Μητσάρας: ένα διήγημα για τον Δημήτρη Μητροπάνο
Μία αναδημοσίευση με αφορμή τη συμπλήρωση επτά χρόνων από τον θάνατό του.
- 17 ΑΠΡ 2019
Το διήγημα που ακολουθεί συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή ‘Η ρωγμή των 7:45 μ.μ’. που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2016. Αφορμή για τη συγγραφή του, υπήρξε ένα κείμενο που γράφτηκε για το περιοδικό Esquire τον Μάρτη του 2012 και δημοσιεύτηκε όταν πλέον ο Δημήτρης Μητροπάνος είχε αποδημήσει. Ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης μάς το παραχώρησε με αφορμή την έβδομη επέτειο του θανάτου του τελευταίου σημαίνοντα λαϊκού ερμηνευτή.
Μητσάρας
…Το λες αυτό πατρίδα;
Ιούνιος του 2006. Βισμπάντεν στη Γερμανία, λίγο πιο πέρα από τη Φρανκφούρτη. Όλα εκεί έχουν σταματήσει στο 19 ο αιώνα. Οι δρόμοι, τα μαγαζιά, τα κτίρια. Το καλύτερό τους είναι το καζίνο όπου τζογάριζε ο Ντοστογιέφσκι. Τον έχουν και κορνίζα στην είσοδο, επειδή μετά έγινε κλασικός, αν κι εμένα μου έκανε περισσότερο για πορτρέτο ευεργέτη, μιας κι ο Φιόντορ τους τ` ακούμπαγε χοντρά εκεί μέσα. Και δε θα μου έκανε εντύπωση αν από κάποια γωνιά ξεπεταγόταν ένας τύπος οστεώδης, με μαύρο γένι και μάτια κάρβουνο να ζητιανεύει λίγες μάρκες. Τόσο ολόκληρο το καζίνο όπως έχει διατηρηθεί, όσο και η ατμόσφαιρα μέσα, σε κάνει να περιμένεις κάτι τέτοιο. Και σε όλη την πόλη γενικά, νομίζεις ότι όπου να `ναι μπορεί να σκάσει μύτη και κάνα κρινολίνο ή ένα αμαξάκι με άλογα πάνω στους πλακόστρωτους δρόμους.
Βρισκόμαστε εκεί με το Εθνικό για την παράσταση του έργου μου Το Γάλα στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βισμπάντεν. Η ώρα κοντεύει, το θέατρο της πόλης, που είναι πιο μεγάλο κι από το δικό μας το Εθνικό στην Αγίου Κωνσταντίνου, ένα επιβλητικό, αρχαιοπρεπές κτίριο απ` αυτά που έκανε κέφι ο Χίτλερ, γεμίζει κόσμο. Κάτι έχουνε ακούσει γι` αυτή την παράσταση που στην Ελλάδα χάλασε κόσμο. Κουμπωμένο κοινό πάντως, από αυτό που οι ηθοποιοί στα παρασκήνια λένε ήρθαν οι «Σουηδοί» απόψε. Τα φώτα χαμηλώνουν. Στη σκηνή ο μικρός Λευτέρης, ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, δίχως να ξέρει ότι δυο χρόνια μετά πηγαίνει και καρφώνεται με τη μηχανή του πάνω σ` εκείνο το αμάξι, ξημερώματα στην Αμαλίας, παίζει μ` ένα τρανζίστορ. Πιάνει ένα σταθμό. Και ξαφνικά εκεί, στο μισοσκόταδο, μέσα στο Βισμπάντεν ή μάλλον από κάτω, από τα έγκατα της μικρής, κομψής πολιτείας, μες στο κέντρο της Ευρώπης, ξεπηδάει η φωνή του Μητροπάνου: «Μόνος ήμουν, μόνος είμαι, Χάρε μου, την ψυχή μου πάρε μου…» Κι όλα τα κρινολίνα, οι δαντέλλες, οι άμαξες και οι βαριές κολώνες, κι όλες οι αλφαδιασμένες και στιλβωμένες πέτρες των δρόμων τινάζονται στον αέρα, γίνονται σκόνη, θρύψαλα…Μένει μια γεύση μόνο· από κασέρι ανακατεμένη με τσιγαρίλα και κατρουλίλα απ` τις τουαλέτες του τρένου, καθώς οι λεύκες φεύγουν έξω από το τζάμι, μια μυρωδιά από το πετσί των καθισμάτων ενός σαραβαλιασμένου πούλμαν του ΚΤΕΛ να τρέχει μέσα στην πάχνη, μια παρέα φαντάρων που ρίχνουν ζεμπεκιές στο φως του καφενείου που ξενυχτάει. Το λες αυτό πατρίδα; Που σκάβει λαγούμια από κάτω κι έρχεται, ανεβαίνει στον κόρφο σου κι από `κει σα φίδι που το ζέσταιναν τα χρόνια, σε δαγκώνει ξαφνικά την ώρα που ανύποπτος τουρίστας, χαζεύεις ξένους τόπους; Το λες αυτό ψυχή σου; Πάνω στη σκηνή ο Λευτέρης – Κωνσταντίνος απλώς λέει: «Τα τραγούδια είναι εντάξει. Είναι εντάξει τα βαριά τα λαϊκά».
Η παράσταση συνεχίζεται. Το έργο έχει κι άλλα τραγούδια του Μητροπάνου. Όταν έρχονται να πάρουν το Λευτέρη «τ` άσπρα χέρια» για το ψυχιατρείο, αυτός μ` ένα τραγούδι του Μητροπάνου εκλιπαρεί τον αδερφό του, «κάνε κάτι να χάσω αυτό το τρένο, ρε Αντώνη…» Δεν υπάρχουν υπέρτιτλοι. Ένας μεταφραστής σ` ένα κουβούκλιο με μικρόφωνο στο πλάι της σκηνής, Έλληνας δεύτερης γενιάς στη Γερμανία, λαχανιάζει, προσπαθεί να προλάβει τις ατάκες και να μεταφράσει στα γερμανικά. Στην τελευταία ατάκα, η φωνή του ραγίζει, δεν μπορεί να μεταφράσει. Κλαίει. Από κάτω οι Γερμανοί – «Σουηδοί» έχουν μείνει μαλάκες.
Στην έξοδο, κάποιος από τους υπεύθυνους του φεστιβάλ μου εξηγεί ότι οι Γερμανοί είναι πάντα επιφυλακτικοί απέναντι σε ό,τι φέρει ή γεννάει συναίσθημα. Η τελευταία φορά που αφέθηκαν σε κάποια συναισθηματική έξαρση ήταν τότε με το Χίτλερ. Όσο να `ναι, τους έχει μείνει μια καχυποψία. Κι εντάξει, άμα είναι κάθε φορά που συγκινούνται οι Γερμανοί να τους βγαίνει να πλακώνουν όλη την υπόλοιπη υδρόγειο, άστο καλύτερα. Εγώ πάντως γουστάριζα που τους έχωσα στ` αυτιά τόσο Μητροπάνο σ` ένα βράδυ, όσο σνίτσελ και λουκάνικο θα τρώγανε μέσα στη βδομάδα.
Δυο τρία χρόνια αργότερα, μου είπαν ότι ήρθε στο θέατρο που έπαιζε το Γάλα η Βαγενά. Δεν έμαθα ποτέ τι είπε, αν του άρεσε. Ούτε και αν πήγε στα καμαρίνια. Θα μου άρεσε να μην έχει πει τίποτα. Να είχε φύγει, έτσι, μέσα στη νύχτα. Μόνος. Ο Μητσάρας…