Μία πρώτη ανάγνωση στο Αργότερα, το νέο καταιγιστικό θρίλερ του Stephen King
- 5 ΔΕΚ 2021
Μερικές φορές, όμως, ενηλικίωση σημαίνει να μαθαίνεις να αντιμετωπίζεις τους δαίμονές σου. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα πίσω από το Later, το νέο βιβλίο του Stephen King. Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος με τον τίτλο Αργότερα, αύριο Δευτέρα, 6 Δεκεμβρίου.
Ποιο είναι το story; Το μόνο που θέλει ο Τζέιμι Κόνκλιν είναι μια συνηθισμένη παιδική ηλικία. Δεν είναι όμως ένα συνηθισμένο παιδί. Γεννημένος με μια αφύσικη ικανότητα, την οποία η μητέρα του τον πιέζει να κρατήσει κρυφή, μπορεί να βλέπει ό,τι δεν μπορούν να δουν και να μαθαίνει πράγματα που δεν μπορούν να μάθουν οι άλλοι. Όταν μια ντετέκτιβ της αστυνομίας της Νέας Υόρκης τον εμπλέκει στην καταδίωξη ενός δολοφόνου, ο Τζέιμι ανακαλύπτει ότι το τίμημα για την ξεχωριστή αυτή ικανότητά του είναι μεγαλύτερο απ’ όσο φανταζόταν.
Πρόκειται για μια τρομακτική και συγκινητική ιστορία της χαμένης αθωότητας και των δοκιμασιών που ελέγχουν την ικανότητά μας να διακρίνουμε το καλό από το κακό. Το Αργότερα είναι μια δυνατή, επίμονη και αλησμόνητη διερεύνηση της ψυχικής δύναμης που πρέπει να διαθέτει κανείς για να αντισταθεί στο κακό, σε όλες του τις μορφές.
Ή όπως έγραψαν και οι New York Times: «Θαυμάσιο, με ψυχολογικό βάθος. Ο Stephen King θεωρείται ο κατεξοχήν μαιτρ του παραψυχολογικού τρόμου, με αποτέλεσμα να ξεχνάμε την ιδιοφυή ματιά του στα καθημερινά πράγματα».
Ακολουθούν 1018 λέξεις σε μία αποκλειστική προδημοσίευση για να μπεις στο κλίμα του τελευταίου βιβλίου που υπογράφει ο «Βασιλιάς του Τρόμου».
Αποκλειστική Προδημοσίευση: Αργότερα, Stephen King
Ήμασταν στην 86η Οδό που περνάει μέσα από το Σέντραλ Παρκ, με κατεύθυνση το Γουέιβ Χιλ στο Μπρονξ, όπου μια φίλη μου από τον παιδικό σταθμό γιόρταζε τα γενέθλιά της με ένα πάρτι σούπερ. («Πώς να μη γίνει κακομαθημένο ένα παιδί ύστερα…» είχε σχολιάσει η μαμά.) Κρατούσα στην αγκαλιά μου το δώρο μου για να το προσφέρω στη Λίλι. Σε μια στροφή του δρόμου είδαμε ανθρώπους συγκεντρωμένους σ’ ένα σημείο. Το ατύχημα θα πρέπει μόλις προ ολίγου να είχε συμβεί. Ένας άντρας κείτονταν μισός στο οδόστρωμα και μισός στο πεζοδρόμιο, με ένα στραπατσαρισμένο ποδήλατο πεσμένο δίπλα του. Κάποιος είχε σκεπάσει το κεφάλι και το κορμί του άντρα με ένα τζάκετ. Ο ποδηλάτης φορούσε μαύρο ποδηλατικό σορτσάκι με κόκκινες ρίγες στο πλάι, μια επιγονατίδα και αθλητικά παπούτσια πασαλειμμένα με αίμα. Οι κάλτσες και τα πόδια του ήταν ματωμένα επίσης. Στο βάθος ακούγονταν σειρήνες να πλησιάζουν.
Δίπλα στον ποδηλάτη βρισκόταν ο ίδιος άντρας με το ίδιο σορτσάκι και την ίδια επιγονατίδα. Είχε άσπρα μαλλιά μες στα αίματα. Το πρόσωπό του ήταν βουλιαγμένο στο κέντρο, ίσως από το χτύπημα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου. Η μύτη του είχε σκιστεί στα δύο, το ίδιο και το στόμα του.
Τα αυτοκίνητα άρχισαν να σταματούν και η μητέρα μου είπε: «Κλείσε τα μάτια σου.» Εννοείται ότι εκείνη συνέχισε να κοιτάζει τον άντρα που ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος.
«Είναι πεθαμένος!» είπα κλαίγοντας. «Αυτός ο άντρας είναι πεθαμένος!» Σταματήσαμε. Δεν γινόταν διαφορετικά, μιας και τα προπορευόμενα αυτοκίνητα ήταν ήδη σταματημένα.
«Όχι, κάνεις λάθος», είπε η μαμά. «Απλώς κοιμάται. Έτσι γίνεται καμιά φορά όταν κάποιος χτυπάει δυνατά στο κεφάλι. Θα γίνει καλά. Έλα, τώρα, κλείσε τα μάτια σου».
Δεν τα έκλεισα. Ο σμπαραλιασμένος άντρας σήκωσε το χέρι και με χαιρέτησε. Ξέρουν ότι τους βλέπω. Το καταλαβαίνουν.
«Η μούρη του είναι ανοιγμένη στα δύο!»
Η μαμά έριξε ξανά μια ματιά για να βεβαιωθεί, είδε ότι ο άντρας ήταν σκεπασμένος ως τη μέση και είπε: «Σταμάτα να τρομοκρατείς τον εαυτό σου, Τζέιμι. Μόνο κλείσε τα…»«Να τος!» είπα δείχνοντάς τον. Το δάχτυλό μου έτρεμε. Τα πάντα έτρεμαν. «Να τος, εκεί, στέκεται δίπλα στον εαυτό του!»
Αυτό την τρόμαξε. Το κατάλαβα από τον τρόπο που σφίχτηκε το στόμα της. Με το ένα της χέρι πάτησε την κόρνα. Με το άλλο κατέβασε το τζάμι της και άρχισε να κάνει νόημα στα προπορευόμενα αυτοκίνητα. «Προχωρήστε!» φώναξε. «Άντε, κουνηθείτε! Για όνομα του Θεού, σταματήστε να τον κοιτάζετε, δεν είναι σινεμά, να πάρει ο διάολος!»
Τα αυτοκίνητα προχώρησαν –εκτός από το μπροστινό της. Ο οδηγός του είχε σκύψει έξω από το παράθυρο και τραβούσε φωτογραφίες με το κινητό του. Η μαμά πάτησε γκάζι και τον σκούντησε στον προφυλακτήρα. Αυτός της έδειξε το μεσαίο δάχτυλο. Η μητέρα μου έκανε όπισθεν και τον προσπέρασε από την πλαϊνή λωρίδα. Πολύ θα ήθελα να του είχα δείξει κι εγώ το μεσαίο δάχτυλο, αλλά ήμουν φρικαρισμένος.
Η μαμά παραλίγο να τρακάρει με ένα περιπολικό που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ανέπτυξε ταχύτητα προσπαθώντας να βρεθούμε στην άλλη άκρη του πάρκου όσο πιο γρήγορα γινόταν. Λίγο προτού φτάσουμε, έλυσα τη ζώνη ασφαλείας. Η μαμά μού έβαλε τις φωνές, μα εγώ δεν έδωσα σημασία. Κατέβασα το τζάμι μου και γονατίζοντας πάνω στο κάθισμα, έσκυψα έξω κι άρχισα να ξερνάω το φαγητό μου στο πλάι του αυτοκινήτου. Ήταν αδύνατο να κρατηθώ. Όταν φτάσαμε στη δυτική πλευρά του Σέντραλ Παρκ, η μαμά σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και σκούπισε το πρόσωπό μου με το μανίκι της μπλούζας της. Δεν θυμάμαι αν φόρεσε ποτέ ξανά εκείνη την μπλούζα.
«Θεέ μου. Τζέιμι, είσαι άσπρος σαν το πανί.»
«Δεν μπόρεσα να κρατηθώ», είπα. «Δεν έχω ξαναδεί άλλον άνθρωπο έτσι. Τα κόκαλα έβγαιναν από τη… τη μύτη του…» Ξανάκανα εμετό, αλλά αυτή τη φορά κατάφερα να ξεράσω στον δρόμο και όχι πάνω στο αυτοκίνητό μας. Εξάλλου το στομάχι μου είχε σχεδόν αδειάσει.
Η μαμά μού χάιδεψε τον αυχένα, χωρίς να δώσει σημασία σε κανέναν (ίσως ήταν ο άντρας που μας έδειξε το κωλοδάχτυλο) που μας κόρναρε και μας προσπέρασε. «Γλυκέ μου, ήταν απλώς η φαντασία σου. Αφού ήταν σκεπασμένος».
«Δεν λέω γι’ αυτόν που ήταν ξαπλωμένος κάτω, λέω γι’ αυτόν που στεκόταν δίπλα του. Με χαιρέτησε κουνώντας το χέρι του»
Η μαμά με κοίταξε για λίγο, σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά τελικά μου φόρεσε απλώς ξανά τη ζώνη. «Λέω καλύτερα να μην πάμε στο πάρτι. Πώς σου φαίνεται η ιδέα;»
«Μου αρέσει», απάντησα. «Έτσι κι αλλιώς, τη Λίλι δεν τη χωνεύω. Όλο με τσιμπάει στα μουλωχτά την ώρα που μας διαβάζουν παραμύθια».
Γυρίσαμε σπίτι. Η μαμά με ρώτησε αν άντεχε το στομάχι μου να κρατήσει λίγο κακάο, και της είπα ότι άντεχε. Ήπιαμε μαζί κακάο στο σαλόνι. Είχα ακόμα το δώρο της Λίλι. Μια κουκλίτσα με ναυτική φορεσιά. Όταν τη χάρισα στη Λίλι την επόμενη εβδομάδα, αντί να με τσιμπήσει κρυφά, μου έσκασε ένα ηχηρό φιλί στο στόμα. Οι άλλοι άρχισαν να με κοροϊδεύουν, μα δεν με ένοιαξε καθόλου.
Όσο πίναμε το κακάο μας (έχω την εντύπωση ότι στο δικό της είχε προσθέσει κάτι), η μαμά είπε: «Όταν ήμουν έγκυος, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην πω ποτέ ψέματα στο παιδί μου, οπότε άκου πώς έχουν τα πράγματα. Ε, λοιπόν, ναι, ο τύπος πιθανώς σκοτώθηκε.» Σώπασε προς στιγμήν και μετά πρόσθεσε: «Όχι, στ’ αλήθεια σκοτώθηκε. Δεν πιστεύω ότι ένα κράνος ποδηλάτου θα τον είχε σώσει, άλλωστε δεν είδα πουθενά κράνος.»
Όχι, δεν φορούσε κράνος. Γιατί αν φορούσε όταν τον χτύπησαν (μάθαμε ότι τον είχε χτυπήσει ένα ταξί), θα το φορούσε την ώρα που στεκόταν όρθιος πλάι στο πτώμα του. Φορούν πάντοτε τα ρούχα που φορούσαν τη στιγμή του θανάτου τους.
«Όμως εσύ απλώς φαντάστηκες ότι είδες το πρόσωπό του, γλυκέ μου. Δεν είναι δυνατόν να το είδες. Κάποιος τον είχε σκεπάσει με ένα τζάκετ. Κάποιος πολύ καλός άνθρωπος.»
«Φορούσε μακό μπλούζα, που είχε πάνω της έναν φάρο», είπα. Μετά σκέφτηκα κάτι άλλο. Ήταν μια σκέψη λίγο παρήγορη, όμως έπειτα από ένα τέτοιο συμβάν συμβιβάζεσαι με ό,τι σου βρίσκεται πρόχειρο. «Πάλι καλά που ήταν γέρος.»
«Γιατί το λες αυτό;» Η μαμά με κοίταζε με τρόπο παράξενο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, θαρρώ πως εκείνη τη στιγμή άρχισε να με πιστεύει, έστω και λίγο.