‘Mission: Impossible’: Όταν ο Ethan Hunt αντικατέστησε τον Jim Phelps
- 5 ΑΥΓ 2018
Δεν ξέρω σε ποιο ακριβώς σημείο της διαδρομής έγινε κοινώς αποδεκτό πως το ‘Mission: Impossible’ είναι το καλύτερο κινηματογραφικό franchise. Ή, όπως προτιμώ να λέω, το Μόνο Καλό Franchise. Ήταν στη διάρκεια του εξωφρενικού stunt στην πρόσοψη του κτιρίου στο ‘Ghost Protocol’; Κάπου ανάμεσα στην αλλαγή σκυτάλης από τον Brad Bird (συναρπαστικός, επιτυχημένος σκηνοθέτης με πολύ ενδιαφέρον career arc) στον Chris McQuarrie (βραβευμένος με Όσκαρ σεναριογράφος που ανέστησε μαγικά την καριέρα του); Ίσως ήρθε σταδιακά παρέα με την (επαν-)εκτίμηση του Tom Cruise ως τον Τελευταίο Μεγάλο (Εργατικό) Σταρ; Και πόσο από όλο αυτό έχει να κάνει με τη δουλειά του JJ Abrams, με τον Philip Seymour Hoffman, και με τη σαϊεντολογία;
Εννοώ, βοηθάει προφανώς το ότι είναι όλες φοβερές περιπέτειες εξαιρετικών σκηνοθετών, ναι, ακόμα κι η δεύτερη. Αλλά η δημόσια αντίληψη κι η αντίδραση σε ταινίες-μαζικά φαινόμενα έχει πάντα ενδιαφέρον ειδικά ως προς την αναπόφευκτη καθυστέρηση που παρατηρείται μέχρι μια αντίδραση να κλειδώσει ως κοινά αποδεκτή. Θα τα δούμε όλα αυτά στην πορεία των κειμένων μαζί με την επιστροφή σε μερικές από τις καλύτερες σκηνές δράσης που μας έχει χαρίσει το αμερικάνικο σινεμά, και μια σταθερή ματιά στην πορεία της καριέρας του μεγαλύτερου χολιγουντιανού σταρ.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ TOM CRUISE
Το 1996 του Tom Cruise είναι μια από τις πιο εμβληματικές χρονιές οποιουδήποτε ηθοποιού στην ιστορία του Χόλιγουντ και αναμφίβολα το σημείο καμπής της καριέρας του ίδιου. Έχοντας ξεκινήσει τα ‘90s με ένα καυτό σερί επιτυχιών (‘A Few Good Men’, ‘The Firm’) συνεργάζεται το ‘94 με τον Neil Jordan για το ‘Interview with a Vampire’ αφήνοντας να φανεί η μελλοντική του διάθεση για το είδους σταρ θέλει να γίνει. Όχι -αποκλειστικά- κάποιος που θα παράγει ακίνδυνα χιτς, αλλά κάποιος που θέλει να χρησιμοποιήσει το βάρος του ονόματός του για να προσελκύσει σημαντικούς σκηνοθέτες, να δώσει μέρος της δικής του προσωπικής χολιγουντιανής εγγύησης, ώστε σκηνοθέτες με υπογραφή να κάνουν απαιτητικές ταινίες- με τον ίδιο φυσικά στο κέντρο.
Καμία χρονιά πριν ή μετά σε όλη την καριέρα του δεν υπογραμμίζει αυτή του τη διάθεση περισσότερο από το ‘96, όταν πετυχαίνει κέντρο σε ένα σπάνιο, διπλό στόχο. Στις 22 Μαϊου κυκλοφορεί το ‘Mission: Impossible’, η ταινία που ο Cruise έχει αποφασίσει πως θέλει να γίνει το μεγάλο action franchise του. Έκανε $450 εκατομμύρια στο παγκόσμιο box office και θεμελίωσε ένα franchise 22 (ως τώρα) ετών που στην πορεία των δεκαετιών φάνηκε πως πέτυχε ακόμα περισσότερο από όσο ο ίδιος ποτέ θα ήλπιζε ή όσο οι αριθμοί μαρτυρούν. Γιατί, περισσότερο από έσοδα, αυτή η σειρά ταινιών κατάφερε να συντηρήσει εμπορικά το όνομα του Cruise στη διάρκεια μιας αληθινά δύσκολης δεκαετίας για τον ίδιο μετά το δημόσιο φιάσκο του Καναπέ της Oprah.
Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, νομίζω συμφωνούμε όλοι, ήταν η άλλη του ταινία εκείνη τη χρονιά. Στις 13 Δεκεμβρίου κυκλοφορεί το ‘Jerry Maguire’, μια auteurίστικη στουντιακή ρομαντική κομεντί μπατζεταρισμένη στα $50 εκατομμύρια. Είναι ακριβώς το είδος της ταινίας που το Χόλιγουντ δεν γυρίζει πια, η οποία έκανε σχεδόν $280 εκατομμύρια εισπράξεις παγκοσμίως κερδίζοντας 4 υποψηφιότητες Όσκαρ (μεταξύ των οποίων και μια νίκη). Ο Cruise δεν έβγαλε ταινία τα επόμενα τρία χρόνια, επιστρέφοντας το ‘99 με ταινίες από τον Stanley Kubrick και τον Paul Thomas Anderson, κι αμέσως μετά επρόκειτο να δουλέψει με John Woo, ξανά Cameron Crowe, Spielberg και Michael Mann. Αναμφίβολα είναι η χρυσή περίοδος της καριέρας του, και σε μεγάλο βαθμό κατέστη δυνατή χάρη στο τρομερά πετυχημένο 1-2 combo του ‘96.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και για το franchise της επιλογής του, έφερε σε αυτό όχι κάποιον ανώνυμο σκηνοθέτη δράσης, αλλά έναν αναγνωρισμένο auteur σαν τον De Palma. To ‘Mission: Impossible’ ήταν το πρώτο πρότζεκτ της εταιρείας παραγωγής του Cruise μαζί με την Paul Wagner, επί σειρά ετών συνεργάτη του. Ο Cruise, φαν από μικρός της σειράς του Bruce Geller, έπεισε την Paramount να διαθέσει $70 εκατομμύρια για το μπάτζετ, ξεκινώντας την ανάπτυξη της ιστορίας αρχικά με τον Sydney Pollack και έπειτα φέρνοντας τον De Palma να σκηνοθετήσει.
(3 χρόνια μετά επιστρέφει με Paul Thomas Anderson και Stanley Kubrick. Είπαμε, το ‘96 είναι σημείο καμπής. Θα τα δούμε και στην πορεία αυτά.)
ΞΕΧΝΑ ΤΟ ROBERT, ΕΔΩ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ CHINATOWN
Ο Robert Towne μαζί με τον ηθοποιό James Hong στην επέτειο των 30 χρόνων του ‘Chinatown’ (AP Photo/Mark J. Terrill)
Έχει ενδιαφέρον εδώ το πόσο μεγάλος είναι ο έλεγχος του Cruise πάνω σε όλα τα επίπεδα του πρότζεκτ, επιλέγοντας φυσικά τον σκηνοθέτη, αλλά φέρνοντας τελικά και έναν δικό του άνθρωπο για το σενάριο. Η ταινία ξεκίνησε την προ-παραγωγή δίχως να υπάρχει κάποιο σενάριο που να ικανοποιεί όλες τις πλευρές, με τον De Palma να σχεδιάζει σκηνές δράσης αφήνοντας ως δευτερεύον στοιχείο το να δομηθεί ένα σενάριο γύρω από αυτές. Ο Cruise, που πολύ συχνά στην καριέρα του αποδεικνύει πως βρίσκει δημιουργούς-πρότζεκτ και κολλάει μαζί τους για αρκετό διάστημα (συμβαίνει, στην παρούσα φάση, με τον McQuarrie, όπως θα πούμε και σε μελλοντικό κείμενο), φέρνει στην ταινία τον Robert Towne, τον βραβευμένο με Όσκαρ σεναριογράφο της ‘Chinatown’ και του ‘Last Detail’, ο οποίος είχε περάσει ζόρικα ‘80s και τέλη ‘70s (μετά από 3 διαδοχικές υποψηφιότητες Όσκαρ από το ‘73 ως το ‘75), κάνοντας λίγες δουλειές και κατά βάση uncredited συμμετοχές σε ταινίες που φτάνουν από την ‘Orca’ του ‘77 μέχρι το ‘Tough Guys Don’t Dance’ του Norman Mailer.
O Τοwne έγραψε και σκηνοθέτησε το ‘Tequila Sunrise’ το ‘88, μια αρκετά προσωπική ταινία για τον ίδιο, που στην εποχή της αντιμετωπίστηκε κάπως αμήχανα από την κριτική κι ενώ πήγε καλά στο box office δεν δημιούργησε ανάλογο ενθουσιασμό ίσως και λόγω του βάρους των προσδοκιών. Αμέσως μετά έγραψε το ‘Two Jakes’, μια επίσης βασανισμένης παραγωγής ταινία για την οποία, πλήρως απογοητευμένος, δηλώνει πως «για να διατηρήσω τη φιλία μου με τον Jack Nicholson [σσ. που σκηνοθέτησε το φιλμ] θα προτιμούσα να μη γίνω αναλυτικός, όμως θα πω απλά πως δεν ήταν ευχάριστη εμπειρία για κανέναν μας». Όπως και νά’χει ο Towne ήταν σε μια περίεργη φάση όταν έγραψε το ‘Days of Thunder’ το ‘90, μια από τις κομβικές επιτυχίες για τον Cruise, ο οποίος σε εκείνο το σημείο τον πήρε στο πλευρό του.
‘The Firm’
O Cruise έφερε τον Towne ως σεναριογράφο στο ‘Firm’ τρία χρόνια μετά, έκανε παραγωγή της επόμενης ταινίας που σκηνοθέτησε, το ‘Without Limits’ το ‘98 και, κυριότερα, του εμπιστεύτηκε το Μεγάλο Franchise του. Ο Towne δούλεψε στο ‘Mission: Impossible’ του ‘96 έχοντας λίγο ως πολύ έναν ρόλο σουλουπώματος γύρω από ό,τι πέταγαν στον τοίχο ο De Palma μαζί με τον έτερο σεναριογράφο David Koepp (μέγας μπετατζής του Χόλιγουντ, τον οποίο ο De Palma έφερε μαζί του στο πρότζεκτ μετά τη συνεργασία του στο ‘Carlito’s Way’). Οι δυο τους δούλευαν την πλοκή, σε συνδυασμό φυσικά με τα set pieces που είχε σχεδιάσει ο De Palma όσο καιρό η ταινία δεν είχε καν σενάριο, ενώ ο Towne πρακτικά ανέλαβε να σχηματίσει δομή τριών πράξεων.
Σοκαριστικά, κάναν όλοι τους καλή δουλειά. Η ταινία στέκεται όρθια ακόμα και 22 χρόνια μετά, κι αν τεράστιο ποσοστό της επιτυχίας οφείλεται στη βιρτουοζιτέ του De Palma και στην σταρ περσόνα του Cruise, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός πως ακόμα και σε βασικό επίπεδο ιστορίας, η ταινία είναι αρκετά περίεργη, σχεδόν τολμηρή. Την εποχή της κυκλοφορίας της τα μέλη του καστ της κλασικής σειράς την είχαν μισήσει, δίχως εξαιρέσεις, και δεν είναι δύσκολο να δεις γιατί.
ΤΑ ΠΟΠ ΤΡΙΚ ΤΟΥ DE PALMA
Από το άνοιγμα κιόλας -λατρεύω το άνοιγμα- το φιλμ κάνει κάτι ενδιαφέρον. Ξεκινά στο cold open με αυτό που θα ήταν μια κλασική αποστολή της σειράς στην τελευταία πράξη ενός τυπικού επεισοδίου: Η ομάδα πείθει κάποιον για την αλήθεια μιας πλαστής πραγματικότητας χρησιμοποιώντας όλα τα κλασικά κολπάκια, ψεύτικα σκηνικά, μάσκες, περίπλοκα σενάρια πλάνης, ψυχολογική πίεση.
Είναι το πιο συχνό είδος επεισοδίου που συναντούσαμε στη σειρά. Ένα από τα καλύτερα δείγματα είναι το ‘Action!’ από την 1η σεζόν:
Από εκεί πέφτουμε στους τίτλους αρχής που είναι ίδιοι με της σειράς, απλά με νέα πρόσωπα, έτσι, στο χαλαρό, σα να ήταν πάντα εκεί. Η ταινία προϋποθέτει δηλαδή πως ο θεατής γνωρίζει τα πάντα από τη σειρά σε αρχετυπικό επίπεδο, και δεν ξοδεύει καθόλου χρόνο στο να μας συστήσει περαιτέρω οτιδήποτε. Όχι περισσότερο από όσο χρόνο παίρνει κι ένα τυπικό επεισόδιο, δηλαδή πρόσωπα, χαρακτηριστικά, σκελετός αποστολής, μια κασέτα αποστολής για τον Jim Phelps που σύντομα θα αυτοκαταστραφεί.
Τα μέλη της ομάδας είναι η Kristin Scott Thomas, η Emmanuelle Beart, ο Emilio Estevez και μια άγνωστη που δεν λέει λέξη στην ταινία. Ο Cruise κρατά για τον εαυτό του τον Κουλ Ρόλο της ομάδας (ο τύπος με τις μάσκες, ο Νίκολας) κατά κάποιο τρόπο συνδυασμένο με τον Δυναμικό Ρόλο (ο δυνατός alpha στρατιώτης, ο Μαξ). Αυτό θα πει franchise play, όχι αστεία.
Από την πρώτη κιόλας αποστολή, πριν πάει κατά διαόλου (με απολαυστικό τρόπο φυσικά, ας πούμε ο θάνατος του Estevez είναι ο κορυφαίος όλου του franchise), έχουν ήδη παίξει όλα τα τρικς- κατασκοπικά γυαλιά, μάσκες, αντιπερισπασμοί. Ο De Palma παίζει με σασπένς, με εναλλασσόμενη οπτική πρώτου προσώπου, pans, κυκλικά μοτίβα, με γερή χρήση της dutch angle:
Ήταν μια τέλεια ενδιάμεση εποχή όπου ένας auteur σαν αυτόν μπορούσε να πάρει ένα εν δυνάμει franchise και να το ανατινάξει με το καλημέρα, να του φερθεί ως παιχνιδότοπο των κινηματογραφικών του τρικ, καθορίζοντας εκείνος τι μπορεί να είναι – ή και δείχνοντας να μην τον νοιάζει καν; Πάντα βρίσκω συναρπαστική αυτή τη διασταύρωση auteur εμμονών με franchise ρεαλισμό, πώς οι φωνές των σκηνοθετών δένουν ή συγκρούονται με τις εμπορικές επιταγές- εξ ου και αυτή η σειρά κειμένων εξάλλου.
Η δουλειά του De Palma σε αυτή την ταινία υπογραμμίζει εξάλλου και αυτό που λέγαμε παραπάνω, για την επιθυμία του Cruise να δουλεύει με σημαντικούς δημιουργούς από τη στιγμή που κλήθηκε να διαχειριστεί την σταρ περσόνα του. Ακόμα και στο μεγάλο του action franchise, ήθελε στο τιμόνι να βρίσκεται ένας αληθινός σκηνοθέτης. Ο De Palma ήταν τέλεια επιλογή.
Όταν κυκλοφόρησε το ‘Femme Fatale’ το 2002, στην αποθεωτική του κριτική (με 4/4 αστεράκια) ο Roger Ebert υπερασπιζόμενος τον De Palma ως auteur, πως «μα δείτε το εύρος εδώ, και συλλογιστείτε πως αυτές οι ταινίες περιέχουν θησαυρούς για εκείνους που θαυμάζουν την τεχνική όσο και την ιστορία, που διαισθάνονται τη ευθυμία με την οποία ο De Palma μανουβράβει εικόνες και χαρακτήρες για την πολύ απλά χαρά του να είναι καλός σε αυτό. Δεν είναι απλά ότι κάποιες φορές δουλεύει με το στυλ του Hitchcock, αλλά ότι έχει το θράσος να το κάνει».
Σε αυτό το σημείο της καριέρας του ο De Palma σε καμία περίπτωση δεν έχει χάσει το άγγιγμά του, γυρίζει ακόμα -κάποιες- επιτυχίες όμως σίγουρα δεν βρίσκεται στο ζενίθ των δυνάμεών του όπως στα ‘80s, και ειδικά στο ξεκίνημα των ‘80s. Οπότε δεν είναι παράλογο που θέλησε να παίξει με μια τέτοιου είδους εμπορική παραγγελιά, πόσο μάλλον από τη στιγμή που έφερε σε αυτή τη διάθεση να την αντιμετωπίσει σαν ένα φαν θρίλερ που ούτως ή άλλως ο ίδιος θα γύριζε. Δείχνει ας πούμε τη σεκάνς της διάλυσης της ομάδας από την οπτική ενός φοβισμένου Phelps, ένα τέλειο τρικ για να στηριχτεί η μετέπειτα ανατροπή. Όλη η σκηνή της Πράγας είναι κίτρινη και μπλε, και με το αίμα το ωραίο το σιροπάτο να ρέει – κάτι που από την πρώτη στιγμή η ταινία μας έχει τονίσει πως δε σημαίνει τίποτα, γιατί είναι όλα μια άσκηση απάτης, ένα τρικ, ένα διασκεδαστικό παιχνίδι, απλά τώρα εμείς (κι ο Ethan) είμαστε τα θύματα.
SERIES FINALE ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Ο De Palma ξεκινά την ταινία παίρνοντας ως απολύτως δεδομένη τη σχέση του περιστασιακού θεατή με τη σειρά σε επίπεδο ονομάτων και ιδεών, ανοίγει με cold open μια οποιαδήποτε τρίτη πράξη ενός τυπικού επεισοδίου, ανατινάζει τα πάντα πριν το 20λεπτο αναπτύσσοντας το βασικό premise της ταινίας ως ένα series finale από την κόλαση, και όταν τελειώνει με όλα αυτά χρησιμοποιεί κάθε πιθανό σκηνοθετικό του τρικ στην υπηρεσία ενός ‘Mission: Impossible’ συνδυασμένου με ‘Φυγά’, φτιαγμένο ως heist movie, φιλμ νουάρ, βρετανικό ‘50s κατασκοπικό και Hitchcock-ποπ. Ο De Palma μιξάρει όλα τα κατασκοπικά είδη μαζί και ίσως αυτό κάπως να εξηγεί γιατί αυτή αυτό το ‘Mission: Impossible’ είναι μια από τις πιο εύκολα rewatchable ταινίες που γυρίστηκαν σε όλη τη διάρκεια των ‘90s.
Μερικοί λόγοι ακόμα:
*Κάτι περισσότερο πάνω στην μεγάλη ανατροπή και το ρόλο του Jim Phelps. Δεν αποτελεί έκπληξη φυσικά αλλά τα μέλη του κλασικού καστ που είδαν την ταινία ή υπήρξε ποτέ η ιδέα συμμετοχής τους, βρήκαν την όλη ιδέα του φιλμ αποκρουστική. Δεν έχω μιλήσει ποτέ μου με κανέναν τους για να ξέρω πώς όντως αντέδρασαν, όμως θυμάμαι για πάντα τη μητέρα μου, μια από τους εκατομμύρια casual θεατές που είχε ποτέ η σειρά στα χρόνια της ύπαρξής της, που έχοντας δει την ταινία πριν από εκείνην (σε μια ηλικία που ακόμα δεν έβλεπα συχνά ταινίες πριν από εκείνη) θυμάμαι να της λέω σοκαρισμένος, “ο Jim Phelps είναι ο κακός!” κι εκείνη να με κοιτάει σα να έχω χάψει τη μεγαλύτερη πρωταπριλιάτικη φάρσα, “τι λες παιδί μου που είναι ο Jim Phelps ο κακός”. Υποθέτω ήταν big deal για όλους μας. Η ταινία παίρνει τη σειρά ως δεδομένη και χτίζει σασπένς γύρω από αυτή τη γνώση.
(Και υπόσχομαι έχω γίνει καλύτερος με τα spoilers μεγαλώνοντας.)
*Η Vanessa Redgrave ως Max είναι αναίτια τέλειος κακός. Δεν είχε καμία δουλειά να είναι πίσω από όλα, ούτε να είναι τόσο chill για το όλο ζήτημα, σα να διασκεδάζει κι η ίδια τόσο πολύ την εκτεταμένη φάρσα της ταινίας. Είμαστε όλοι μας η Vanessa Redgrave.
*Φανταστική στιγμή: O Ethan, ένα όπλο, μια Βίβλιος και το ίντερνετ, έτος 1996. Ο Ethan στέλνει μέιλ σε όλους τους Max σε όλα τα γκρουπ στο usenet, τι μυθική εποχή για να είναι κανείς online.
*Δυο λόγια για τα υπόλοιπα παιδιά στο καστ. Ο Jean Reno είναι από τους ηθοποιούς που γράφουν τον χαρακτήρα τους μόνοι τους και μόνο λόγω της ύπαρξής τους στην οθόνη. Ξέρεις τα πάντα για τον ψιλο-λέρα τύπο που παίζει εδώ. Και η σκηνή που έχει το ποντίκι δίπλα στο κεφάλι του, στον αεραγωγό, είναι απλά η καλύτερη. Η Emmanuelle Beart είναι ξεκάθαρα προδότης από το πρώτο δευτερόλεπτο που την κοιτάζει η κάμερα. Κι ο Kittridge του Henry Czerny από τις πιο απολαυστικές douchebag φάτσες των ‘90s.
O TOM CRUISE ΤΡΕΧΕΙ
Ο Tom Cruise τρέχει.
Ο TOM CRUISE ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ STUNTS
«Ένα από τα απίστευτα πράγματα είναι ότι, ο Tom κάνει τα δικά του stunts!» Τόσο αγνό σχόλιο εν έτει 1996.
Φυσικά η ιδέα πως ο Cruise είναι ένας μανιακός που προτίθεται να σκοτωθεί την ώρα των γυρισμάτων για να διασκεδάσουμε εμείς, θα γινόταν σταδιακά στο πέρασμα των χρόνων το κυρίαρχο selling point του franchise. Και είμαστε εδώ για να το δούμε βήμα βήμα στην πορεία του αφιερώματος.
To αγαπημένο μου ‘ο Tom κάνει τα stunts του’ trivia αυτής της ταινίας είναι η σκηνή με το ενυδρείο που εκρήγνυται, την οποία ήθελε ο Cruise στην ταινία κι ο De Palma δοκίμασε να τη γυρίσει με stuntman αλλά δε του φαινόταν πειστική- αποφασίζοντας τελικά ότι πρέπει ο ίδιος ο Cruise να τη γυρίσει. Και τα υπόλοιπα, ως γνωστόν, είναι ιστορία.
ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
Οι τίτλοι αρχής είναι ένα από τα μεγαλύτερά μου φετίχ στο σινεμά αλλά ιδίως στην τηλεόραση- απεχθάνομαι το trend του παραγκωνισμού των credits (που υπήρχε ήδη πολύ πριν έρθει το Netflix και βάλει κανονική βόμβα) καθώς είναι ό,τι κοντινότερο σε κάρτα ταυτότητας έχει μια σειρά. Σε 30” σου λέει τι είναι, ποιοι είναι, πώς μοιάζει, τι vibe θέλει να σου μεταφέρει. Ένας από τους πολλούς λόγους που λατρεύω αυτό το franchise είναι η επιμονή του στο να παράγει μερικές από τις εντονότερες σεκάνς τίτλων αρχής, παραμένοντας πιστό στο πνεύμα του ορίτζιναλ που έτσι κι αλλιώς ήταν μια τελειότητα.
Για την ταινία του 1996 ο De Palma κρατά όλη τη δομή και την ενέργεια της σκηνής, με πρόσωπα της ομάδας και στιγμιότυπα της αποστολής να παρεμβάλλονται ανάμεσα στο φυτίλι που καίει (έστω κι αν δεν είναι συνεχιζόμενο, κάτι που με έναν απρόσμενα κυριολεκτικό τρόπο θα δούμε αργότερα στο franchise να συμβαίνει), και με δύο μέλη των U2 που δεν ήταν ο Bono να διασκευάζουν το εμβληματικό score του Lalo Schifrin στην προσωπικά αγαπημένη μου εκδοχή του theme κι από τις 6 ταινίες.
Φυσικά το μόνο όνομα που αναγράφεται σε όλη τη διάρκεια των τίτλων είναι του Tom Cruise.
ΟΙ ΣΚΗΝΕΣ ΔΡΑΣΗΣ
Αξίζουν το δικό τους χώρα οι σκηνές δράσης του franchise. Και δεν ήθελα να ξεχωρίσω καν μόνο μία από αυτή την ταινία επειδή είναι κι οι δύο iconic.
Από τη μία λοιπόν, σε αυτό που μάλλον θεωρείται (και μάλλον δίκαια) η signature σκηνή δράσης του franchise τουλάχιστον μέχρι την αναβίωση επί Brad Bird, έχουμε το heist στο Langley.
Η ομάδα πρέπει να εισβάλει στο αρχηγείο της CIA. Το heist κομμάτι της ταινίας είναι απόλαυση, και είναι ουσιαστικά και το σημείο που το όλο οικοδόμημα του φιλμ στέκεται όρθιο. Ειδικά με δεδομένη τη γνώση του πώς κατασκευάστηκε αυτή η ταινία, με μια αντίστροφη λειτουργία σεκάνς δράσης από τον De Palma γύρω από τις οποίες γράφτηκε ένα κάτι-σαν-σενάριο, ήταν πραγματικά σημαντικό το να λειτουργούν αυτές οι επιμέρους σεκάνς ως genre υπογραφές αλλά και ως αυτόνομα κομμάτια έντασης και δράματος.
Αυτή η σεκάνς μας παρουσιάζει ένα απόρθητο φρούριο και η ταινία, σίγουρη για τον εαυτό της, σε κάνει να περιμένεις, να αποζητάς το πόσο ανόητο θα σε κάνει να νιώθεις με το πόσο σαχλά, εφετίζδικα έξυπνη είναι. Ο De Palma πραγματοποιεί ένα από τα καλύτερα κλεψίματα/homage της καριέρας του επανατοποθετώντας τη διάσημη σκηνή από το ‘Topkapi’ του Jules Dassin στο Langley για απίστευτα αγωνιώδη, απίστευτα έντονη, απίστευτα ιδρωμένη σεκάνς όπου ο παραμικρός ήχος ή χρωματική αλλαγή σηματοδοτεί καταστροφή.
Ο Cruise με καλώδια στον αέρα να πληκτρολογεί στον πανάρχαιο υπολογιστή, δισκέτα στο στόμα; Iconic. Και το μαχαίρι που πέφτει την τέλεια στιγμή που αυτός ο κλώνος του John Hughes ανοίγει την πόρτα; Ξεφύσημα επικό.
Και μετά φυσικά περνάμε στην σκηνή του τρένου, όπου ο De Palma δένει μεταξύ τους ένα σωρό κινούμενα κομμάτια σε μια φανταστική επίδειξη δεξιοτεχνίας. Υπάρχει η Max με τον Luther που ζουν τη δική τους αόρατη μάχη με τα πρωτόλεια μηχανήματά τους, είναι φανταστικό. Υπάρχει το όλο drama με τον Phelps και την αποκάλυψη της αλήθειας. Η σκηνή της κλιμάκωσης είναι απλά ο Cruise να φοράει ένα ζευγάρι γυαλιά, πολύ αργά, με πολλή αυτοπεποίθηση, καθώς ο Phelps καταλαβαίνει τι πάει να συμβεί. Από τρικ σε τρικ.
Νωρίτερα, είναι εκπληκτικό το μοντάζ της αποκάλυψης της αλήθειας που καταλήγει σε ένα απλό, ψύχραιμο, «why, Jim». Ο Hunt νωρίτερα φαντάζεται τη Beart ως μοχθηρή femme fatale και απλώς αποφασίζει να αλλάξει την αφήγηση, διατηρώντας έτσι το μοτίβο της φάρσας που διατρέχει την ταινία. Ομάδες μέσα σε ομάδες μέσα σε ομάδες, μπλόφα μες στη μπλόφα μες στη μπλόφα, ένα απλό μα απολύτως αποτελεσματικό αφηγηματικό τρικ για την απόλαυση του θεατή.
Κι όλα αυτά έρχονται και ενώνονται στη διάρκεια μιας πολυ-σεκάνς δράσης, που ξεκινά με τον Reno να καταδιώκει τον Cruise στο τρένο κι εκείνον να δένει το ελικόπτερο στο τρένο και να το κατεβάζει ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ ενώ ο Cruise κάνει ακροβατικά, ο Phelps μοιάζει με κασκαντέρ μπροστά από green screen και την ίδια ώρα η Redgrave είναι μέσα, στο καθισματάκι της και χάνει το σήμα κι είναι σε φάση «ε γαμώτι!». Ο De Palma σπάει τόση πολλή πλάκα με όλο αυτό τον μηχανισμό αλλά με τέτοια σκηνή δράσης που έχει στήσει κερδίζει απολύτως το δικαίωμα. Γιατί κάνει πλάκα με το υλικό του ενώ σέβεται το θεατή και τους κώδικες του σινεμά δράσης.
Όταν σκάει το ελικόπτερο κι ο Cruise εκτινάσσεται στη μούρη του τρένου έχουμε θα έλεγε κανείς την επίσημη έναρξη του ένδοξου σερί κασκαντεριλικιών του στο franchise, με τον μεγαλύτερο σταρ του κόσμου να τινάζεται πάνω σε (ή πάνω από) κάθε λογής πράγματα. Λατρεύω αυτή τη στιγμή γιατί φαίνεται προφανώς το green screen, αλλά φαίνεται εξίσου πολύ και κάτι άλλο: Το πόσο αληθινή είναι η σκηνή για το σώμα του ήρωά της.
Νά’ναι καλά ο Tom Cruise, νά’ναι καλά ο Brian De Palma, νά’ναι καλά αυτό το franchise.
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ
John Woo, περιστέρια, Thandie Newton, σαφέστατα μικρότερο κείμενο. ‘Mission: Impossible 2’!
ΚΙ ΑΛΛO ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚO FRANCHISE