To Nomadland είναι -εκ των πραγμάτων- η ταινία της χρονιάς
- 1 ΜΑΡ 2021
Η Φερν, η χήρα που υποδύεται η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, πιάνει μια εποχική δουλειά σε ένα εργοστάσιο της amazon («είμαι πολύ ευχαριστημένη, τα λεφτά είναι καλά») όμως δεν υπάρχει τίποτα μόνιμο εκεί πια, ούτε καν η ίδι η πόλη. Δίχως σπίτι, μια αληθινή νομάδα, η Φερν ετοιμάζει το βαν της, που για την ίδια είναι πια ένα αληθινό σπιτικό, και βγαίνει στο δρόμο ταξιδεύοντας μι ρημαγμένη χώρα, από περιοχή σε περιοχή.
Κάπου μεταξύ αλήθειας και fiction βρίσκεται και το ‘Nomadland’, με μεγάλο φυσικά αστερίσκο, ή ολόκληρο λαμπρό αστέρι για την ακρίβεια, την βραβευμένη με 2 Όσκαρ ΜακΝτόρμαντ στο κέντρο του φιλμ. Η ΜακΝτόρμαντ είναι υπέροχη στο ρόλο καταφέρνοντας να τρυπώσει σε έναν φυσικό κόσμο αφήνοντας πίσω την big star περσόνα της. Ακόμα και τα ερμηνευτικά της τικ, το ειρωνικό της βλέμμα, η ενέργεια ελατηρίου με την οποία συχνά αντιδρά, ο έξαφνα πομπώδης συναισθηματισμός που μπορεί πάντα και χτίζει ακόμα και από φαινομενική ακινησία– όλα αυτά βρίσκονται κι εδώ αλλά μοιάζουν σχεδόν σβηστά.Στη διαδρομή συναντά μια πλειάδα πολύχρωμων χαρακτήρων, στην πλειοψηφία τους ερμηνευμένους από μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Η ταινία βασίζεται εξάλλου σε ένα ομώνυμο non fiction βιβλίο του 2017, που καταγράφει τη νομαδική ζωή ανθρώπων που έμειναν πίσω από την αμερικάνικη κοινωνία μετά την Κρίση. Η Κλόι Τζάο, όπως και στην προηγούμενη ταινία της, το θαυμάσιο ‘Rider’, υφαίνει ένα πλέγμα αλήθειας και αμεσότητας βάζοντας ανθρώπους να παίζουν εκδοχές του εαυτού τους και παίζοντας σκηνικά που μπορεί κάπου, κάποτε, κάπως, να συνέβησαν στα αλήθεια.
Δεν θα πω αβίαστα, γιατί φαίνεται σα να προσπαθεί ενεργά να συγκρατήσει τα ένστικτά της, όμως το αποτέλεσμα είναι λειτουργικό: Όταν η ΜακΝτόρμαντ μοιράζεται σκηνές με κανονικούς ανθρώπους, μοιάζει με την Φερν, κι όχι με την ΜακΝτόρμαντ που υποδύεται τη Φερν. Μου θύμισε κάπως αυτό που κατάφερε ο Γουίλεμ Νταφόε στο ‘Florida Project’, άλλη μια ταινία ενός σκηνοθέτη που ζει και αναπνέει μες στον καθημερινό ρεαλισμό, κι άλλος ένας μεγάλος σταρ που δόθηκε τόσο ολοκληρωτικά σε ένα ρεαλιστικό όραμα που ξεχνάς ότι τους έχεις δει σε άλλες διάσημες φιξιόν ταινίες.
Το ‘Nomadland’ ακολουθεί τη Φερν μέσα από τις διάφορες στάσεις της, τη γνωριμία της με χαρακτήρες, με μικρές αυτοσχέδιες κοινότητες της ερήμου, όλο και πιο μακριά από έναν πολιτισμό διαλυμένο. Όπου βρεθεί συναντά απομεινάρια μιας καπιταλιστικής αποτυχίας, με το γιγάντιο λογότυπο της amazon να ανοίγει και κλείνει το φιλμ κοιτώντας απειλητικά από ψηλά- αλλά και ήρεμα, σα ηγεμόνας που δίχως άγχος επιβλέπει τους υποτελείς του γνωρίζοντας πως δεν απειλείται.
Ο φακός της Τζάο ακολουθεί αυτό το ταξίδι με υπομονή, φροντίδα και απαλότητα. Η εστίαση στους ανθρώπους που έμειναν πίσω είναι τόσο ολοκληρωτική που η ανθρωπιά που αποπνέει σε περιτυλίγει. Όχι απλά δεν βλέπει κανέναν και καμία τους ως καρικατούρα, αλλά μια τέτοια προσέγγιση είναι τόσο μακριά από το οπτικό της πεδίο που σχεδόν καταλήγει στο άλλο άκρο- οι ήρωές της είναι τόσο ευγενικές και σοφές φιγούρες που αν το ‘Nomadland’ πάσχει από κάτι είναι η απουσία της οποιασδήποτε αιχμής. Δεν υπάρχει θυμός, δεν υπάρχει αντίσταση. Δεν υπάρχει μια διαλυμένη εργατική τάξη, μόνο ζεν οντότητες που έχουν σχεδόν αφήσει πίσω τους τις επίγειες ανάγκες και περιορισμούς.
Υπάρχει τουλάχιστον πόνος και μια αποφασιστικότητα στην αναγκαιότητα της μετακίνησης- αν όχι μπροστά, τότε προς όπου είναι δυνατόν. Μιας και έτσι κι αλλιώς η Ήρεμη Δύση μοιάζει εδώ μια ερημιά στην οποία το Αμερικάνικο Όνειρο ήρθε όχι για να πεθάνει (αυτή η εκδοχή του Ονείρου τελικά δεν αφορούσε ποτέ αυτούς τους ανθρώπους) αλλά για να ξαποστάσει και για να ταξιδέψει λίγο παρακάτω. Σαν το σημείο του ορίζοντα στο οποίο ο υλικός κόσμος συναντά μια καθαρά πνευματική διάσταση πέρα από τα σωματικά δεσμά, αλλά που ακόμη στοιχειώνει αυτόν τον κόσμο μας.
Η Κλόι Τζάο γεννήθηκε στην Κίνα και μεγάλωσε στο Λονδίνο, όμως οι ταινίες της για την καρδιά της αμερικάνικης ενδοχώρας (από το σκληρό, όμορφο ντεμπούτο της ‘Τραγούδια που μου Έμαθαν τα Αδέρφια Μου’ ως το ‘Rider’ και τώρα το ‘Nomadland’) μιλούν με αποστομωτική ευθύτητα για την ξεθωριασμένη ταυτότητα και τη σχέση παράδοσης και παρόντος στη σημερινή Αμερική. Στο προ διετίας έξοχο φιλμ της ακολούθησε ένα στόρι προσωπικής οδύσσειας για έναν άντρα που χάνει αυτό που η παράδοση και το περιβάλλον του, τον έχουν μάθει πως καθορίζει αυτό που είναι- ένας ροντέο σταρ που δεν μπορεί πια να ιππεύσει.
Έγραφα πριν 2 χρόνια για το ‘Rider’ πως «η Τζάο χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς για να πει μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικό γεγονός (σε αμέτρητα πραγματικά γεγονότα;), δίνοντας στο φιλμ της μια ανεκτίμητη υφή αλήθειας και αμεσότητας. Η κάμερά της είναι υπομονετική, παγιδεύοντας στο κάδρο της τη φυσική ομορφιά ενός τοπίου ξεχασμένου, με μια χροιά μελαγχολικής απόγνωσης, σε ένα σιωπηλό θρίαμβο φόρμας και συναισθήματος». Είναι όλα παρατηρήσεις που αφορούν και το νέο της φιλμ.
Είμαι αυθεντικά περίεργος για το πώς οι αισθητικές και δημιουργικές της προσλαμβάνουσες θα εφαρμοστούν πάνω σε ένα loud στουντιακό δημιούργημα σαν το ‘Eternals’ της Marvel, όταν όλο το έργο της ως τώρα μοιάζει τόσο συνεπές και δεμένο. Όμως αυτό που είναι αδιαπραγμάτευτο είναι το ότι πλέον θα φτάσει εκεί από μια θέση μεγάλης δημιουργικής ισχύος. Όχι μόνο επειδή όλο και πιο εμφανώς σχηματίζει την προσωπική της υπογραφή, αλλά κι επειδή το industry βλέπει και αναγνωρίζει και επιβραβεύει την αναγκαιότητα ενός σινεμά σαν το δικό της.
Το ‘Nomadland’ τιμήθηκε με Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και με βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ του Τορόντο, ένα αχτύπητο combo βραβεύσεων που δείχνει απαρέγκλιτα προς το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (ό,τι μορφή μπορεί να έχουν τα φετινά Όσκαρ). Ήταν σχεδόν αποτέλεσμα προφητείας. Όλα τα Φεστιβάλ του φθινοπώρου ήθελαν αυτό το φιλμ, η Βενετία και το Τορόντο κυριολεκτικά μοιράστηκαν την παγκόσμια πρεμιέρα του, και καθώς όλο και περισσότερα βαριά χαρτιά απομακρύνονται από την διαλυμένη από την πανδημία σεζόν, το ‘Nomadland’ παρέμεινε εκεί, σαν φάρος.
Ένα χαμηλών τόνων, διακριτικό φιλμ, φτιαγμένο σχεδόν χειροποίητα από μια απολύτως αγνή δημιουργό με μια απολύτως αφοσιωμένη πρωταγωνίστρια, που κοιτάζει με ανθρωπιά και χωρίς προκατάληψη ένα ξεχασμένο κομμάτι της Δύσης μετά (αλλά και πριν!) την Κρίση. Δεν χρειάζεται να είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς (προσωπικά θεωρώ πως δεν είναι καν η καλύτερη ταινία της Τζάο), είναι όμως εκ των πραγμάτων η καθοριστική.