνήθως μπορώ να βρω κάποιον να παίξει και κάποιον να κάνει τη διανομή. Στην πραγματικότητα μιλάμε για ανωμαλία. Ίσως δεν ξαναγίνει κάτι τέτοιο και ποτέ. Συνέβαλαν τόσο καλοί άνθρωποι σ’ αυτό. Ακούγεται σαν κάποια πολιτική γραμμή, αλλά στ’ αλήθεια, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Προκαλώ να μου βρείτε κάποια άλλη εξήγηση πέρα απ’ το ότι ήταν καλοί μαζί μου όταν τους ρώτησα αν μπορούσα να δανειστώ τον χαρακτήρα σας για κανέναν απολύτως λόγο; Αντί να με παραπέμψουν στο νομικό πλαίσιο, απλά μου είπαν να το προχωρήσω και αν κι εφόσον πάει καλά τότε το ξανακοιτάμε. Ήταν απλά υποστηρικτικοί σε έναν δημιουργό που συμπαθούν.
Και μετά όταν μίλησα σε όλους για το Glass, τους ζήτησα να το μοιραστούν ισότιμα και να μου δώσουν μια καλή θέση στο πρόγραμμά τους. Εσύ μην το δώσεις σε κανένα Jurassic Park κι εσύ μην το δώσεις στη Marvel. Και το έκαναν. Καθένα από τα δύο στούντιο καίει ουσιαστικά τα μισά του εισιτήρια γιατί η Universal το διανείμει παγκόσμια και η Disney το διανείμει εγχώρια. Και το κάνουν απλά γιατί θέλουν. Είπαν το ναι και προχωρήσαμε σχεδόν εντελώς αβίαστα. Είμαι απίστευτα τυχερός.
Μιλούσα με κάποια από τη Disney κάποια στιγμή και της έλεγα να διαλέξουν τον σωστό τρόπο με το marketing. Να μην το κάνουν να μοιάζει σαν να έχω κάνει Marvel, κάνουμε τη δική μου βερσιόν αυτής της θεματικής και πρέπει το κοινό να το καταλάβει αυτό. Αλλιώς θα τους προδώσετε γιατί δεν έχω κάνει Marvel και δεν θα ήμουν και καλός σ’ αυτό.
[…] Υπάρχουν τόσοι δημιουργοί που λατρεύω. Απλά με ορισμένους μπορώ να νιώσω πολύ κοντά όσον αφορά στη γλώσσα που χρησιμοποιούν. O DP μου, ο Mike Gioulakis, κι εγώ δεν χρησιμοποιούμε φακούς άνω των 75mm. Και ούτε αυτούς τους χρησιμοποιούμε στα 75mm τους.
Όσο πιο μακρύς είναι ο φακός τόσο συμπιεσμένα είναι τα πάντα. Μπορεί να κάνουμε 40mm και κάτω, αυτό είναι το 99,9% των πλάνων μας. Δημιουργεί μια συγκεκριμένη αισθητική που είναι πιο κιουμπρική και χιτσκοκική. Η συμπίεση είναι κάτι πιο στιλιζαρισμένο και μπορεί να δώσει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα, απλά δεν μου ταιριάζει. Οι συνθέσεις τους (Χίτσκοκ, Κιούμπρικ) και η θεατρική διάσταση στα έργα τους, ειδικά του Χίτσκοκ για το δεύτερο και για το blocking που έκανε, όλα αυτά μου μιλάνε. Προτιμώ την παραδοσιαρχία και τον φορμαλισμό.
[…] Στην αγάπη μου για τις έρευνες και την ψυχολογία έχει παίξει σίγουρα ρόλο και η γυναίκα μου που είναι ψυχολόγος. Η σχέση μας ξεκίνησε όταν την κυνηγούσα στο κολέγιο. Ήταν στο πρόγραμμα της Ψυχολογίας και έπρεπε να πάρω όλα της τα μαθήματα για να είμαι μαζί της. Έφευγα από τα δικά μου μαθήματα Κινηματογράφου για να πάω στα δικά της. Εντάξει, αρχικά απλώς τη χάζευα και όταν έπιανα κάτι στον αέρα έλεγα, κάτσε, κάτι καλό είπαν τώρα! (γέλια). Στη συνέχεια όλο αυτό αναπτύχθηκε σε μια μεγάλη αγάπη για τον ανθρώπινο νου. Ο Χίτσκοκ ή ο Κιούμπρικ ας πούμε, είναι και οι δύο πολύ ψυχολογικοί σκηνοθέτες. Και η ίδια σκηνοθεσία στην πραγματικότητα είναι η χειραγώγηση των συναισθημάτων μας.
Τι νιώθεις όταν ο φακός πέφτει σε ένα ευρυγώνιο πλάνο; Σίγουρα δεν νιώθεις καλά. Κάτι τρέχει εκείνη τη στιγμή. Γιατί σου συμβαίνει αυτό με την πτώση; Είναι κουλ αυτό! Η εξωτερική λήψη του σπιτιού στον Νονό πέφτει ελάχιστα, λίγο πριν τη σκηνή με το κεφάλι του αλόγου. Γιατί ξέρεις ότι κάτι κακό θα συμβεί και μόνο απ’ αυτό; Τα πάντα έχουν σημασία. Γι’ αυτό δυσκολεύομαι πολλές φορές με την τηλεόραση. Γιατί πρέπει να κινηθούν τόσο γρήγορα που δεν μπορούν να τα σκεφτούν πάντα αυτά. Παρακολουθώ και σκέφτομαι πως ο φακός δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί μια δεδομένη στιγμή. Η κινηματογράφηση είναι ένα μέσο υποκινούμενο τρομερά από την ψυχολογία».
Η συνταγή της μαμάς
«Μπήκα στο επάγγελμα στα 21 και στα 25 έκανα την Έκτη Αίσθηση. Στα ‘20s μου είχα ήδη την εμπειρία της επιτυχίας. Η πρόκληση όμως για έναν συνθέτη είναι το πώς θα συνεχίσει να γράφει τραγούδια που αγαπάμε και μας συγκινούν. Πολλές φορές φτάνουν τα 50 και δεν μπορούν πια να βρουν τη σύνδεση με το κοινό. Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι μια ισορροπία ενστίκτου, τεχνικής, ρίσκου, ευαισθησίας και παντοτινής μαθήτευσης που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Είναι μια μίξη όλων αυτών.
Έχουμε την τάση να βάζουμε μπροστά την τεχνική για να προστατευτούμε ως καλλιτέχνες, αλλά αυτό είναι πολύ κακό. Δεν μπορείς να προστατευτείς ως καλλιτέχνης, πρέπει να είσαι εντελώς ευάλωτος. Το ένστικτό μου μού είπε, κάνε πέρα όλα τα λεφτά. Περιόρισέ το τρομερά. Και δούλεψε με φρέσκα άτομα. Με έναν μοντέρ που θα κάνει την πρώτη του ταινία. Έναν διευθυντή φωτογραφίας που θα κάνει τη δεύτερή του ταινία. Έναν συνθέτη στην πρώτη του ταινία. Έβλεπα πράγματα που με αιχμαλώτιζαν, μπορεί να ήταν κάποιο short ή κάτι στο HBO, και ερχόμουν σε επαφή μαζί τους για να τους ρωτήσω αν θα τους ενδιέφερε η συνεργασία μας. Το φανταστικό με αυτούς τους συνεργάτες είναι το πόσο αμόλυντοι είναι. Δεν έχουν μάθει καμία κακή συνήθεια ακόμα. Τα πάντα τους φαίνονται απαιτητικά και τρομακτικά και ελπιδοφόρα και θέλουν να τα κάνουν όλα διαφορετικά. Όταν νιώθουν εκείνοι έτσι, μου το μεταδίδουν και νιώθω κι εγώ έτσι.
Στο Glass για παράδειγμα, ο συνθέτης, ο West Dylan Tordson, μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια. Κυριολεκτικά μετακόμισε. Έμεινε εκεί όσο κάναμε γυρίσματα. Υπάρχει ένα ινδιάνικο τύμπανο με δέρμα πάνω του που εξασφάλισε από την κοινότητα των ιθαγενών και όταν τελειώσαμε το γύρισμα στο σετ του ασύλου, πήγε μέσα στη νύχτα και έστησε μικρόφωνα στα σκηνικά και άρχισε να το χτυπάει. Και αυτό είναι το σκορ στην ταινία! Και το βιολί που θα ακούσετε στις σκηνές του ασύλου, είναι κι αυτό παιγμένο μέσα στον χώρο. Το έκαναν στις 4 το πρωί. Ποιος ξέρει αν σημαίνει κάτι αυτό για τον οποιονδήποτε; Αλλά σημαίνει για μένα και γι’ αυτόν.
Δεν έχω πάρει καθόλου χρήματα από την ταινία, αντίθετα την έχω πληρώσει από το σπίτι μου. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι υποθηκευμένο. Οπότε καταλαβαίνεις ποια είναι τα συναισθήματά μου στο σετ (γέλια)
Βλέπω κάποιον απλά να περπατάει και μπορεί να τον σταματήσω για να τον ρωτήσω τι κάνει. Δεν έχω δικό μου τρέιλερ, δεν έχω τίποτα. Είμαι στο σετ σε φάση “πάμε, πάμε!” συνεχώς και είμαι ο πρώτος που θα φτάσει εκεί, οπότε αυτό δημιουργεί μια συγκεκριμένη ενέργεια. Όλοι οι νεότεροι νιώθουν ότι είναι η ευκαιρία της ζωής τους. Ο διευθυντής φωτογραφίας, ο Mike Gioulakis, ήρθε έναν μήνα νωρίτερα, απλά για να δει τη διαδικασία μου και να σχεδιάσει μαζί μου κάθε καρέ της ταινίας. Μπορώ να πάρω τους καλύτερους φωτογράφους στον κόσμο και θα είναι φανταστικοί, αλλά δεν πρόκειται να έρθουν να μείνουν έναν μήνα στο σπίτι μου για να τα κάνουμε μαζί όλα.
Ποιος ξέρει αν όλα αυτά προσθέτουν κάτι στο αποτέλεσμα; Εγώ πιστεύω ότι το κάνουν πάντως. Όταν η μητέρα σου σού μαγειρεύει, καταλαβαίνεις ότι το φαγητό έχει φτιαχτεί με αγάπη. Το εστιατόριο μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ίδια υλικά, αλλά νιώθεις τη διαφορά στο δικό της. Δεν πρόκειται ποτέ να ανταγωνιστώ τη Marvel και τα λεφτά τους και τα σπέσιαλ εφέ τους, αλλά στη φροντίδα που βάζουμε στα υλικά μας μπορώ να τους νικήσω.
«Έχω απεριόριστη υπομονή για να πετύχω το σασπένς. Το πρώτο cut του Glass ήταν 3 ώρες και 20 λεπτά. Σχεδόν 1 ώρα μεγαλύτερο από την τελική ταινία. Το ελάττωμά μου ως σκηνοθέτης είναι ότι φτιάχνω 100 μικρές ταινίες σε μία ταινία. Θέλω να το δουλεύω αυτό το πράγμα. Ένας πολύ καλός ηθοποιός δεν ορμάει με κάθε του ατάκα. Κάνει τη σκέψη, φτάνει στο συναίσθημα και σε συγχρονίζει μαζί του. Η ανασφάλειά μου με οδηγεί στο να προσπαθώ να απογειώσω κάθε στιγμή και όταν βλέπεις το αποτέλεσμα βλέπεις και πλεονασμούς.
Όταν το κοινό λέει ότι μια ταινία είναι αργή, το αργό συνήθως δεν αναφέρεται στον ρυθμό. Σημαίνει ότι δεν ξέρουν πού βρίσκονται στην αφήγηση. Δηλαδή κάνεις μια σκηνή σε ένα εστιατόριο και την κάνεις τόσο μεγάλη που ο κόσμος έχει αρχίσει να βουλιάζει στην καρέκλα. Αυτό σημαίνει ότι δεν ξέρει πού βρίσκεται στην αφήγηση – τι γίνεται στο μεταξύ με το γαμημένο το τρομοκρατικό χτύπημα, τι γίνεται με την εισβολή των εξωγήινων, τι γίνεται με το πλοίο που βουλιάζει; Όταν ανασηκώνονται ξανά, έχουν καταλάβει πού βρίσκονται.
Είναι λεπτή ισορροπία μεταξύ του τόνου, της δημιουργικής σου φιλοδοξίας και της ταπεινότητάς σου. Γι’ αυτό μια λιγότερο καλή ταινία μπορεί να πετύχει περισσότερο και να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο από μία ταινία που έχει καλύτερα υλικά. Όταν ξέρεις πού βρίσκεσαι στην ταινία συμμετέχεις και σ’ αυτήν. Αλλιώς σε έχουν χάσει ή σε έχουν προδώσει. Α ok, δηλαδή δεν ήταν τελικά και τόσο σημαντικό ότι μας έχουν κάνει ντου τρομοκράτες στο κτίριο!
Αλλά δεν νιώθω πίεση για το επόμενο μεγάλο μου twist. Δεν είναι το moonwalk μου, κάποια χορευτική κίνηση που πρέπει να κάνω γιατί το περιμένουν
Το σκέφτομαι τελείως ως δομή. Όταν κάνεις ένα μυστήριο, ξέρεις ότι από τη φύση του είδους θα έρθει οργανικά η αίσθηση ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Όταν βλέπεις το Twilight Zone ξέρεις αμέσως ότι κάτι τρέχει. Αν ανοίξω την ταινία με αυτό το συναίσθημα, σου λέω αυτόματα ότι πρέπει κάτι να περιμένεις. Όταν ο χαρακτήρας διαπιστώσει τι δεν πηγαίνει καλά, θα το διαπιστώσεις κι εσύ και θα έχετε την ίδια έντονη αντίδραση. Από τη στιγμή που κάνω μυστήριο, θα έχω πάντα αυτές τις στιγμές της αποκάλυψης. Εννοείται ότι τις λατρεύω!».
Το προσωπικό του Shyamalan Twist θα έμενε για το τέλος
«Ως ανθρώπινο ον, βάζω τα δυνατά μου για να παραμένω ευάλωτος. Όταν προσπαθείς να προστατευτείς, σκληραίνεις. Πρέπει όμως να διατηρείς τους μύες σου. Υπάρχει ένας ψυχολογικός όρος, το negative capability όπως το όρισε ο Wilfred Bion. Είναι η ικανότητά σου να είσαι εντάξει σε μια συνθήκη όπου δεν ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα για σένα. Όλοι μας προσπαθούμε συνεχώς να το αποφύγουμε. Δεν θέλουμε να δοκιμάσουμε αυτή τη σχέση, δεν θέλουμε να πάμε σ’ αυτή τη νέα δουλειά, δεν θέλουμε να μετακομίσουμε σε άλλο σπίτι.
Οι προσωπικοί μου φόβοι είναι οι ίδιοι που ήταν και πριν 20 χρόνια όταν ξεκινούσα. Έχω ζήσει μια τόσο ευλογημένη ζωή και η σκέψη να πάθει κάτι κάποιο αγαπημένο μέλος της οικογένειάς μου είναι αυτό που με φοβίζει περισσότερο. Αυτό μπορεί να μου γίνει εμμονή. Στους Οιωνούς ας πούμε, υπήρχε η απώλεια της συζύγου και η σκέψη ότι δεν είπες αυτά που έπρεπε τη στιγμή που έπρεπε. Παραδόξως όμως, το negative capability είναι το αντίθετο του φόβου. Ο φόβος στην πραγματικότητα επικαλείται το άγνωστο. Αλλά τον χρησιμοποιώ για να δυναμώνω. Σαν άνθρωπος το να χτίσεις ανεκτικότητα απέναντι στον φόβο ώστε να μην τον αφήσεις να σε μικρύνει, είναι πολύτιμο.
Με το Visit, το Split και το Glass, ο κίνδυνος ως κίνητρο έχει παίξει τεράστιο ρόλο. Εδώ έχω υποθηκεύσει το σπίτι μου ξανά. Μάλλον δεν είναι υγιές. Το γεγονός δηλαδή ότι πυροδοτούμαι όταν δεν έχω κάποιο δίχτυ ασφαλείας. Δεν ξέρω πώς θα είμαι στο μέλλον, αλλά νομίζω ότι αν συνεχίσω να δουλεύω με πολύ περιορισμένα μπάτζετ και όποιος θέλει να συνεργαστεί μαζί μου υπό αυτές τις συνθήκες θα είναι ευπρόσδεκτος, θα λειτουργήσει.
Για παράδειγμα, και η Universal και η Disney ήταν πολύ πρόθυμες να πληρώσουν το Glass και μου είπαν ότι μπορούσα να το κάνω με τα τριπλά λεφτά. Είπα όχι όμως, δεν θα το κάνουμε έτσι. Προτιμώ την πειθαρχία και την επιβολή της από όλους τους καλλιτέχνες που καθόμαστε στο τραπέζι και έχουμε κάποιες παραμέτρους να ακολουθήσουμε. Υπάρχουν πολλές έρευνες που αποδεικνύουν πως όταν έχεις πληθώρα επιλογών, δεν επιλέγεις σωστά. Χρειαζόμαστε όρια και ο στόχος είναι να συνεχίσω να δημιουργώ μέσα στα όρια και ταυτόχρονα έξω απ’ αυτά. Και οι νέοι άνθρωποι που είναι 28, 30 χρονών και έχουν κάνει 1-2 ταινίες είναι τόσο δυνατοί. Είναι διαρκώς έτοιμοι! Και έχουν διαφορετικές προτάσεις. Μου τις κάνουν και με βγάζουν κι εμένα από το comfort zone μου.
Πάρε για παράδειγμα τη σκηνή στο ροζ δωμάτιο του ιδρύματος. Το δωμάτιο ήταν τόσο τεράστιο που δεν είχαμε χρήματα να το φωτίσουμε όλο. Ο δ/ντης φωτογραφίας πρότεινε να το φωτίσουμε εξωτερικά ώστε να ελέγχουμε το φως. Η σκηνή είναι 11 λεπτών, πήρε 2 μέρες να γυριστεί, είναι το πολύ σημαντικό κομμάτι της θεραπείας με όλους τους χαρακτήρες να επιτίθενται ο ένας στον άλλον και θα βοηθούσε πολύ να τη φωτίζαμε εξωτερικά αλλά δεν υπήρχαν τα χρήματα. Έπρεπε να γίνουμε συγκεκριμένοι με την τοποθέτηση του κάθε προσώπου και με το πώς άλλαζε το φως πάνω του για να έχουμε ένα αποτέλεσμα. Το βρίσκαμε όσο προχωρούσαμε. Σε μια στιγμή το φως αλλάζει πάνω στον James όσο λέει κάτι πολύ δραματικό. Έγινε τελείως τυχαία και είναι υπέροχο. Χαμηλώνουν όλα τα φώτα και οι αποχρώσεις του δωματίου. Όταν το είδαμε κοιταχτήκαμε και είπαμε, ορίστε. Αν είχαμε παραδοσιακό φωτισμό δεν θα το είχαμε αυτό τώρα! (γέλια). Χρειάστηκε να τη μάθω αυτή την προσέγγιση. Αυτό ήταν το δικό μου twist.
Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί μπορεί να έκανα κάτι, γιατί ήμουν δυστυχισμένος όταν έκανα κάτι άλλο, γιατί είχα αυτές τις αντιδράσεις από τον κόσμο. Θέλω να είμαι ανοιχτός ώστε να είμαι πάντα μαθητής
Υπάρχει μια καμπύλη στη ζωή όλων των ανθρώπων που έχουν πετύχει. Πέφτει και ξανανεβαίνει και ξαναπέφτει και ούτω καθεξής. Γιατί πρέπει να πιάσεις πάτο για να κάνεις ξανά αυτό που πρέπει; Θα σου πω γιατί.
Γιατί αποδίδεις την επιτυχία στα λάθος πράγματα. Γιατί ξεχνάς πόσο δύσκολα ήταν στην αρχή. Γιατί ξεχνάς τις αποτυχίες. Ο λόγος που εγώ κρατάω αρχεία είναι για να μη λέω ψέματα στον εαυτό μου. Έχουμε την τάση να ξεχνάμε πόσο δύσκολη ήταν η γέννα για να κάνουμε άλλο ένα παιδί. Αν το θυμόμασταν, δεν θα συνεχιζόταν η ανθρωπότητα. Κάναμε 14 screenings του Split και στα 5 απ’ αυτά ο κόσμος το μίσησε. Θα το ξεχνούσα αν δεν είχα ένα χαρτί που γράφει ότι συνέβη. Και συνέβη γιατί δεν είχαμε βρει πώς να κάνουμε κάποια πράγματα να δουλέψουν. Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία που λες μετά, κοίτα, ήταν σωστό το ένστικτό μου. Το ένστικτό σου ήταν σωστό και λάθος. Το βλέπεις όταν ξανακοιτάς τη διαδικασία σου. Πρέπει να είσαι ταπεινός και να θυμάσαι ότι απέτυχες ξανά, και ξανά, και ξανά. Η επανάληψη είναι το τρικ αλλά δεν μπορείς να μάθεις απ’ αυτήν αν δεν είσαι έτοιμος να αποτύχεις».
Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στις 15 Ιανουαρίου του 2019.