MASTERCHEF

MasterChef, τα παστινάκια της οργής

Ένας συντάκτης του Oneman κόλλησε για πρώτη φορά με το MasterChef και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τη λογική του παιχνιδιού, των κριτών, των παικτών και των φαγητών. Καλή σας όρεξη!
Γεια σας! Πριν ξεκινήσω, να ξεκαθαρίσω ότι φέτος είναι η πρώτη φορά που άρχισα να βλέπω το MasterChef στην τηλεόραση. Δεν ξέρω τί έγινε τα προηγούμενα χρόνια, δε γνωρίζω τί εστί Σπυριδούλα, τυχαία παρουσιάστηκε το συγκεκριμένο τηλεπαιχνίδι στον δρόμο μου. Τον περασμένο Ιανουάριο βρισκόμουν στο σπίτι του κουνιάδου μου, στη Θεσσαλονίκη και εκεί έτυχε να παρακολουθήσουμε κάποια βράδια τα “προκριματικά”, τότε που ακόμα διάλεγαν ανάμεσα σε όλους τους υποψήφιους, σε ποιους θα δώσουν τις πολυπόθητες ποδιές, ποιοι δηλαδή θα έμπαιναν στο σπίτι για να διεκδικήσουν το βραβείο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν κόλλησα τόσο με τη μαγειρική, όσο με τους “χαρακτήρες”. Και όταν έκλεισε η σύνθεση για το σπίτι, αποφάσισα ότι αυτό το “υπερθέαμα” δε γίνεται να χαθεί.

Να πω ότι το MasterChef ξεκινάει – στα δικά μου μάτια – με ένα τεράστιο όπλο. Δεν ασχολείσαι με τους κριτές, κάτι που συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των άλλων παιχνιδιών και reality. Συμπαθέστατοι και οι τρεις, πράγμα πρωτόγνωρο για ελληνική τηλεόραση. Διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά πάντοτε φιλικοί και ευγενικοί, αυστηροί όταν χρειάζεται, πάντα όμως μέσα στα σωστά πλαίσια, αποτελούν μια ήρεμη δύναμη μέσα στο πλατό. Γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να σε εκνευρίσουν, κερδίζεις αυτόματα ένα πολύ βασικό “κρατούμενο”, που σου επιτρέπει να ασχοληθείς απερίσπαστος με τους υπόλοιπους “πρωταγωνιστές”, δηλαδή τους διαγωνιζόμενους, που είναι ο βασικός πόλος μέσα στο παιχνίδι και σίγουρα η μεγαλύτερη πηγή χαβαλέ.

Γιαγιά vs γκουρμέ


Λαζάνι πεσκανδρίτσας. Σοβαρά τώρα;

Μα, θα μου πείτε, εσύ βλέπεις το MasterChef για χαβαλέ; Ναι, θα σας απαντήσω. Γιατί αν πάμε στην ουσία του πράγματος, που υποτίθεται ότι είναι η μαγειρική, πέφτουμε σε τοίχο και μάλιστα με φόρα. Δεν μπορώ τις γκουρμεδιές, έχω θέμα με αυτά τα τεράστια πιάτα που σου σερβίρουν με μια κουτσουλιά στη μέση, την οποία πρέπει – φαντάζομαι σύμφωνα με το πρωτόκολλο – να θαυμάσεις στην αρχή, μετά να την ακτινογραφήσεις για να πείσεις τον εαυτό σου ότι έμεινες ικανοποιημένος από την παρουσίαση, στη συνέχεια να τη γευτείς, να ψιλοκάνεις το ζόρικο, “ναι, καλή ισορροπία, όμως η οξύτητα, ίσως οι υφές, αχ το ψήσιμο ξέρω γω θα έπρεπε να είναι πιο ωμό”  και εννιά στις δέκα, αμέσως μετά να πας για σουβλάκια, μπας και σώσεις την παρτίδα.

Μέσα στο μυαλό μου, όσοι μαγειρεύουν γκουρμέ – το οποίο για να μην ξεχνιόμαστε ορίζεται ως φαγητό υψηλής ποιότητας, προσεκτικής προετοιμασίας και καλλιτεχνικής παρουσίασης – είναι όλοι αυτοί που ποτέ δεν μπόρεσαν να φτάσουν το παστίτσιο της γιαγιάς, το κοκκινιστό της μαμάς και τα γεμιστά της θείας. Έτσι λοιπόν, για να δείξουν κάτι και να ξεχωρίσουν, αποφάσισαν να καταφύγουν στη μια και μοναδική λύση που θα τους έκανε να ξεχωρίσουν: να ανακατέψουν δηλαδή τον “ερχόμενο” σε ό,τι αφορά στα συστατικά, ξεπερνώντας χωρίς καμία τύψη την παραδοσιακή λογική της κουζίνας και να δημιουργήσουν ένα ακατανόητο μπάχαλο στην έννοια της γεύσης, αψηφώντας κανόνες και λογικές.

Δικαίωμά τους, θα μου πείτε, καμία αντίρρηση θα σας πω. Παστίτσιο η γιαγιά; Παστίτσιο και ο γκουρμές, αλλά με φρούτα του δάσους μέσα στη μπεσαμέλ και καραμελωμένες τρούφες. Κοκκινιστό η μαμά; Κοκκινιστό και ο γκουρμές, αλλά με κουρτ μπουγιόν αντί για σάλτσα και μιζοτέ ψήσιμο, αλλά ελάχιστο γιατί ο κανόνας λέει ότι είναι κατάρα στο γκουρμέ πιάτο να είναι (καλό)ψημένο το κρέας. Γεμιστά η θεία; Γεμιστά και ο γκουρμές, αλλά αντί για ντομάτες και πιπεριές, γεμίζει παστινάκια. Όσο για τη γέμιση, αφήστε το καλύτερα. Μπορεί να είναι από φαγκρί ή γλυκοπατάτα, μέχρι καραβίδες και ανθισμένες βιολέτες. Και βέβαια, δίπλα στο πιάτο, ψωμί ή τυρί απαγορεύονται δια ροπάλου.

Εφιάλτης στο δρόμο με τα ψωμοτύρια


Πατάτες τηγανητές, αιώνια αξία.

Πατάτες τηγανητές, αιώνια αξία.

Νομίζω ότι το ψωμοτύρι είναι ο εφιάλτης κάθε γκουρμεδιάρη. Αν ήταν ταινία, θα ονομαζόταν σίγουρα “ο εφιάλτης στο δρόμο με τα ψωμοτύρια”. Φαντάζομαι ένα υπέροχο ζυμωτό, φρέσκο, ζεστό καρβέλι να κυνηγάει τον Ιωαννίδη με ένα χασαπομάχαιρο στο χέρι ή μια μερίδα λαχταριστή φέτα με ρίγανη και λαδάκι να φυλάει καρτέρι στον Κουτσόπουλο ουρλιάζοντας απόκοσμα “φάε με”! Αλλά να ήταν μόνο αυτό. Πώς σας φάνηκε ας πούμε, που δυο τρεις φορές, σε δοκιμασία ασυλίας, οι διαγωνιζόμενοι κλήθηκαν να τηγανίσουν αυγά και τα έκαναν μαντάρα; Θα μου πείτε, πώς να μην τα κάνουν μαντάρα, όταν οι κριτές ήταν από πάνω, ελέγχοντας με αετίσιο μάτι τους κρόκους, τα ασπράδια, το γύρω γύρω αν έχει αρπάξει και πάει λέγοντας;

Λες και υπάρχει κάποιος κανόνας που να λέει πώς είναι το σωστό τηγανητό αυγό. Σε τελική ανάλυση, τι να μας πούνε όταν η ίδια η θεία μου η Δέσποινα του Τέλη του Κρεκούκια, θεός σχωρέστην, έλεγε ότι το σωστό τηγανητό αυγό γίνεται στο πετρογκάζ με βούτυρο; Αφήστε το, τα έχω τιμήσει άπειρες φορές και ένα δικό της τηγανητό αυγό έκανε για διακόσια του παιχνιδιού. Να μην πάω στις τηγανητές πατάτες, η βασιλική έννοια των οποίων έχει αποδομηθεί τελείως στο MasterChef. Προσέξτε με, μιλάμε για τις τηγανητές πατάτες, πραγματικό σύμβολο ζωής. Και τους βλέπεις να βρίσκουν κάτι υποκατάστατα που πραγματικά πρέπει να είσαι πειραγμένος για να μπεις στη διαδικασία της σύγκρισης.

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι κανείς τους δε δοκίμασε ποτέ μια τηγανιά από τη θεία μου την Ελπίδα στη Χίο (πετρογκάζ και αραβοσιτέλαιο), αλλά όχι, εκεί, να τηγανίσουμε με λάδι σόγιας, λάδι κόλιανδρου, λάδι μαρμελάδας, λάδι χαρουπιάς. Παράπονο το έχω, σε δοκιμασίες όπου υπήρχε ελεύθερο θέμα, κάποιος ή κάποια από τους διαγωνιζόμενους, να βρει τα κότσια και τη λεβεντιά, αντί να κάνει υφές κρεμμυδιών (θα τρελαθούμε τελείως μου φαίνεται) και πικέ παστινάκια, να φωνάξει ένα βροντερό “όχι” και να φτιάξει πατάτες με αυγά. Πατάτες με αυγά με τρέλα και με κορδέλα. Και ας τον ρίξουν μετά οι κριτές στο λάκκο με τους βρυκόλακες να τον φάνε ζωντανό, μαγειρεμένο medium rare (συμπαθάτε με, αλλά αυτό με τους βρυκόλακες, πάντα ήθελα να το γράψω σε ένα κείμενο).

Mystery box, γαλλικά και ριζότο


Το Mystery Box του MasterChef.

Το Mystery Box του MasterChef.

Η άλλη φάση, με τα συστατικά που χρησιμοποιούν οι παίκτες, είναι ικανή να με τρελάνει. Δυο τρέλες μαζί, γιατί δίπλα στα συστατικά, έχουμε και τις ονομασίες των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους μαγειρεύονται τα φαγητά. Οι περίφημες “παρασκευές”, που μπορεί να είναι και τρεις και πέντε και δέκα, για να δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο τους διαγωνιζόμενους. Η ορολογία είναι πάρε με, πέτα με στα βράχια και κάνε με κύβους. Ανοίγουν οι φουκαράδες το περίφημο mystery box και μέσα βρίσκουν τζίντζερ, σύγκλινο, τρούφες, ξινομυζήθρα, κράνμπερι, δαμάσκηνα, γκανάζ σοκολάτας, δεντρολίβανο, λεμονάκι κονφί, δάφνη, λινγκουίνι, γογγύλι, κόλιανδρο, γκουαντσιάλε, χαρίσα, τοματίνια, τσίλι, καμαμπέρ και παστουρμά. Και τους λένε οι κριτές, με όλα αυτά φτιάξτε μας μια καρμπονάρα με ζυμαρικά ρυζιού!

Και τα θηρία δε μασάνε. Και μιάμιση ώρα μετά έχουν φτιάξει καρμπονάρα με ζυμαρικά ρυζιού, την οποία παρουσιάζει ο καθένας τους, εξηγώντας πώς και τι. Και εκεί ακούς μαζεμένα όλα τα γαλλικά που δεν ήξερες, ακόμα και αν ξέρεις γαλλικά. Ενδεικτικά αναφέρω: κροκάν, μαρινάντ, κονσομέ, μουγιέ, ντεμουλέ, ρεβενίρ, ρεντουίρ, σεμιζέ, ταμισέ, φονσέ, φριτούρ, κανελέ, ετουβέ, γκριγιέ, γλασέ, λιέ, απαρέιγ, αριζέ, κοκότ, εσωντέ, ετουβέ, κορσέ, κουρτ μπουγιόν, κουλί, μασερέ, μιζοτέ, μιρεπουά, μπερ μανιέ, πασέ, πουάντ, ανρί, ζιντάν, τρεζεγκέ, μιζανπλί, εκουτέ μουά, νταλιντά, ζε μ’ απέλ ατανάς, ώπα, σόρι, παρασύρθηκα. Αυτοί όμως δεν παρασύρονται, τους κοιτάζω και τους θαυμάζω. Αδερφέ πώς γίνεται να τα ξέρουν όλα αυτά απέξω και το κυριότερο, να μην μπερδεύονται; Υπόκλιση το λιγότερο.

Και μετά υπάρχει και το ριζότο (μαζί με το κριθαρότο και τα υπόλοιπα παράγωγα, εξαιρείται το γαμώτο επειδή γράφεται με ωμέγα). Ξεχωριστό κεφάλαιο από μόνο του. Χρεωμένο αποκλειστικά στον Ιωαννίδη. Ο οποίος, κάθε φορά που κάποιος παίκτης τολμάει να ψελλίσει ότι έχει παρασκευάσει κάτι τέτοιο, μοιάζει σαν να τον έχει χτυπήσει κεραυνός. Μαζεύεται, συνοφρυώνεται, κοιτάζει πάντα εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω το υποψήφιο θύμα και κατόπιν ξιφουλκεί: “Τι είναι αυτό;” “Έχεις ξανακάνει ριζότο;” “Το δοκίμασες;” “Είσαι σίγουρος ότι το δοκίμασες;” “Τι ρύζι χρησιμοποίησες;” “Αυτό δε μοιάζει με ριζότο, αλλά μάλλον με λαπά” και τέτοια όμορφα! Δε με χαλάει καθόλου, αντίθετα με ενθουσιάζει το γεγονός ότι αρκετοί παίκτες το επιλέγουν κι ας ξέρουν τί τους περιμένει.

Ο Βασιλάκης ο Μίγγας και ο Βαγγελάκης


Το περίφημο χταπόδι στιφάδο του Βασιλάκη του Μίγγα. Beat that if you can!

Το περίφημο χταπόδι στιφάδο του Βασιλάκη του Μίγγα. Beat that if you can!

Όλα αυτά πάντως, συστατικά, μαγειρικούς όρους, ριζότα κλπ, αν θέλετε να ξέρετε, τα ακούει ο Βασιλάκης ο Μίγγας στο χωριό μου, τον Μάραθο και γελάει με εκείνο το χαρακτηριστικό του γελάκι “χιχιχιχιχι”. Γιατί τον αναφέρω όμως στα καλά καθούμενα; Διότι θα είχε την πλάκα του να τους φωνάξει όλους αυτούς σε μια δοκιμασία αντιγραφής στο επικό πιάτο του, το χταπόδι στιφάδο. Με συστατικά χταπόδι, λάδι, κρεμμυδάκια, σκόρδο, πάστα ντομάτας, δάφνη, δεντρολίβανο, μπαχάρι, ξύδι, αλάτι και πιπέρι. Πάπαλα, δωρικά πράγματα. Ούτε τρούφες, ούτε τζίντζερ, ούτε κόλιανδρους, ούτε δαμάσκηνα. Μόνο μια κατσαρόλα, νερό και 45 λεπτά μαγειρέματος σε χαμηλή φωτιά. Και όποιος βγάλει την ίδια γεύση με το δικό του αριστούργημα, εγώ θα γίνω ο πάπας της Ρώμης.

Ή αν θέλετε να παίξουμε και σε άλλο ταμπλό, για κοπιάστε μαστερσεφαίοι στους Γαργαλιάνους, στη “Μέλισσα”, να αντιγράψετε τη γουρνοπούλα, τον καγιανά και τις οβριές του Βαγγελάκη, αλλά εκεί να ξέρετε, ότι υποχρεωτικά δίπλα, μπαίνουν η μανιτζέβελη φέτα από το Κοντογόνι (δίπλα στο Μανιάκι) και το ζυμωτό ψωμί, το περίφημο “φουρνέλι” (ήδη μου τρέχουν τα σάλια). Αυτά θα ήταν mystery boxes μάνα μου, αυτές θα ήταν πραγματικές προκλήσεις και όχι τα σαφράν, τα κροκάν και τα ζουλιέν. Να ανοίξω εδώ μια πολύ μικρή παρένθεση και να πω ότι τόση ώρα δεν έχω ασχοληθεί με το σούσι, πολύ απλά γιατί αγαπάμε Αντώνη Δρακουλαράκο. Οπότε αν θέλετε να τρώτε ωμά ψάρια και φύκια, από εμένα ελεύθερα!


Γουρνοπούλα και καγιανάς στου Βαγγελάκη στη “Μέλισσα”. Γκουρμέ Γαργαλιάνων!

Γουρνοπούλα και καγιανάς στου Βαγγελάκη στη “Μέλισσα”.

Νομίζω ότι αρκετά ασχοληθήκαμε με το γκουρμέ, τα συστατικά και τα γαλλικά, είναι πλέον ώρα να περάσουμε στους πραγματικούς πρωταγωνιστές του MasterChef, τους παίκτες. Βρισκόμαστε πλέον στη φάση που έχουν απομείνει έντεκα στο σπίτι, αν και πριν δυο εβδομάδες ήταν εννιά και μετά πήραν δεύτερη ευκαιρία άλλοι τρεις και έγιναν δώδεκα, εκτός από τον Ηλία, που έγινε συνώνυμο των ευκαιριών, αλλά δεν τα κατάφερε, όμως η γκρίνια από τους εννιά για τους άλλους τρεις που ξαναμπήκαν στο σπίτι δεν περιγράφεται, παρά το γεγονός ότι και πέρυσι είχε γίνει παρόμοια φάση (ρώτησα και έμαθα), άρα οι εννιά το ήξεραν ότι θα γίνει και φέτος, αλλά όχι, εκεί, στη μίρλα και τις μπηχτές, αφού φύγατε τί θέλετε και ξαναγυρίσατε, δε γουστάρουμε να βλέπουμε τα μούτρα σας, γιατί εσείς αποτύχατε, ενώ εμείς είμαστε ακόμα εδώ κι αυτό το καλοκαίρι, λιωμένο παγωτό, ωχ, ξαναπαρασύρθηκα, σόρι.

Από τον Σταυρή στον Βαρθαλίτη


Σταυρής και Βαρθαλίτης.

Σταυρής και Βαρθαλίτης.

Όπως είναι φυσιολογικό, μέσα στο σπίτι, βρίσκεις τα πάντα. Αν έπρεπε να χωρίσω τους έντεκα που συνεχίζουν, σε κατηγορίες, νομίζω ότι, μαγειρικά τουλάχιστον, ξεχωρίζουν οι Σταυρής, Σταύρος, Μπέλος και Τζον (με μικρές διαφορές μεταξύ τους, αλλά τουλάχιστον κατα τη γνώμη μου, με αυτή τη σειρά), ακολουθούν ένα σκαλοπάτι πιο κάτω οι Γιώργος, Διονύσης και Μαρία και στην τρίτη κατηγορία τοποθετώ τις υπόλοιπες κοπέλες, Μαριάννα, Κατερίνα, Μάρλεν και Ντέμη. Αν ντε και καλά θα έπρεπε να δώσω φαβορί για τη νίκη, αυτά θα ήταν ο Σταυρής και ο Βαρθαλίτης. Θα έβαζα και τον Μπέλο σε αυτό το γκρουπάκι, αλλά ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα Δημήτρης, δείχνει να έχει χάσει σημαντικό μέρος της επαφής του με τον πρωταρχικό στόχο, μη με ρωτήσετε γιατί, τάχα μου δεν ξέρετε.

Τα ωραία αρχίζουν όμως, αν κάποιος κληθεί να χωρίσει σε κατηγορίες τους έντεκα, πέραν των μαγειρικών τους επιδόσεων. Και εδώ είναι που ξεκινάει το πανηγύρι. Θα μπορούσαν να προκύψουν ατελείωτες τέτοιες. Τα αγόρια και τα κορίτσια. Οι Σταύροι και οι άλλοι. Ο Μπέλος και η Μαρία (για ευνόητους λόγους). Ο Γιώργος και η Κατερίνα (για ευνόητους λόγους). Η Ντέμη και οι άλλοι (για ευνόητους λόγους). Ο Τζον και οι άλλοι. Ο Γιώργος, η Μαριάννα, η Μάρλεν και οι άλλοι (για ευνόητους λόγους). Οι συνδυασμοί δεν τελειώνουν. Οπότε επιτρέψτε μου να προχωρήσω σε κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό και να φτιάξω δυο μόνο κατηγορίες. Η Μαρία και οι άλλοι. Σε αυτόν τον διαχωρισμό νομίζω ότι ξεκινούν και σταματάνε όλα. Και για να τον αιτιολογήσω, θα ξεκινήσω από τους άλλους.

Ο Σταυρής ξεκίνησε ως ίσως ο πιο αντιπαθητικός μέσα στο σπίτι, αλλά τελικά αποδείχτηκε πως όσα έλεγε, ήταν 100% αλήθεια. Πιστεύει ότι είναι ο καλύτερος, πιστεύει ότι θα πάρει το βραβείο, δε μασάει τα λόγια του, είναι μάγειρας ολκής, είναι ευθύς και ειλικρινής. Μου κάνει. Ο Βαρθαλίτης είναι σαφές ότι δεν ξέρει πώς να ταιριάξει (τα οποιαδήποτε) ρούχα πάνω του, η πατέντα “φοράω το πουλόβερ από μέσα και το πουκάμισο από πάνω”, με σκοτώνει, αλλά ο άνθρωπος ξέρει να μαγειρεύει και σε τελική ανάλυση δεν πήγε εκεί για πασαρέλα, αλλά για τον διαγωνισμό. Γενικότερα δεν κωλοπαιδίζει, δεν ανακατεύεται στις ίντριγκες και αν φορούσε λίγο μικρότερα γυαλιά, δε θα ήταν ο εαυτός του. Εμένα πάντως μου κάνει.

Από τον Τζον στη δεύτερη ευκαιρία


Ο Τζον, το χαμόγελο του φετινού MasterChef.

Ο Τζον, το χαμόγελο του φετινού MasterChef.

Ο Τζον επίσης ξέρει να μαγειρεύει, είναι σοβαρός και συγκεντρωμένος πάνω από την κουζίνα και εκτός αυτής, ξεκαρδίζεται με το παραμικρό, είτε υπάρχει λόγος, είτε όχι. Μια χαρά, μην ξεχνάτε άλλωστε ότι έχει βάλει τα γυαλιά στους υπόλοιπους στη δοκιμασία της γευσιγνωσίας με τα γλυκά του κουταλιού. Ο Διονύσης φαίνεται ότι έχει περάσει πολλά στη ζωή του, κρατάει ισορροπίες με την καλή έννοια, είναι συμπαθής και ίσως ο μοναδικός εκεί μέσα που ό,τι και αν φτιάξει, όπως και αν το φτιάξει, θα είναι πάντα νόστιμο και ας μην είναι επαγγελματίας. Ο Γιώργος επίσης είναι καλός μάγειρας, αλλά μιλάει και αντιδράει πολύ, επίσης λούζεται, χτενίζεται, στο γυαλί (παρά)γυαλίζεται. Από τους βασικούς ιντριγκαδόρους του παιχνιδιού, με πολλές δηλώσεις που οι περισσότερες είναι αχρείαστες.

Σειρά – μοιραία – έχει το alter ego του Γιώργου, η Κατερίνα, ερασιτέχνης και αυτή όπως και ο Πρώιος, αρκετά καλή στα της μαγειρικής, δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι βρέθηκε μέσα στους “αυθεντικούς” εννιά, έχοντας ξεφορτωθεί 14 παίκτες. Στα υπόλοιπα όμως, τα έχει κάνει σαλάτα, γλωσσού, με θανατηφόρες ατάκες, κράξιμο γενικώς, ο ένας της ξινίζει, η άλλη της βρωμάει, δεν αντέχει κανέναν, προκαλεί ανοιχτά τους πάντες, προφανώς νομίζει ότι είναι η βασίλισσα του παραμυθιού, δεν μπορεί να είναι τυχαίος ο τρόπος που χαιρετάει (Ελισάβετ τουλάχιστον), ενώ όταν χαμογελάει σαρδόνια, δε θες σε καμία περίπτωση να βρίσκεσαι κοντά της. Πάντως, για να τα λέμε όλα, την κάρτα ασυλίας δεν την κράτησε για πάρτη της, αλλά έσωσε τον Διονύση. Τίμιο.


Κατερίνα, χωρίς άλλα σχόλια!

Κατερίνα, χωρίς άλλα σχόλια!

Περνάμε στην Ντέμη, τη βίγκαν της παρέας. Να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω το παραμικρό πρόβλημα με το τί τρώει ο καθένας. Έχω όμως πρόβλημα με όσους έχουν πρόβλημα με το τί τρώω εγώ. Έχουν καταντήσει κουραστικά τα σχόλιά της σε κάθε ευκαιρία σχετικά με τα “πτώματα” που καλείται να μαγειρέψει και το υφάκι, το και καλά εσείς όλοι είσαστε εγκληματίες και εγώ είμαι η καθαρή. Κατά τα άλλα, δε μου γεμίζει ιδιαίτερα το μάτι μαγειρικά – πάντα σε σχέση με τους άλλους – έχουμε βαρεθεί να τη βλέπουμε να φτιάχνει σαλάτες, ενώ έξω από την κουζίνα, δείχνει να ξέρει να ελίσσεται, δε διστάζει να τα χώσει όταν νιώσει στριμωγμένη, συνηθίζει να φοράει διαφορετικού χρώματος παπούτσια και για να είμαι ειλικρινής, δεν τη βλέπω να μακροημερεύει. Μην ξεχνάμε ότι ήδη σώθηκε μια φορά με την κάρτα ασυλίας της Μαρίας.

Πάμε τώρα στις δυο κοπέλες που επέστρεψαν στο σπίτι παίρνοντας τη δεύτερη ευκαιρία, τη Μαριάννα και τη Μάρλεν. Η πρώτη δείχνει να το έχει στη μαγειρική, αλλά έχει διαγράψει και αυτή τη δική της πορεία στις δηλητηριώδεις ατάκες, αν και από τη στιγμή που επέστρεψε, δείχνει ένα πιο χαμηλό προφίλ, είναι σαφώς πιο συγκρατημένη, το θέμα είναι πόσο θα αντέξει σε αυτούς τους “χαλαρούς” ρυθμούς, πριν ξεσπάσει και γυρίσει στα παλιά. Η δεύτερη μάλλον είναι η πιο αδιάφορη – στα δικά μου μάτια – παίκτρια του διαγωνισμού. Αφού ήδη είχε προλάβει να εκνευρίσει μια φορά τον Κοντιζά με το καμμένο ψωμί σε μια παρασκευή και τις αστείες δικαιολογίες/παλινωδίες της, κατάφερε να κάνει το ίδιο και με τον Κουτσόπουλο, όταν κατ’ επανάληψη είπε ψέματα για εκείνα τα περίφημα δαφνόφυλλα που υποτίθεται ότι είχε βγάλει από το μπλέντερ, χωρίς καν να σκεφτεί ότι η κάμερα ακολουθεί κάθε βήμα, δικό της και των άλλων παικτών. Το ψευτοναζάκι της μαζί με τα μαντήλια και τα διαφορετικά χρώματα στην κόμη της, μάλλον δεν πείθουν κανέναν.

Μπέλος και Μαρία


Μπέλος και Μαρία, το ζευγάρι του MasterChef.

Μπέλος και Μαρία, το ζευγάρι του MasterChef.

Σειρά έχει ο Μπέλος, τον οποίο πιο πάνω έχω τοποθετήσει ανάμεσα στους καλύτερους μάγειρες του φετινού MasterChef. Ξεκίνησε πολύ καλά, σταθερά υψηλά σε απόδοση και αποτελέσματα, όμως το love story με τη Μαρία, είναι προφανές ότι τον έχει κάνει να χάσει μέρος της συγκέντρωσής του. Πράγμα λογικό και αναμενόμενο, δεν τον κακίζει κανείς γι’ αυτό. Το θέμα είναι ότι πρέπει να βρει μια ισορροπία και μάλιστα γρήγορα, αν θέλει να φτάσει μέχρι το τέλος. Ήδη μας έδειξε τρωτά σημεία, όταν κατέβηκε εθελοντικά να κοντράρει τον Ηλία, ίσως επειδή φοβήθηκε ότι στη θέση του θα μπορούσε να βρεθεί η Μαρία. Θα μου πείτε, είναι κακό αυτό; Δεν είναι τουλάχιστον ιπποτικό; Θα σας πω, ότι αν αυτό ήταν το σκεπτικό, τότε ναι, είναι και παραείναι.

Όμως εδώ υπάρχει ένα παιχνίδι, ένα έπαθλο και ένας νικητής, άρα υποτίθεται ότι πρέπει να ξεκαθαρίζεις προτεραιότητες και στρατηγική στην πορεία σου. Ο αγαπητός Δημήτρης, θα πρέπει να καταλάβει ότι στον διαγωνισμό βρίσκεται μόνος του, άρα δεν μπορεί ο μισός να κοιτάζει τη συνέχεια και ο άλλος μισός να σκέφτεται πώς θα γίνει να ακολουθεί και η Μαρία μαζί του. Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, μπορεί και παραμπορεί και δικαίωμά του, αλλά αυτό ίσως του στοιχίσει στην πορεία. Πέρα από τα μαγειρικά, η αλήθεια είναι ότι σου βγάζει την αίσθηση του καλού παιδιού, δεν έχει ανακατευτεί σε ίντριγκες και δολοπλοκίες, προσέχει αρκετά τους χαρακτηρισμούς του και γενικά αποτελεί μια ευχάριστη παρουσία στο πλατό και στο σπίτι. Αν περιόριζε κάπως και την παντόφλα, θα ήταν ακόμα καλύτερος.

Και φτάνουμε στο ενδέκατο και τελευταίο μέλος του σπιτιού και της κουζίνας, τη Μαρία. Από τη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο, προσπαθώ να σκεφτώ πώς να διαχειριστώ την περίπτωσή της. Θα μπορούσα να γράψω πολλά, πάρα πολλά, αλλά αυτό μάλλον θα ήταν η παγίδα. Θα ήταν αυτό ακριβώς που θα περίμεναν και η ίδια μαζί με την αυταρέσκειά της. Οπότε περιορίζομαι στα εξής. Μαγειρικά φαίνεται ότι είναι καλή. Ίσως και πολύ καλή. Σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό, για μένα παίρνει ένα τεράστιο μηδενικό. Είναι κρίμα για ένα εικοσάχρονο κορίτσι να δείχνει όσα δείχνει, να λέει όσα λέει, να πιστεύει όσα πιστεύει και να κάνει όσα κάνει, αλλά σε τελική ανάλυση, αυτό είναι δική της επιλογή και προφανώς δικό της – τεράστιο – πρόβλημα. Η απόλυτη απογοήτευση του φετινού MasterChef.

Ολοκληρώσαμε λοιπόν και την περιήγησή μας στο σπίτι με τους έντεκα που συνεχίζουν ακόμα στον διαγωνισμό και περιμένουμε να δούμε τί θα γίνει στη συνέχεια. Πέρα από προγνωστικά, αν θα με ρωτούσατε όχι ποιος πιστεύω, αλλά ποιος θα ήθελα να νικήσει, θα σας έλεγα πρώτα τον Σταυρή και τον Βαρθαλίτη και αμέσως μετά τον Διονύση και τον Μπέλο. Το καλό είναι ότι έχουμε ακόμα “πράμα” μπροστά μας, θα χορτάσουμε γκουρμεδιές, παστινάκια, χαρούπια, κόλιανδρους και δαμάσκηνα. Θα δούμε κρέατα μαγειρεμένα μαζί με φράουλες και γλυκά από πεσκανδρίτσα και καραμελωμένα φυστίκια, με ανθισμένες βιολέτες να δίνουν την εσάνς της άνοιξης στο πιάτο! Το σίγουρο είναι ότι οι τρεις κριτές και οι 23 παίκτες που ξεκίνησαν το παιχνίδι, μας κράτησαν ωραία παρέα προ καραντίνας, στη διάρκεια αυτής και το ίδιο θα συνεχίσουν να κάνουν και τις επόμενες εβδομάδες. Ας τους απολαύσουμε!

Exit mobile version