Ανδρέας Σιμόπουλος
ΘΕΑΤΡΟ

Ο Άρης Μπινιάρης έμαθε ζογκλερικά στον Πειραιά την εποχή των rave parties

Έμαθε το θέατρο στον δρόμο και σήμερα είναι ένας από τους πιο υπολογίσιμους σκηνοθέτες της γενιάς του. Φέτος, δίνει διπλό θεατρικό «παρών» στην αθηναϊκή σκηνή. Η αρχή έγινε με την επανάληψη του Ξύπνα Βασίλη.

Είναι ωραίο να βλέπεις ανθρώπους που πηγαίνουν κόντρα σε νόρμες, που ακολουθούν το πάθος τους, που δεν μετανιώνουν για επαγγελματικά λάθη, γιατί ακόμα και αυτά που έκαναν στην πορεία διαμόρφωσαν αυτό που είναι σήμερα, που δεν πιστεύουν σε αδιέξοδα σε πείσμα των καιρών, να πετυχαίνουν. Ο Άρης Μπινιάρης είναι μία τέτοια περίπτωση.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε θέατρο στον δρόμο και όχι σε δραματική σχολή. Έγινε πρώτα ζογκλέρ και μετά ηθοποιός και σκηνοθέτης, ανεβάζοντας παραστάσεις σε μεγάλες αθηναϊκές σκηνές, τα τελευταία χρόνια και στην Επίδαυρο.

Αγαπούσε από μικρός τη μουσική, την οποία βρήκε τον τρόπο να εντάξει τελικά μέσα στο θεατρικό του σύμπαν. Όπως ο ίδιος μου αναφέρει σε κάποιο σημείο της συζήτησης μας, μέσω αυτής «ο θεατής προσλαμβάνει κραδασμούς, παλμούς και μελωδίες που αντλούν από τη δραματουργία του έργου».

Άρης Μπινιάρης Ανδρέας Σιμόπουλος

Το 2011, έγινε το μεγάλο «μπαμ» στη διαδρομή του. Σκηνοθέτησε και πήρε μέρος ως ηθοποιός στην παράσταση Το θείο τραγί του Γ. Σκαρίμπα, αναδεικνύοντας το μυθιστόρημα με τη μορφή συναυλιακής θεατρικής αφήγησης, συνοδεία ζωντανής ροκ μουσικής. Έκτοτε, αυτή η φόρμα χαρακτηρίζει τις σκηνοθεσίες του, που είναι πάντα τολμηρές, δυναμικές και με την πολιτική σκέψη παρούσα. Είναι αυτή η φόρμα που τον έκανε να ξεχωρίσει και να θεωρείται σήμερα από τους καλύτερους σκηνοθέτες της γενιάς του. 

Μία τέτοια σκηνοθεσία είναι και η τελευταία του: στο Ξύπνα Βασίλη, τη διαχρονική σάτιρα του Δημήτρη Ψαθά που είναι γνωστή μέσα από την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη, ο Άρης Μπινιάρης καταθέτει μια ατμοσφαιρική παράσταση με 60s αισθητική και ζωντανή μουσική που αναδεικνύει και απογειώνει τις αρετές του έργου, αποκρυπτογραφεί το ιδιότυπο ύφος του συγγραφέα, που μιλά για τα «σοβαρά» μπλέκοντας το γέλιο με τον προβληματισμό και φωτίζει μοναδικά τη συνάφεια του κειμένου με το σήμερα.

Αυτή ήταν και η αφορμή για τη συνάντησή μας. Το Ξύπνα Βασίλη στο Θέατρο Ιλίσια είναι η μία από τις δύο παραστάσεις που ανεβάζει φέτος. Η άλλη, είναι Η Φάρμα των Ζώων που έρχεται στο Εθνικό Θέατρο στα μέσα Νοεμβρίου. Ο Άρης Μπινιάρης είναι έτοιμος για μία φιλόδοξη σεζόν και εμείς έτοιμοι να τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα. 

Από τον δρόμο στη θεατρική σκηνή

Άρης Μπινιάρης Ανδρέας Σιμόπουλος

Γυρίζει τον χρόνο πίσω και τον σταματά στον Πειραιά, σε μία από τις περιοχές που μεγάλωσε. «Ως παιδί έζησα σε διάφορες περιοχές, αλλά ο τόπος που με καθόρισε ήταν ο Πειραιάς. Εκεί πέρασα τα χρόνια της προ-εφηβείας και της εφηβείας και όλα όσα συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια είχαν μια γοητευτική επίδραση πάνω μου. Το βασικότερο ήταν η δημιουργία σχέσεων με κόσμο που λάτρευε τη μουσική. Η αγάπη μας για τη μουσική, διέτρεχε φλογερά εκείνα τα χρόνια, που λίγο- πολύ έμελλε να μας σημαδέψουν». 

Άκουγε τότε punk, rock, hip- hop, rave, trance, ρεμπέτικα, παραδοσιακές μουσικές διαφόρων λαών, μουσικές διαλογισμού. «Όλα αυτά δηλαδή που συνεχίζω να ακούω και σήμερα».

Τον ρωτώ πώς μπήκαν τα ζογκλερικά, οι ξυλοπόδαροι στη ζωή του. «Στις πλατείες του Πειραιά μαζί με πιτσιρικάδες που έκαναν skate, είχαν κάνει εκείνη την εποχή την εμφάνισή τους και τα ζογκλερικά. Ήταν η εποχή της rave μουσικής και ήταν σύνηθες στα πάρτι να βλέπεις κόσμο να παίζει. Από τα πάρτι, η τέχνη αυτή ήρθε στους δρόμους και τις πλατείες και κάπως έτσι ξεκινήσαμε. 

Αργότερα, μετά το λύκειο θέλησα να το συνεχίσω όλο αυτό επαγγελματικά. Δημιουργήσαμε λοιπόν με ηθοποιούς, ακροβάτες και ζογκλέρ μία ομάδα θεάτρου δρόμου και φτιάχναμε δικές μας παραστάσεις και θεάματα. Ήταν για μένα οι πρώτες μου σπουδές στο θέατρο».

Το πέρασμα από τον δρόμο στη σκηνή έγινε όταν «η γοητευτική διαδρομή αυτής της ομάδας», όπως μου αναφέρει, ολοκλήρωσε για εκείνον τον κύκλο της. «Είχα την ανάγκη να ασχοληθώ με την αρχαία τραγωδία και πιο συγκεκριμένα με την μουσικότητα που αναδεικνύεται από τα έργα αυτά. Έτσι, οι δύο πρώτες performances που σκηνοθέτησα ήταν η Αντιγόνη και μια πρώτη εκδοχή των Βακχών. Ήταν δύο performances-σπουδές στην αρχαία τραγωδία. 

Παράλληλα έπαιξα για λίγο, ως ηθοποιός, σε πολύ ωραίες παραστάσεις άλλων σκηνοθετών αλλά το καλλιτεχνικό μου στίγμα έμελλε να καθορίσει Το θείο τραγί του Γ. Σκαρίμπα που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2011 στο BIOS. Από εκείνο το σημείο ξεκινάει για μένα μια διαδρομή που φτάνει μέχρι σήμερα».

Άραγε φανταζόταν ποτέ ότι ο έφηβος ζογκλέρ τότε, θα είχε μία τέτοια πορεία σήμερα; Ότι θα εξελισσόταν σε έναν από τους πιο υπολογίσιμους σκηνοθέτες της γενιάς του με σκηνοθεσίες που φέρουν πάντα το προσωπικό του ύφος σε έργα μικρότερης κλίμακας στο Θέατρο Πορεία και το Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, μεταξύ άλλων μέχρι θεάματα μεγάλης κλίμακας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, στο Εθνικό Θέατρο και στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Νιώθει επιτυχημένος, ότι τα κατάφερε; «Ευτυχισμένος νιώθω», απαντά. «Ευτυχισμένος που τα πράγματα προχωρούν. Το συναίσθημα είναι κάτι στο οποίο μπορώ να επενδύσω καλύτερα από κάτι πιο σχετικό όπως η επιτυχία. Η επιτυχία είναι κάτι που επαναπροσδιορίζεται συνέχεια στις διάφορες φάσεις της ζωής μου και έχει να κάνει με προσωπικούς στόχους και προκλήσεις».

Το γεγονός ότι δεν σπούδασε σε δραματική σχολή, δεν τον έφερε αντιμέτωπο με την καχυποψία. «Περισσότερο χρειάστηκε ένα μικρό διάστημα ηθοποιοί που είχαν συνηθίσει σε άλλο είδους υποκριτικούς δρόμους, να συντονιστούν με ερμηνευτικούς κώδικες που έχουν επιρροές από τη μουσική πλευρά του θεάτρου».

Τον γοητεύει πολύ «ο θεατής να αντιλαμβάνεται την ιστορία που εκείνος αφηγείται, αλλά ταυτόχρονα να προσλαμβάνει μέσω της μουσικής κραδασμούς, παλμούς και μελωδίες που αντλούν από τη δραματουργία του έργου». Αυτή ήταν η ανάγκη που τον έσπρωξε να παντρεύει στις παραστάσεις του το θέατρο με τη μουσική.

Το διπλό, φετινό θεατρικό «παρών»

Άρης Μπινιάρης Ανδρέας Σιμόπουλος

Το καλοκαίρι κατηφόρισε για δεύτερη φορά στην Επίδαυρο, παρουσιάζοντας τον Προμηθέα Δεσμώτη με τον Γιάννη Στάνκογλου σε παραγωγή του Θεάτρου Πορεία με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης. Τώρα, εφορμά στη σκηνή με δύο παραστάσεις. Εν αρχή ην, η επανάληψη του Ξύπνα Βασίλη, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο πριν τρία χρόνια και φέτος ανεβαίνει στο Θέατρο Ιλίσια.

Η μοναξιά των προσώπων και η δυσκολία τους να συνδεθούν είναι ένα από τα στοιχεία του έργου που τον συντάραξαν. «Μια μοναξιά που αναλαμβάνει να την εκφράσει για χάρη όλων, ο Βασίλης», μου λέει. Ένας ήρωας συντηρητικών πολιτικών φρονημάτων, που η τύχη θα τα φέρει έτσι ώστε οι πολιτικές του πεποιθήσεις να αλλάξουν και ο ίδιος να δοκιμαστεί μη καταφέρνοντας να προσαρμοστεί στα ήθη και το πνεύμα της νέας εποχής.

Αν και πρόκειται για ένα έργο που στη συνείδηση του κόσμου είναι καταγεγραμμένο ως κωμωδία, ο ίδιος έχει άλλη γνώμη. «Το Ξύπνα Βασίλη δεν είναι ακριβώς κωμωδία. Ή τουλάχιστον δεν το αντιμετώπισα εγώ έτσι. Περισσότερο θα έλεγα ότι μέσω της παράστασης αναδείχτηκαν με σαρκαστικό τρόπο παθογένειες που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία δεκαετίες».

Άρης Μπινιάρης

Ποιες παθογένειες όμως της σημερινής κοινωνίας τον τρομάζουν λίγο περισσότερο από κάποιες άλλες; «Αυτές που αφορούν την ελληνική οικογένεια. Το κλειστό αυτό κύκλωμα που, σε μεγάλο ποσοστό, σε εκπαιδεύει από μικρή ηλικία να δέχεσαι τον φθόνο. Μέσα εκεί σου περνούν, χωρίς να το συνειδητοποιείς, όλα τα δυσλειτουργικά μοτίβα που θα χρησιμοποιήσεις αργότερα στη ζωή σου. Έτσι βρίσκεσαι ξαφνικά φορτωμένος με ενοχές και με φόβους που δεν είναι δικοί σου. Κι ενώ εσύ προσπαθείς να ανταπεξέλθεις στη ζωή, είναι εκεί, μία μαύρη τρύπα που σε τραβά προς τα πίσω. Μία μαύρη τρύπα που σε θέλει ανήμπορο και εξαρτημένο. 

Ένας φίλος μου είπε κάποτε ότι η “μάχη των μαχών” είναι να λύσεις, τουλάχιστον μέσα σου, τη σχέση με τους γονείς σου. Ύστερα, λέει, έχεις τη δύναμη να τα βάλεις με όλα. Αυτό είναι κάτι που το ακούω πολύ σοβαρά».

Κάνει μία παύση και με επιστρέφει στα θεατρικά. Η δεύτερη σκηνοθεσία του για τη φετινή σεζόν είναι ένα έργο-σταθμός, Η Φάρμα των Ζώων που θα παρουσιάσει από 18 Νοεμβρίου στο Εθνικό Θέατρο. Δεν ήταν προσωπική του επιλογή, αλλά μία πρόταση που δεν μπορούσε να αρνηθεί. «Καθώς συζητούσα με τη δραματουργό Έλενα Τριανταφυλλοπούλου έργα που θα μπορούσα να ανεβάσω, έριξε στο τραπέζι την ιδέα για τη Φάρμα των Ζώων. Χωρίς δεύτερη σκέψη τής είπα να το βάλουμε μπροστά». 

Από τα βαθιά πολιτικά νοήματα της αλληγορικής αυτής ιστορίας του Τζορτζ Όργουελ, ξεχωρίζει το εξής: «Πώς γίνεται μία επαναστατική διαδικασία να καταλήγει σε καθεστώς με απολυταρχικά χαρακτηριστικά, επειδή μία μειοψηφία την εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος».

Τον ρωτώ τι σκέψεις έκανε όταν συνέβαινε το ξέσπασμα του #metoo στο ελληνικό θέατρο. «Οι σκέψεις ήταν πολλές και λίγο-πολύ τα σημαντικότερα έχουν αναφερθεί πολύ εύστοχα, το προηγούμενο διάστημα, από πολλούς συναδέλφους. Εγώ θα ήθελα να σταθώ στο ότι συζητήθηκε δημόσια, για πρώτη φορά τόσο έντονα, η αξία της ψυχοθεραπείας ως μέσο οριοθέτησης και αυτοπροστασίας. Είναι σημαντικό να μάθεις να διακρίνεις, να αποφεύγεις και να αντιμετωπίζεις, αν χρειαστεί, οποιονδήποτε θέλει να βλάψει εσένα ή κάποιον συνάδελφό σου».

Με αφορμή τα έντονα σχόλια που έκανε ο συνάδελφός του, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς σε πρόσφατη συνέντευξη στο News247 σχετικά με την ενίοτε «κακοποιητική» συμπεριφορά που έχουν οι κριτικοί απέναντι στους δημιουργούς, του ζητώ τη δική του άποψη. «Στην κριτική βάζω πρόσημο μόνο θετικό. Η κριτική εμπεριέχει ανάλυση και η ανάλυση προϋποθέτει καλή προαίρεση η οποία αναδεικνύεται μέσα από την ευγένεια ύφους. Όταν κάποιος σου απευθύνεται με αυτόν τον τρόπο δεν έχεις παρά να τον ακούσεις. Ακόμα κι αν επισημάνει στη δουλειά σου κάτι που θα σε ξεβολέψει είναι γόνιμο να ακούσεις. Και είναι γόνιμο γιατί είναι ευδιάκριτη η πρόθεσή αυτού που γράφει, να εξελιχθεί στο σύνολο της η θεατρική πράξη.

Τώρα όσον αφορά το “κακοποιητική κριτική”, οι λέξεις αυτές δεν πάνε μαζί. Ή κριτική θα κάνεις ή θα απαξιώνεις δημόσια καλλιτέχνες για τους δικούς σου λόγους. Όποιος προσπαθεί να αποδομήσει προσωπικότητες, μέσα από άρθρα γεμάτα εμπάθεια, όσο κι αν αυτοαποκαλείται κριτικός, το μόνο που κατορθώνει είναι να εκτίθεται. Είναι απογοητευτικό να συστήνεσαι μέσα απ’ την τοξικότητα. Ο απαξιωτικός λόγος, όσο κι αν ενδύεται μανδύα ακαδημαϊσμού, δεν μαρτυρά αγάπη για το θέατρο. Είναι βέβαια κι αυτός ένας τρόπος για να υπάρξεις, απλά δεν είναι καθόλου γοητευτικός. Όσοι έχουμε δεχθεί δημόσια, περιφρονητικά σχόλια τέτοιων άρθρων, αναρωτιόμαστε πια για το πώς μπορούμε να προστατευτούμε. Οι δηκτικές παραινέσεις και οι ειρωνικές νουθεσίες προς την προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη, είναι απομεινάρια μιας άλλης εποχής».

Ο Άρης εκτός θεάτρου

Άρης Μπινιάρης Ανδρέας Σιμόπουλος

Φύσει ανήσυχος και δραστήριος, μου εξηγεί ότι δεν πιστεύει σε αδιέξοδα, αλλά και ότι δεν μετανιώνει. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δουλειά του. «Όταν κάνω λάθη που έχουν να κάνουν με σχέσεις, προσπαθώ να τα διορθώνω. Όσον αφορά διάφορες επιλογές που έκανα, επαγγελματικές για παράδειγμα και τελικά δεν λειτούργησαν, όχι, δεν μετανιώνω, γιατί και από αυτές κάτι έμαθα».

Στο θέατρο, ο Άρης Μπινιάρης είναι φουλ οργανωτικός. Τελειομανής. Εκτός αυτού, αφήνει τα πράγματα στην προσωπική του ζωή να κυλούν λίγο πιο χαλαρά. Τις ελάχιστες ώρες ελεύθερου χρόνου τις μοιράζει σε βόλτες, μουσικές και στην οικογένειά του. «Έχω δυο μικρά παιδιά, πέντε και τριών χρονών, αντίστοιχα».

Έχει φτιάξει επίσης μία μπάντα με φίλους, με εκείνον σε ρόλο τραγουδιστή και στιχουργού. Μπορεί με το θέατρο δρόμου να ολοκλήρωσε τον κύκλο του, με τη μουσική και το τραγούδι όμως, το ταξίδι συνεχίζεται.

«Είμαστε οι ORGAZMA και την περασμένη χρονιά μες στην πανδημία βγάλαμε την πρώτη μας δισκογραφική δουλειά. Σας προσκαλώ να μας ακούσετε δυνατά».

Info

Ξύπνα Βασίλη

Θέατρο Ιλίσια: Παπαδιαμαντοπούλου 4, Αθήνα, 21 0721 0045

Μέρες &Ώρες Παραστάσεων

  • Τετάρτη: 18:00 
  • Πέμπτη: 21:00
  • Παρασκευή: 18:30 
  • Σάββατο: 18:00
  • Κυριακή: 21:00  

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: 100 λεπτά

Τιμές εισιτηρίων

  • 20€ κανονικό
  • 17€ μειωμένο (ισχύει για φοιτητές, άνεργους, άτομα άνω των 65 ετών, ΑΜΕΑ)

Εισιτήρια για την παράσταση προπωλούνται εδώ