ΒΙΒΛΙΟ

Ο casual σεξισμός της λογοτεχνίας

Απάντηση σε μια ερώτηση που αξίζει να της δώσουμε λίγο παραπάνω προσοχή.

Πριν λίγο καιρό, στην εδώ και 2,5 χρόνια καθιερωμένη στήλη για το βιβλίο που βγαίνει από τα χέρια μου στο PopCode κάθε Δευτέρα, ξεκίνησα μια νέα ενότητα με τίτλο ‘Με βάση τα βιβλία’. Μέσα από αυτή απαντώ κάθε εβδομάδα και σε μια διαφορετική βιβλιοφιλική ερώτηση των αναγνωστών της στήλης. Έχουμε μιλήσει για τη βιομηχανία της λογοτεχνίας, για το τι θα πει “σημαντικό βιβλίο”, για τα audiobooks, για λογοτεχνικα είδη και συγκεκριμένα βιβλία.

Μια όμως από τις ερωτήσεις που έχουν έρθει τον τελευταίο καιρό μου κέντρισε το ενδιαφέρον περισσότερο από τις υπόλοιπες και θεώρησα πως θα ήταν καλό να της αφιερώσουμε ένα δικό της κείμενο, αντί να τη στριμώξουμε σε ένα ακόμα Βιβλιοφαγικό mashup.

Η ερώτηση του Ορέστη είναι η εξής: Όπως όλοι παρατηρούμε τον τελευταίο καιρό στον χώρο του βιβλίου, όπως και συμβαίνει και σε όλη την δυτική κοινωνία, λαμβάνει χώρα μια, επιτηδευμένη θα έλεγα, προσπάθεια προώθησης του γυναικών συγγραφέων. Θα ήθελα την γνώμη σας για το αν αυτό αλλοιώνει την ποιότητα και την αξιοκρατία; Δηλαδή κατά ποσόν οι προτάσεις μιας στήλης ή οι επιλογές μιας βράβευσης μπορούν να χαρακτηριστούν αξιοκρατικές όταν οι κριτές έχουν την προδιάθεση να επιλέξουν με κριτήριο όχι τα πιο άρτια έργα αλλά αυτά που απευθύνονται σε “μη προνομιούχες” ομάδες του πληθυσμού; Επί παραδείγματι, και ελπίζω να μην παρεξηγηθώ, είναι γνωστό, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ότι οι γυναίκες συγγραφείς, πέραν κάποιων φωτεινών εξαιρέσεων όπως η Le Guin, δεν διακρίνονται ιδιαίτερα στο είδος του fantasy και ακόμα δυσκολότερα διακρίνονται στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Ποσό προκατειλημμένος θα ήταν ο κριτής στα βραβεία Nebula αν είχε μπροστά του μια γυναίκα συγγραφέα και 1 άνδρα συγγραφέα; Η επιτροπή θα βάλει στην προεπιλογή τα δέκα καλύτερα βιβλία της χρονιας ή θα κοιτάξει να τηρήσει πρώτα τα προσχήματα προσθέτοντας κάποια βιβλία που δεν είναι τόσο καλά όσο άλλα; Ακόμη και εσείς, με όλον τον σεβασμό, διαλέγετε τα βιβλία σας και τα λινκ σας (ειδικά τα λινκ σας) με ανεπηρέαστο τρόπο;


(Margaret Atwood, συγγραφέας του ‘Handmaid’s Tale’)

Μπορώ να απαντήσω πολλά στην ερώτηση, αλλά δε θα μου άρεσε να το κάνω χωρίς να δώσω βήμα σε εκείνες που βάλλονται από αυτήν, δηλαδή τις γυναίκες συγγραφείς της speculative λογοτεχνίας, γυναίκες που είναι καταλληλότερες από εμένα να απαντήσουν, μιας και δεν είναι η πρώτη φορά που δέχονται αυτού του είδους τον casual σεξισμό και οι ιστορίες τους αντιμετωπίζονται ως εξ ορισμού κατώτερες των ανδρών συναδέλφων τους (πολλές φορές και από τους ίδιους).

Ζήτησα λοιπόν από 4 γυναίκες που ασχολούνται με τη λογοτεχνία και τα είδη του φανταστικού και της επιστημονικής φαντασίας να απαντήσουν στην παραπάνω ερώτηση. Ας δούμε τι μου είπαν.

Η Δήμητρα Νικολαΐδου, συγγραφέας, υπεύθυνη των Εκδόσεων Αρχέτυπο και υποψήφια διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχε να πει τα εξής:

Ας υποθέσουμε πως στο μεσαιωνικό χωριό σας, επιτίθενται τα ορκ. Συμβαίνει. Τα ορκ λοιπόν καίνε το σπίτι του γείτονά σας, και σκοτώνουν όλες του τις κατσίκες. Το καλό και δίκαιο παλάτι, αποφασίζει να δώσει στον γείτονά σας το χρυσό για να ξαναχτίσει το σπίτι του. Βέβαια αυτό σημαίνει πως πλέον ο άτυχος γείτονας έχει πλέον το καλύτερο, πιο καινούργιο σπίτι του χωριού. Είναι δίκαιο; Είναι κακό να τον ζηλεύουμε; Τι έπρεπε να κάνει το παλάτι;

Σε αυτή την παρομοίωση, οι γυναίκες συγγραφείς του φανταστικού είναι ο άτυχος-τυχερός γείτονας. Το ότι «δεν διακρίθηκαν» γυναίκες συγγραφείς του φανταστικού, δεν συνέβη επειδή έχουν λιγότερο ταλέντο ή έφεση στο είδος. Συνέβη επειδή κανείς δεν πίστευε πως οι γυναίκες μπορούσαν να γράψουν στο είδος, και οι εκδότες θεωρούσαν πως οι αναγνώστες δεν θα αγόραζαν βιβλία από γυναίκα συγγραφέα. (Βέβαια ακόμα κι έτσι, η Λε Γκεν είναι μόνο ένα από τα πολλά ονόματα που ξεχώρισαν στον χώρο – στην Επιστημονική Φαντασία μάλιστα, έπαιζαν τους άντρες συγγραφείς στα ίσα από την αρχή. Επίσης πολλές έγραψαν με ψευδώνυμο, μόνο με τα αρχικά τους για να μη φαίνεται το φύλο τους κτλ.)

Κάπως έτσι βέβαια, δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος. Σαν αποτέλεσμα της ανισότητας εκδίδονταν λιγότερες γυναίκες, το είδος θεωρήθηκε πιο «αντρικό», το διάβαζαν λιγότερες αναγνώστριες γιατί είχαν πειστεί πως δεν τις αφορούσε, οι άντρες συγγραφείς έγραφαν επικεντρωμένοι σε άντρες αναγνώστες/ήρωες, η «στάμπα» μεγάλωνε.

Φυσικά, το είδος όπως και κάθε λογοτεχνικό είδος, δεν έχει φύλο. Έτσι πρόσφατα έγινε θέμα στον χώρο το γιατί δεν δίνονται ίσες ευκαιρίες σε γυναίκες συγγραφείς. Τα περιοδικά και οι εκδοτικοί του χώρου, δήλωσαν πως θέλουν να κάνουν άνοιγμα σε γυναίκες συγγραφείς για να επανορθώσουν την αδικία.


(Μary Shelley, συγγραφέας του ‘Frankenstein’)

Σαν αποτέλεσμα λοιπόν, ναι, αυτήν τη στιγμή το να είσαι γυναίκα σου δίνει κάποια bonus points όταν κάποιος στο εξωτερικό διαβάζει το έργο σου. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου εμπειρία. Ωστόσο αυτά τα bonus points μπαίνουν από τη μια μεριά της πλάστιγγας, και από την άλλη μπαίνουν τα άλλα θέματα που ακόμα αντιμετωπίζεις ως γυναίκα συγγραφέας. Δυσπιστία για το αν μπορείς να γράψεις, αν θα σε θέλουν οι αναγνώστες, και φυσικά δυσπιστία απέναντι στο τι έχεις να δώσεις στο είδος.

Κανένα καλό έργο άντρα συγγραφέα δεν θα χαθεί, επειδή οι κριτές ή οι εκδότες (που μην ξεχνάμε, θέλουν να πουλήσουν) αποφάσισαν να κοιτάνε πιο προσεκτικά ΚΑΙ τα γυναικεία έργα προκειμένου να ανοίξουν το είδος στο 100% των αναγνωστών. Άλλωστε στην τελική αυτός που θα ωφεληθεί από αυτό είναι το ίδιο το φανταστικό: θα αποκτήσει μεγαλύτερο εύρος, περισσότερους αναγνώστες, περισσότερες φωνές. Όντως, για να αποτιναχτούν οι αδικίες του παρελθόντος, γίνεται προσπάθεια να αναδεικνύονται έργα από γυναίκες του χώρου – πάντα από κάποιους εκδότες, από κάποια περιοδικά. Αυτές οι προσπάθειες όμως στόχο έχουν να διορθώσουν την προηγούμενη προκατάληψη, αυτή που αυτόματα σχεδόν τοποθετούσε ένα έργο από γυναίκα μερικές σκάλες πιο κάτω από ένα αντρικό έργο. Και κανείς δεν αναρωτιόταν τότε, πόσο προκατειλημμένος ήταν ο κριτής ή ο εκδότης – κανείς δεν παραξενευόταν γιατί το 80% των βραβευμένων έργων έβγαινε από το ένα φύλο και μόνο.

Αν βέβαια κάποιος πιστεύει de facto, ότι οι γυναίκες από φυσικού τους απλά ΔΕΝ κατέχουν το είδος, αυτά είναι ψιλά γράμματα για αυτόν. Ξεκινά από την πεποίθηση ότι το έργο δεν είναι καλό, άρα βραβεύεται επειδή υπάρχει προκατάληψη. Και κάπως έτσι έχουμε δει κόσμο να διαμαρτύρεται για αδικίες χωρίς να έχει κοιτάξει το έργο, και το σημαντικότερο, χωρίς να το έχει συγκρίνει με τα αντίστοιχα βραβευμένα αντρικά.

Αν κάποιος αγαπά το είδος, το ότι ξαφνικά «απελευθερώθηκε» και μπορούν να ασχοληθούν μαζί του ο διπλός αριθμός ανθρώπων από ότι πριν, μόνο ως θετικό νέο μπορεί να ειδωθεί. Όσο για τα βραβεία, πάντα οι κριτές θα έχουν τους δικούς τους λόγους, αλλά η τελική κουβέντα ανήκει στους αναγνώστες, και οι αναγνώστες ανέδειξαν τα έργα που βραβεύτηκαν στον χώρο.

Διαβάζουμε ό,τι μας αρέσει, και καλοδεχόμαστε όλες τις νέες φωνές. Αλλιώς κερδίζουν τα ορκ.


(Madeleine L’Engle, συγγραφέας του ‘A Wrinkle in Time’)

Η Ναταλία Θεοδωρίδου, που ζει στη Βρετανία, είναι απόφοιτη του Clarion West workshop, editor του περιοδικού sub-Q και μόλις βραβεύτηκε με το World Fantasy Award καλύτερου διηγήματος για την ιστορία της ‘The Birding: A Fairy Tale’ μου απάντησε:

Θα απαντήσω στην ερώτηση όταν φτάσουμε στο σημείο cis άντρες να καλούνται να απαντούν εξίσου τακτικά με εμένα σε αντίστοιχα ερωτήματα κάθε φορά που βρίσκονται σε λίστες αποτελούμενες αποκλειστικά από cis άντρες–είτε πρόκειται για βραβεία, είτε για πολιτικά κόμματα, διευθυντικά συμβούλια, δικαστικά σώματα, κριτικές επιτροπές, καλά αμειβόμενες θέσεις, πανεπιστημιακές έδρες κλπ.

Η Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη, συγγραφέας και ενεργό μέλος της ελληνικής φανταστικής σκηνής από το 2006, πρόσθεσε τα παρακάτω:

Έχουμε τρία θέματα τελικά. Αν οι κριτικοί και οι κριτές λειτουργούν αξιοκρατικά, αν ο κάθε ιδιώτης διαλέγει και προωθεί έργα τρίτων αξιοκρατικά και –κρυμμένη κάπου εκεί πίσω– αν οι γυναίκες διακρίνονται στο fantasy και την επιστημονική φαντασία.

Οι δύο πρώτες είναι πολύ εύκολες να απαντηθούν. Αν ο κριτής/κριτικός/ιδιώτης, είναι αξιοπρεπής, ναι, επιλέγει αξιοκρατικά, ναι, ένα κείμενο γραμμένο από μια γυναίκα μπορεί να είναι είτε καλύτερο είτε χειρότερο από ένα κείμενο γραμμένο από έναν άντρα.

Αν όχι, αν ο κριτικός/κριτής/ιδιώτης δεν είναι αξιοπρεπής και είτε άγεται και φέρεται από τον συρμό της εποχής, είτε οι προσωπικές του πεποιθήσεις και μονομανίες τον εγκλωβίζουν σε φαύλους κύκλους αυτοαναφοράς, τότε, όχι, δεν μπορεί να επιλέξει αξιοκρατικά, όχι δε θα μπορέσει να καταλάβει αν ένα κείμενο είναι καλύτερο από ένα άλλο, ασχέτως του φύλου του συγγραφέα.


(N. K. Jemisin, συγγραφέας του ‘Fifth Season’)

Αυτή είναι η πιο απλή απάντηση που μπορεί να δοθεί. Και μέσα σε αυτή θα πρέπει κανείς να υπολογίσει και το προσωπικό γούστο του καθενός. Δεν μπορώ να απαιτήσω από κάποιον που αγαπά τις ρομάντζες να αγαπά και τα σπαθιά και τις ασπίδες όσο εγώ. Αυτό το προσωπικό γούστο κάποιες φορές φαίνεται να κρέμεται από το φύλο, βιολογικό ή κοινωνικό, αλλά πίστεψέ με, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το γούστο και ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι ένας μόνο από αυτούς, ίσα σημαντικός με όλους τους υπόλοιπους (οικονομική κατάσταση, κοινωνική τάξη, πολιτικές πεποιθήσεις, σχέσεις με τους γονείς, συναισθηματικές ανάγκες…)

Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι οι «διαγωνισμοί», ακόμα κι εκείνος που όλοι γνωρίζουμε και περιμένουμε κάθε χρόνο με λαχτάρα να μάθουμε τα αποτελέσματά τους –Σουηδία, για σένα λέω– αποδεικνύεται, επίσης κάθε χρόνο, ότι είναι απλά ένας τρόπος να προωθηθούν ατζέντες και τάσεις σκέψης. Κι αυτό δίνει σε πολλούς την πεποίθηση ότι τους επιτρέπεται να προωθήσουν και τις δικές τους ατζέντες.

Τώρα, η τρίτη ερώτηση, η λίγο κρυμμένη, αν οι γυναίκες διακρίνονται στη λογοτεχνία του φανταστικού, αυτή θα μπορούσα να την απαντήσω με ένα κατεβατό ονομάτων, που αν δεν ισοσκελίζουν τα ανδρικά ονόματα που μπορεί κάποιος να αναφέρει, σίγουρα θα φανεί ότι διακρίνονται το ίδιο λαμπρά όσο κι οι άντρες, είτε τους το επιτρέπουν οι μη αξιοπρεπείς κριτές/κριτικοί/ιδιώτες είτε όχι. Το βάθος του χρόνου, σε κάθε περίπτωση, είναι εκείνο που κρίνει ορθά ένα κείμενο κι όχι ο κάθε αυτεπάγγελτος γνώστης και ινστρούχτορας.

Τώρα, αν εγώ, σαν Ευθυμία κάνω αυτά που διατυμπανίζω, τι να πω, ελπίζω. Σίγουρα, μιλάω για πράγματα που μου αρέσουν κι όταν κάτι δε μου αρέσει επίσης το λέω, είτε αυτό με κάνει καλή είτε κακή. Περιμένω εκείνον ή εκείνη που θα μου αποδείξει το λάθος μου, για να τον ή την ευχαριστήσω και για να το διορθώσω.


(Octavia E. Butler, συγγραφέας του ‘Bloodchild’)

Η Βάγια Ψευτάκη, καθηγήτρια δημιουργικής γραφής, μεταφράστρια και συγγραφέας, έκλεισε την 4άδα λέγοντας:

Το θέμα είναι να σπάσει η συνήθεια. Δυστυχώς, όλα τα προηγούμενα χρόνια, είχαν εδραιωθεί κάποιες αντιλήψεις γύρω από το είδος του φανταστικού που αφορούσαν το ποιος μπορεί ή δεν μπορεί να συμμετάσχει σε αυτό είτε διαβάζοντας είτε γράφοντας. Είχε γίνει η νόρμα να πιστεύουμε πως το καλό φανταστικό, το σοβαρό, αυτό που μπορεί να διαχειριστεί τα μεγάλα ερωτήματα, αυτό που αξίζει κανείς να διαβάσει είναι αυτό που γράφουν οι άντρες συγγραφείς με άντρες ήρωες, ως επί τω πλείστον. Κατά συνέπεια, για πολύ καιρό, οποιαδήποτε προσπάθεια είτε από γυναίκα συγγραφέα, είτε από κάποιο άτομο που άνηκε σε κάποια μειονότητα ή είχε ως ήρωα κάποιο άτομο μειονότητας, έπρεπε πρώτα να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Έπρεπε δηλαδή να παλέψει για το αυτονόητο, ότι δηλαδή αξίζει να αξιολογηθεί βάση του ίδιου του κειμένου, κι όχι βάση του φύλου ή του οποιουδήποτε background του συγγραφέα. Και για αυτό παλεύουμε ακόμα και σήμερα, να κρίνει δηλαδή ο εκάστοτε εκδότης ή αναγνώστης το κείμενο αυτό καθαυτό.

Ωστόσο, όταν έχει ευρέως επικρατήσει η προκατάληψη πως δεν θα γράψεις καλά και δεν πρόκειται να εκδοθείς επειδή είσαι πχ γυναίκα, τότε εννοείται πως ολοένα λιγότερες γυναίκες θα γράψουν στο είδος και ολοένα λιγότερες θα διαβάσουν ένα είδος που γράφεται από άντρες για άντρες. Θα μπεις, χωρίς να το θέλεις, στο καλούπι που σου ταιριάζει. Θα προσπαθήσεις να προσαρμοστείς σε αυτό που ορίζει η νόρμα, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί θέλεις κι εσύ με κάποιον τρόπο να εκφραστείς και με κάποιον τρόπο να σε ακούσουν. Θα γράψεις κείμενα που ταιριάζουν στο φύλο σου, θα γράψεις ήρωες που ταιριάζουν στο είδος, θα σκιαγραφήσεις συμπεριφορές που είναι αρεστές, αλλά όχι ειλικρινείς και ίσως προσβλητικές ή ανούσιες. Θα προσπαθήσεις να συμβαδίσεις για να επιβιώσεις.

Πλέον, αυτό προσπαθούν να αλλάξουν οι εκδοτικοί, μαζί με τους επαγγελματίες του είδους, αλλά και τους αναγνώστες που στηρίζουν αυτή την αλλαγή. Προσπαθούν να δημιουργήσουν χώρο για το αυτονόητο: ότι δεν έχει σημασία το φύλο σου, ή ο σεξουαλικός σου προσανατολισμός ή η εθνικότητά σου. Το γεγονός ότι μέχρι τώρα (είμαι αισιόδοξη) είχε όμως σημασία, τοποθετεί αναπόφευκτα μια γυναίκα συγγραφέα κλασικού fantasy πχ να ξεκινά αρκετά μέτρα πιο πίσω από έναν πχ άντρα συγγραφέα στην κούρσα της έκδοσης. Αυτό που γίνεται τώρα, είναι η προσπάθεια να ξεκινούν όλοι από το ίδιο σημείο. Μπορεί να φαίνεται σε κάποιους πως ευνοούνται οι γυναίκες συγγραφείς, αλλά στην ουσία πρόκειται απλά για μια προσπάθεια εξισορρόπησης. Μια προσπάθεια να σπάσει το καλούπι, να γίνει σαφές πως υπάρχει πλέον χώρος και για εκείνες. Και ο χώρος δεν δημιουργείται έτσι από μόνος του, κάποιος πρέπει να τον δημιουργήσει και να το φωνάξει, να το διαφημίσει, να το γνωστοποιήσει πως πλέον προσπαθούμε να στηρίξουμε το αυτονόητο, κάτι πιο δίκαιο. Κάποιος πρέπει να σπρωχτεί λοιπόν λίγο παραπέρα, όχι γιατί θέλει κανείς από κακία να του αφαιρέσει το όποιο προνόμιο, αλλά γιατί έτσι αλλάζεις μια συνήθεια, κι έτσι φέρνεις μια καλύτερη ισορροπία.


(Robin Hobb, συγγραφέας τουAssassin’s Apprentice’)

Μιας και η ερώτηση του αναγνώστη αφορά και το ίδιο το Βιβλιοφαγικό mashup, θα πρέπει να γράψω κι εγώ 2 λόγια ως απάντηση σε αυτή. Οι απαντήσεις των 4 συγγραφέων με κάλυψαν πλήρως, αλλά εγώ θέλω να ξεκαθαρίσω πως θεωρώ μια τέτοια ερώτηση σεξιστική.

Όχι, οι γυναίκες συγγραφείς δε γράφουν χειρότερα από τους άντρες συγγραφείς, σε αυτά ή σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Αυτό που τους έλειπε, για εκατοντάδες χρόνια, δεν ήταν η ικανότητα αλλά η πρόσβαση. Από τα 114 Νόμπελ Λογοτεχνίας που έχουν απονεμηθεί μέχρι σήμερα, μόλις τα 14 έχουν καταλήξει στα χέρια γυναικών συγγραφέων. Αυτό που έλειπε δεν ήταν οι “καλές γυναίκες συγγραφείς” αλλά η πατριαρχία που διακρίνει, σε αυτόν και σε χιλιάδες άλλους τομείς της τέχνης, της καθημερινότητας, του κόσμου ολόκληρου, πάντα και πρώτα το δικαίωμα ενός άντρα από εκείνο μιας γυναίκας.

Όχι, τα κριτήρια στα λογοτεχνικά βραβεία παραμένουν τα ίδια, κερδίζει πάντα το έργο που η συγκεκριμένη επιτροπή του συγκεκριμένου βραβείου στη συγκεκριμένη στιγμή αποφασίζει πως της αρέσει περισσότερο. Κανένα βραβείο ποτέ δεν είναι αξιοκρατικό, δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια στην τέχνη, άλλωστε τα είπαμε και παραπάνω για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αυτό που αλλάζει είναι η πρόσβαση των γυναικών για την έκδοση του έργου τους και το γεγονός πως πλέον οι αναγνώστες (ή οι θεατές και ακροατές σε άλλα είδη τέχνης, το κοινό ειδικότερα) αρχίζουν να αποδέχονται τις γυναίκες δημιουργούς ως ισότιμες των ανδρών.

Όχι, το Βιβλιοφαγικό mashup δεν επιλέγει τίποτα με “ανεπηρέαστο τρόπο”. Σκοπός της στήλης, όπως και του somuchreading, προσωπικό μου πρότζεκτ τα τελευταία 6+ χρόνια, είναι να μιλήσει για τα βιβλία λιγάκι αλλιώς, να ανοίξει τους αναγνωστικούς σας ορίζοντες, να προσθέσει άλλα είδη κι άλλους τρόπους ανάγνωσης στη συζήτηση για το βιβλίο, να κάνει το διάβασμα πιο ποικιλόμορφο, να σας βγάλει από την comfort zone σας. Να σας ταρακουνήσει μακριά από τον ελιτισμό της ανάγνωσης που υπάρχει παντού γύρω μας. Τα βιβλία που επιλέγω, οι ειδήσεις για τις οποίες γράφω και τα links που δίνω μέσα από τη στήλη είναι αυτά που εμένα μου φαίνονται ενδιαφέροντα και που υπηρετούν το σκοπό της στήλης.


(Anne McCaffrey,[συγγραφέας της σειράς ‘Dragonriders of Pern’)

Όχι, δε θα έπρεπε να λέμε όλα αυτα τα αυτονόητα. Η ερώτηση ήταν μια αφορμή να μιλήσουμε για τον casual σεξισμό της λογοτεχνίας και να ξεκαθαρίσουμε πως αυτός ο τρόπος σκέψης είναι αποτέλεσμα του φαλλοκρατισμού μέσα στον οποίο έχουμε μεγαλώσει και της διατήρησης ακόμη και σήμερα των πατριαρχικών προτύπων που επιτάσσουν ανώτερη θέση στο ανδρικό φύλο έναντι του γυναικείου. Στα βιβλία και στη ζωή είμαστε όλοι ίσοι.

Exit mobile version