Μία πρώτη ανάγνωση στη Ματωμένη Σελήνη, το νέο αστυνομικό του Jo Nesbo
- 29 ΜΑΙ 2023
Δεκατητρίτη περιπέτεια και τυχερή; Δεν μπορούμε να το πούμε ακόμα με σιγουριά, αφού δεν έχουμε διαβάσει ολόκληρη τη νέα περιπέτεια του Χάρι Χόλε, του εμβληματικού χαρακτήρα που έπλασε ο Jo Nesbo πριν από 26 χρόνια. Στα χέρια μας έχουμε ένα αποκλειστικό απόσπασμα από τη Ματωμένη Σελήνη (εκδ. Μεταίχμιο). Μερικές λέξεις που φέρνουν τον Χόλε πίσω στον τόπο του εγκλήματος: το Όσλο.
Αφού, λοιπόν, είδε τη ζωή του να διαλύεται και έκανε μία προσπάθεια να ξεφύγει από όλους και όλα μετακομίζοντας στο Λος Άντζελες επιστρέφει ξανά επί νορβηγικού εδάφους. Ο Jo Nesbo δίνει μόλις 10 μέρες προθεσμία στον ήρωά του για να λύσει το κουβάρι που έχει δημιουργηθεί: μία ηλικιωμένη ηθοποιός προσπαθεί να γλιτώσει από ένα καρτέλ ναρκωτικών, δύο γυναίκες αγνοούνται, ένας μεγιστάνας του real estate θέλει να τον προσλάβει ως ιδιωτικό ερευνητή – όσο στον ουρανό εμφανίζεται ένα ματωμένο φεγγάρι.
Τι θα κάνει ο Χάρι Χόλε; Ποια απόφαση θα πάρει στο δίλημμα που στέκεται πελώριο μπροστά του; Τι έχει ετοιμάσει για εμάς ο rockstar του αστυνομικού μυθιστορήματος;
Όλες οι απαντήσεις σε λίγες μέρες, αφού η 13η περιπέτεια του εμβληματικού ήρωα με τίτλο Ματωμένη Σελήνη (εκδ. Μεταίχμιο) κυκλοφορεί την Πέμπτη 1 Ιουνίου. Μέχρι τότε, μπορείς να διαβάσεις ένα απόσπασμα για να μπαίνεις στο κλίμα:
ΔΕΥΤΕΡΑ. ΑΛΟΓΑ
Ο νεαρός ταξιτζής κοίταξε τα χαρτάκια που του έτεινε ο Χάρι σαν να μην καταλάβαινε.
«Χρήματα είναι» είπε ο Χάρι.
Ο ταξιτζής τα πήρε από το χέρι του και τα εξέτασε προσεκτικά. «Εεε… δεν έχω… πώς το λένε…»
«Ρέστα» είπε ο Χάρι κι αναστέναξε. «Δεν πειράζει».
Βγήκε από το ταξί κι άρχισε να περπατάει προς τον ιππόδρομο του Μπιάρκε βάζοντας την απόδειξη στην κωλότσεπη. Τα είκοσι λεπτά από το νοσοκομείο Ράντιουμ είχαν κοστίσει όσο ένα αεροπορικό εισιτήριο για τη Μάλαγα. Χρειαζόταν αμάξι –κι ει δυνατόν και οδηγό– το συντομότερο δυνατόν. Αλλά πρώτα απ’ όλα χρειαζόταν έναν αστυνομικό. Έναν διεφθαρμένο αστυνομικό.
Βρήκε τον Τρουλς Μπέρντσεν στο Πέγκασους. Η τεράστια αίθουσα του εστιατορίου χωρούσε χίλιους ανθρώπους, αλλά σήμερα –μεσημέρι καθημερινής– μόνο τα τραπέζια με θέα τον ιππόδρομο ήταν κατειλημμένα. Σε ένα και μοναδικό καθόταν ένας άντρας μόνος, λες και μύριζε. Αλλά αν κοίταζες πιο προσεκτικά, θα καταλάβαινες ότι μάλλον έφταιγε το βλέμμα του, η στάση του. Ο Χάρι τράβηξε για να καθίσει μια από τις καρέκλες του τραπεζιού αυτού και κοίταξε τον ιππόδρομο όπου ένα κοπάδι από άλογα που τραβούσαν αμαξίδια sulky έπαιρναν τώρα τη στροφή ενώ από τα μεγάφωνα μια φωνή μονότονη σαν πολυβόλο αποτύπωνε τις εναλλαγές στην κατάταξη.
«Γρήγορος είσαι» είπε ο Τρουλς.
«Πήρα ταξί» είπε ο Χάρι.
«Τότε κάτι καλό έχεις να μου πεις. Αλλιώς θα μπορούσαμε να τα πούμε κι απ’ το τηλέφωνο».
«Όχι» είπε ο Χάρι και κάθισε. Είχαν ανταλλάξει δέκα μόνο λέξεις στο τηλέφωνο. Ναι; Εδώ Χάρι Χόλε, πού είσαι; Μπιάρκε, στον ιππόδρομο. Έρχομαι.
«Λοιπόν, Χάρι; Μπήκαμε στην ημιπαρανομία;» Ο Τρουλς γέλασε μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό γρύλισμά του που μαζί με τον προγναθισμό, το προτεταμένο μέτωπο και τη γενική παθητικοεπιθετική του συμπεριφορά τού είχαν προσδώσει το παρατσούκλι Μπίβις, από την παλιά σειρά του MTV Beavis and Butthead. Με τον ομώνυμό του χαρακτήρα κινουμένων σχεδίων είχαν από κοινού τη μηδενιστική στάση απέναντι στα πράγματα και μια σχεδόν αξιοθαύμαστη απουσία αίσθησης κοινωνικής ευθύνης και ηθικής. Το νόημα της ερώτησης του Τρουλς λοιπόν ήταν κατά πόσο και ο Χάρι είχε μπει στην ημιπαρανομία.
«Ίσως έχω μια πρόταση για σένα».
«Κάτι που δεν μπορώ ν’ αρνηθώ, ας πούμε;» είπε ο Τρουλς και κοίταξε δυσαρεστημένος προς τον ιππόδρομο όπου ο εκφωνητής ανακοίνωνε την τελική σειρά κατάταξης.
«Ναι· γιατί παίζεις στοιχήματα. Και γιατί είσαι άνεργος κι έχεις και χρέη».
«Χρέη; Ποιος τα λέει αυτά;»
«Δεν έχει σημασία. Άνεργος είσαι σίγουρα».
«Δεν είμαι ακριβώς άνεργος. Παίρνω μισθό χωρίς να κουνάω το δαχτυλάκι μου. Οπότε ας τους πάρει όσο καιρό γουστάρουν να βρούνε ό,τι ψάχνουν, να κι εμένα».
«Άκουσα ότι βούτηξες λίγο από μια μπάζα κοκαΐνης που κατασχέθηκε στο Γκαρντερμούεν».
Ο Τρουλς ρουθούνισε γρυλίζοντας. «Μαλακίες. Έτυχε να κληθώ εγώ και δυο άλλοι από το Ναρκωτικών. Μιλάμε για πολύ σπέσιαλ, πράσινη κόκα. Οι τελωνειακοί νόμιζαν ότι ήταν έτσι πράσινη γιατί ήταν πεντακάθαρη, πρώτο πράγμα, λες κι ήξεραν από τέτοια. Την πήγαμε στην Ασφάλεια, όπου διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μια μικρή απόκλιση βάρους σε σχέση με τα όσα είχε αναφέρει η αστυνομία του αεροδρομίου. Την έστειλαν λοιπόν για ανάλυση. Και η ανάλυση έδειξε ότι η κόκα, που παρέμενε εξίσου πράσινη με πριν, ήταν τίγκα στη μείξη. Κι έτσι αποφάσισαν ότι εμείς τσεπώσαμε μέρος της και ανακατέψαμε το υπόλοιπο με κάτι άλλο πράσινο· αλλά την πατήσαμε και καλά γιατί μας ξέφυγε ελάχιστα στο ζύγι. Ή μάλλον εγώ την πάτησα, γιατί ήμουν ο μόνος που έμεινε μόνος του με το φορτίο για λίγα λεπτά».
«Δηλαδή κινδυνεύεις όχι μόνο να παραμείνεις σε διαθεσιμότητα, αλλά να σε απολύσουν και τελείως, γαμώτο;»
«Καλά, ηλίθιος είσαι;» είπε ο Τρουλς και ξαναγρύλισε. «Δεν έχουν το παραμικρό στοιχείο! Αυτοί οι γελοίοι τύποι στο τελωνείο φταίνε, που νόμιζαν ότι η πράσινη αυτή ουσία έμοιαζε κι είχε γεύση καθαρής κόκας. Μιλάμε για διαφορά ενός χιλιοστόγραμμου, που μπορεί να συμβεί για οποιονδήποτε λόγο. Θα με κρατήσουν εκτός για λίγο και μετά θα βάλουν την υπόθεση στο ράφι».
«Χμ, δηλαδή το αποκλείεις να βρουν άλλον ένοχο;»
Ο Τρουλς έγειρε ελαφρά το κεφάλι προς τα πίσω και κοίταξε τον Χάρι σα να τον στόχευε με όπλο. «Έχω κάτι ιππο-θέσεις να τελειώσω, Χάρι, οπότε θα μου πεις τι ήθελες;»
«Ο Μάρκους Ρόε με προσέλαβε να ερευνήσω την υπόθεση με τις δύο κοπέλες. Σε θέλω στην ομάδα μου».
«Τι λες τώρα» είπε ο Τρουλς, κοιτάζοντας τον Χάρι έκπληκτος.
«Τι λες;»
«Γιατί εμένα;»
«Γιατί λες;»
«Δεν έχω ιδέα. Δεν είμαι καλός μπάτσος, εσύ το ξέρεις καλύτερα απ’ όλους».
«Κι όμως, έχουμε σώσει ο ένας τη ζωή του άλλου πάνω από μία φορές. Αν πιστέψουμε ένα παλιό κινέζικο ρητό, τότε είμαστε υπεύθυνοι ο ένας για τον άλλο για το υπόλοιπο της ζωής μας».
«Σοβαρά τώρα;» Ο Τρουλς δεν ακουγόταν πεπεισμένος.
«Συν τοις άλλοις» είπε ο Χάρι «αν είσαι σε διαθεσιμότητα, έχεις ακόμη πρόσβαση στο BL96, σωστά;»
Ο Χάρι παρατήρησε πώς ο Τρουλς αναπήδησε όταν άκουσε το όνομα της απαρχαιωμένης, ερασιτεχνικής σχεδόν βάσης δεδομένων που είχε δημιουργηθεί παλιά, το 1996 συγκεκριμένα.
«Και λοιπόν;» γρύλισε ο Τρουλς.
«Χρειάζομαι πρόσβαση σ’ αυτές τις αναφορές. Στρατηγικές, τεχνικές, ιατροδικαστικές».
«Μάλιστα. Άρα είναι…;»
«Ημιπαράνομο, ακριβώς».
«Πράγμα δηλαδή που μπορεί όντως να με οδηγήσει στην απόλυση».
«Αν σε ανακαλύψουν, σίγουρα. Και γι’ αυτό η πληρωμή είναι αδρή».
«Πόσο δηλαδή;»
«Πες ένα ποσό κι εγώ θα το μεταφέρω εκεί όπου πρέπει».
Ο Τρουλς κοίταξε τον Χάρι για πολλή ώρα με μεγάλη προσοχή. Ύστερα κατέβασε το βλέμμα στο στοιχηματικό δελτίο που είχε μπροστά του πάνω στο τραπέζι. Και το τσαλάκωσε μες στη μία του παλάμη.
Ήταν μεσημέρι στο Ντανιέλες και το μπαρ και τα τραπέζια ήταν σχεδόν γεμάτα. Το εστιατόριο απείχε μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα από το κέντρο της πόλης και την κόλαση των κτιρίων γραφείων, αλλά η Χελένε πάντα αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν ένα εστιατόριο σε αμιγώς οικιστική γειτονιά να γεμίζει τα μεσημέρια για φαγητό.
Καθισμένη στο μικρό, στρογγυλό της τραπέζι στο κέντρο της μεγάλης, ανοιχτής αίθουσας κοίταξε τριγύρω της. Τίποτα το ενδιαφέρον. Ξαναγύρισε να κοιτάξει την οθόνη του υπολογιστή. Μόλις είχε βρει ένα σάιτ με ιππικό εξοπλισμό. Είναι απίστευτο πόσα προϊόντα υπήρχαν για άλογα και τους επιβάτες τους – και τι τιμές είχαν. ΟΚ, προφανώς οι περισσότεροι που ασχολούνταν με την ιππασία ήταν άνθρωποι με μεγάλα πορτοφόλια κι έψαχναν απλώς έναν τρόπο να τα επιδεικνύουν. Το μειονέκτημα ήταν ότι η λίστα όσων πρέπει να κάνεις για να εντυπωσιάσεις σ’ αυτό το περιβάλλον ήταν τόσο μεγάλη, που οι πιο πολλοί είχαν χάσει τα πάντα πριν προλάβουν ν’ αρχίσουν την προσπάθεια. Τέλος πάντων. Άραγε έκανε σωστά που σκεφτόταν να εισάγει ιππικό εξοπλισμό ή μήπως καλύτερα να ξεκινούσε οργανώνοντας βόλτες για ιππασία στο Βάλντρε, το Βασφάρε, το Βόγκο κι άλλους γραφικούς όρμους από β; Η Χελένε έκλεισε την οθόνη του λάπτοπ με μια κίνηση, αναστέναξε βαριά και κοίταξε ξανά τριγύρω.
Κοίτα τους πώς κάθονταν κουνιστοί και λυγιστοί στα σκαμπό τους στο μπαρ: οι νεαροί με το κλασικό κουστούμι του φιλόδοξου κτηματομεσίτη, οι νεαρές με τα κοντά τους ταγεράκια, που νόμιζαν ότι τις έκαναν να μοιάζουν πιο «επαγγελματίες». Φυσικά μερικές είχαν όντως δουλειές, αλλά η Χελένε μπορούσε να καταλάβει αμέσως τις υπόλοιπες, αυτές που ήταν λίγο παραπάνω όμορφες και φορούσαν λίγο πιο κοντές φούστες κι ενδιαφέρονταν όχι για τη δουλειά αλλά για ό,τι την έκανε περιττή: δηλαδή για έναν άντρα με παχύ πορτοφόλι. Δεν ήξερε γιατί ερχόταν ξανά και ξανά σ’ αυτό το εστιατόριο. Μια δεκαετία πριν, τα δευτεριάτικα γεύματα στου Ντανιέλες ήταν θρυλικά. Υπήρχε κάτι απολαυστικότατα παρακμιακό, κάτι εντελώς ρε-δε-γαμιέστε-όλοι στο να μεθάς και ν’ ανεβαίνεις να χορεύεις στα τραπέζια την πρώτη μέρα της εργάσιμης εβδομάδας. Κι ήταν επίσης και μια επίδειξη κοινωνικού στάτους, εννοείται, μια υπέρβαση που μόνο οι πλούσιοι και οι προνομιούχοι μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους. Δέκα χρόνια αργότερα τα πράγματα είχαν ηρεμήσει λίγο. Τώρα, το κτίριο που κάποτε ανήκε στην Πυροσβεστική είχε γίνει μπαρ εστιατόριο με αστέρια Μισελέν, ένα μέρος όπου ερχόταν η ελίτ του δυτικού Όσλο για να φάει, να πιει, να μιλήσει για επιχειρήσεις και οικογενειακές υποθέσεις, για να κάνει συμφωνίες και να συνάψει συμμαχίες και να διαχωρίσει αυτούς στους οποίους επιτρεπόταν να μπουν εντός απ’ όσους έμεναν απέξω.
Εδώ ήταν που κάποτε κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου τρελού μεσημεριανού κάποια Δευτέρα η Χελένε είχε γνωρίσει τον Μάρκους. Εκείνη ήταν τότε είκοσι τριών ετών, εκείνος πενηντάρης και πάμπλουτος. Τόσο πολύ που οι άνθρωποι παραμέριζαν όταν έμπαινε στο μπαρ, λες κι ήξεραν πόσα είχε καταφέρει η οικογένεια Ρόε. Και για πόσα ήταν ικανή. Φυσικά, ούτε η Χελένε ήταν αθώα όσο έλεγε. Ο Μάρκους πρέπει να κατάλαβε από τις πρώτες νύχτες που πέρασαν μαζί στη βίλα του στο Σίλεμπεκ: από το σάουντρακ της αγάπης τους που ήταν λες και είχε βγει από το Pornhub, από τα αλλεπάλληλα εισερχόμενα μηνύματα στο κινητό της που δεν έπαυαν όλη τη νύχτα κι από τον τρόπο που έκοβε και μοίραζε την κοκαΐνη σε τόσο ομοιόμορφες σειρές που ο Μάρκους δεν ήξερε ποια να πρωτοδιαλέξει. Αλλά δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί τίποτα από αυτά. Η αθωότητα δεν ήταν κάτι που τον καύλωνε, της έλεγε. Εκείνη δεν ήταν σίγουρη αν τον πίστευε, αλλά στο κάτω κάτω της γραφής δεν είχε και σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι ο Μάρκους μπορούσε επιτέλους να της προσφέρει τη ζωή που πάντα ονειρευόταν: όχι τη ζωή μιας συζύγου-τροπαίου που έμενε στο σπίτι και περνούσε τον χρόνο της ομορφαίνοντας το σπίτι, το εξοχικό, τον κοινωνικό της κύκλο, το κορμί και το πρόσωπό της – κάτι τέτοια η Χελένε τα άφηνε στις υπόλοιπες παρασιτικές bimbos που είχαν βγει για κυνήγι στο Ντιανιέλες. Η Χελένε είχε μυαλό. Η Χελένε ενδιαφερόταν για πράγματα. Για τις τέχνες, για τον πολιτισμό, ειδικά για το θέατρο και τα εικαστικά. Για την αρχιτεκτονική, που χρόνια σκεφτόταν να σπουδάσει. Αλλά το μεγαλύτερό της όνειρο ήταν ν’ ανοίξει τη μεγαλύτερη σχολή ιππασίας στη χώρα. Και δεν ήταν όνειρο θερινής νυκτός κάποιου ονειροπαρμένου κι ανόητου κοριτσιού, αλλά το ρεαλιστικό σχέδιο που είχε εκκολαφθεί στο μυαλό μιας εργατικής και καλής μαθήτριας που είχε φτυαρίσει κοπριά σε πάμπολλους στάβλους, που είχε περάσει εξετάσεις για να διδάξει με τη σειρά της ιππασία, ενός κοριτσιού που από μικρή απεχθανόταν την έκφραση «ψώνιο» γιατί ήξερε πόσα απαιτούνταν σε κόπο, χρήμα κι εξειδίκευση για να φτάσει κανείς εκεί όπου είχε φτάσει.
Κι όμως, είχαν πάει όλα κατά διαόλου.
Και δεν έφταιγε ο Μάρκους – ή μάλλον, έφταιγε γιατί είχε κλείσει την κάνουλα με τα χρήματα ακριβώς τη στιγμή που στη σχολή είχαν αρρωστήσει μερικά άλογα και σε συνδυασμό με λίγο απροσδόκητο ανταγωνισμό και διάφορα έξοδα, η περιπέτεια αυτή πήρε απότομα την κάτω βόλτα. Η σχολή αναγκάστηκε να κλείσει. Είχε έρθει η ώρα να βρεθεί κάτι νέο.
Απ’ όλες τις απόψεις. Γιατί ούτε με τον Μάρκους φαινόταν να κρατάει το πράγμα για πολύ ακόμα.
Υπάρχουν αυτοί που λένε ότι αν ένα ζευγάρι αρχίσει και κάνει σεξ λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα, τότε είναι θέμα χρόνου να χωρίσει. Βλακείες φυσικά: χρόνια τώρα κάνουν σεξ με τον Μάρκους λιγότερο από μία φορά το εξάμηνο.
Όχι ότι την πείραζε αυτό καθαυτό. Οι πιθανές συνέπειες την ενοχλούσαν. Είχε παίξει όλα της τα ρέστα σ’ αυτόν τον γάμο, σε μια ζωή με τον Μάρκους, στη σχολή ιππασίας. Είχε παραμερίσει κάθε εναλλακτική λύση. Δεν είχε σπουδάσει τίποτα απ’ όσα ήταν διαθέσιμα κάποτε σε ανθρώπους με τους δικούς της βαθμούς. Ούτε είχε βάλει στην άκρη δικά της λεφτά· είχε αφεθεί να εξαρτάται από τα δικά του. Όχι για τα καθημερινά μόνο μα για την ίδια της την επιβίωση.
Πότε έχασε η Χελένε το πάνω χέρι σ’ αυτή τη σχέση; Ή πιο συγκεκριμένα: πότε έπαψε ο Μάρκους να θέλει να τη ρίξει στο κρεβάτι; Όχι ότι η αδιαφορία δεν θα μπορούσε να οφείλεται σε μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης –πράγμα που συμβαίνει στους άντρες που κλείνουν τα εξήντα– αλλά εκείνη πίστευε πως μάλλον ξεκίνησε όταν άρχισε να του λέει ότι ήθελε παιδιά. Ήξερε καλά ότι για έναν άντρα δεν υπάρχει τίποτε πιο ξενερωτικό από το σεξ ως υποχρέωση. Αλλά ακόμα κι όταν εκείνος της ξεκαθάρισε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουν παιδιά, η αγαμία συνεχίστηκε. Αυτό δεν ήταν μεγάλο πρόβλημα: κι εκείνη είχε αρχίσει να θέλει όλο και λιγότερο να κάνει σεξ μαζί του. Υποψιαζόταν δε ότι ο Μάρκους πήγαινε αλλού να καλύψει τις ανάγκες του. Αφού το έκανε διακριτικά χωρίς να γίνεται εκείνη περίγελος, δεν την πείραζε.
Όχι. Το πρόβλημα ήταν αυτά τα δύο κορίτσια απ’ το πάρτι. Η μία βρέθηκε δολοφονημένη, η άλλη αγνοούνταν ακόμη. Είχαν κι οι δυο τους σχέση με τον Μάρκους: τον είχαν για sugar daddy τους. Μέχρι και στις εφημερίδες είχε γίνει βούκινο. Τι μαλάκας θεέ μου! Να τον πνίξει ήθελε!