Μήπως το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Abdulrazak Gurnah από την Τανζανία δεν είναι έκπληξη;
Ο 73χρονος συγγραφέας από την Ανατολική Αφρική αποτελεί μια αναπάντεχη επιλογή που προσπαθεί να διορθώσει τις ηθελημένες αστοχίες δεκαετιών.
- 7 ΟΚΤ 2021
«Στο μυαλό μας, το παρελθόν καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από όσο το μέλλον» σημειώνει ο Ryszard Kapuściński στο Another Day of Life, ένα επιτόπιο χρονικό για τον εμφύλιο της Αγκόλας. Ο διάσημος Πολωνός ανταποκριτής και μετρ του non-fiction κατέγραψε τα όσα είδε στα 70s από πρώτο χέρι: πόλεμος, ανέχεια, μυστικές υπηρεσίες, γεωπολιτικά συμφέροντα, συγκρούσεις χωρίς ιερό και όσιο, μεγάλες ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο, τεράστιες απογοητεύσεις στη συνέχεια. Η Ανατολική Αφρική δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε μέχρι σήμερα: η ζωή εκεί συνεχίζει να έχει πολύ μικρή αξία και σε μεγάλο βαθμό φταίνε οι πλουσιότερες χώρες της Γης για αυτό.
Υπάρχει, λοιπόν, κάτι βαθύ, κάτι πικρό, κάτι πραγματικά κακό που λερώνει την ιστορία αυτής της γωνιάς του πλανήτη. Οι εμφύλιες συρράξεις και το αβέβαιο μέλλον διαδέχτηκαν πολλούς αιώνες σκλαβοπάζαρων – πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα των μεγάλων δυνάμεων. Ένα παρελθόν, δηλαδή, που αναγκαστικά επισκιάζει το παρόν και το μέλλον. Έτσι, η φράση «για την ασυμβίβαστη και γεμάτη συμπόνια διείσδυση στις συνέπειες της αποικιοκρατίας αλλά και τη μοίρα του πρόσφυγα στον χώρο που ορίζεται από τις διαφορετικές κουλτούρες και ηπείρους» ταιριάζει γάντι στον Abdulrazak Gurnah, τον 73χρονο Τανζανό που μόλις τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2021. Θέλοντας και μη, ένας λογοτέχνης από την Ανατολική Αφρική γνωρίζει πολύ καλά αυτά τα πράγματα.
Abdulrazak Gurnah, το νέο Νόμπελ Λογοτεχνίας
Η είδηση για τη βράβευση του συγγραφέα από την Τανζανία έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στον λογοτεχνικό κόσμο. Ναι, οι bookies έπαιζαν ψηλά τους Αφρικανούς φέτος (Ngũgĩ wa Thiong’o από Κένυα, Nuruddin Farah από Σομαλία) αλλά σχεδόν κανείς δεν είχε προβλέψει τον Gurnah. Όσο το γιατί η Μαύρη Αφρική φαινόταν να έχει την τιμητική της; Ο τελευταίος λογοτέχνης της που κέρδισε το βραβείο ήταν ο Νιγηριανός Wole Soyinka το μακρινό 1986. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Η Ανατολική Αφρική συνεχίζει να αποτελεί είδηση για όλους τους λάθους λόγους. Ποιος γνωρίζει άραγε ότι η Τανζανία αριθμεί σχεδόν 60 εκ. κατοίκους ενώ παράλληλα είναι μια από τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη; Αντίστοιχα, όταν πριν δύο χρόνια κέρδιζε το Νόμπελ Ειρήνης ο πρωθυπουργός της Αιθιοπίας, Abiy Ahmed, πόσοι γνωρίζαμε ότι η χώρα του σπαράζεται από εμφύλιο πόλεμο εδώ και δεκαετίες; Όσο για το αιματοκύλισμα της Ρουάντα; Παραμένει νωπό.
Ειλικρινά, όμως, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη λογοτεχνία; Καλώς ή κακώς, και μάλλον καλώς, οι συγγραφείς καλούνται να αφηγηθούν τις πραγματικά δυνατές ιστορίες του καιρού μας. Έτσι, ποιος θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα το προσφυγικό δράμα από έναν άνθρωπο που βρέθηκε να είναι πρόσφυγας στα 17 του; Ο Abdulrazak Gurnah ξεριζώθηκε, έφηβος ακόμα, από τον τόπο του για να αποφύγει τους βίαιους διωγμούς που συγκλόνιζαν την Τανζανία.
Βρέθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, σπούδασε, πήρε το PHD του, κυνήγησε τα λογοτεχνικά του όνειρα, έφτασε το 1994 κοντά σε μια μεγάλη διάκριση καθώς το τέταρτο μυθιστόρημά του Paradise (με θέμα τo ταξίδι ενός νεαρού Αφρικανού στην καρδιά του σκότους) ήταν υποψήφιο για βραβείο Booker, και συνέχισε να γράφει παραδίδοντας κείμενα για πρόσφυγες, μετανάστες, ή και, γενικά, ανθρώπους του τόπου του που κοιτούν το παρελθόν στα μάτια προσπαθώντας να ξορκίσουν τις πληγές του. Η σημερινή του βράβευση, βέβαια, μάλλον τον εξέπληξε όπως εξέπληξε και όλον τον λογοτεχνικό πλανήτη.
Δυστυχώς, έργα του δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα στα Ελληνικά, αλλά λογικά αυτό δεν θα αργήσει να συμβεί. Έτσι, θα μπορέσουμε να έρθουμε σε επαφή με έναν συγγραφέα που ρίχνει φως σε μια άγνωστη σε μας γωνιά του πλανήτη· εκεί όπου εκατομμύρια άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν στην ανέχεια, αν δεν αναγκαστούν να ξεριζωθούν από τις χώρες τους πρώτα.
Γιατί, όμως, δεν είναι και τόσο μεγάλη η έκπληξη που το Νόμπελ Λογοτεχνίας βρέθηκε στα χέρια του 73χρονου Abdulrazak Gurnah από την Τανζανία;
Η Σουηδική Ακαδημία είναι φανερό πως προσπαθεί μέσα από τις βραβεύσεις της να διορθώσει πολλά λάθος κείμενα και ηθελημένες αστοχίες δεκαετιών. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ότι πρέπει να ανοίξει τη βεντάλια των βραβεύσεων, να συμπεριλάβει σιγά-σιγά όλες εκείνες τις φωνές που συνήθως άφηνε στο περιθώριο: γυναικείες πένες, λογοτέχνες από πάμπτωχες χώρες, βιβλία που καταπιάνονται με queer αφηγήσεις.
Οι καιροί αλλάζουν και καλό είναι μαζί τους να αλλάξουν και τα Νόμπελ. Το αν, φυσικά, αυτό γίνεται με αγαθούς σκοπούς ή για το θεαθήναι είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Άλλωστε, η γραμμή που χωρίζει την εύκολη φιλανθρωπία από τη βαθιά, συστημική αλλαγή ήταν πάντοτε πολύ λεπτή.