‘Mission: Impossible III’: Ethan Hunt εναντίον Philip Seymour Hoffman
Ενόψει της κυκλοφορίας του 6ου φιλμ, αυτό το καλοκαίρι κοιτάζουμε τις ταινίες ‘Mission: Impossible’, του Μόνου Καλού Franchise. Σήμερα, πάμε στο 2006 όταν ο JJ Abrams γύρισε το μεγαλύτερο επεισόδιο του 'Alias' στο σινεμά.
- 19 ΑΥΓ 2018
«Γνώριζα πως στις δύο πρώτες ταινίες, που τις είχαν γυρίσει ο Brian De Palma κι ο John Woo, τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα ήταν τόσο εμφανή. Δεν έχω ιδέα ποιο είναι το δικό μου στυλ, ή ακόμα κι αν έχω κάποιο. Πιθανότατα στερούμαι κάποιου στυλ. Αλλά ξέρω κοιτώντας αυτές τις σεκάνς πως ήθελα να μοιάζουν αληθινές και προσγειωμένες. Ήθελα να είναι αληθινές ως προς την ιστορία, και να σιγουρευτώ πως ακολουθώ τους χαρακτήρες όλες τις στιγμές. Έγινε καθαρό πολύ γρήγορα και ήταν μεγάλη ανακούφιση, πως υπήρχε μόνο ένας τρόπος να γυριστεί αυτή η ταινία, κι αυτός ήταν να το κάνω όσο πιο ειλικρινά γινόταν και μην προσπαθήσω να κάνω χαριτωμενιές.»
Είναι η πιο συχνή κατηγορία που θα δει κανείς να εκτοξεύεται απέναντι στον JJ Abrams και, ταυτόχρονα, σε αυτό το τρίτο μέρος της σειράς. Πως είναι ένας σκηνοθέτης ελάχιστα κινηματογραφικός και πως, σε ένα franchise γεμάτο στυλ και auteur ακροβατισμούς, η δική του ταινία είναι η πιο φτηνή, η πιο εύκολη. Σήμερα θα δούμε γιατί αυτές οι κατηγορίες είναι ολόσωστες και ολότελα άστοχες την ίδια στιγμή, και πώς ο άνθρωπος που ταπεινά και ειλικρινέστατα δήλωσε πως «πιθανότατα στερούμαι κάποιου στυλ» μπροστά στη σύγκριση με τους σπουδαίους στυλίστες προκατόχους του, έσωσε το franchise.
PANIC PRODUCTION ROOM
Όπως κάθε ‘Mission: Impossible’, έτσι κι ετούτο ξεκινά με τον ίδιο τρόπο. Με τον Tom Cruise να θαυμάζει κάποιον σκηνοθέτη και να φαντάζεται πώς θα ήταν να ρισκάρει τη σωματική του ακεραιότητα για να γίνει κομμάτι κάποιας ταινίας του. Γύρω στο 2002 ο Cruise ήταν μεγάλος φαν του David Fincher και δεν τον αδικώ. Κι εγώ αν ήμουν ο μεγα-σταρ, uber-παραγωγός Tom Cruise και έβλεπα αυτό το πράγμα στο σινεμά, θα πέρναγα μια βδομάδα άυπνος προσπαθώντας να φανταστώ τι θα συνέβαινε αν έδινα σε αυτό τον σκηνοθέτη $150 εκατομμύρια και τη λευκή επιταγή να γυρίσει ό,τι ακροβατική περιπετειάρα μπορούσε να σκεφτεί:
Ο Fincher είναι από τους ελάχιστους εν ενεργεία σκηνοθέτες με τέτοια αίσθηση του χώρου και της κίνησης σε αυτόν. Ειδικά καθώς όλο και περισσότερες μεγάλες παραγωγές στηρίζονται σε εφέ και σε μια χωρικά ασαφή οπτική γεωγραφία, τεχνίτες σαν τον Fincher θα αρχίσουν να σπανίζουν. (Ξεφεύγω λίγο, αλλά για ιδέα του τι εννοώ μπορούμε να ανατρέξουμε στο πρόσφατο ‘Infinity War’ της Marvel. Είναι μια ταινία που διαδραματίζεται σε ό,τι περιβάλλον μας έχει συστήσει μέχρι σήμερα το Marvel Universe σε σχεδόν 20 ταινίες, αλλά παρακολουθώντας το νιώθεις πως κοιτάς δισδιάστατες πίστες του Street Fighter να έρχονται η μια μετά την άλλη.) Όπως και νά’χει, προσωπικά θα λάτρευα να δω τον Fincher να γυρίζει ξανά κάτι τόσο ευθύ και επίπεδο. Μια καθαρόαιμη ταινία δράσης από αυτόν θα ήταν ηδόνή.
Το ίδιο πίστευε τότε κι ο Tom, και ο Fincher παρά την προβληματική εμπειρία του με το ‘Alien 3’ (για το οποίο αναμφίβολα θα μιλήσουμε επίσης μια μέρα, ως μέρος ενός εξίσου συναρπαστικού franchise) δήλωνε πως αν η Paramount τους αφήσει να κάνουν έστω τα μισά από όσα θέλουν, το αποτέλεσμα θα ήταν ένα ενδιαφέρον φιλμ. Εν τέλει δεν τους άφησαν ή ίσως ο -διαβόητα δύσκολος και απαιτητικός τελειομανής- Fincher να μην ήθελε τελικά να συμβιβαστεί ξανά. «Το πρόβλημα με τις τρίτες ταινίες είναι πως οι άνθρωποι που τις χρηματοδοτούν είναι εξπέρ στο πώς πρέπει να φτιαχτούν και τι πρέπει να είναι», δηλώνει στο MTV. «Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που θα πει, ‘ας δούμε τις δύο προηγούμενες, βλέπω τι στοχεύετε’. Δεν θα με ακούσετε ποτέ να λέω, ‘ό,τι σου είναι πιο εύκολο’.»
Κάπως έτσι ο Fincher έφυγε και συνέχισε να μεταπηδά από το ένα πρότζεκτ στο άλλο μέχρι να γυρίσει το «Zodiac», ένα από τα πιο αγνά αριστουργήματα του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά, οπότε τι να πω, ναι, καλά κάνει ο άνθρωπος. (Αλλά εξακολουθώ να θέλω να τον δω να γυρνάει κάτι σαν το ‘Mission: Impossible’ μια μέρα.)
Ο Cruise στράφηκε τότε στην επόμενη επιλογή του, τον Joe Carnahan, ο οποίος πέρασε πάνω από ένα χρόνο στο πρότζεκτ. Ο Cruise είχε δει το ‘Narc’ του Carnahan και του άρεσε τόσο που το βοήθησε να πάρει διανομή, μετατρέποντας μια καταδικασμένη να χαθεί στα βιντεάδικα παραγωγή των $3 εκατομμυρίως σε indie χιτ της χρονιάς, και δίνοντας στον σκηνοθέτη τα κλειδιά του franchise του. Είναι εμφανές πως ο Tom ήθελε ο Joe να γίνει ο επόμενος ‘δικός του’, μετά από συνεργάτες σαν τον Robert Towne ή τον Cameron Crowe. Ο Carnahan συμφώνησε να αναλάβει την ταινία το Φλεβάρη του 2003 και άρχισε να αναπτύσσει το σενάριο με τον Dan Gilroy (μετέπειτα υποψήφιος Όσκαρ για το ‘Nightcrawler’).
H βερσιόν του Carnahan ακούγεται πολύ ενδιαφέρουσα, πολύ πιο μικρού βεληνεκούς, πολύ πιο σκοτεινή από ό,τι ήταν ως τότε αυτές οι ταινίες, με μπάτζετ στα 50 κι όχι στα 150. Συνεχίζοντας την περίεργη παράδοση του franchise, όπως ο John Woo δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση την ταινία του De Palma, έτσι κι ο Carnahan δεν γούσταρε καθόλου εκείνη του Woo, θεωρώντας την «παρωδία κατασκοπικής ταινίας». Η δική του εκδοχή θα ήταν μια ‘πανκ ροκ’ εκδοχή του ‘Mission: Impossible’, υποστηρίζει. «Θα κάναμε κάτι που θα ξέσκιζε την ταινία που τελικά γύρισαν; Απολύτως. Δε θα ντραπώ καν να το πω», λέει ο Carnahan.
Η ταινία που είχε στο μυαλό του, κοντά στο πνεύμα των ‘70s κατασκοπικών, θα αφορούσε την εκμετάλλευση της Αφρικής από ιδιωτικούς στρατούς, με τον Kenneth Branagh στον ρόλο του κακού, την Carrie-Anne Moss στον κεντρικό γυναικείο ρόλο, και τον Scarlett Johannson επίσης στο καστ. «Και είχαμε στεγνά τις δύο καλύτερες αποκαλύψεις με μάσκες στην ιστορία του franchise. Μάσκες που είχαν να κάνουν με τεράστιες εξελίξεις στην πλοκή. Δεν ήταν απλά καρτουνίστικα πράγματα.» Έξαλλος!
Μετά από μήνες προπαραγωγής, ένας παλιός μας γνώριμος προσελήφθη για να ξαναγράψει το σενάριο, καθώς ο Carnahan αρνείτο να συμβιβαστεί και να γιγαντώσει το εύρος της ταινίας. Ο παλιός γνώριμος είναι ο Robert Towne (ναι, ξανά εκεί στράφηκε ο Tom Cruise, ξεκάθαρα απεγνωσμένος πια) και οι πάντες λάτρεψαν αυτό που έγραψε. Οι πάντες, εκτός του Carnahan. «Το βρήκα κακό και ανέμπνευστο. Πίστευα πως ήταν ξανά τα ίδια. Αρχίσαμε να έχουμε φωναχτές διαφωνίες», θυμάται. Τελικά αποχώρησε από την ταινία με $40 εκατομμύρια να έχουν ήδη ξοδευτεί και το μόνο που είχε πρακτικά συμβεί ήταν δύο τεστ κάμερας. «Δεν ήθελα να ξοδέψω άλλον ένα χρόνο γυρίζοντας αυτή την ταινία.» Τελικά η όλη εμπειρία βοήθησε εκείνον να πάρει το θυμό του και την ιδέα του (για μια κατασκοπική ομάδα που την έχει αποκηρύξει η διεφθαρμένοι ηγεσία) και να την χρησιμοποιήσει για το «The A-Team» που ακολούθησε, το οποίο πρακτικά γεννήθηκε από τις στάχτες αυτού του, ας το πούμε, ‘Mission: Impossible 2.5’.
ETHAN HUNT, ΟΠΩΣ SYDNEY BRISTOW
O Cruise δεν τα έβαψε μαύρα. Έκανε ό,τι οι περισσότεροι από εμάς θα κάναμε εκεί γύρω στο 2002-2003 αν ερχόμασταν αντιμέτωποι με ένα τεράστιο πρόβλημα: έλιωσε σε μαραθώνιο με το ‘Alias’. Είδε 2 σεζόν -κι όσοι κι όσες είχαμε δει τότε εκείνη τη σειρά μονοκοπανιά δε θα ξεχάσουμε ποτέ πόσο έντονα εθιστική εμπειρία ήταν- και σκέφτηκε, σε απόλυτη αρμονία με την υποβόσκουσα ακόμα τότε τάση, «ουάο, θέλω το σινεμά μου να είναι σαν αυτή την τηλεόραση». (15 χρόνια μετά, οι μεγαλύτερες ταινίες της δεκαετίας και όλων των εποχών, είναι γυρισμένες από τον JJ Abrams, τα αδέρφια Russo και τον Joss Whedon, όλοι μεγαλωμένοι δημιουργικά στη μικρή οθόνη. Επειδή αν ο Tom Cruise δεν έβλεπε μπροστά δε θα ήταν ο Tom Cruise.)
Ο Cruise προσέφερε την ταινία στον Abrams, ο οποίος τότε τελείωνε τον πιλότο του ‘Lost’, ένα δίωρο που επρόκειτο να αλλάξει για πάντα την τηλεόραση.
Τέτοια ήταν η εμπιστοσύνη του Cruise στον Abrams, ο οποίος σημειωτέον δεν είχε σκηνοθετήσει ακόμα τότε σινεμά, που δέχθηκε να πάει την ταινία ένα χρόνο πίσω ώστε να εξυπηρετήσει το πρόγραμμα του. Ο Abrams τελείωσε τον πιλότο του ‘Lost’ και έπειτα αποχώρησε από τη σειρά μετά το 8ο επεισόδιο της 1ης σεζόν για να αναλάβει το ‘Mission: Impossible III’, αφήνοντάς τη στα χέρια των Cuse/Lindelof, έχοντας ήδη τοποθετήσει όμως τα κεντρικά του themes, περί απόντων πατεράδων, κουτιών μυστηρίου και όλα αυτά που θα χαρακτήριζαν τη σειρά σε όλη της τη διάρκεια ζωής.
To ντόμινο που ακολουθεί για τον Cruise είναι φοβερό και θα το αναφέρω επιγραμματικά απλά επειδή πρέπει (για λόγους context) και επειδή με διασκεδάζει. Πηγαίνοντας το ‘M:I-3’ πίσω ένα χρόνο (από το 2005 στο 2006), ο Cruise έχει ξαφνικά κενό στο πρόγραμμά του, το οποίο χρησιμοποιεί για να γυρίσει το ‘War of the Worlds’, τη δεύτερη συνεργασία με τον Spielberg. Την άνοιξη του ‘05, προμοτάροντας εκείνη την ταινία, συμβαίνει το εμβληματικό σκηνικό στον καναπέ της Oprah, που αλλάζει ανεπιστρεπτί την αφήγηση Cruise, ο οποίος εν μια νυκτί μετατρέπεται από hot συναρπαστικός μουρλός σε creepy σαλεμένος στην συνείδηση του κοινού.
Όπως πάντα συμβαίνει στις μαζικές μετατοπίσεις μιας αντίληψης, αυτό δεν επηρέασε τόσο πολύ το τρέχον πρότζεκτ του (η ταινία με τον Spielberg μια χαρά τα πήγε, κι ας μην ξανασυνεργάστηκαν ποτέ έκτοτε, μιας κι ο Spielberg ακούστηκε πως ξενέρωσε φουλ με την όλη κατάσταση), όσο το επόμενο. Δηλαδή, ένα χρόνο μετά, το ‘M:I-3’, ερχόμενο επιπλέον λίγους μήνες μετά ένα πιθανό σκάνδαλο λογοκρισίας του ‘South Park’ στο οποίο ενδεχομένως ενεπλάκη ο Cruise. (Ο ίδιος αρνείται κάθε γνώση.) Το νέο φιλμ εμπορικά κινήθηκε πολύ χαμηλότερα από τις προηγούμενες ταινίες της σειράς, ρισκάροντας το μέλλον. Από τον πίνακα του box office mojo, βλέπουμε πως αυτή η ταινία είναι η μικρότερη εμπορική επιτυχία όλου του franchise:
Γιατί διασώθηκε το franchise και, κατ’επέκταση, η καριέρα του Cruise; Επειδή ο JJ Abrams ξέρει. Γι’αυτό. Επειδή την ύστατη στιγμή, αποδείχθηκε πως ο Tom Cruise είχε εμπιστευτεί (ξανά) τον σωστό άνθρωπο.
Ο JJ έκανε μερικές πάρα πολύ σωστές κινήσεις που βοήθησαν την ταινία να λάβει απρόσμενη υποστήριξη από την κριτική της εποχής και από το κοινό (που εκείνο το καλοκαίρι γύρισε την πλάτη στον Cruise) να αντιμετωπίσει το φιλμ καλύτερα στη διάρκεια των επόμενων χρόνων. Καταρχάς με ευγενικό τρόπο πέταξε στα σκουπίδια ό,τι σενάριο είχε φτάσει να υπάρχει σε εκείνο το σημείο. «Όταν είδα το σενάριο που θα γύριζαν, όσο εξαιρετικό κι αν ήταν, ήξερα πως δεν ήταν μια ταινία που μπορούσα να δικαιώσω – απλώς επειδή δεν ήταν κάτι που με ενδιέφερε. Δεν ήταν η εκδοχή για την οποία θα μπορούσα να τους πω ‘Είμαι ο άνθρωπός σας για αυτό.’ Οπότε ήρθα σε μια άβολη κατάσταση επειδή μου δινόταν η ευκαιρία να γυρίσω αυτή την ταινία αλλά δεν ήθελα να σκηνοθετήσω την ταινία που σκόπευαν να κάνουν», έλεγε τότε ο Abrams. Είπε στον Cruise πως αυτό δεν ήταν για εκείνον, κι ο Cruise του απάντησε: «Τότε θα κάνουμε το δικό σου, και θα περιμένουμε ένα χρόνο».
Ο Abrams ενδιαφέρθηκε εξαρχής για μια διάσταση του franchise πιο προσγειωμένη και κεντραρισμένη στους χαρακτήρες, για τον Ethan Hunt ως άνθρωπο που γυρνά σπίτι και το πώς οι αποστολές τον επηρεάζουν ως άνθρωπο. «Ποιος είναι αυτός ο τύπος όταν η αποστολή τελειώνει και επιστρέφει σπίτι;». Ακούγεται τελείως βασικό, και είναι, και επίσης είναι ό,τι έπρεπε να είναι εκείνη τη στιγμή. Ο Ethan ως ερωτευμένος σύζυγος, ο Ethan ως σπιτονοικοκύρης που πετάγεται να φέρει πάγο για το πάρτυ, ο Ethan ως μέλος ομάδας όπου όλοι έχουν κάτι να κάνουν και κανείς δεν είναι προδότης. Ο JJ Abrams είδε μπροστά του τον Tom Cruise και αναρωτήθηκε, Εντάξει όλα αυτά τα ακροβατικά, αλλά εμένα με ενδιαφέρει να σε κινηματογραφήσω σαν άνθρωπο. Αυτό γκέλαρε περίεργα το καλοκαίρι του 2006, αλλά καθώς τα επόμενα χρόνια η δημόσια εικόνα του σταρ Cruise και τα πρότζεκτ του ηθοποιού Cruise βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο κάπου ανάμεσα στο αβέβαιο και το μέτριο, το ‘M:I-3’ άρχισε να απολαμβάνει μιας σταδιακής επανεκτίμησης, ως η περιπέτεια που είδε τον Tom (και τον Ethan) σαν ανθρώπους.
«Από την αρχή υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός για το είδος και για ιστορία πάνω στους χαρακτήρες», λέει ο JJ για τον Tom. «Πιστεύω σε σένα σαν σκηνοθέτη», λέει ο Tom για τον JJ. Γλυκό. Μάλιστα, επεκτείνεται, μιλώντας για την προσέγγιση της δράσης. «Δεν μιλούσαμε για τις σεκάνς δράσης», λέει ο σταρ-παραγωγός, σε μια στροφή 180 μοιρών από την προσέγγιση των δύο προηγούμενων ταινιών, που είναι διάσημες για το πώς ξεκινούσαν από τη δράση, σε αναζήτηση σχηματικού σεναρίου που να δένει τις σκηνές μεταξύ τους. «Η δράση είναι το τελευταίο πράγμα για το οποίο μιλήσαμε. Κάναμε μια συμφωνία να μη μιλήσουμε για τις σκηνές δράσης μέχρι να καταλήξουμε στο στόρι.»
Ταυτόχρονα, πέτυχε άλλη μια μεγάλη φλέβα. Ο Abrams δεν είμαι μεγάλος στυλίστας, και ο ίδιος είναι ο πρώτος που το παραδέχεται. Αυτό που είναι όμως, είναι ένας σκηνοθέτης-παραγωγός-σεναριογράφος με αλάνθαστο ένστικτο πάνω στο πώς να δώσει στο κοινό αυτό που θέλει, και στο πώς να γαργαλήσει τους θεατές αρκετά ώστε να θέλουν κι άλλο. Όχι με την ευρύτερη, παραδοσιακή, ‘σίκουελ σε μερικά χρόνια’ έννοια, αλλά με την αμεσότερη, ‘πού είναι η συνέχεια’ συνήθεια μιας τηλεοπτικής σειράς. Με σημείο έναρξης την ταινίας του Abrams, και υπό την σημαία της εταιρείας παραγωγής του, Bad Robot, το franchise ‘Mission: Impossible’ μεταλάσσεται σε αυτό το ακριβές σημείο, από showcase σκηνοθετικών υπογραφών σε με-τα-όλα-της κινηματογραφική σειρά, με συνέχεια στην πορεία των χαρακτήρων, με αναφορές, με απευθείας σίκουελ. Ο JJ Abrams είναι από τις επιδραστικότερες περσόνες στη μετάβαση του εμπορικού σινεμά σε big budget τηλεόραση, κι ο Tom Cruise, ηθελημένα ή όχι, το είδε αυτό εγκαίρως και τοποθέτησε όλη του την εμπιστοσύνη (και το μέλλον του franchise του) στο αφηγηματικό ένστικτο ενός τηλεοπτικού σκηνοθέτη χωρίς κινηματογραφική πείρα. Το αποτέλεσμα, ήταν η σειρά ταινιών του να γίνει κινηματογραφικό σίριαλ, σώζοντας έτσι ίσως και την καριέρα του.
Το ‘Mission: Impossible III’ είναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, το μεγαλύτερο και ακριβότερο επεισόδιο ‘Alias’ που γύρισε ποτέ ο JJ Abrams.
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ
Όπως και πολλά επεισόδια ‘Alias’, η ταινία ξεκινά in media res, με τον Ethan Hunt σε δεινή κατάσταση, ανήμπορο να αντιδράσει καθώς ο Owen Davian μετρά απειλητικά ως το 10. O Ethan περνά όλα τα στάδια, άρνηση, διαπραγμάτευση, οργή, αποδοχή μέχρι ο αγνώστων λοιπών στοιχείων (και αγνώστου φυσικά context) αντίπαλός του φτάσει στο 10, πυροβολήσει, οδηγώντας μας στους τίτλους αρχής.
Πολυδουλεμένο κόλπο, κι είναι ένα μόνο από τα πολλά που ο Abrams (παρέα με τους σεναριογράφους Alex Kurtzman και Roberto Orci, που έτρεχαν το ‘Alias’ μαζί του, φυσικά) κουβαλά εδώ από το οπλοστάσιό του στη μικρή οθόνη. Ένα άλλο πολύ εμφανές τέτοιο είναι το MacGuffin (ένας μηχανισμός δίχως περιεχόμενο ή σκοπό πέραν του να εξελίξει την πλοκή) το οποίο εδώ λαμβάνει οριακά μετα-αφηγηματική διάσταση. Το επικίνδυνο Λαγοπόδαρο που κυνηγά ο Ethan κι η ομάδα του δεν ξέρουμε τι είναι. Κανείς δεν ξέρει τι είναι, ούτε μαθαίνουμε. Οι χαρακτήρες μες στην ταινία σχολιάζουν διαρκώς το γεγονός πως δεν ξέρουμε τι είναι αυτή η απειλή, αναγνωρίζοντας κι οι ίδιοι πως είναι απλά πιόνια σε ένα κυνηγητό.
Ο Abrmas κι οι Kurtzman & Orci κρατούν αναλόγως κενό οτιδήποτε στην ταινία δεν αφορά τον ίδιο τον Ethan. Με πιο τρανό παράδειγμα φυσικά τον ίδιο του τον αντίπαλο, τον Owen Davian του θρυλικού Philip Seymour Hoffman. Ο Ethan του Tom Cruise είναι σε αυτή την ταινία ο πράκτορας της διπλανής πόρτας, ένας ‘αληθινός’ άνθρωπος με θέλω, με αισθήματα, με πληγές. Ο αντίπαλός του είναι μια ασαφής διαβολική φιγούρα, ένας απειλητικός καπνός για τον οποίον δεν ξέρουμε τίποτα, δεν έχει το παραμικρό εξιλεωτικό ή ανθρώπινο στοιχείο, δεν έχει καν ιδεολογία. Ο Davian είναι νιχιλισμός ενσαρκωμένος σε άνθρωπο. Ακόμα και τα τσιράκια του, όπως ο προδότης του Billy Crudup, έχουν -υποθετικά- την ιδεολογία τους, έστω κι αν αυτή είναι χρήμα για περισσότερο χρήμα, ισχύ για περισσότερη ισχύ. («Democracy wins.»)
O Devian δεν είναι τίποτα, δεν πιστεύει τίποτα, δεν θέλει τίποτα. Ο απολίτικος νιχιλισμός του τον κάνει τον απόλυτο villain των μεταβατικών ‘00s, μιας αυγής του 21ου αιώνα όπου κανείς δεν πιστεύει τίποτα. Εμφανίζεται στην πρώτη σκηνή της ταινίας -in media res- όπου ταιριαστά, δεν ξέρουμε τίποτα για αυτόν. Το κόλπο του Abrams είναι πως ποτέ δεν σκιαγραφείται περισσότερο από αυτό, παραμένοντας ως το τέλος της ταινίας μια ασαφής απειλή που περιβάλλει κάθε σεκάνς, ακόμα κι αν δεν εμφανίζεται. (Η πρώτη αυτή σκηνή είχε ήδη γυριστεί με το τσιράκι του Devian, που παίζει ο Eddie Marsan, να λέει αυτά τα λόγια. Μερικές βδομάδες γυρισμάτων μετά, ο Abrams άλλαξε γνώμη και έδωσε τις ατάκες στον Hoffman, γυρίζοντας ξανά τη σκηνή. Σωστή απόφαση.)
Σε όλα τα παραπάνω δεν προσδίδω απαραιτήτως πρόθεση στον Abrams, όμως πρόκειται για μια ακόμα περίπτωση όπου το ένστικτό του τον καθοδήγησε σωστά. Δίνοντας μάλιστα το ρόλο στον Philip Seymour Hoffman, ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών, του επέτρεψε να πατήσει γκάζι δίχως το παραμικρό περιοριστικό πλαίσιο. Ηθοποιοί με πιο hammy τάσεις θα ήταν καταστροφικοί σε έναν τόσο ισχνά γραμμένο ρόλο (φαντάζεστε τι θα έκανε ας πούμε ένας Jack Nicholson; Ή, για να συνδεθούμε με τα προηγούμενα, ο Kenneth Branagh; Θα ήταν σα να βλέπουμε τον Elmer Fudd να κυνηγάει τον Bugs Bunny) όμως ο Hoffman παίζει με μια ηλεκτρισμένης έντασης χαλαρότητα, σα να είναι θανατηφόρα απειλητικός όχι επειδή τον νοιάζει πολύ -πιθανότατα το έχει ξανακάνει άπειρες φορές εξάλλου- αλλά επειδή απλά είναι.
Μιλώντας κάποτε για το μελαγχολικό είδος μοναχικών χαρακτήρων για το οποίο έγινε πιο γνωστός, ο Hoffman είχε πει πως «νομίζω πως ο κόσμος συνδέεται με τους στεναχωρημένους ανθρώπους, αυτό νομίζω. Αυτοί οι χαρακτήρες είναι σε φέρνουν σε περισυλλογή. Προσφέρουν κάτι στον κόσμο που είναι ουσιώδες. Ενώ ο τύπος που παίζει στο ‘Mission: Impossible III’ είναι σε φάση, δεν θέλω να συναντήσω αυτόν τον τύπο. Δεν έχει τίποτα το συλλογιστικό.» Όταν είχε πεθάνει, είχα γράψει λίγα λόγια για τους τρεις αγαπημένους μου ρόλους του και ‘αυτός ο τύπος’ ήταν ανάμεσά τους: «Ο ρόλος του ήταν γραμμένος σαν σε χαρτοπετσέτα με στυλό που του τελείωνε το μελάνι. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί, αλλά είναι πάνω σε αυτό το κενό, σε αυτό το ουσιαστικό τίποτα, που ο Χόφμαν αφήνεται να αυτοσχεδιάσει από έναν σκηνοθέτη που μοιάζει απλώς να του έχει ζητήσει να “μοιάζει απειλητικός”. Ο Χόφμαν σε εκείνη την ταινία είναι τρομακτικός. Μοιάζει με τον νιχιλισμό μετουσιωμένο σε άνθρωπο. Είναι οργή και αγανάκτηση και παράλογη κακία, μέσα σε ένα βλέμμα.»
LIP READ FOR YOUR LEGACY
Ήταν του Cruise η ιδέα να διαβάζει ο Ethan χείλη στην πρώτη (μετά τους τίτλους αρχής) σκηνή της ταινίας, σε εκείνο το πάρτυ που ήταν στημένο βασικά για να μας θυμίσει με το καλημέρα πόσο γαμάτος είναι ο Ethan (και ο Tom), με τις φίλες της Julia να λένε πόσο θα τον παντρεύονταν και εκείνον να απαντάει «λίμνη Γουάνακα!» χαμογελαστός μέσα από την κουζίνα. Είναι όλες αυτές οι συγκεντρωμένες μικρές λεπτομέρειες που κάνουν την ταινία τόσο watchable, παιγμένες από τον Abrams με -και πάλι- μια λογική ρυθμού τηλεοπτικής περιπέτειας, όπου η δουλειά ενός επεισοδίου είναι να πείθει κάθε λεπτό που περνάει τον θεατή να μην αλλάξει κανάλι.
Το βλέπουμε σε κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας. Όλη η δράση είναι ασφυκτικά close-ups, lo-fi neon αισθητική και νευρικά cuts χωρίς ρυθμό ή χάρη ή αισθητικό context. Μια συνεχής κατασκευασμένη ένταση. Ο JJ δεν ξέρει πώς να είναι αξιομνημόνευτος σκηνοθέτης, πόσο μάλλον auteur, αλλά ξέρει πώς να το προσποιηθεί αρκετά ώστε να είναι καλές οι ταινίες. Πιο σημαντικά, είναι εκπληκτικός στο να τοποθετεί πράγματα εκεί που πρέπει να είναι (ή να μην τοποθετεί τίποτα εκεί που ΔΕΝ πρέπει να είναι, τα διάσημά του mystery boxes).
To είδαμε όταν καθόρισε τη σύγχρονη τηλεόραση του διαρκούς μυστηρίου, το είδαμε όταν έφερε το ‘Star Trek’ στον 21ο αιώνα, το είδαμε όταν έκανε το ‘Force Awakens’ τη 2η μεγαλύτερη ταινία όλων των εποχών γεννώντας μια νέα -ακόμα πιο γιγάντια- εποχή για το ‘Star Wars’ σύμπαν. Ο JJ Abrams περισσότερο από σκηνοθέτης είναι curator, ξέροντας τι είναι αυτό που κάνει ένα franchise να λειτουργεί.
Εν προκειμένω εδώ, ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο, άρρηκτα συνδεδεμένο με το brand ‘Mission: Impossible’: Οι ομάδες. Στις προηγούμενες ταινίες αυτό είτε απουσίαζε πλήρως (στην ταινία του Woo) είτε παρακολουθούσαμε μια αποδόμησή του πριν καλά-καλά δομηθεί στη μεγάλη οθόνη (De Palma). Ο Abrams υπήρξε θριαμβευτικά basic στην προσέγγισή του εδώ: O Ethan πρέπει να έχει ομάδα, όπως θα βλέπαμε σε ένα επεισόδιο της σειράς. Τα ονόματα των άλλων μελών είναι στους τίτλους αρχής, για πρώτη φορά. Όλοι έχουν κάτι να κάνουν. (H Maggie Q είχε δική της σκηνή μάχης στην πρώτη πράξη της ταινίας, στο δρόμο προς την πράκτορα Farris, αλλά δυστυχώς κόπηκε. Ντροπή.) Κι η αίσθηση συνέχεια που αποκτούμε ύστερα από τον εκτεταμένο πρόλογο με την αποτυχημένη επιχείρηση διάσωσης της πράκτορα Farris, υπονοεί έναν ολόκληρο κόσμο χαρακτήρων γύρω από τον Ethan.
Η δυναμική της ομάδας είναι κεντρική στην ταινία, ακόμα κι όταν οι Kurtzman & Orci το παρακάνουν με τους εξυπνακίστικα ‘κοιτάχτε πόσο άνετοι είμαστε μεταξύ μας’ διαλόγους. Ο JJ Abrams δεν είναι De Palma, όμως ξέρει πώς να στήσει μια σεκάνς όπου κάθε μέλος της ομάδας κρατά ένα απαραίτητο ρόλο για να πετύχει το σχέδιο κι έχει μέσα μάσκες, παιχνίδι ταυτοτήτων και εκρήξεις.
Η σκηνή στο Βατικανό είναι σκέτη απόλαυση, από την παρεξήγηση με τους Ιταλούς οδηγούς έξω από τα τείχη (οι οποίοι, ξεκαρδιστικά, χαιρετούν εγκάρδια στο τέλος ενώ λίγο πριν έβριζαν με όλη τους την ψυχή) μέχρι φυσικά το εκπληκτικό κομμάτι με τον διπλό Hoffman στην τουαλέτα. Ο HuntHoffman να εμφανίζεται σιωπηλά στον καθρέφτη πίσω από τον DavianHoffman, η κάρτα με τις φράσεις-κλειδιά, το βήξιμο των 30” και το glitch στην πρώτη λέξη που βγαίνει από το στόμα του Hunt. Όλο τέλειο.
Και να γιατί είναι τέλειο αυτό το franchise. Γιατί ο JJ Abrams φυσικά και δεν είναι De Palma, αλλά εδώ έχουμε και τον De Palma και τον JJ Abrams. Και, κυρίως, τον Philip Seymour Hoffman σε σωματική μάχη με τον Tom Cruise, ο οποίος τον δέρνει με τους αγκώνες του. Μεγάλες στιγμές για κάθε εμπλεκόμενο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
Μερικές τυχαίες ακόμα σημειώσεις που κράταγα βλέποντας την ταινία, επειδή αυτό το κείμενο δε θα τελειώσει ποτέ: (Είναι Κυριακή 19 Αυγούστου, το ξέρω πως δεν έχετε τίποτα να κάνετε.)
* Θα προσπαθήσω να προσπεράσω τις περισσότερες φορές που απλώς έχω γράψει “JJ GETS IT” υπογραμμισμένο (σε ένα σημείο έχω γράψει με κεφαλαία και με κενά ανάμεσα σε κάθε γράμμα: E N J O Y A B L E S H I T).
* Λατρεύω το σημείο στο τέλος της σκηνής του πάρτυ με τον Ethan να πετάει τον πάγο. Κανείς δε θα το έβαζε στην ταινία. Ο Ethan λέει σαν δικαιολογία πως τελείωσε ο πάγος και πρέπει να φύγει για να συναντήσει τον Crudup, όμως γιατί τον βλέπουμε να αδειάζει τον πάγο στον κήπο σε ένα πλάνο ενός δευτερολέπτου; Ο Tom κι ο JJ λατρεύουν τη σκηνή επίσης.
* Το κομμάτι της ταινίας με τη διάσωση της Farris είναι από τα λιγοστά πράγματα που έχουν απομείνει από το draft που σκόπευε να γυρίσει ο Carnahan, κάτι που εξηγεί και τον σαφώς πιο σκοτεινό τόνο. Σε μια αρχική εκδοχή της σκηνής του θανάτου της μάλιστα το μάτι της σκάει και πιτσιλάει τον Hunt με αίμα. JJ ηρέμησε λίγο.
* Μιας και πιάσαμε τη Farris να πούμε ότι η Keri Russell εδώ δίνει την καλύτερη ερμηνεία όλου του franchise, ναι; Είναι θεά και χάρηκα που ο JJ την έφερε μαζί του στο σινεμά από την πρώτη του ταινία. (Τώρα, μετά το ‘Americans’, της έχει ρόλο και στο νέο του “Star Wars‘.) Η Keri φυσικά είχε γίνει γνωστή από το “Felicity‘, την κολεγιακή δραμεντί που ήταν ήταν η πρώτη τηλεοπτική δημιουργία του Abrams, και στην πρώτη πράξη του ‘Mission: Impossible III’ καλείται να παίξει κάτι σαν σκοτεινή Sydney Bristow στο τέλος της διαδρομής της. Ένα μικρό JJ-verse. (Μέχρι κι ο υποχρεωτικός Greg Grunberg υπάρχει στη σκηνή του πάρτυ, ενώ φυσικά ο Michael Giacchino δίνει πόνο στα strings κάνοντας κι εκείνος τη μετάβαση από τη μικρή οθόνη στη μεγάλη όπου τώρα είναι πρώτο όνομα.)
* Μιλώντας για ‘Alias’, θυμάμαι να ενθουσιάζομαι με την ανακοίνωση του Abrams για αυτή την ταινία επειδή ανέκαθεν τον θυμάμαι να είναι επηρεασμένος από τη σειρά ‘Mission: Impossible’. Τα διαρκή ψευδοσενάρια εξαπάτησης που στήνουν μεταξύ τους οι ήρωες του ‘Alias’ πάντα είχαν κάτι από αυτό το vibe, ενώ το αποκορύφωμα ήταν στο φινάλε της 3ης σεζόν, όταν η Lauren (της Melissa George) κυριολεκτικά φοράει μάσκα προσποιούμενη πως είναι η Sydney Bristow. Δεν βρίσκω βίντεο, αλλά βρήκα αυτά τα screenshots:
* «It’s unacceptable that chocolate makes you fat». Δεν ατάκα του Laurence Fishburne στην ταινία που να είναι μην απολαμβάνει κάθε της συλλαβή, είναι φανταστικός.
* Στο ίδιο πλαίσιο με την ανάπτυξη ομάδας και περιβάλλοντος για τον Ethan παράλληλα με τον εξανθρωπισμό του, ο Abrams αφιερώνει μπόλικο χρόνο και στην εσωτερική δομή της IMF. Το μεσαίο κομμάτι της ταινίας είναι πραγματικά αφοσιωμένο στη γραφειοκρατία της οργάνωσης. Είναι λίγο αστείο αλλά έχει ενδιαφέρον επειδή ο Fishburne είναι φανταστικός, ο Crudup είναι τέλεια νυφίτσα κι ο Simon Pegg σαν νέο entry στη σειρά είναι ιδανικό casting.
* Οι δύο καλύτερες σκηνές του Crudup. Όταν βοηθάει τον Hunt αφήνοντάς τον να διαβάζει τα χείλη του, και την ίδια ώρα για τα μάτια του κόσμου λέει κάτι απίστευτες γενικότητες, «μακάρι…. Να μπορούσα… Ethan…. Είμαι τόσο… απογοητευμένος….», making shit up, σαν μεταγλωτιστής καρτούν που πραγματικά θέλει να τελειώνει τη σκηνή για να πάει να αράξει σπίτι του. Κι η δεύτερη, όταν κάθεται μπροστά στον Hunt στη Σαγκάη λέγοντας «It’s complicated». Τέλεια αποκάλυψη προφανούς ανατροπής.
* Μπαίνοντας στο Βατικανό και πέφτοντας από τη μέσα πλευρά, ο Cruise συνεχίζει την παράδοση του franchise στο να φτάνει μια τρίχα από το έδαφος σε πτώση.
* Όλη η τελευταία σεκάνς είναι πολύ δυνατή. Ο θάνατος του Devian είναι κάπως απογοητευτικός βέβαια (και το παπούτσι που πετάγεται όταν τον χτυπάει η νταλίκα, ΟΚ, όταν έλεγα παραπάνω πως είναι σα να βλέπουμε Elmer Fudd εναντίον Bugs Bunny δεν το εννοούσα τόσο κυριολεκτικά) όμως σε όλη τη διάρκεια έχουμε απολαυστικά έντονο Tom Cruise («DON’T YOU TOUCH HER»), έχουμε την τέλεια σκηνή που ο Ethan μαθαίνει στην Julia τα βασικά την ώρα που κάνει McGyver για να μπορέσει να ‘πεθάνει’ (κάθε μεγάλος ήρωας της ποπ κουλτούρας πρέπει να πεθάνει έστω μια φορά), την σταματάει λίγο πριν του ψήσει τον εγκέφαλο για να της I love you, κι εδώ ο Abrams βρίσκει έναν καλό τρόπο για να εισάγει έτσι και τη Julia στη δράση. Δίνοντάς της, την ώρα που ο Ethan είναι ‘νεκρός’ την τελευταία ηρωική στιγμή της ταινίας όπως και το τελευταίο kill. «You did that?»
* Ένα τελευταίο JJ-verse note πριν κλείσω αυτό το ατελείωτο κείμενο: Jack και Charlie στο ‘Lost’, όπως Julia και Ethan εδώ.
O TOM CRUISE ΤΡΕΧΕΙ
Το αγαπημένο μου τρέξιμο στην καριέρα του Tom Cruise. Ο JJ Abrams θα έπρεπε να έχει κερδίσει βραβείο Peabody για αυτό το τρέξιμο.
Ο TOM CRUISE ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ STUNTS
O λόγος στον JJ Abrams για να μας πει για το stunt της αγαπημένης σκηνής στη γέφυρα. Επειδή δεν ξέρω εσείς πότε ψηθήκατε για αυτή την ταινία, εγώ πάντως ψήθηκα 100% όταν είδα στο τρέιλερ τον Tom Cruise να σκάει πάνω στο αμάξι όταν γίνεται έκρηξη πίσω του.
«Ο Tom δεν κάνει απλά ένα stunt, ερμηνεύει μια σκηνή. Οπότε αν δεις τη σκηνή όπου πέφτει πάνω στο αμάξι, δεν είναι σπουδαίο επειδή τρέχει και πέφτει πάνω στο αμάξι, είναι σπουδαίο επειδή αν προσέξεις το πρόσωπό του, αν προσέξεις πώς τρέχει με τόσο απόλυτο φόβο, πουλάει την ιδέα πως ένας πύραυλος πρόκειται κυριολεκτικά να διαλύσει το αμάξι. Όταν πέφτει στο αμάξι, η ερμηνεία του καθώς το χτυπάει και αμέσως μετά την επαφή, είναι ό,τι καλύτερο.»
«Είναι ένα τρομερό πράγμα να παρατηρείς, να βλέπεις αυτόν τον τύπο όχι μόνο να κάνει τα stunts αλλά να ξέρει το σώμα του αρκετά καλά ώστε να ξέρει πόσο ζέσταμα πρέπει να κάνει. Όποια κι αν είναι η πειθαρχία του, έκανε ο,τι έπρεπε ώστε να είναι σωματικά στο κορυφαίο του σημείο όταν έπρεπε να κάνει όποιο stunts έπρεπε να κάνει. Αλλά δεν το έπαιξε ποτέ ντίβα. Απλά ήθελε να κάνει καλή δουλειά και να προχωρήσουμε παρακάτω. Και το έκανε, κάθε μέρα.»
OI ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
Ναι. Η εκδοχή της 3ης ταινίας δεν έχει τα πρόσωπα (που είναι απαραίτητο κομμάτι) αλλά έχει τη μουσική, έχει κάτι σαν φυτίλι, βάζει για πρώτη φορά όλα τα ονόματα στους τίτλους μετά τον Cruise (δείγμα κι εδώ πως το star power του δεν είναι όσο ισχυρό ήταν στα ‘90s). Εδώ, όπως συμβολίζει κι αυτό το intro, η σειρά ταινιών γίνεται σειρά. Ο JJ κατανοεί απόλυτα το serialized storytelling και, καθόλου τυχαία, θα γινόταν μια κεντρική φιγούρα στη σταδιακή μετάβαση του εμπορικού σινεμά σε, βασικά, τηλεόραση. Και, στα του παρόντος, έβαλε τα θεμέλια ώστε να έρθουν στη συνέχεια καλύτεροι σκηνοθέτες για να συνδυάσουν auteurιστικά ακροβατικά με μια αίσθηση συνέχειας, που εκτόξευσε το franchise σε αυτό που είναι σήμερα.
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ
Λογικά το επόμενο κείμενο θα εκδοθεί κατευθείαν σε βιβλίο. Brad Bird και δεν είμαι καλά. Ίσως η καλύτερη ταινία της σειράς. ‘Mission Impossible – Ghost Protocol’!
ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ