Με τον ‘Αντιρρησία Συνείδησης’, ο Mel Gibson επιστρέφει αναζητώντας την πίστη μέσα από την ακραία βία
- 13 ΝΟΕ 2016
Ζούμε σε μια εποχή που είναι ευκολότερο και αμεσότερο από ποτέ να αποκαλυφθεί το οτιδήποτε στραβό για τον οποιοδήποτε αγαπημένο μας, το οποίο μας οδηγεί σε μια ενδιαφέρουσα εσωτερική διαπραγμάτευση, για το κατά πόσον είναι εφικτό να συνεχίσεις να θαυμάζεις τον [βάλε ένα όνομα, πραγματικά, σχεδόν οποιοδήποτε όνομα], ενώ γνωρίζεις πως δεν είναι ο καλύτερος άνθρωπος.
Κι εδώ είναι που έρχεται η γνωστή “ας διαχωρίζουμε τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη” χορωδία, το οποίο είναι υποθέτω ένα εύκολο πράγμα να λέει κάποιος στον εαυτό του αλλά φυσικά δεν είναι κάτι που έχει αληθινή έννοια, γιατί η τέχνη απλώς αποτελεί προβολή των στοιχείων του όποιου ανθρώπου. Αυτά που έχεις μέσα σου κάνεις ταινία, ποιος θα έρθει μετά να διαχωρίσει τι ακριβώς;
Τα λέω όλα αυτά επειδή βγαίνει η καινούρια ταινία του Mel Gibson αυτή τη βδομάδα ο οποίος είναι μέτριος άνθρωπος όσο σπουδαίος σκηνοθέτης, κι αυτά είναι δύο πράγματα που δεν υπάρχουν το ένα ανεξάρτητα του άλλου, αλλά συμπληρωματικά. Οι εμμονές του ανθρώπου Gibson με τη βία και την πίστη είναι οι εμμονές του σκηνοθέτη Gibson με τη βία και την πίστη. Και το ‘Hacksaw Ridge’, για έναν αντιρρησία συνείδησης που κατατάσσεται στο στρατό προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και καταλήγει να βραβεύεται με παράσημο ανδρείας χωρίς να αγγίξει ποτέ του όπλο, αποτελεί μια ακόμα απόλυτη εκπροσώπηση όλων όσων είναι ο Mel Gibson.
Στο φιλμ, ο Andrew Garfield, μακριά από τις ρομαντικά quirky εκδοχές του που έχουμε δει τα περασμένα χρόνια σε υπερηρωικές και μη ταινίες, ερμηνεύει με απρόσμενη ένταση και εσωτερικότητα τον Desmond Doss, έναν νεαρό άντρα που άφησε πίσω την -γεμάτη ανείπωτη θρησκευτική ένταση- οικογένειά του και νέα του σύζυγο (Teresa Palmer) για να βοηθήσει την πατρίδα του στον πόλεμο. Όμως πιστεύει αυτό: πως δεν πρέπει ποτέ του, και για κανέναν λόγο, να πιάσει όπλο.
Για αυτή του την πίστη, τα βρίσκει σκούρα. Στο τάγμα όλοι τον έχουν στη μπούκα, με πρώτο και καλύτερο τον Vince Vaughn, ο οποίος θα πρέπει να παίζει μόνο ανυπόφορα καθίκια. Όμως ο Doss δεν υπαναχωρεί στα πιστεύω του, προσπαθώντας διαρκώς να ισορροπήσει τα φαινομενικά ασύμβατα ιδανικά του ακόμα και μπροστά στη θέα της μεγαλύτερης, πιο κολασμένη δοκιμασίας. Όταν περνάμε στο β’ μισό του έργου η αγωνία δεν περιορίζεται στο άγχος της επιβίωσης στην κόλαση στην οποία παγιδεύεται το τάγμα, αλλά περνά και μέσα από την οπτική του ίδιου του Doss, ο οποίος πρέπει να τα κάνει όλα, διαθέτοντας λιγότερα όπλα. Διαθέτοντας μηδενικά όπλα. Διαθέτοντας, τελοσπάντων, ως μόνο όπλο την αυστηρή του πίστη σε ένα ανώτερο ιδανικό: Πως κανείς, υπό καμία συνθήκη, δεν δικαιούται να πληγώνει τον άλλο.
***
Αναλογίσου αυτό: Είναι μια ταινία για έναν άντρα, φυσικά σε μια άλλη εποχή, που για αυτά που πιστεύει, απομονώνεται και ρεζιλεύεται από τους ίδιους τους συμπολεμιστές του. Υπάρχει περίπτωση να μη βλέπει ο Gibson κάτι από τον εαυτό του σε αυτή την αφήγηση; Στο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου έκανε πρεμιέρα η ταινία, όταν ρωτήθηκε στη συνέντυξη τύπου τι κρατά από την (αληθινή, by the way) ιστορία του Desmond Doss σε μια λέξη, ο Gibson γέλασε και αποκρίθηκε, “επιβίωση.” Για να συμπληρώσει, “τη χρειάζεσαι στο Χόλιγουντ.”
Το διαβόητο μεθυσμένο περιστατικό του πρακτικά του έσβησε την καριέρα. Η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ήταν το ‘Apocalypto’, πριν μια δεκαετία. Κάθε λέξη αυτής της φράσης με γεμίζει θλίψη, γιατί ο Gibson είναι ένας αυθεντικός τρελός και κανείς άλλος mainstream σκηνοθέτης δε θα γύριζε ποτέ μια ταινία σαν το ‘Apocalypto’. Οι τρελοί μας είναι απαραίτητοι. Είμαι περίεργος όσο και ήδη κουρασμένος για την κάλυψη που θα λάβει Η Επιστροφή Του Mel Gibson από τα μέσα μέχρι και την οσκαρική περίοδο. Και θα λάβει κάλυψη επειδή, όχι τίποτα άλλο, αλλά είναι καλή ταινία.
Το πρώτο μισό της ταινίας, έστω και άγαρμπα σε σημεία, στήνει τον κεντρικό χαρακτήρα με όλα του τα πιστεύω, παραπέμποντας σε παλιομοδίτικες εποχές του αμερικάνικου σινεμά των ‘60s. Και το δεύτερο τον κατεβάζει στην κόλαση των πεποιθήσεών του, ανεβάζοντάς τον κυριολεκτικά ψηλά, σε μια στρατηγικής σημασίας κορυφογραμμή όπου το τάγμα του αποδεκατίζεται και μένει πίσω εκείνος για να σώσει όσες ζωές μπορέσει. Μου θύμισε το ‘Schindler’s List’ στον τρόπο που ο ήρωας καταλαμβάνεται από ένα πνεύμα-σωτήρα που τον κάνει περίπου υπεράνθρωπο, και στο τέλος θέλει πάντα να σώσει Έναν Ακόμα. Κάποιος δημοσιογράφος ανέφερε τον παραλληλισμό στη συνέντευξη τύπου. Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή από όλους. Ο σκηνοθέτης προτίμησε να σχολιάσει κάποιο άλλο σκέλος της ερώτησης.
Ωστόσο η θρησκευτική του ενοχή είναι παρούσα πάντα, σε κάθε του κάδρο, σε κάθε του λέξη και έκφραση και κίνηση του σώματος. Ο Mel Gibson δεν είναι ένας άνθρωπος σε ειρήνη με τον εαυτό του, και το καταλαβαίνεις αν τον ακούσεις να μιλάει, και το καταλαβαίνεις αν δεις τι ιστορίες σκηνοθετεί. Ο πληγωμένος από πατρίδα και πόλεμο πατέρας του Doss (ένας γεμάτος ένταση και σπαραγμό Hugo Weaving) έχει βάλει πάνω από την οικογένειά του τον φόβο του θεού, κι ο Doss για να επιβιώσει αντικαθιστά τον φόβο με ηθική. Η πίστη του δοκιμάζεται μέσα από μια σχεδόν κυριολεκτική επί γης κόλασης, ιδανική απεικόνιση της καθολικής και μη ενοχής του ίδιου του Gibson, που ανέκαθεν έβαζε τους ήρωές του να ματώνουν και να υποφέρουν για την πίστη τους, από τον ιερέα που έχει χάσει την πίστη του (που έπαιζε στο ‘Signs’, στην πιο υποτιμημένα καθηλωτική ερμηνεία του) μέχρι κυριολεκτικά τον ίδιο τον Ιησού.
Η συνεύρεση πίστης και βίας στις ίδιες εικόνας, στην ίδια ηθική κορυφογραμμή υπό μία έννοια, είναι κάτι που συνεχίζει να είναι συναρπαστικό στο έργο του προβληματικού δημιουργού. Αν μπορεί κάποιος να εξετάσει τη μία ιδέα ανεξάρτητα της άλλης, αυτός ο άνθρωπος δεν είναι πάντως ο Gibson, ο οποίος αναζητά διαρκώς την ανύψωση και την εξιλέωση για την ηθική κατάπτωση της ίδιας της ύπαρξης, μέσα από ακραίας βίας εικόνες, οι οποίες στο ‘Hacksaw Ridge’ αγγίζουν νέα επίπεδα ωμότητας.
Ο Gibson εξακολουθεί να κινηματογραφεί τη βία με τρόπο καθόλου καρτποσταλικό, και την μάχη με τρόπο που μοιάζει σα να παρακολουθείς κάποιον αγώνα, όπως είπε και στη συνέντευξη τύπου. Είναι η μάχη του ‘Braveheart’ με τη βία της αγνής πίστης του ‘Passion of the Christ’ με την πολεμική αμεσότητα του ‘Apocalypto’. Καταλαβαίνει κανείς γιατί ήθελε μετά από όλα αυτά τα χρόνια, να γυρίσει ετούτη την ταινία. Είναι επειδή ο καλλιτέχνης και ο άνθρωπος δεν γίνεται να διαχωριστούν, επειδή ο καλλιτέχνης ΕΙΝΑΙ ο άνθρωπος. Ευτυχώς ή δυστυχώς. Ευτυχώς και δυστυχώς.
*H ταινία προβάλλεται ήδη στις αίθουσες από την Spentzos Film.
*Μικρότερη εκδοχή του κειμένου είχε εμφανιστεί στην αρχική μας ανταπόκριση από το φετινό Φεστιβάλ Βενετίας.