Ο Bradley Cooper δεν εξηγεί ποτέ τον Maestro του
Το Maestro είναι μία γυαλιστερή βιογραφία που μας κρατάει σε απόσταση και διατηρεί τον πρωταγωνιστή του ως αίνιγμα μέχρι το τέλος.
- 7 ΔΕΚ 2023
Το Maestro (Ο Μαέστρος) του Bradley Cooper ξεκινάει με μία φράση που είπε ο Leonard Bernstein κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης που είχε δώσει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1976: «Ένα έργο τέχνης δεν απαντά σε ερωτήματα, αλλά τα προκαλεί – και το ουσιαστικό του νόημα βρίσκεται στην ένταση μεταξύ των αντιφατικών απαντήσεων». Σε κάποιο βαθμό, η ρήση συμπυκνώνει την ψηφιδωτή μέθοδο του Cooper και του συν-σεναριογράφο του, Josh Singer, που προσπαθούν να αποτυπώσουν τον Bernstein ως ανθρώπινο ον, με μία μέθοδο που ξεγυμνώνει τις αντιφάσεις του ατόμου χωρίς να το ψυχολογικοποιούν υπέρμετρα. Έτσι, όμως, θέτει αναπόφευκτα το ερώτημα για το αν η ίδια η ταινία προσεγγίζει το εύρος και το μεγαλείο του υποκειμένου της.
Αυτό είναι ο σπουδαίος συνθέτης και μαέστρος της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης Bernstein, ένας περίπλοκος μουσικός θρύλος που έγινε ευρέως γνωστός για τη σύνθεση της μουσικής του West Side Story, και για τη δημοτικότητά του εκτός της ελίτ, στον απλό κόσμο που δύσκολα θα λογίσει έναν μαέστρο ως σταρ. Δεδομένης της επιρροής του σε τόσους πολλούς τομείς της αμερικανικής κουλτούρας – ως συνθέτης, μαέστρος, λέκτορας, τηλεοπτικός παρουσιαστής, συγγραφέας, κάτοικος της Νέας Υόρκης και ακτιβιστής – είναι εκπληκτικό το πόσο αμυδρό σημάδι άφησε ο Bernstein στον κινηματογράφο. Ίσως φοβόταν – και δικαίως – πως οι συμβιβασμοί που συνεπάγεται η κινηματογραφική παραγωγή θα ήταν ακόμη πιο οδυνηροί από εκείνους που του επιβάλλονταν αλλού. Το Maestro, βέβαια, δεν ασχολείται παρά ελάχιστα με τη μουσική του.
Ο πυρήνας του είναι η σχέση του Bernstein με τη σύζυγό του (Carey Mulligan), η οποία του λείπει πολύ όπως μας λέει ο ίδιος στην εισαγωγή της ταινίας.
Ως μελέτη του πώς ο σχεδόν τριών δεκαετιών γάμος των Bernstein άντεξε την αμφισεξουαλικότητα και την ιδιοφυΐα του Leonard, το Maestro πετυχαίνει στη χημεία μεταξύ της Mulligan και του Cooper, είναι όμως υπερβολικά προσεγμένη και υπολογισμένη για να προσπεράσει τις παραμέτρους μίας γραμμικής βιογραφικής ταινίας.
Η ταινία έχει ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος για τον Cooper, που έχει μιλήσει ανοιχτά για το πώς το χριστουγεννιάτικο δώρο μίας μπαγκέτας σε ηλικία οκτώ ετών ενέπνευσε την αγάπη του για τη διεύθυνση ορχήστρας. Με το Maestro συμφώνησε να ασχοληθεί όταν έφτασε το σενάριο στα χέρια του με την προτροπή του Steven Spielberg, o οποίος δεν θα κατάφερνε να το σκηνοθετήσει όπως ήταν το αρχικό πλάνο.
Έμεινε βέβαια στην παραγωγή, παρέα με τον Martin Scorsese. Με τόσο υψηλό προσωπικό διακύβευμα, δεν είναι να απορεί κανείς που ο Cooper προτίμησε την προβλεψιμότητα. Ο αυθορμητισμός του A Star Is Born δεν υπάρχει πουθενά, και μέχρι τους τίτλους τέλους δεν θα γνωρίζεις τον Bernstein πολύ καλύτερα από αυτό που είχες αφουγκραστεί ότι ήταν μέσα στα πρώτα λεπτά του φιλμ.
Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την κινηματογράφηση του Matthew Libatique, του οποίου η εναρκτήρια λήψη είναι μία όμορφη ροή στιγμών και ιδεών: Ξεκινάει σε ασπρόμαυρο, με μία κουρτίνα που καλύπτεται από κάτι που μοιάζει με σκηνή. Στη συνέχεια όμως η κουρτίνα αυτή ανοίγει για να αποκαλύψει ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα παράθυρο στο διαμέρισμα του στούντιο του Leonard. Εκεί βρίσκεται με έναν άλλο άντρα στο κρεβάτι και, αμέσως μετά, συμβαίνει το μεγάλο, αν και τυχαίο ντεμπούτο του – μία αντικατάσταση τελευταίας στιγμής στη διεύθυνση της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης στο Carnegie Hall, όταν αρρωσταίνει ένας προσκεκλημένος μαέστρος.
Ο Bernstein έκανε αμέσως αίσθηση. Γιατί; Δεν ξέρουμε. Η μεταμορφωτική εμπειρία του να βλέπεις τον Bernstein να δημιουργεί και να εργάζεται έρχεται πολύ αργότερα στην ταινία, σε μία σχολαστική αναπαράσταση της θρυλικής εκτέλεσης της Συμφωνίας της Ανάστασης του Mahler από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου.
Τέτοιες, πάντως, σουρεαλιστικές, συμβολικές εικόνες όπως αυτή της έναρξης συνεχίζονται σε όλη τη διάρκεια του Maestro. Ο Cooper δεν χρησιμοποιεί το ασπρόμαυρο για κάποια φτηνή επίκληση του παρελθόντος, αλλά για να αξιοποιήσει τις μοναδικές δυνατότητες αφήγησης της συγκεκριμένης επιλογής. Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση του χρώματος. Όταν η ταινία αφήνει πίσω της το ασπρόμαυρο, η αλλαγή αυτή είναι εμφανής όχι μόνο στα πρόσωπα των χαρακτήρων αλλά και στον τρόπο με τον οποίο η κάμερα απολαμβάνει τον πλούσιο κήπο της έπαυλης των Bernstein στο Κονέκτικατ.
Σε μία σκηνή που γυρίστηκε σε μία μόνο, ακίνητη λήψη, βλέπουμε το κεντρικό ζευγάρι από μακριά να διαφωνεί με πικρία κατά τη διάρκεια ενός πάρτι για την Ημέρα των Ευχαριστιών στο διαμέρισμά τους στο Μανχάταν. Ο ενθουσιασμός έχει πια φύγει, η υπομονή για τις περιπέτειες του Bernstein με άντρες εκτός του γάμου του έχει μειωθεί δραματικά, και οι θυσίες που απαιτούν οι επαγγελματίες της τέχνης από τις οικογένειες και τους συντρόφους τους είναι ανάγλυφες και ασφυκτικές. Το δωμάτιο στο οποίο έχουν αποσυρθεί οι δυο τους από το πάρτι για να τσακωθούν έχει θέα στο Central Park West, και καθώς η Felicia δίνει φωνή σε χρόνια συσσωρευμένης δυσαρέσκειας, μέσα από διαλόγους που είναι αρχικά επικαλυπτόμενοι και δεν ακούγονται πλήρως, η παρέλαση του Macy’s περνάει από το παράθυρο στο βάθος. Είναι ένα οπτικό αστείο, οδυνηρό και παράλογο ταυτόχρονα, ένα από τα κορυφαία σημεία της ταινίας και απόδειξη ότι ο σκηνοθέτης Cooper διαθέτει κινηματογραφική φαντασία.
Όμως το Maestro στερείται συναίσθημα. Ποτέ δεν ξεχνάς ότι παρακολουθείς ταινία – μία ταινία πανέμορφη ταινία, αλλά και πάλι.
Η Mulligan έφυγε από το Φεστιβάλ της Βενετίας με buzz για τα επερχόμενα Όσκαρ και πράγματι, σηκώνει την ταινία πάνω της. Σε σχέση ωστόσο με το γεγονός ότι ο Cooper φόρεσε προσθετική μύτη για να ενσαρκώσει τον Bernstein, μία απόφαση που επικρίθηκε έντονα από την εβραϊκή κοινότητα που θεώρησε την κίνηση στα όρια της κοροϊδίας – η οικογένεια Bernstein ενέκρινε την επιλογή – λιγότερα έχουν ειπωθεί για την πολύ λευκή, πολύ αγγλίδα Carey Mulligan που υποδύεται την πολύ λατίνα Montealegre.
Η ηθοποιός έχει ξαναπαίξει Λατίνα, την Irina στο Drive του Nicolas Winding Refn το 2011. Στο ομώνυμο μυθιστόρημα του James Sallis, η Irina είναι μία Λατίνα γύρω στα 20 και ως τέτοια ήταν γραμμένη στο αρχικό σενάριο, μέχρι που άλλαξε τελικά σε λευκή μετά από επιμονή της Mulligan. Εκείνη η απόφαση ωχριά μπροστά στο γεγονός ότι μία λευκή γυναίκα υποδύεται μια άλλοτε ζωντανή Λατίνα, της οποίας η ταυτότητα διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από το πολιτισμικό και εθνικό της υπόβαθρο.
Η απεικόνιση της Felicia στο Maestro αμαυρώνεται από το ακατάλληλο κάστινγκ, όμως και ο ίδιος ο χαρακτήρας της είναι απλουστευμένος. Επιφορτισμένος με τη δύσκολη δουλειά του να συμπυκνώσει τη ζωή του Bernstein σε ένα δίωρο, ο Cooper πετσοκόβει κάποιες κρίσιμες πτυχές του παρελθόντος του συνθέτη, όμως μία από αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωή της Felicia – η πολιτική ζωή του ζευγαριού.
Η ηθοποιός είχε κάποτε διοργανώσει ένα πάρτι για να συγκεντρώσει χρήματα για την υποστήριξη των οικογενειών των Πάνθηρων 21, μία ομάδα από μέλη του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων που συνελήφθησαν το 1969 με την κατηγορία της συνωμοσίας για τη δολοφονία αστυνομικών και τη βομβιστική επίθεση σε χώρους της Νέας Υόρκης. Ήταν επίσης συνιδρύτρια της αντιπολεμικής οργάνωσης Another Mother for Peace και είχε συλληφθεί σε αντιπολεμική διαμαρτυρία στην Ουάσινγκτον το 1972.
Πιστό στον λόγο του που αναφέρθηκε στην εισαγωγή του άρθρου, το Maestro δεν προσπαθεί να εξηγήσει τον Bernstein ή την πιο περίπλοκη σχέση του. Κρατά τον θεατή σε απόσταση, αφήνοντάς μας με μία γυαλιστερή βιογραφία ενός ανθρώπου που θα παραμείνει αίνιγμα μέχρι το τέλος.
Το Maestro κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες. Από τις 20 Δεκεμβρίου θα στριμάρει στο Netflix.