‘Με θυμάσαι ρε πούστη;’
- 4 ΙΟΥΝ 2015
Η στην πραγματικότητα πολύ χλιαρή σχέση του Σταμάτη Γαρδέλη με τις μηχανές δεν είναι κάτι που μπορείς να ξέρεις ή έστω να φανταστείς, αν δεν τύχει να τον γνωρίσεις και να δεις με τα μάτια σου πόσο ατάραχα σηκώνει το κεφάλι προς τα πάνω σέρνοντας ένα ειρηνικό “Όχι, όχι, δεν ήμουν ποτέ μηχανόβιος”, κάθε που η κουβέντα πηγαίνει σε κάποια σκηνή που γυρίστηκε μ’ αυτόν καβάλα σε μία. Κατά συνέπεια, το Red Bull X-Fighters και τα backflips που θα τρελάνουν και τις πέτρες στις 12 Ιουνίου στο Λατομείο Μαρμάρων Διονύσου ήταν μια πολύ λογική αφορμή για να θυμηθούμε τον κρανοφόρο Γαρδέλη των 80s. Το μοναδικό κομμάτι που έλειπε από το παζλ είναι θα είχαμε ελάχιστα να πούμε για μηχανές. Για το Θεό, το πώς προφέρεται τελικά το Michael Essien είναι μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ αυτό.
~~~
Το φθινόπωρο του ’78, ο Σταμάτης Γαρδέλης ήταν 18 χρονών και φοιτούσε στο πρώτο έτος της δραματικής σχολής. Παραδομένος στη δίψα του να ταξιδέψει χωρίς όρια, σαν άλλος Dean Moriarty ‘Στο Δρόμο’ του Jack Kerouac, πήρε μια βαλίτσα κι έναν φίλο του και έφυγαν για το Παρίσι. Έχοντας το προνόμιο να γνωρίζω ήδη ό,τι θα διαβάσεις πιο κάτω, μπορώ να μαρτυρήσω ότι η εμμονή του με το Ταξίδι, όπως εκδηλώθηκε στα 70s και θέριεψε με τα χρόνια, είναι η πιο αξιόπιστη βάση για να στήσεις το προφίλ του στο μυαλό σου, αν φυσικά σε ενδιαφέρει να μάθεις τι σόι τύπος είναι τελικά αυτός ο Γαρδέλης.
Αφηγείται: “Στα 70s, το μυαλό μου ήταν στο ταξίδι. Το μεταφορικό, το κυριολεκτικό… στο ταξίδι.Έφυγα για το Παρίσι και δεν ήξερα αν θα ξαναγυρίσω. Δεν με άγχωνε το πώς θα βιοποριστώ. Ήταν και η εποχή τέτοια που ήξερες ότι αν βρεις τα δύσκολα, θα πιάσεις μια δουλειά και θα επιβιώσεις, θα βγάλεις ένα μεροκάματο. Δούλεψα σε κάτι φαστφουντάδικα στο Παρίσι. Έμενα στο Καρτιέ Λατέν. Το Παρίσι είναι μια λατρεμένη πόλη, νομίζεις ότι είναι ελληνική, αποτελεί μια ιδεατή μορφή της Ελλάδας. Μ’ αρέσει η μούχλα του, η μυρωδιά του, το μετρό, οι Γάλλοι, αυτοί οι Φράγκοι. Ο διαφωτισμός, η επανάσταση, τα μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα, όλα αυτά τα βλέπεις αποτυπωμένα στον αέρα του Παρισιού”.
(Φωτογραφίες: Θοδωρής Μάρκου)
Ο Σταμάτης κάθεται απέναντί μου και περιγράφει το Παρίσι κοιτώντας δίπλα από το κεφάλι μου, λες και δεν ξανοίγεται εκεί πίσω η Διονυσίου Αρεοπαγείτου, αλλά η Μονμάρτρη. Ή το Καρτιέ Λατέν. Στο Καρτιέ Λατέν είχε περιστασιακά σχέσεις με κάτι Γαλλιδούλες, είχε μπει λίγο στην κοινωνία τους, ενώ έκανε παρέα και με κάτι πλουσιόπαιδα, παιδιά Ελλήνων μεγαλωμένα εκεί και μοσχαναθρεμμένα με μια έπαρση που τον ξένιζε χωρίς να τον τσαντίζει. Δεν χρειάζεται να περάσεις πολύ χρόνο με τον Σταμάτη για να νιώσεις ότι τίποτα δεν είναι ικανό να τον τσαντίσει στ’ αλήθεια. “Μου ‘χει μείνει η φράση ‘Je suis fatiguée’ που έλεγε μία συγκεκριμένη από την παρέα, η οποία ήταν μονίμως ενοχλημένη με τα πάντα. Έμενε σε ένα διαμέρισμα στην πιο ακριβή γειτονιά”.
Να, μου λέει αυτό και είναι γελαστός, το διασκεδάζει. Φαντάζομαι τη φάτσα του μετά από κάθε ‘Je suis fatiguée’ της κακομαθημένης. Πιστεύω ότι λάτρευε να την ακούει να το λέει. Και όχι από σαδισμό ή τίποτα τέτοιο. Πιστεύω ότι θαύμαζε αυτόν τον τόσο διαφορετικό κόσμο. Γι’ αυτόν τον κόσμο δεν ταξίδευε, εξάλλου;
Μετά από έξι μήνες στο Παρίσι, ο Σταμάτης ένιωσε ότι θέλει να φύγει, να συνεχίσει το ταξίδι. Γύρισε στην Ελλάδα. “Είναι σαν να κάνεις μια ζωή αυτό που σε ξεβολεύει. Σαν να θες κάτι και όταν το κατακτάς, να θέλεις κάτι άλλο. Μπορεί να πηγάζει από την ηλικία, ή την καλλιτεχνική φύση που δεν έχει βρει ακόμα τη διέξοδό της”. Εδώ, συνέχισε τη δραματική και η επόμενη φορά που την άφησε φεύγοντας μακριά ήταν το ’80. Το ’80, σαν γουντιαλενικός ήρωας, έκανε μια βόλτα ως το Λος Άντζελες με την τότε φίλη του, πρακτικά γιατί έτσι τους ήρθε.
Αφηγείται: “Στο Λος Άντζελες πήγα για να ζήσω το αμερικάνικο όνειρο, αλλά είδα ότι είναι έξω από τα μέτρα μου. Αυτό που μου ‘μεινε από εκεί είναι οι τεράστιες αποστάσεις, οι μεγάλοι δρόμοι, τα μεγάλα σπίτια, τα μεγάλα αυτοκίνητα, οι μεγάλες μπριζόλες. Και τα ποτήρια του νερού, κάτι κουβάδες ήταν”. Αφήνω ελεύθερο το γέλιο μου όχι χάρη στο punch line με το οποίο έκλεισε η περιγραφή της άδοξης επίσκεψης στο L.A., αλλά χάρη στην κλιμακούμενη θεατρικότητα με την οποία έλεγε το ένα ‘μεγάλο’ μετά το άλλο. Φωνή που όλο βάθαινε, μάτια που όλο μίκραιναν, Γαρδέλης που όλο ζεσταινόταν. “Εμείς είμαστε μια χώρα Disneyland, Ηλία. Έχουμε τα πάντα. Ένα παιχνίδι είναι η Ελλάδα. Με τα λιμανάκια, τα ταβερνάκια, τις σχέσεις της, τη φιλοσοφία, τον ουρανό της. Συνειδητοποιώ κάθε μέρα ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω αλλού. Εδώ είναι η οικογένειά μου, οι φίλοι, τα παιδιά μου, η ιστορία μου, η ελληνική μου σκέψη. Πράγματα που είναι πολύ ακριβά και δεν τ’ αλλάζω”.
Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη και οι ταινίες που, με οδηγό ‘Τα Τσακάλια’, άρχισαν να τον καθιερώνουν στη συλλογική συνείδηση με την παντιέρα ‘μηχανόβιος-καμάκι-ευαίσθητος αλητάμπουρας’ περισσότερο ζωήρεψαν τη μανία του με τα ταξίδια παρά την έκαναν να ατονήσει. Από το ’86 μέχρι πέρυσι, ο Γαρδέλης γύρισε την Ευρώπη με ένα φορτηγάκι.
Αυτό που τον έπεισε τελικά να το δώσει για απόσυρση είναι ότι αυτός που την ανέλαβε λεγόταν επίσης Γαρδέλης. Ποια ήταν η πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο; Ο Σταμάτης ήταν εκεί, το είδε να συνθλίβεται. “Δεν θέλω να πιστεύω ότι συνέθλιψαν και τις μνήμες όσων έζησα με αυτό”. Με μια γλυκιά λύπη, κάνει μια μικρή παύση και αδειάζει ένα σακουλάκι με μαύρη ζάχαρη στον εσπρέσο του. Νιώθω ότι αν κοιτάξω επίμονα στα μάτια του, θα δω αναμνήσεις από ταξίδια με το φορτηγάκι να τρέχουν. Ο Σταμάτης δοκιμάζει λίγο καφέ, ανοιγοκλείνει μια φορά τα μάτια και μονολογεί. “Πάει το φορτηγάκι μου…”.
Εμπειρίες και εικόνες από αυτό το φορτηγάκι έχουν σίγουρα και πολλοί φίλοι του, αφού μου ξεκαθαρίζει ότι δεν του αρέσει να ταξιδεύει μόνος. “Μόνος μπορώ να πάω κάπου ελεγχόμενα, να βγω μια βόλτα, όχι να πάω ταξίδι”. Μου περιγράφει την έκπληξή του όταν, αφού έλαβε ένα μήνυμα από τον Γουαδαλκιβίρ με αποστολέα τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, κατάλαβε ότι ο φίλος του και συνάδελφος έχει ταξιδέψει μόνος του ως εκεί.
“Ίσως το να ταξιδέψω κάπου ολομόναχος είναι μια πρόκληση για το μέλλον. Μόνος, ας πούμε, μ’ αρέσει να πηγαίνω στο Άγιο Όρος”.
Απ’ τον παπα-Κύριλλο στον Γέροντα Παΐσιο, από τη γη στον ουρανό
Ο Σταμάτης δεν έχει υπάρξει φειδωλός με τις συνεντεύξεις ούτε μίζερος με τους δημοσιογράφους. Το χαμόγελο είναι κολλημένο στο πρόσωπό του με φυσικό τρόπο, λες και είναι προγραμματισμένος με έναν κώδικα που σκορπίζει δεξιά κι αριστερά χαμόγελα.
Στην αρχή θέλει το χρόνο του. Συναντώντας τον έξω από το μετρό Ακρόπολη και κρατώντας αυτά τα χαρτόνια με τις εικονικές 80s ατάκες που έχει ξεστομίσει, ο Σταμάτης δεν χαμογελούσε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς έχω σκεφτεί ως κόνσεπτ της φωτογράφισης και σαν παιδάκι που ακόμα επεξεργαζόταν αν αυτό που άκουσε (και τελικά εκτελέσαμε) ήταν μια καλή ιδέα, ή μια βαρετή, πέταγε το μπαλάκι πίσω. “Ναι, αλλά άμα το κάνουμε, θα κρατάς κι εσύ ένα, έ;”. Εννοείται, του είπα. “Καλά. Και τα άλλα πώς θα τα στήσουμε;”. Θα δούμε, θα σταματήσω και περαστικούς, απάντησα. Η ιδέα τού άρεσε άλλο λίγο. Για καλή μου τύχη, δυο μέτρα πιο κει, ο Θοδωρής Αθερίδης έτρωγε ένα σουβλάκι στα όρθια και μετά τις χαιρετούρες με τον Σταμάτη, έδωσε και τον δικό του πόντο στο κόνσεπτ. Προχωρήσαμε.
Τώρα, δυο γεμάτες ώρες μετά από τα πάνω-κάτω κάτω απ’ το Ηρώδειο, ο Σταμάτης με έναν ήσυχο και οικείο τρόπο συνέχιζε να μη θυμίζει σε τίποτα τον Γαρδέλη της Ρόδας, των Τσακαλιών, του Βασικά Καλησπέρα Σας, του Έλα να Αγαπηθούμε Ντάρλινγκ ή ακόμη ακόμη, και του χορευτικού σόου στο οποίο είχε συμμετάσχει πριν λίγα χρόνια. Δεν γράφω τίποτα απ’ αυτά επιδεικνύοντας μια κλεψύδρα στην οποία το ‘σοβαρό’ υπερτερεί του ‘ελαφρού’. Στο τραπέζι δεν χωράμε ούτε αδιέξοδες νοσταλγίες ούτε αφορισμούς του παρελθόντος. Ο Σταμάτης νιώθει μια χαρά και με ‘Τα Τσακάλια’ και με τον Σέξπιρ που έχει ανεβάσει.
Βέβαια, τα 80s είναι τόσο συνυφασμένα με τη μορφή του και η μορφή του τόσο συνυφασμένη με το σύννεφο ‘ταινίες, πάρτι, γυναίκες, μεγάλη ζωή’ που η πρόταση “Μ’ αρέσει να πηγαίνω στο Άγιο Όρος” γίνεται δέκα φορές πιο εντυπωσιακή αν της προσθέσεις ένα “τουλάχιστον μια φορά το χρόνο από το ’82 που πήγα πρώτη φορά”.
Αφηγείται: “Είναι μια εμπειρία. Είναι σαν να κάνεις ένα ταξίδι επιστροφής, μια βύθιση σε ένα παρελθόν, δικό σου, ανεξιχνίαστο. Όταν πηγαίνω στο Όρος, δεν έχω καθόλου το φόβο πού θα κοιμηθώ, ποιον θα συναντήσω, αν θα φάω – τίποτα. Με το που περνάω στην Ουρανούπολη και πατάω στη Δάφνη, αφήνομαι και κάπου με οδηγούν τα πράγματα. Είναι ωραίο να αφήνεσαι”.
Και συνεχίζει: “Κάποιοι στο Όρος με ξέρουν από τη δουλειά μου. Είναι καλόγεροι που μπαινοβγαίνουν, έχουν τις σκήτες τους, αλλά έχουν και την κοσμική τους δραστηριότητα. Υπάρχουν και άλλοι που δεν με ξέρουν. Στο Όρος, υπάρχουν άνθρωποι με όλο το εύρος της ανθρώπινης υπόστασης και αδυναμίας και δυνατότητας. Μπορείς να πεις τα πάντα εκεί, το θέμα είναι τι αναζητάς. Εγώ αναζητούσα την αλήθεια. Την αναζητώ ακόμα”.
Έχω σταματήσει να του κάνω ερωτήσεις και τον αφήνει να ξεδιπλώσει αυτό το ταξίδι μόνος. Όπως το κάνει στην πραγματικότητα δηλαδή. Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά νομίζω ότι έχω ξαπλώσει στην καρέκλα μου και απλά παρακολουθώ. Από το πόσο μεγάλη σπουδή για τον ίδιο είναι τα ταξίδια του στο Όρος, ο Σταμάτης παίρνει μια ανοιχτή στροφή και μιλάει για τη θρησκεία μέσα του. Είναι κάτι που μεγαλώνει και κρυσταλλοποιείται μέσα του με τα χρόνια.
Βουτηγμένος σε μια δόνηση που νιώθω ότι νιώθει, μου περιγράφει εικόνες και ανεξήγητα περιστατικά από το Όρος. Μου λέει ότι γνώρισε τον Παΐσιο δυο-τρία χρόνια πριν πεθάνει. Τον γνώρισε με έναν πολύ περίεργο, προσωπικό τρόπο. Ο Παΐσιος του έδινε απαντήσεις σε ερωτήσεις που ο Σταμάτης δεν προλάβαινε να κάνει. Σαν να διάβαζε το μυαλό του. “Δεν ένιωθα ότι έχω απέναντί μου αυτό που λένε ‘έναν άγιο’. Ήταν ένας γεροντάκος με ένα δόντι. Με το που ξεπρόβαλε πάντως από τη σκήτη του, έβλεπες να τον περιτριγυρίζει κόσμος, να του πηγαίνουν φρούτα. Είχε συνέχεια ένα τσούρμο ανθρώπους γύρω του”.
Από τον δημοφιλή Παΐσιο κατευθύνω την κουβέντα σε ενδεχόμενους δημοφιλείς του σημερινού Όρους. Μου λέει για τον σοφό γεροντάκο Γαβριήλ και για τον πνευματικό του, τον παπα-Κύριλλο, έναν άνθρωπο 70 ετών, που, σύμφωνα με τον Σταμάτη, μπορεί να σε ταρακουνήσει και να σε κάνει να σκεφτείς χωρίς βαθιές φιλοσοφίες. Με πολύ απλά λόγια.
Έτσι κι αλλιώς, “το Όρος είναι κατοικημένο με την πίστη αυτών των ανθρώπων. Είναι ένας πολύ ενεργειακός χώρος, έχει δονήσεις. Κι ας μην το βλέπουμε στενά ορθόδοξα. Αν μπει κάποιος ανοιχτά σε ένα τζαμί -κι όχι για να βγάλει φωτογραφίες- θα νιώσει ότι το πάτωμα τρέμει. Οι σκέψεις, οι προσευχές, οι ενεργειακές δονήσεις των ανθρώπων αποτυπώνονται στο χώρο. Νομίζω ότι οι ιεροί τόποι είναι κατοικημένοι από τις δοξασίες, την πίστη, την αύρα των ανθρώπων”.
Τα 80s που μας έχουν αρπάξει από το λαιμό
Η αλήθεια είναι ότι και μόνο απ’ την ορμή της φωτογράφισης και των σκληρών Α3 με τα ‘Εγώ δε θέλω μεροκάματο’, ήταν φυσικό η κουβέντα μας να ξεκινήσει από τα 80s. Το ότι θα τη διαβάσεις με καθυστέρηση σ’ αυτή τη συνέντευξη είναι ένα ελάχιστο δείγμα σεβασμού στο δικαίωμα των απανταχού ηρώων του παρελθόντος να μην παγιδεύονται (από εμάς τους ‘άλλους’) σε μια στενή γωνιά του χωροχρόνου. Αν έμενα στο ‘Άντε Σπάσε ρε Μαλάκα’ ίσως δεν μάθαινα ποτέ για το Παρίσι του ’78 ή για το Άγιο Όρος, δηλαδή για δύο ιστορίες ακραία (πιο) ενδιαφέρουσες, τουλάχιστον για μένα.
Ο Γαρδέλης δεν νιώθει άσχημα με την 80ίλα. Είναι το παρελθόν του, το ξεκίνημά του, είναι κάτι που έχει μείνει πίσω χρονικά, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να τον καθορίζει και να υπάρχει μέσα από το παρόν. Όπως διαπιστώνεις, του αρέσει να βάζει λέξεις στη σειρά, να μεγαλώνει, να οδηγεί μια πρόταση. Το παρελθόν, το ξεκίνημα, αυτό, το άλλο. Ο τρόπος που ανοίγει τις προτάσεις, αυτή η τάξη στην εξιστόρηση, αυτός είναι ο Γαρδέλης.
Αφηγείται: “Το ’80 είναι σαν να μας έχει αρπάξει από το λαιμό. Οι αναφορές στη δεκαετία γίνονται από τους περισσότερους. Έχουν αφήσει ανεκπλήρωτα πράγματα πίσω; Υπάρχει μια νοσταλγία της επιστροφής; Απλά ρωτάω γιατί σε μένα δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα. Δεν με μελαγχολεί το ότι αλιεύουμε ατάκες από ταινίες ή μουσική ή χίλια πράγματα από τα 80s. Φυσικά να γυρνάμε στο παρελθόν, αλλά για να ξαναερχόμαστε εδώ και να πηγαίνουμε ένα βήμα παρακάτω. Αν τύχει καμιά φορά να πέσω σε μια ταινία μου, τη χαζεύω και θυμάμαι κανένα παρασκήνιο. Θυμάμαι κάτι εξονυχιστικές λεπτομέρειες όμως. Είδα τυχαία το ‘Έλα να Αγαπηθούμε Ντάρλινγκ’ και θυμήθηκα ένα βράδυ που περάσαμε στο Λαγονήσι. Βλέπω και κάποια στοιχεία στην υποκριτική, το πόσο άγουρα ήταν τότε, τους ρόλους που με δυσκόλευαν. Υπήρχαν ατάκες που δεν έβγαιναν απ’ τη δική μου ψυχολογία και συμπεριφορά. Ήμαστε σε μια πισίνα με τη Σοφία (σ.σ. Αλιμπέρτη), φοράμε άσπρα και οι δύο, κι εγώ κρατούσα τα παπούτσια μου στο χέρι. Τέλος πάντων, μου κάνει μια εξομολόγηση για ένα αγόρι που της αρέσει κι απ’ τα λεγόμενά της προκύπτει ότι μιλάει για μένα, κι εγώ της λέω ανακουφισμένος “Ε, πες το ρε κορίτσι μου!”. Ε, αυτό το “Πες το ρε κορίτσι μου!” δεν μπορούσα να το πω με τίποτα. Αυτός ο μάγκικος τόνος ήταν πολύ ακραίος για μένα”.
Κάπου εκεί, ο Σταμάτης μου θυμίζει ότι δεν υπήρξε ούτε μηχανόβιος, ούτε γκομενάκιας. Του άρεσαν πάντα κορίτσια που δεν τον ήθελαν και τον ήθελαν πάντα κορίτσια που δεν του άρεσαν. “Τρως τα μούτρα σου όταν επιδιώκεις κάτι που σου προεξοφλεί την άρνηση. Αυτό που παίζει περισσότερο στις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο φόβος της αμφισβήτησης που μπορεί να σε σπρώχνει σε κάτι”.
Με το που τέλειωσε τη δραματική, έγινε αμέσως γνωστός με τα Τσακάλια. Πριν την ταινία, είχε κάνει ένα θέατρο Δευτέρας. Εκεί τον είδε ο Δαλιανίδης, πέρασε από μια οντισιόν μαζί με εκατοντάδες παιδιά, τον ειδοποίησαν μετά από μήνες ότι πέρασε στη δεύτερη επιλογή, πέρασε και στην τρίτη και πήρε τελικά τον ρόλο του Φάνη. Αυτός ο ρόλος του τα έκανε όλα εύκολα και ταυτόχρονα δύσκολα. Τον έβαλε σε έναν δρόμο που πρέπει να είσαι έτοιμος να ακολουθήσεις και να υπερασπιστείς, που από τη μία σου δημιουργεί στεγανά που μερικές φορές συγκρούονται με τις επιθυμίες σου, αλλά από την άλλη σου προσφέρει έναν επαγγελματικό προσανατολισμό και μια αποκατάσταση που δύσκολα θα απολάμβανες αλλιώς. Κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις. Δικά του λόγια. Μετά είναι και οι ταμπέλες. Τι κάνεις με τις ταμπέλες;
Απαντάει: “Τα πράγματα στην Ελλάδα λειτουργούν πολύ με τις ταμπέλες. Σε μεγάλο βαθμό τις απέκρουσα. Τουλάχιστον στο θέατρο έκανα τις επιλογές μου, πήγα σε δημοτικά θέατρα, ανέβασα κλασικές παραστάσεις, έβρισκα τον εαυτό μου και το ξεκίνημά μου σαν ηθοποιός, μετά ξανάκανα ταινίες. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως ό,τι και να κάνεις, η ποιότητα της δουλειάς σου βρίσκεται στην αφοσίωση και στη συνέπεια με την οποία το κάνεις. Παίζεις ένα κείμενο, ένα σενάριο που δεν είναι δικό σου. Σαν ηθοποιός είσαι εκτελεστικό όργανο και κρίνεσαι κατά πόσο είσαι ικανός να πείσεις και να συγκινήσεις”.
Επί τη ευκαιρία, ο Σταμάτης μού διηγείται το παρασκήνιο του ‘Περιμένοντας στο Σκοτάδι’ του Φρέντερικ Νοτ που ανέβηκε στο θέατρο Ιλίσια το 2000. Εκεί χρειάστηκε να αντικαταστήσει έναν από τους πρωταγωνιστές και να μάθει έναν βασικό ρόλο πρακτικά σε 3-4 μέρες. Ήταν ένας πραγματικός άθλος, αλλά τα κατάφερε. “Ήταν ένας ρόλος που μάθαινα μέχρι την τελευταία παράσταση”. Οι επιτυχίες στο θέατρο (βλ. συνεργασίες με σπουδαίους ανθρώπους του χώρου, όπως η Άννα Βαγενά ή ο Σταμάτης Φασουλής) ήταν η νόρμα για τον Σταμάτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντιμετώπισε σε μεμονωμένες περιπτώσεις το πρόβλημα της ταμπέλας. Το ’88 το Εθνικό θα ανέβαζε το ‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’ και εκείνος πέρασε από οντισιόν. ¨Ήμουν στους δύο επικρατέστερους για το ρόλο, ο σκηνοθέτης με ήθελε πολύ, φαινόταν ότι τον είχα εντυπωσιάσει και φυσιογνωμικά και υποκριτικά, αλλά τελικά με έκοψε το Δ/Σ για βεβαρημένο παρελθόν, επειδή είχα κάνει εμπορικές ταινίες. Μη νομίζεις, και σήμερα τα πράγματα είναι χωρισμένα με βάση ταμπέλες, παρά την επίφαση ελευθερίας που υπάρχει. Όπως και να ‘χει πάντως, θα ήμουν αχάριστος αν στεκόμουν μόνο σ’ αυτό”.
Ο μεγάλος στόχος της ηρεμίας
Είναι προφανές ότι τον έχει πετύχει. Τον έχει κερδίσει κατά κράτος. Τον έχει πάρει σπίτι του. Έχω μιλήσει με το Σταμάτη δυο φορές τα τελευταία πέντε χρόνια, συνεπώς δεν μπορώ να γνωρίζω αν έχει περάσει μέρες ή χρόνια χωρίς αυτήν τη ζεστή ηρεμία που εκπέμπει. Αλλά τώρα την εκπέμπει. Είναι φίλος της. Μιλάμε λίγο ακόμα για τα 80s που έφτιαξαν μύθους, αλλά και παραδείγματα προς αποφυγήν. Μην ξεχνάς, μου λέει, πόσοι έφυγαν από τα ναρκωτικά, πόσοι αυτοκτόνησαν, πόσοι μεταλλάχτηκαν. “Θα μου πεις, και ο Καφετζόπουλος τη δεκαετία του ’80 βγήκε, αλλά δεν μεταλλάχτηκε”, συμπληρώνει.
Λέμε για τις φιλίες που δεν κράτησε από την δεκαετία, παρότι κατά τη διάρκειά της έκανε παρέα με τον Ψάλτη και τη Φίνου ή πολύ περισσότερο με τον Κώστα Ευρυπιώτη. Από το ’80 έχει τον πολύ καλό του φίλο, τον Άγγελο Χατζή, και κάπως αυτόματα, η κουβέντα για τους φίλους δίνει πάσα στην κουβέντα για τους γιους του. Ο Σταμάτης έχει δύο γιους, 21 και 19 χρονών.
Ο Σταμάτης δεν εισπράττει το πιο ειδικό ή αναπάντεχο feedback από τους γιους του σχετικά με την καριέρα ή τους ρόλους του, αλλά μου λέει για δύο συμμαθητές τους που έχουν για ringtone το ‘Άντε Σπάσε ρε Μαλάκα’. Πρόσφατα, έκλεισε τον guest κύκλο του στους Συμμαθητές του ΑΝΤ1, όπου πέρασε καλά και έκανε καινούργιους φίλους και σε μια μίνι αναδρομή ζωής 35 χρόνων καριέρας, ο Σταμάτης διαλέγει να σταθεί στο μεγάλο στόχο της ηρεμίας. “Δες αυτό το πράγμα με την κρίση ρε παιδί μου. Θα προτιμούσα μια στέρεη αβεβαιότητα εξόδου παρά μια ολισθηρή βεβαιότητα συμβιβασμού. Ευρώ, δραχμή, ευρώ, δραχμή, είναι ψυχοφθόρο αυτό το πράγμα. Υπάρχουν άνθρωποι, όπως εγώ, που δεν το λένε, αλλά σε λίγο θα έχουμε πολύ σοβαρό πρόβλημα. Το ’80 υπήρχαν λεφτά, κάποιοι έβγαλαν, κάποιοι τα σκόρπισαν. Υπήρχαν δουλειές για όλους. Δεν μπορώ να πω ότι έγινα πλούσιος ούτε ότι πέρασα φτωχικά. Καλά πέρασα. Ξόδεψα στα ταξίδια μου, στην αναψυχή μου, αγόρασα ένα εξοχικό για να έχω μια σχέση με τη γη. Δεν τα έφαγα σε ρούχα ή φαγητό. Τώρα όμως είναι τα δύσκολα. Για να βιοποριστείς ως ηθοποιός σήμερα, πρέπει να έχεις μια οικονομική στήριξη πίσω σου”.
Ορισμένες φορές σκέφτεται ότι θα ‘θελε να έχει αφιερώσει κι άλλο χρόνο στα καλλιτεχνικά. Του άρεσαν οι εκδρομές, η ζωή, το να χτίζει. Άλλοι συνάδελφοί του αφιερώθηκαν μόνο στην τέχνη. Η ηρεμία τρυπώνει πάλι στην κουβέντα. “Μέσα στην ηρεμία μπορεί να υπάρχει ένας μεγάλος στόχος, ή καλύτερα, ο μεγάλος στόχος να είναι η ηρεμία. Τα μεγάλα πράγματα θα έρθουν, θα δημιουργηθούν. Αρκεί να προσπαθήσεις”.
Το παραδέχεται. Αν δεν ήταν ηθοποιός, θα ήταν ψυχολόγος. Αυτό ήθελε τελειώνοντας το σχολείο, αλλά το βρήκε στην υποκριτική. “Παίζοντας εμβαθύνεις στο ρόλο, κι όταν μιλάμε για μεγάλους συγγραφείς, γίνεσαι ένα με αυτόν. Γίνεσαι και θεραπευτής και θεραπευόμενος”. Παίζοντας το ’97 τον Λύσανδρο στο ‘Όνειρο Καλοκαιρινής Νυκτός’, ο Σταμάτης ήταν διονυσιακός και ποιητικός και μακριά από το σανίδι. Θυμάται ένα φεγγάρι στο Θεσσαλικό που καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας έλεγε πράγματα σε διαφόρους, χαμένος στην τρέλα του ρόλου του.
Για μια στιγμή γίνεται Λύσανδρος μπροστά μου. Κουνάει μυστηριακά τα χέρια, κοιτάει τον ουρανό που έχει σκοτεινιάσει. Δεν έχω κάτι άλλο να τον ρωτήσω. Αυτή τη φορά δεν έφερα καν ερωτήσεις μαζί μου. Ακουμπάω στην πλάτη της καρέκλας, ήρεμος. Να δεις πού η ηρεμία του είναι μεταδοτική, σκέφτομαι. Βγαίνει από το ρόλο του Λύσανδρου και σιωπά για λίγο.
Απορεί: “Τελειώσαμε; Αυτό ήταν;”.
Ευχαριστούμε θερμά τα τέσσερα κορίτσια που συμμετείχαν στη φωτογράφιση. Δύο ήταν από την Ελλάδα, ένα από τη Λευκορωσία και ένα από την Ιρλανδία.