New Adventures In Hi-Fi 2.13: Ο Weeknd δεν κατάφερε να σώσει την τιμή της pop για το 2016
- 3 ΔΕΚ 2016
Η πρώτη στήλη του Δεκέμβρη κατάφερε να μείνει αστόλιστη και να μην πέσει στις παγίδες των Χριστουγέννων, αν και μπήκα σε σοβαρό πειρασμό με το ‘Tis The Season του θαλασσόλυκου Jimmy Buffett. Μα έχει κομμάτι “All I want for Christmas is my two front teeth”!
The Weeknd – Starboy (XO)
Τον Weeknd που γνωρίσαμε με το Trilogy, δηλαδή μαζεμένα τα τρία πρώτα self-released άλμπουμ του, δεν θα τον ξαναδούμε πια. Η έξυπνη electro-soul του έχει αντικατασταθεί μόνιμα από το σύγχρονο r’n’b. Το Starboy δίνει την εντύπωση ότι φτιάχτηκε αποκλειστικά για να υπηρετήσει το συμβόλαιο του και το κοινό, όχι την τέχνη. Μουσική γυμναστηρίου, μπιτσόμπαρου στη Λευκάδα και «αναβαθμισμένου» smart με ηχοσύστημα δυο φορές το βάρος του. Είναι κλασσικό παράδειγμα pop δίσκου που θα μπορούσαμε να πάρουμε στα σοβαρά αν είχε τη μισή διάρκεια. Δηλαδή αν περιοριζόταν στα μισά κομμάτια του (ή αν ο Weeknd άκουγε μόνο τον μεγάλο Max Martin), αυτά που έχουν πραγματική έμπνευση, όπως το “Sidewalks” με τη συμμετοχή του Kendrick Lamar. Και νομίζω δεν είναι καθόλου τυχαίο που εδώ μέσα αξίζουν μόνο οι συνεργασίες (συν δύο ακόμα, “A lonely night” και “Die for you”). Σου λέει δεν θα κουβαλήσω εδώ πέρα κοτζάμ Daft Punk και Lana Del Rey για να χασομεράμε με bass, snares και vocoders. Το “I feel it coming” είναι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου που θα μπορούσε να βρίσκεται στο Random Access Memories των Γάλλων και δείχνει ότι η φλέβα δεν έχει στερέψει κι έχει ακόμα να βγάλει.
Thee Oh Sees – An Odd Entrances (Castle Face)
Είναι η δεύτερη κιόλας φορά για φέτος που αυτή η στήλη εξυμνεί αυτή τη μπαντάρα. Αλλά δεν γίνεται να μην ασχοληθώ. Με κάθε δίσκο τους εδώ και 10 χρόνια λέω αυτό είναι το καλύτερο τους. Και κάθε φορά είμαι και σίγουρος δηλαδή. Όπως τώρα. Αυτό είναι το ΚΑΛΥΤΕΡΟ τους! Όχι σοβαρά τώρα. Έχουν φτάσει σε άλλο επίπεδο, αλλά παράλληλα παραμένουν η ίδια ακριβώς ψυχεδελική garage μπάντα. Η μεταπτώσεις τους και οι αλλαγές τους είναι ταυτόχρονα ριζικές και επιδερμικές. Εδώ η ριζική αλλαγή είναι τα γκάζια που δεν υπάρχουν (εκτός μόνο από το “Unwarp the fiend, pt1”). Λες και τα ψυχωτικά punk ξεσπάσματα του μεγάλου John Dwyer γιατρεύτηκαν με τη σωστή αγωγή. Η επιδερμική αλλαγή είναι η γενικότερη ατμόσφαιρα και ο συνολικός ήχος που ενώ κρατάει τη βασική του μορφή, έχει ωστόσο αλλάξει τα χρώματα του. Το An Odd Entrances είναι η συνέχεια τους A Weird Exits. Η κατάσταση ολοένα και σοβαρεύει, με την καλύτερη των εννοιών, αλλά παράλληλα διατηρούν πάντα το χιούμορ τους (όπως στον τίτλο πχ που είναι σαν ανέκδοτο κατηγορίας ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ) και τα έξι κομμάτια του άλμπουμ παίζουν με αρκετά πειραματική και αυτοσχεδιαστική δομή. Ας σηκώσουμε πάλι τα ποτήρια να πιούμε στη μνήμη του Syd Barrett.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ
Συνέντευξη: Death in Vegas, η αναγέννηση
The Hidden Cameras – Home On Native Land (Outside Music)
Πολύ πριν ο Καναδάς χαρτογραφηθεί στα μουσικά μας μυαλά ως μια υπολογίσιμη δύναμη της indie rock (κάπου εκεί στο 2004 με τους Broken Social Scene, τους Arcade Fire, τους Black Mountain, τους New Pornographers, τους Dears) οι Hidden Cameras είχαν ήδη μπει στο χάρτη της indie pop με τη σοφιστικέ προσέγγιση τους. Και φυσικά με το θάρρος να επικοινωνήσουν ανοιχτά τη σεξουαλικότητα τους, χωρίς να κλαψουρίζουν γι’ αυτήν (βλέπε Antony, John Grant, παρόλο που τους λατρεύουμε εξίσου), αλλά με περηφάνια και χωρίς ίχνος γραφικότητας να διασκεδάζουν με τη ζωή τους. Και κάπου εδώ πρέπει όλο αυτό τρίτο πληθυντικό να πάει στον Joel Gibb που κάνει όλη τη δουλειά στα περισσότερα επίπεδα. Το Home On Native Land, είναι το canadiana άλμπουμ του, όπως ο ίδιος το ονόμασε μιας και είναι η δική του εκδοχή στην americana, που την ετοίμαζε εδώ και 10 χρόνια. Banjo, pedal steel και συμμετοχές από Ron Sexsmith, Feist, Rufus Wainwright, Neil Tennant (Pet Shop Boys) και η ακριβοθώρητη αδελφή της Catherine O’ Hara (ε βέβαια η μάνα του Kevin McCallister), Margaret O’ Hara.
C Duncan – The Midnight Sun (Fat Cat Records)
Το πρώτο άλμπουμ του Σκωτσέζου Chris Duncan, το περσινό Architect, του έδωσε μια υποψηφιότητα για Mercury Prize και συνεπώς την ώθηση που χρειαζόταν η αυτοπεποίθηση του για το καινούργιο The Midnight Sun. Εκεί που στο ντεμπούτο του ακούγαμε παραμυθένιους κιθαριστικούς Grizzly Bear και Fleet Foxes με μονοκλ και ρολόγια τσέπης, εδώ έχουμε μικρές σπιτικές pop συμφωνίες με χορωδιακά φωνητικά, σε ένα ήχο που ακούγεται πολύ πιο δικός του. Με πτυχίο σε σπουδές κλασσικής μουσικής, ηχογράφησε μόνος του και τα δύο του άλμπουμ στην κρεβατοκάμαρα του και μάλλον με τα καλοριφέρ στο φουλ, γι’ αυτό παρόλο που ακούμε μουσική από κάρτες ήχου και μνήμες ram, υπάρχει μια τόσο ζεστή ατμόσφαιρα. Η ακουστική παλέτα γίνεται κυρίως ηλεκτρονική (αλλά όχι χορευτική) και τα κομμάτια είναι σα να έχουν φτιαχτεί από μουσικόφιλους αγγέλους για να παίζουν στη reception στις πύλες του παραδείσου. Αυτό που δεν έχει ξεκαθαριστεί μέσα μου ακόμα, μετά από πολλές ακροάσεις, είναι η διάθεση του δίσκου. Δεν είναι blue mood, σίγουρα δεν είναι sunny day, αλλά είναι αυτό με το οποίο θες να ξυπνήσεις στο ζεστό σου πάπλωμα ενώ έξω πέφτουν μύτες από το κρύο.
Άχρηστη Πληροφορία: και τα δύο του εξώφυλλα τα έχει ζωγραφίσει ο ίδιος. Στο The Midnight Sun βλέπουμε τις σκάλες ακριβώς έξω από το διαμέρισμα του στη Γλασκώβη.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ
Βάλαμε όλα τα άλμπουμ των Pink Floyd στη σειρά
Black Marble – It’s Immaterial (Ghostly International)
Επιτέλους το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας που το ’12 έβγαλε ένα από τα σοβαρότερα άλμπουμ της darkwave και synth-pop αναβίωσης. Οι Black Marble ήταν ένα νεοϋορκέζικο ντουέτο μέχρι τότε και το A Different Arrangement ήταν ένα αξιέπαινο ‘80s flashback. Τέσσερα χρόνια μετά, είναι πλέον η προσωπική υπόθεση του Chris Stewart, αφού ο φίλος του, Ty Kube, αποχώρησε. Αν δεν το είχα διαβάσει και άκουγα το δίσκο δεν θα καταλάβαινα ότι υπάρχει κάποιο κενό, γιατί απλά δεν υπάρχει. Διαφορές στον ήχο ναι, αλλά από αυτές που σηματοδοτούν εξέλιξή του. Όσα ακούγαμε στον πρώτο δίσκο είναι ακόμα εδώ (και οι New Order και οι Joy Division και οι Bauhaus) και μάλιστα βελτιωμένα. Οι συνθέσεις δείχνουν πιο δουλεμένες και πιο προσεγμένες στη λεπτομέρεια τους και συνολικά ακόμα πιο σκοτεινές. Ο ίδιος ο Stewart αποκαλεί τους Black Marble bedroom synth project και φαντάζεται αυτούς που ακούν τους δίσκους του «να κάθονται στην κρεβατοκάμαρα τους, σε κάποιο άδειο προάστιο και να ξεφυλλίζουν την επετηρίδα». Παραδέχομαι πάντως ότι περίμενα κάνα τρίμηνο πριν το συμπεριλάβω εδώ, έτσι για να παγώσει λίγο ο καιρός και να κουμπώσει καλύτερα.
ΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ NEW ADVENTURES IN HI-FI