To Mank είναι ένα πικρό παραμύθι για το τέλος της χολιγουντιανής μαγείας
- 4 ΔΕΚ 2020
Στη νέα ταινία του, 6 χρόνια μετά το επίσης βιτριολικό Gone Girl, ο μεγαλύτερος σύγχρονος auteur του Αμερικάνικου σινεμά επιστρέφει αφηγούμενος ξανά μια ιστορία για το τι πράγματι (ή «πράγματι») συνέβη πίσω από μια άλλη, πιο γνωστή ιστορία. Στη διαδρομή παραφράζει την αλήθεια, με τρόπο που συχνά μοιάζει θυμωμένος, προσωπικός, αγνά τσαντισμένος, αλλά διάβολε, έχει μια ιστορία να σου πει και θα την πει με τον τρόπο του.
Το Mank streamάρει στο Netflix.
Το σκηνικό είναι το Χόλιγουντ σε διάφορες στιγμές της διάρκειας των ‘30s καθώς οδηγούμαστε προς την δημιουργία του Πολίτη Κέιν το 1941, με κεντρική φιγούρα τον Herman J. Mankiewicz, σεναριογράφο της ταινίας και εν γένει πρόσωπο όλο και πιο δύσκολο να δουλέψει κανείς μαζί του. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από μια ροή που μεταπηδά στις χρονικές στιγμές σαν μεθυσμένη διήγηση που διαρκώς διακόπτεται επειδή ο αφηγητής θυμήθηκε ακόμα μια λεπτομέρεια. Μονταρισμένο από τον σπουδαίο Kirk Baxter (2 Όσκαρ για προηγούμενες ταινίες του Fincher, το Social Network και το Κορίτσι με το Τατουάζ), το φιλμ πατάει απόλυτα σε αυτή την αίσθηση κρεσέντου καθώς στιγμές διαφορετικών χρονικών περιόδων μοιάζουν αρχικά να βρίσκονται σε διάλογο μεταξύ τους και σταδιακά να επιτίθενται ωμά η μία στην άλλη με αποκορύφωμα την εκπληκτική τελική σεκάνς, όπου το παρελθόν μπήγει εξαγριωμένο τα νύχια του στο παρόν (του ήρωα).
Αυτή την αίσθηση που αναδύει η ίδια η κατασκευή της ιστορίας είναι σημαντικό να την κρατάμε υπόψη καθώς αναλογιζόμαστε το φιλμ και τι είναι αυτό που εκπροσωπεί.
Διότι, τι είναι το Mank; Είναι μια ταινία για τα αληθινά γεγονότα, ένα καλοφτιαγμένο making of της διασημότερης ταινίας στην ιστορία του σινεμά; Όχι ακριβώς. Τα γεγονότα που παρουσιάζει το φιλμ, στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητούνται, για να το θέσουμε ευγενικά. Το σενάριο είναι γραμμένο από τον πατέρα του Fincher, Jack, σεναριογράφο και δημοσιογράφο που πέθανε το 2003 και για τον οποίο η συγκεκριμένη έρευνα αποτελούσε κάτι σαν εμμονή ζωής. Ο David κληρονόμησε το πρότζεκτ, το οποίο αρχικά επρόκειτο να σκηνοθετήσει αμέσως μετά το The Game (οπότε σιγοβράζει δεκαετίες μέσα του, επίσης σημαντικό στοιχείο να συγκρατήσουμε), και αφοσιώνεται πλήρως σε αυτή την εκδοχή των γεγονότων κατά την οποία ο ίδιος ο Orson Welles παρουσιάζεται περίπου σαν ταλαντούχος και χαρισματικός φαφλατάκος που ξέρει να πουλάει καλά τον εαυτό του, την ώρα που ο Mank κάνει όλη τη δουλειά.
Τα ζητήματα του Fincher με τον Welles δε θα τα λύσουμε εδώ, εξάλλου προσωπικά το βρίσκω πάντα διασκεδαστικό όταν μεγάλοι σκηνοθέτες δεν διστάζουν να λοιδωρήσουν άλλους μεγάλους σκηνοθέτες. Να, ας πούμε, απολαύστε τον Welles εδώ να κράζει τον Woody Allen, και γενικότερα μια ντουζίνα άλλους auteurs στο ίδιο twitter thread:
Αντιθέτως, έχει ενδιαφέρον αν αποδεχθούμε για χάριν συζήτησης την φιντσερική εκδοχή του Welles, να δούμε την ιστορία από την πλευρά του Mank. Του σεναριογράφου που έχοντας φτυαρίσει αμέτρητο σκατό στην διαδρομή της καριέρας του χωρίς ποτέ να έχει ανελιχθεί όσο ενδεχομένως να μπορούσε, τώρα βρίσκεται σε μια απομόνωση δημιουργώντας το έργο της ζωής του, σμιλεύοντάς το από υλικά μιας καριέρας-χαμένης ευκαιρίας.
Στον ρόλο του Mank o Gary Oldman είναι φανταστικός, μίλια μακριά από ερμηνείες-μιμήσεις και παραφουσκωμένες καρικατούρες, σε οδηγεί να ξεχάσεις ότι βλέπεις εκείνον. Μοιάζει διαρκώς ένα βήμα όχι πριν την καταστροφή, αλλά ένα βήμα παραδίπλα της. Σαν να περπατά παράλληλα μαζί της, να κοιτάζει το κενό, να χαμογελά πικρά και να συνεχίζει να περπατά, με τη σιγουριά και την φαινομενική ανεμελιά ενός ανθρώπου που δεν τον ενδιαφέρει να ξεμπλέξει- γιατί όλο και περισσότερο κατανοεί πως δεν υπάρχει κάποια ιδανική διέξοδος. Το κρατάμε κι αυτό.
Τι είναι λοιπόν το Mank; Είναι μια ταινία για την μαγεία του κινηματογράφου; Όχι. Για την ακρίβεια το πλήρως αντίθετο. Μέσα από την ιστορία του σεναριογράφου του Πολίτη Κέιν ταξιδεύουμε τόσο σε δικές του προσωπικές στιγμές της διαδρομής του, όταν γνωρίζει την Marion Davies (στο ρόλο η πάντα καλή Amanda Seyfried), όταν γίνεται απρόσμενα φίλος με τον μεγιστάνα William Hearst (τον οποίο παίζει με επαρκέστατη λανιστερική ταϊγουινότητα ο Charles Dance), όταν ο αδερφός του (ο Tom Pelphrey της ερμηνείας-έκπληξης της 3ης σεζόν του Ozark) προσπαθεί διαρκώς να τον προειδοποιήσει και να τον προστατέψει από όλα τα κατά καιρούς λάθη που κάνει.
Μέσα από αυτή την προσωπική πορεία, η ταινία χτίζει και μια εικόνα του παλιού Χόλιγουντ του μεσοπολέμου, παραθέτοντας έναν χείμαρρο ονομάτων και προσώπων που κανείς casual θεατής δεν είναι φυσικά δυνατόν να συγκρατήσει και να ακολουθήσει. Προτείνω απλά αυτό: Just go with it, γιατί δεν έχει σημασία. Είναι σαν τα ονόματα της Ιταλικής πολιτικής σκηνής στο Il Divo του Sorrentino, είναι όπερα. Είναι αλήθεια, αλλά θα μπορούσε να μην είναι. Σαν το Χόλιγουντ πίσω από τα σπουδαιότερα κατασκευάσματά του.
Εδώ, η «μαγεία του σινεμά» είναι: Ο θρυλικός στουντιάρχης Louis B. Mayer να εξηγεί σε εργαζόμενους της MGM γιατί πρέπει όλοι να βάλουν ένα χεράκι να σωθεί το στούντιο, καταλαβαίνετε τώρα, δύσκολες οι εποχές, δεν βγαίνουν τα οικονομικά, εδώ κάνουμε τέχνη, κάνουμε κάτι όμορφο, δίνουμε στον κόσμο κάτι να πιστεύει αλλά ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ, πρέπει όλοι μας, ναι κι εσύ ανώνυμε τεχνικέ που δουλεύεις 8ωρο, να φάμε μια μείωση στους μισθούς γιατί αλλιώς πώς θα συνεχίσουμε να υπηρετούμε αυτό το όνειρο; Ο Mayer πουλάει το παραμύθι γιατί η δουλειά του (όπως και του Χόλιγουντ) είναι να πουλάει παραμύθια, οι εργαζόμενοι χάνουν λεφτά, και ο ίδιος ικανοποιημένος από την περφόρμανς του αποχωρεί με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, χρηματοδοτεί τον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο στις τοπικές εκλογές με στόχο να παταχθεί ο προοδευτικός αντίπαλός του. Οι κινηματογραφικές ιδέες και οι κινηματογραφικές τεχνικές τίθενται κρυφά στην υπηρεσία ενός πολιτικού παιχνιδιού ισχύος καθώς αυτή η μηχανή ονείρων δημιουργεί αμόλυντη προπαγάνδα την οποία το κοινό αγοράζει με χαρά, ενάντια στο συμφέρον του. Αυτό θα πει «μαγεία του Χόλιγουντ»!
Παράλληλα, το ίδιο το σινεμά αποσυντίθεται: Ο Mank με την Marion σπάνε την ψευδαίσθηση του φιλμ συμμετέχοντας σε σπιρτόζικο διάλογο στο μέσω ενός απομυθοποιημένου κινηματογραφικού σκηνικού (που για όση ώρα δεν «γράφει» η κάμερα είναι απλώς ένα μάτσο ψεύτικα σκηνικά). Μα και ταυτόχρονα εξυψώνεται ως μια μορφή τέχνης πάνω στο χρονικό συνεχές, μια εκ των πραγμάτων ειλικρινής καταγραφής της σύγχρονής μας ύπαρξης: Η ταινία του Welles το 1941, τα βιώματα του Mankiewicz στα ‘30s, η ταινία του David Fincher το 2020, τα βιώματα του Jack Fincher στα ‘80s και τα ‘90s, ο Δον Κιχώτης του Cervantes στον 17ο αιώνα, ο Δον Κιχώτης του Mankiewicz στον 20ο, έργα που είτε γνωρίζοντας το ένα το άλλο είτε όχι, στροβιλίζονται γύρω από τις αγωνίες και τα πάθη μιας επίμονης ανθρώπινης, κοινωνικής ύπαρξης.
Ο Fincher έχει κατασκευάσει την ταινία τοποθετώντας την σε έναν άβολο, αφύσικο χώρο ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, δίχως να ανήκει πουθενά ακριβώς. Η ιστορία των πανίσχυρων μεγιστάνων που πίσω από τα κινηματογραφικά σκηνικά ασκούν πολιτική επιρροή μοιάζει έτσι κι αλλιώς αχρονική, από τον Mayer του τότε μέχρι την Disney του σήμερα, που πουλάει εκπροσώπηση και προοδευτισμό την ώρα που χρηματοδοτεί τον Trump και φιλμάρει κοντά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κίνα.
Αυτή η σχεδόν εκτός σώματος εμπειρία ξεκινά μάλιστα από την ίδια την κατασκευή του φιλμ: Από τη μουσική (των σταθερών Trent Reznor και Atticus Ross) μέχρι την ασπρόμαυρη φωτογραφία (του Erik Messerschmidt του Mindhunter), τα πάντα μοιάζουν κατασκευασμένα μιμούμενα τεχνικές του παρελθόντος αλλά μέσα από μια μοντέρνα, διαρκώς παρούσα ψηφιακή λειάδα που όχι απλά δεν κρύβεται, αλλά μοστράρεται κιόλας, σε όλο το απόκοσμο μεγαλείο της. Αυτό είναι το παρελθόν, αλλά δεν είναι κιόλας. Είναι το παρόν, που ήρθε στον ύπνο σου σαν παρελθοντικός εφιάλτης.
Για έναν ήρωα που κι ο ίδιος μοιάζει διαρκώς εκτός. Εκτός τόπου, εκτός εποχής, εκτός ρυθμού με τον περίγυρό του. Πέφτει στις καταχρήσεις ώστε να δημιουργήσει και γύρω του ο κυκλώνας φουντώνει καθώς ο ίδιος, στο πέρασμα των χρόνων, διαπιστώνει όλο και εντονότερα πως δεν ανήκει. Είναι το πορτρέτο ενός ανθρώπου σε ηθική σύγκρουση με το ίδιο το περιβάλλον που τον τρέφει, ένα περιβάλλον που ειδικεύεται στην δημιουργία ονείρων όσο και στην καταστροφή τους.
Το σινεμά του Fincher, από το Zodiac ως τον Μπέντζαμιν Μπάτον, συχνά αφορά εμμονικούς ήρωες στο περιθώριο της Ιστορίας, και το πώς από αυτή την (περιέργως αβανταδόρικη!) θέση τους μπορούν να κοιτάξουν τα πράγματα από μια άλλη οπτική. Ήρωες με ένα μεγάλο βάρος, κατά τη στιγμή που αργά και επίπονα συνειδητοποιούν την ασυγκράτητη δύναμη με την οποία ο χρόνος κι η Ιστορία σαρώνουν τα πάντα στο διάβα τους.
Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, το Mank και ιδιαίτερα η σεκάνς κλιμάκωσής του, ταιριάζουν απόλυτα. Εκεί όπου ψέμα και αλήθεια, παρελθόν και παρόν, fiction και μυθοπλασία, άνοδος και πτώση, χιούμορ και τραγωδία, καταστροφή και θρίαμβος ενώνονται εκκωφαντικά. Πικρά; Λυτρωτικά; Ακόμα και αστεία; Ναι.
Μπορεί μια ταινία να παρουσιάζει μια πικρή δόση αλήθειας βασισμένη σε ψέματα; Δηλαδή τι άλλο είναι το σινεμά, αν όχι αυτό.
*Το Mank streamάρει στο Netflix.