REVIEWS

‘Mad Max: Fury Road’: Μπαρούτι, άμμος και ηλεκτρικές κιθάρες

Το νέο σίκουελ του “Mad Max”, με τον Τομ Χάρντι στη θέση του Μελ Γκίμπσον, είναι η καλύτερη περιπέτεια των τελευταίων χρόνων.

Είναι μια σκηνή καταδίωξης.

Ειλικρινά, όλη η ταινία είναι μια σκηνή καταδίωξης. Και δεν υπήρξε έστω μία στιγμή που ένιωσα πως θα ήθελα κάτι περισσότερο.

Το “Mad Max: Fury Road” είναι μια σχιζοφρενική δημιουργία. Είναι ένα έργο τέχνης που ένας 70χρονος σκηνοθέτης σηκώθηκε μια μέρα κι αποφάσισε να γυρίσει, 30 χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία στη σειρά, και σχεδόν 20 χρόνια μετά από την τελευταία του live action ταινία, το σίκουελ του “Babe”. Είναι ένα έργο τέχνης που διαλύει ό,τι τολμάει να συγκριθεί αυτή τη στιγμή μαζί του.

Με έναν φοβερό τρόπο καταφέρνει να ταιριάζει απόλυτα μες στον κόσμο που ο ίδιος ο Τζορτζ Μίλερ έχτισε με τα προηγούμενα “Mad Max”, κυρίως βέβαια με το εμβληματικό “Road Warrior”. Εκείνο ήταν ένα μετα-αποκαλυπτικό γουέστερν, μια εκτεταμένη σκηνή πολιορκίας στο φρούριο. Εδώ έχουμε κυνηγητό στα αποκαϊδια- μόνο το θρυμματισμένο Γκραν Κάνυον λείπει. Με όλα αυτά θέλω να πω ότι το “Road Fury” είναι απολύτως συνεπές ως ταινία “Mad Max” μα, την ίδια στιγμή, είναι κάτι παραπάνω από αυτές, όπως εξάλλου και καμία από εκείνες δεν ήταν σαν την άλλη.

(1: Οργισμένη ταινία εκδίκησης, περίπου “Death Wish”. 2: Γουέστερν πολιορκία, κόσμος δίχως πετρέλαιο ή/και ελπίδα. 3: Ροκ όπερα με λίγη Σπιλμπέργεια δόση ελπίδας στο μέσον, στην πράξη με τα πιτσιρίκια.)

Από την άλλη, το “Fury Road” έχει κάτι το παλιομοδίτικα απλό επάνω του, στην κατασκευή του, στο DNA του. Δεν νοιάζεται πολύ για σίκουελ, ‘σύμπαντα’, ούτε καν αρκετά ώστε να αυτοπροσδιοριστεί για το μοντέρνο κοινό που θέλει να ξέρει με λεπτομέρεια πού κολλάει το κάθε τι και πώς. Πες το σίκουελ, πες το reboot, πες το revamp, πες το όπως θες, τον Τζορτζ Μίλερ δεν τον νοιάζει. Για τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Τζορτζ Μίλερ, είναι μια ακόμα περιπέτεια από τη δυστοπία στην οποία αλωνίζει ο Μαξ. Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από αυτό.

Ετούτη τη φορά ο Μαξ (πλέον με τη μορφή του φανταστικού Τομ Χάρντι αντί του Μελ Γκίμπσον) δεν είναι αυτός που κινεί τη δράση, παρά συμπτωματικά γίνεται μέρος της και ακολουθεί, μέχρι που αποφασίζει όντως να συνεισφέρει. Την ταινία οδηγεί η καθηλωτική Φιουριόζα της Σαρλίζ Θερόν, μια στρατηγός της πρωτόλειας κοινωνίας που έχει σχηματιστεί σε ένα διστακτικό ξέφωτο πράσινου κάπου στην ατελείωτη έρημο. Η Φιουριόζα οδηγεί μια αποστολή ανεφοδιασμού που όμως έξαφνα αλλάζει τον προορισμό της. Στην πραγματικότητα δεν έχει σκοπό, αυτή τη φορά, να επιστρέψει. Θέλει απλώς να οδηγήσει στην ελευθερία 5 κοπέλες που αποδρούν από το καταπιεστικό καθεστώς του τύραννου Ιμόρταν Τζο, ενός άντρα που τις βιάζει με σκοπό την αναπαραγωγή.

Το όχημα της Φιουριόζα γίνεται κάτι σαν κινούμενο φρούριο, ή αν προτιμάς ένα κινούμενο πάλκο πάνω στο οποίο ερμηνεύεται όλο το συγκλονιστικό θεατρικό που ακολουθεί, που διασχίζει με αποστομωτική ευκολία την απόσταση από την πανκ όπερα στον καρτουνίστικο σουρεαλισμό, βάφοντάς την οθόνη με οργή και πολύχρωμες εκρήξεις. Η Φιουριόζα οδηγεί με μανία και προσήλωση. Δεν λαμβάνουμε παρά ελάχιστες πληροφορίες για το παρελθόν της και το ποιόν της, μα δεν λείπει τίποτα- όσα θες να ξέρεις βρίσκονται στην αφοσίωση με την οποία απομακρύνεται από την πατριαρχική καταπίεση του Ιμόρταν Τζο και οδηγεί τις απελευθερωμένες γυναίκες προς μια -οποιαδήποτε- Γη της Επαγγελίας.

Οι εχθροί έρχονται ο ένας μετά τον άλλον, δεν τελειώνουν, δεν υποχωρούν. Και μαζί, οι σκηνές δράσης -αν δηλαδή θεωρήσει κανείς πως η ταινία χωρίζεται σε σκηνές δράσης και δεν είναι όλη μία τεράστια σεκάνς- κλιμακώνονται, κάτι που μοιάζει αδιανόητο. Κάθε 20 λεπτά βλέπεις με το σαγόνι στο πάτωμα να τελειώνει ένα ‘επεισόδιο’ δράσης με τρόπο που θα μπορούσε να κλείνει την ταινία, και κάθε φορά αυτό που ακολουθεί είναι ακόμα εντυπωσιακότερο, εκρηκτικότερο, πολυχρωμότερο.

Τα stunts και οι εκρήξεις και τα οχήματα και οι συγκρούσεις, όλα μοιάζουν αληθινά, το οποίο στο σημερινό Χόλιγουντ έμοιαζε με όνειρο άφταστο. Λατρεύω το περιστασιακό μου ψηφιακό χοροπηδητό, αλλά όταν βλέπεις κάτι σαν το “Fury Road” δε γίνεται να μην κοντοσταθείς για να εκτιμήσεις αυτό που βιώνεις. (Περί βιώματος πρόκειται.) Τα χρώματα μοιάζουν με νερομπογιές στον πίνακα ενός ζωγράφου, παρά με παρεμβάσεις κατόπιν εορτής. Τα stunts σου φέρνουν την ψυχή στο στόμα γιατί τα πιστεύεις. Τα τουμπαρίσματα έχουν υφή. Ό,τι υπάρχει στην οθόνη είτε είναι αληθινό, είτε είναι αρκετά αληθινό ώστε να το νιώθεις στο πετσί σου. Πίσω από τα χρώματα των (πολλών, πάρα πάρα πολλών) εκρήξεων υπάρχει πάντοτε κάτι το απτό.

Τα κεφάλαια έχουν το καθένα τον δικό του χρωματικό κώδικα, από εκτυφλωτικό χρυσαφί της άμμου μέχρι ελεκτρίκ γαλάζιο ενός άψυχου, νεκρού νυχτερινού ουρανού. Η άμμος κυλάει, ο αέρας χορεύει και οι φωτιές στροβιλίζουν, σε μια συμφωνία δράσης που δεν ξαποσταίνει ποτέ, που βρίσκει την ποίηση στο χάος και την αναρχία της εικόνας που ζωγραφίζει.

Το πόσο βασική και απογυμνωμένη από τα πάντα είναι η αφήγηση, όχι μόνο ενισχύει ακόμα περισσότερο τη σημασία των εκρήξεων και των καταδιώξεων, μα και επιτρέπει στην -απρόσμενα- πολύ δυνατή ιστορία να ενδυναμωθεί. Ακούγεται παράδοξο, μα είναι αλήθεια: Αντί να έχεις μια μυθολογία γεμάτη λεπτομέρειες και συγκεκριμένους χαρακτήρες, ο Μίλερ έχει επιτρέψει στο στόρι του να εκτοξευθεί ως αλληγορία και στους ήρωές του να σκαρφαλώσουν στη σφαίρα του αρχετύπου. (Ο Μούρναου του “Sunrise” θα ήταν περήφανος.) Όσο λιγότερα λέει, τόσο περισσότερα αυτά σημαίνουν.

Έχεις εδώ ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό όπου, μετά το τέλος του πολιτισμού, στις απαρχές ενός νέου, το μόνο που έχουμε επιλέξει να κρατήσουμε είναι οι πατριαρχικές δομές καταπίεσης. Γυναίκες δεν έχουν τον έλεγχο του σώματός τους και αγόρια αδύναμα (όπως ο πιτσιρικάς Ναξ του Νίκολας Χουλτ, που έχει ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον character arc στην ταινία) θρέφονται με το αίμα της ψευδαίσθησης για μια Δόξα που θα έρθει αρκεί να ικανοποιήσεις και τυφλά υπηρετήσεις τον Πατέρα. Στη διάρκεια της μεγάλης απόδρασης, ο Μαξ και η Φιουριόζα εξελίσσονται σε ένα τρομερό δίδυμο, απολύτως ισότιμο, κι οι δύο σε αναζήτηση -τι άλλο;- λύτρωσης, άφεσης αμαρτιών, και ίσως ελπίδας σε έναν κόσμο όπου κανείς δεν τολμά να ονειρευτεί ελπίδα. Ο καθένας εκ των δύο κατευθύνει τον άλλον και ο καθένας σώζει τον άλλο, σε μια αβέβαιου στόχου διαδρομή προς έναν καλύτερο κόσμο.

Ο Τζορτζ Μίλερ τα διαχειρίζεται όλα αυτά απολύτως επιδέξια, αφηγούμενος μια εντελώς γραμμική ιστορία ελάχιστου διαλόγου και ελαχίστων σκηνών συμβατικής ανάπτυξης. Κι όλα αυτά την ώρα που παραδίδει μαθήματα για το πώς στήνεις, χορογραφείς και μοντάρεις μια -διαρκή- σκηνή δράσης. Η σύνθεση κάθε πλάνου (ποτέ άδειο, ποτέ πηγμένο στα όρια της κακοφωνίας), ο ρυθμός, η εκφραστικότητα, οι χρωματικές εναλλαγές, όλα σε αφήνουν άφωνο. Είναι σαν ο “Στρατηγός” του Μπάστερ Κίτον, γυρισμένος από τον Τζον Φορντ, να έκατσε πάνω σε τόνους πολύχρωμης εκρηκτικής ύλης, αποτελούμενης από ιδέες και πλάσματα που ξέφυγαν από τα μουσικά όνειρα ενός Τέρι Γκίλιαμ ή ενός Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι.

Ο Ιμόρτον Τζο, ένα πλάσμα πρακτικά σάπιο μέσα από το τρομακτικό του περίβλημα (#ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ) κατεβάζει το στρατό του σε πόλεμο και μαζί με τα τύμπανα του πολέμου ηχούν ηλεκτρικές νότες και φλόγες. Κομάντος επιτίθενται χρησιμοποιώντας κοντάρια σα του Σεργκέι Μπούμπκα. Οπερατικές μουσικές εισβολές ντύνουν μανιακές εκφράσεις και γουέστερν καταδιώξεις. Δεν υπάρχει στιγμή που δεν συμβαίνει κάτι ενδιαφέρον στο -πάντα αποστομωτικά όμορφο- κάδρο της ταινίας.

Δεν ξέρω πώς κατάφερε ο Τζορτζ Μίλερ εν έτει 2012 (όταν άρχισε να γυρίζεται η ταινία) να εξασφαλίσει τέτοιο μπάτζετ από τη Warner προκειμένου να παραδώσει μια -εν τέλει- arthouse περιπέτεια τόσο πανέμορφα παράταιρη με τη μοντέρνα λογική του franchise blockbuster, αλλά δε μπορώ παρά να είμαι ευτυχισμένος που τα κατάφερε. Το “Fury Road” δεν είναι απλά μια χορταστική, πανέμορφη, ριζοσπαστικά φεμινιστική και θεματικά ζουμερή περιπέτεια του σήμερα, είναι κι ένα βέβαιο σημείο αναφοράς του μέλλοντος. Ευτυχώς. Πάντα θα χρειαζόμαστε ελπίδα.