REVIEWS

New Adventures In Hi-Fi 2.06: Οι Thee Oh Sees είναι το καλύτερο garage συμβόλαιο για έναν πετυχημένο μάνατζερ

Κάθε 15 ημέρες, το PopCode παρουσιάζει 5 άλμπουμ που πρέπει να γνωρίζεις.

Και να κάποιος που αντί να παίζει ρακέτες και να ανεβάζει σέλφι μέχρι και με φύκια, ξόδεψε σωστά το χρόνο του στην παραλία. Καλό χειμώνα λέμε τώρα; Έστω. Καλό χειμώνα!

Thee Oh Sees – A Weird Exits (Castleface Records)

Κάθε φορά που ακούω ένα καινούργιο άλμπουμ τους σκέφτομαι ότι ο John Dwyer είναι μεγαλύτερο ταλέντο από τον Ty Segall, αλλά πάντα συμβαίνει και το αντίστροφο. Βάζω τον Ty ως μέτρο σύγκρισης γιατί είναι ο μοναδικός που έχει τόσο τακτική παρουσία στη δισκογραφία και αντίστοιχη αναγνώριση. Στην τελική είναι φίλοι μεταξύ τους και επίσης ο κοινός τους θεός είναι ο Billy Childish των Thee Headcoates. Θα μπορούσα να πω ότι ένα review γραμμένο 7-8 χρόνια πριν είναι αρκετό για να περιγράφει κάθε δίσκο τους από τότε. Και όσο κι αν αυτό είναι κοντά στην πραγματικότητα, άλλο τόσο απέχει.

Κι ενώ ο Ty συνεχώς παλιμπαιδίζει (λες και πρόλαβε δηλαδή να μεγαλώσει, 29 χρονών είναι, αλλά λέμε τώρα), οι Thee Oh Sees δείχνουν συνεχώς σημάδια ωρίμανσης, με τον Dwyer να έχει πια σταματήσει τα speed που κατάπινε (κάνα μισαδάκι λέει με συνταγή γιατρού!) και τη μπάντα να βιώνει μια αγωνιώδη πλευρά της punk ψυχεδέλειας της. Μια πλευρά που βρίσκει περισσότερο χρόνο ηρεμίας (“Crawl out from the fall out”, “The Axis”) και instrumental περισυλλογής (“Jammed entrance”, “Unwrap the fiend pt.2”). Ανακατάταξη πάλι. Μέσα στα 3 καλύτερα τους.

 

Exploded View – Exploded View (Sacred Bones)

Άργησα να συμπεριλάβω κυκλοφορία της Sacred Bones στη στήλη και είμαστε ήδη στο vol.06. Ντροπή. Δεν φαντάζομαι να δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα τα τσακάλια της εταιρίας πριν τους υπογράψουν. Είναι κομμένοι και ραμμένοι για την ηχοταυτότητα τους.

Είναι σα να βρίσκεσαι σπίτι σου. Εμπνέουν εμπιστοσύνη γιατί ακούγονται σα να παίζουν ζωντανά μπροστά σου και ακούγονται σα να παίζουν ζωντανά μπροστά σου γιατί όντως ηχογράφησαν το άλμπουμ τους ζωντανά στο στούντιο, χωρίς overdubs, με ένα take για κάθε κομμάτι (πράγμα που μειώνει σοβαρά τις πιθανότητες να είναι φόλα ένα live τους). Στην ουσία είναι η μπάντα της Anika Henderson που είχε βγάλει ένα νταμπόμορφο άμλπουμ στην Invada Records του Geoff Barrow των Portishead και των BEAK>. Τώρα έχει περάσει στα χέρια της Stones Throw όπου συνεχίζει τη σόλο δουλειά της (αυτή η ΒΙΝΤΕΑΡΑ είναι ρώσικος ρεαλισμός) και ετοιμάζει ένα ακόμη προσωπικό δίσκο.

Σ’ αυτό το ντεμπούτο με τους τρεις φίλους της, παίζει μια kraut παραλλαγή του post punk των Gang Of Four με τύμπανα που θυμίζουν αρκετά το Third των Portishead και την Anika στα φωνητικά να κολλάει τη ρετσινιά της Nico με τη μαστούρικη υποτονικότητα της.

 

Ryley Walker – Golden Sings That Have Been Sung (Dead Oceans)

Ο Ryley Walker για καλή του τύχη έχει ξεπεράσει το σημείο αφάνειας που δεν ξεπέρασε ποτέ δυστυχώς ο Nick Castro, ας πούμε για να το φέρουμε σε σύγχρονα μέτρα. Παίζει ένα παλαιωμένο είδος φολκ που όμως αποκτά όλο και μεγαλύτερο κοινό τα τελευταία χρόνια χάρη και σε άλλους εκπροσώπους του, σαν τον Steve Gunn ή τον νεκραναστημένο Bill Fay (αν και νομίζω ότι κι ο γκαντέμης ο Llewyn Davis έχει βοηθήσει κάπως). Φέτος τον βοηθούν δύο πράγματα. Πρώτον το γεγονός ότι ξεκόλλησε από τους πολλούς αυτοσχεδιασμούς και παίζει πιο οργανωμένα με δομές και φόρμες. Στο τέταρτο άλμπουμ του έχει αφήσει την ατελείωτη πάρλα με την ακουστική του κιθάρα, που όπως ίδιος λέει σε συνέντευξη του στο Uncut, αισθάνεται απατεώνας γιατί δεν είναι και τόσο καλός. Δεύτερον και για μένα ακόμη σημαντικότερο, είναι πως τον ανέλαβε ο Leroy Bach στο στούντιο, πρώην μέλος των Wilco, της καλύτερης μπάντας στον κόσμο (δεν το λέω εγώ! ο Walker το λέει στην ίδια συνέντευξη).

Υπεράχρηστη Πληροφορία: Περίπου μια φορά το μήνα πάει σε νυχάδικο και βάζει ακριλικά νύχια γιατί του αρέσει ο ήχος που βγάζουν στην κιθάρα.

Άχρηστη Πληροφορία 1: Το προηγούμενο άλμπουμ του, Primrose Green, πήρε το όνομα του από ένα κοκτέιλ που επινόησε αυτός με τους φίλους του και το οποίο δεν προτείνει σε κανέναν.

Άχρηστη Πληροφορία 2: Πριν ξεκινήσει να παίζει αυτή την υπέργλυκια σαν απογευματινή δροσούλα την άνοιξη μουσική, ήταν σε κακές punk μπάντες.

 

Olof Melander – The Path (Project: Mooncircle)

Ήμουν έτοιμος να αρχίσω να γράφω για το καινούργιο του Elusive, όταν κατά την ακρόαση μου ήρθε κατευθείαν ο Melander στο μυαλό. Τον είχα ακούσει κάπου στο χειμώνα και σκέφτομαι ότι κρίμα θα είναι να πάει άκλαυτος. Σαν γόνος του χαοτικού Flying Lotus, μόνο που ο Σουηδός κάπως τιθασεύει αυτό το χάος, εκεί που ο Flying Lotus το αφήνει ελεύθερο να κάνει κουμάντο. Σπουδαγμένος με δημιουργική μουσική τεχνολογία στην Αγγλία (ε ρε τι πουλάνε στον κόσμο) και μεγαλωμένος με τις καλύτερες τροφές της σχολής, hip-hop, free-jazz, dub, ηλεκτρονική μουσική, δίνει εδώ το πρώτο του επίσημο δείγμα. Με μικρές ηχητικές λεπτομέρειες που είναι σωριασμένες με μαθηματική ακρίβεια (και αναρχία) στα 15 κομμάτια του The Path, πάνω σε abstract (αρ)ρυθμούς και δυσανάγνωστες μελωδίες, φτάνει το επίπεδο του Shlohmo του Bad Vides. Η δύναμη αυτής τη μουσικής βρίσκεται στο σχεδόν μυστικιστικό τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να ακούγεται σαν αποτέλεσμα οργανικής (όπως οργανική ύλη) δουλειάς. Σαν να έχει βασιστεί πάνω σε ήχους που παράγει η φύση και να γεφυρώνεται με τη αστική ατμόσφαιρα μέσω ενός laptop. Παίζει να μην έχω καταλάβει ούτε εγώ τι θέλω να πω. 

 

Pye Corner Audio – Stasis (GhostBox)

Ναι είναι άδικο. Πολύ άδικο. Κοτζάμ Martin Jenkins να αναφέρεται με αφορμή τη μουσική που έφτιαξαν 2 τυπάκια από το Τέξας. Μιλάω για τους S U R V I V E που μια χαρά τα πήγαν κάνοντας τη μουσική του ‘Stranger Things’, αλλά δεν φτάνουν τον Jenkins ούτε με κωλοφτιαγμένη DeLorean. Ωστόσο, είναι το καταλληλότερο timing να μιλήσω για αυτό του το project (έχω ήδη πει για το άλλο του, Head Technician). Κι όσο κι αν ο Carpenter ξινίζει τα μούτρα του για τον Umberto και άλλους πιτσιρικάδες που νομίζουν ότι κάτι κάνουν, θα επωφεληθεί κι αυτός όπως και ο Pye Corner Audio, τώρα που ο κόσμος έχει ψηθεί με τα σίνθια των ‘80s και δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και ζόρισμα για να ακούσει νοσταλγία που μπορεί ούτε καν να έζησε.

Η GhostBox είναι από τις καλύτερες εταιρίες αυτού του ήχου και αυτό είναι το δεύτερο που κυκλοφορεί σ’ αυτήν ο Jenkins. Αν θες να έχεις μια πλήρη εικόνα όμως της δισκογραφίας του, τα Black Mill Tapes του (τέσσερα στο σύνολο) είναι η καλύτερη λύση. Το Stasis είναι ένα ακόμη κεφάλαιο SOS για τους φαν του είδους.

(όχι και τόσο) Άχρηστη Πληροφορία: O Simon Reynolds, μεγάλος βρετανός μουσικογραφιάς, έχει εκθειάσει την Ghost Box και μάλιστα έχει καθιερώσει τον όρο hauntology για να περιγράψει τη γενική αισθητική της εταιρίας. Αν έχεις όρεξη για διάβασμα, ορίστε.

 

ΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ NEW ADVENTURES IN HI-FI

vol.5: Michael Kiwanuka, Of Montreal, Wild Beasts, Head Technician
vol.4: Metronomy, Avalanches, Pantha du prince
vol.3: Neko Case, k.d. land, Laura Veirs
vol.2: Jake Bugg, Twin Shadow, Beth Orton
vol.1: James Blake, Twin Peaks, Anohni