Δημοσθένης Παπαμάρκος και Kanellos Cob: Φανταστικοί κόσμοι σε ένα μόνο καρέ
Τι συμβαίνει όταν δύο δημιουργοί που σιχαίνονται τις ταμπέλες και θέλουν να ακολουθήσουν τα καλλιτεχνικά τους όνειρα ενώνουν τις δυνάμεις τους; Το αποτέλεσμα λέγεται Γυμνά Οστά, είναι graphic novel, είναι επιστημονική φαντασία, και ήρθε για να τα ταράξει τα νερά.
- 11 ΙΟΥΛ 2021
«Στο βλοσυρό σκοτάδι του απώτερου μέλλοντος, δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από πόλεμος». Ακούγεται σαν προφητεία του Νοστράδαμου, πρόκειται όμως για το motto ενός sci-fi παιχνιδιού στρατηγικής με την επιβλητική ονομασία Warhammer 40K. Υπάρχουν εκατομμύρια φανατικοί οπαδοί του σε κάθε πιθανή και απίθανη γωνιά του πλανήτη, σίγουρα όμως δύσκολα θα πήγαινε το μυαλό κάποιου σε έναν 38χρονο Έλληνα συγγραφέα που εντυπωσίασε με μια συλλογή διηγημάτων, συμμετείχε στο σενάριο της τελευταίας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, και δικά του έργα ανεβαίνουν στις μεγάλες θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Πόσο μάλλον σε έναν κομίστα που το ευρύ κοινό τον έμαθε από την εξαιρετική μεταφορά του Ζητιάνου του Ανδρέα Καρκαβίτσα σε graphic novel και μέχρι πρότινος έμενε στη Γαλλία.
Για τον Δημοσθένη Παπαμάρκο το Warhammer 40K υπήρξε για χρόνια κομμάτι της ψυχαγωγίας του. Είναι η ίσως πιο άγρια μορφή επιστημονικής φαντασίας στην πιο ωμή μορφή της· ένα σύμπαν όπου ακόμα και η ελπίδα έχει χαθεί. O Kanellos Cob πάλι δεν είχε ιδέα περί τίνος πρόκειται. Γνώριζε καλά όμως κάτι πιο σημαντικό: «εγώ πάντα sci-fi ήθελα να κάνω» εξομολογήθηκε ένα πολύ ζεστό βράδυ του περασμένου Ιουνίου στην Πλατεία Μεσολογγίου. Κάπως έτσι, αν και στο ενδιάμεσο είχαν συμβεί πολλά -ναυαγισμένα projects, αναζήτηση σχεδιαστή, καθυστερήσεις- τα Γυμνά Οστά (εκδ. Polaris) έφυγαν από τις σελίδες του περιοδικού Μπλε Κομήτης και έγιναν graphic novel. Ή αλλιώς ένα από τα καλύτερα ελληνικά κόμικ που έχουν κυκλοφορήσει εδώ και πολλά χρόνια.
Ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ;
Αυτό που συναντάς καθώς γυρίζεις τις σελίδες από τα Γυμνά Οστά είναι η άγρια γοητεία ενός ολοκαίνουργιου, τρομερά σκοτεινού και -σχήμα οξύμωρο- γεμάτου ψυχεδελικά χρώματα κόσμου. Μια ιστορία απρόσμενης ανθρωπιάς για τη συμβιοτική σχέση ενός ανθρώπου και ενός ρομπότ σε έναν ξεχασμένο πλανήτη γεμάτο ραδιενέργεια και ανθρωποφάγες μηχανές. Ειλικρινά, όμως, ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ σε μια ελληνική αγορά που ακόμα προσπαθεί να απενοχοποιήσει τις εικονογραφημένες αφηγήσεις; Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εξαιρετικό, το ρίσκο όμως είναι μεγάλο.
«Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι» απαντά ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, πίνοντας μια γουλιά από την μπύρα του, για να συνεχίσει: «Είχα κολλήσει ότι θέλω να πω αυτήν την ιστορία. Αγαπώ την επιστημονική φαντασία, τη διαβάζω, παίζω ακόμα και sci-fi video games. Γιατί να μην το επιχειρήσω; Δεν μπήκα καν στη διαδικασία να σκεφτώ πως θα το πάρει το κοινό, αφού είχα το ΟΚ του εκδότη. Εγώ ήθελα να πω την ιστορία».
Ήταν όμως ένα προσωπικό στοίχημα κόντρα σε όλα τα προγνωστικά για τον 38χρονο συγγραφέα που ο συνεργάτης του απλά εικονογράφησε; «Χτίζαμε έναν κόσμο από την αρχή, έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Δουλεύαμε συνεχώς πάνω σε αυτό, μας πήρες πολύ παραπάνω χρόνο από όσο είχαμε υπολογίσει, μανουριάζαμε, διαφωνούσαμε. Κάναμε τα πάντα για χάρη του project» συμπληρώνει ο Kanellos Cob, καθώς μοιάζει να βυθίζεται σε έναν διαφορετικό κόσμο, όπου η δημιουργική διαδικασία είναι το άλφα και το ωμέγα. Είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται για δημιουργικό ντουέτο.
Το άτυπο πάντρεμα των δύο έγινε μέσα από τις εκδόσεις Polaris. Πιο πριν υπήρχε μια απλή γνωριμία.
-Σκάει ένας τύπος με backpack και μου λέει εσύ είσαι ο Δημοσθένης;
– Εσύ είσαι ο Κανέλλος;
Είχαν συστηθεί τον Δεκέμβρη του ‘19 στο Rue du Marseille στην Οδό Μασσαλίας. Μία από εκείνες τις δεκάδες γνωριμίες που κάνεις στα μπαρ και μετά (συνήθως) χάνονται για πάντα. Εκτιμούσαν όμως ο ένας τη δουλειά του άλλου και έτσι είπαν ότι κάποια μέρα θα πάνε για μπύρες. Ο Κανέλλος βρισκόταν κάπου ανάμεσα σε Γαλλία και Ελλάδα τρέχοντας διάφορα projects. Ο Δημοσθένης έγραφε θέατρο, έγραφε για σινεμά, δούλευε την Εξημέρωση. Έγιναν κάποια τηλέφωνα, έσκασε η καραντίνα, για μπύρες δεν πήγαν. Ο Παπαμάρκος δεν το περίμενε. Είχε την αίσθηση ότι ο Cob δεν είναι της φάσης. Είπαν ότι θα έκαναν πρώτα ένα δοκιμαστικό. Τελικά, ξεκίνησαν κατευθείαν.
«Ό,τι τρέλα είχα σκεφτεί γινόταν πραγματικότητα. Αρκετές φορές μου έλεγε ότι αυτό θα πάρει μια σελίδα παραπάνω και του απαντούσα όχι μία, τέσσερις σελίδες πάρε» λέει ο Παπαμάρκος. «Άπλα, ρε παιδιά, άπλα» συμπληρώνει γελώντας ο Kanellos Cob και πίνει το σφηνάκι ουίσκι που έχει παραγγείλει.
Τσιγάρα, ποτά, πατατάκια, ζεστός αθηναϊκός αέρας στην Πλατεία Μεσολογγίου, ζευγαράκια που κάνουν βόλτες, κυρίες με τα σκυλάκια τους. Ωραία όλα αυτά, αλλά αναρωτιέμαι ξανά: ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ;
«Στην Ελλάδα θα πάει σε ένα συγκεκριμένο κοινό» αναφέρει σε επαγγελματικό τόνο ο 36χρονος κομίστας, για να συνεχίσει: «Άλλωστε, ο Δημοσθένης έχει το δικό του κοινό, έτσι αυτοί οι αναγνώστες θα ενδιαφερθούν για το τι καινούργιο έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος. Επίσης, τα geeks της επιστημονικής φαντασίας λογικά θα του δώσουν μια ευκαιρία».
Είναι όμως αυτό αρκετό; «Κοίτα» λέει ο Kanellos Cob, προσπαθώντας να μου δώσει τη συνολική εικόνα: «Όταν ξεκινήσαμε και κάναμε το συγκεκριμένο κόμικ είχα στο μυαλό μου ότι μπορεί να αποκτήσει διεθνές κοινό. Είχα την εμπειρία με τον Ζητιάνο που τον πρότεινα σε πολλούς εκδοτικούς της Γαλλίας και ενώ έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον μου έκαναν την εύλογη ερώτηση: “Σε ποιον θα το πουλήσουμε αυτό; Τέλη 19ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο; Ποιος θα ενδιαφερθεί για κάτι τέτοιο; Οι Γάλλοι όταν ακούν στην Ελλάδα έχουν στο μυαλό τους ή την αρχαιότητα ή την Ελληνική Κρίση”. Τα Γυμνά Οστά είναι όμως global με λίγο ελληνικό στοιχείο, που απλά κάνει την εμπειρία πιο γοητευτική για έναν ξένο αναγνώστη».
Σημειώνω τη φράση αλλά δυσκολεύομαι να πιστέψω την αισιόδοξη οπτική, όσο λογική και αν ακούγεται. Γνωρίζω πως ο Cob δουλεύει εδώ και χρόνια σε φουλ επαγγελματικά πλαίσια, αφού από τη στιγμή που τέλειωσε τη σχολή στη Γαλλία εργάστηκε στον χώρο του illustration χωρίς διαλείμματα. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό να μη δουλέψει ξανά σε μπαρ και κράτησε την υπόσχεση. Ξέρει τι λέει. Απλά, νιώθω ότι δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κάτι περισσότερο.
«Αν θα πάει ή δε θα πάει, είναι κάτι που συζητήσαμε όταν πια είχε τελειώσει το κόμικ» συμπληρώνει ο Παπαμάρκος. «Ήμασταν πάνω από τις μηχανές στο τυπογραφείο. Το “λάθος” είχε γίνει. Επενδύσαμε τόσο χρόνο, κόπο, ενέργεια και δουλειά που αν το βλέπαμε πρακτικά θα έπρεπε να είχαμε δώσει το ένα όγδοο από αυτά. Εμείς όμως θέλαμε να πούμε αυτή την ιστορία ακριβώς με τον τρόπο που την είπαμε».
«Σε όλη τη δημιουργική διαδικασία πιστεύαμε ότι όλος ο κόσμος ενδιαφέρετε για την ιστορία που έχουμε να πούμε» τονίζει ο Kanellos Cob. Hard sci-fi με σκεπτόμενα ρομπότ που κυνηγούν ανθρώπους σαν θηράματα; Ναι, γιατί όχι;
Στον αστερισμό του Moebius
Jean Giraud. Έτος γέννησης 1938. Ημερομηνία θανάτου: 10 Μαρτίου 2012. Πιο γνωστός ως Moebius ή αλλιώς ο ένας από τους πατριάρχες του ευρωπαϊκού κόμικ και εκείνος που έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στη sci-fi αισθητική των 70s. Αν, προσωπικά μιλώντας, έπρεπε να αναφέρω μια επιρροή που διακρίνω στα Γυμνά Οστά πέρα από το Warhammer 40K, αυτή θα ήταν η ψυχεδελική φαντασμαγορία του Γάλλου μετρ. «Δούλεψα στο τελευταίο illustration που έκανε ο Moebius. Λίγο πριν πεθάνει, οι αρχές του Montrouge, μιας κοινότητας έξω από το Παρίσι, του είχαν ζητήσει τη μακέτα που θα έντυνε όλο το δημαρχείο. Δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει όμως. Βρέθηκα να δουλεύω, λοιπόν, στην τεράστια τοιχογραφία καθώς μια καθηγήτρια μου κέρδισε τον διαγωνισμό για να ολοκληρωθεί το έργο» λέει, χωρίς ίχνος έπαρσης, ο Kanellos Cob.
Λίγο η ζέστη, λίγο τα ποτά, λίγο η ευχάριστη συζήτηση, λίγο οι αναφορές σε τόσο αγαπημένα πράγματα, με κάνουν να χαλαρώνω τελείως και να τριπάρω σε διαστημικούς κόσμους. Άλλωστε, η αίσθηση του escapism σώζει ζωές. «Πήρα τηλέφωνο τον Δημοσθένη και του είπα: “Από αυτά που μου έχεις περιγράψει μέχρι τώρα δεν πάμε στο αμερικάνικο για κανέναν λόγο. Εκείνο που έρχεται στο μυαλό μου είναι η αισθητική του Moebius”» συνεχίζει την αφήγηση ο 36χρονος κομίστας.
Ο Kanellos Cob έκανε το artwork του Hadra Trance Festival για το 2020, του μεγαλύτερου γαλλικού φεστιβάλ trance μουσικής, αλλά δυστυχώς η καραντίνα και ο κορονοϊός τα χάλασε όλα. «Ξενέρωσα, γιατί έχασα μια ευκαιρία να δει τη δουλειά μου όλη η Γαλλία» λέει χαρακτηριστικά. Περίπου έναν χρόνο πριν, η δικιά του εικονογράφηση στον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα τον έκανε γνωστό στους βιβλιόφιλους. Παράλληλα έχει συμβόλαια με γαλλικούς εκδοτικούς μέχρι το 2023 αλλά γνωρίζει ακριβώς πού πατάει και τι κάνει. «Σε γενικές γραμμές πάντα χρειάζεται να κάνεις πράγματα που ίσως έρχονται κόντρα στην αισθητική σου. Πιστεύω όμως ότι είναι ένα δύσκολο μονοπάτι που χρειάζεται να περπατήσεις έτσι ώστε μια μέρα να εκδίδεις ό,τι γουστάρεις».
«Όταν άκουσα το όνομα του Moebius είπα ότι ήταν κάτι που δεν θα τολμούσα ποτέ να ζητήσω» θυμάται με ενθουσιασμό ο Παπαμάρκος. «Αν θες να πας εκεί, μέσα. Με τρέλα». Το ζητούμενο ήταν να συνδυαστεί το βιομηχανικό illustration με την αισθητική ενός καλλιτέχνη που άλλαξε την pop κουλτούρα. Άλλωστε, το story board του Moebius για τις ανάγκες του Dune δια χειρός Alexander Jodorowsky (μιας μυθικής ταινίας που, τελικά, δεν γυρίστηκε ποτέ) άλλαξε λίγο έως πολύ το σύγχρονο σινεμά. Τα Star Wars πάτησαν πάνω στη δουλειά του και έκοψαν εκατοντάδες εκατομμύρια εισιτήρια στα χρόνια που ακολούθησαν.
Τελικά, τι το τόσο μαγικό έχει η τέχνη του Moebius; «Έχει μία παράξενη ομορφιά· σου προκαλεί νοσταλγικότητα για κάτι που όμως βλέπεις πρώτη φορά, ενώ την ίδια στιγμή είναι ικανή να σου παρουσιάσει έναν ολόκληρο (φανταστικό) κόσμο σε ένα μόνο καρέ» λέει ο Παπαμάρκος.
Πραγματικά, τι άλλο να ζητήσει κανείς από το sci-fi;
Το Soundtrack της δημιουργίας
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι ήμουν Γαλλία και σχεδίαζα, όταν μου έστειλαν σήμα ότι ένας γνωστός θα παίξει ηλεκτρονική μουσική σε ιντερνετικό ραδιόφωνο» διηγείται ο Kanellos για τις μέρες του περσινού ατέλειωτου χειμώνα. «Συντονίστηκα και καθώς εκείνος μίξαρε, μια κοπέλα δίπλα του απήγγειλε ποίηση. Δούλευα και άκουγα. Το έζησα πάρα πολύ εκείνο το live – ναι, όσο το σκέφτομαι, εκείνες οι στιγμές είναι απόλυτα συνδεδεμένες με τα Γυμνά Οστά».
Στην Πλατεία Μεσολογγίου δεν υπάρχει καμία μουσική πέρα από τους ήχους της αθηναϊκής νύχτας. Ο καταιγισμός όμως από ονόματα καλλιτεχνών φτιάχνει το δικό του soundtrack στον αέρα. «Θοδωρής Cortés, Dolly Vara, Regressverbot, Kangding Ray, Tim Hecker. Γενικά άκουγα πολλά ηλεκτρονικά και ambient όταν δούλευα το κόμικ, αλλά και πολύ post rock. God is an Astronaut, Explosions in the Sky».
«Α, ναι. Και πολύ Αρλέτα, το Batida de coco» λέει ο 36χρονος κομίστας γελώντας.
«Εγώ πάλι άκουγα The Sword, τον δίσκο Gods of the Earth» αναφέρει ο Παπαμάρκος, πριν συνεχίσει: «Σε λούπα το Fire Lances of the Hyper Zephyrians που είναι πολύ βασική επιρροή του κόμικ γενικά και επίσης δισκογραφία Blue Oyster Cult και πιο συγκεκριμένα το Veteran of the Psychic Wars, την οκτάλεπτη live εκτέλεση με όλα τα σόλο».
Όλοι μπορούν να έχουν αναφορές, επιρροές, και προτιμήσεις. Το ζήτημα όμως είναι να δένει το γλυκό στο τέλος. Στα Γυμνά Οστά μπορεί κανείς να βρει ψήγματα από Isaac Asimov και Robert Heinlein μέχρι λατινικές ζωολογίες της αρχαιότητας, Jorge Luis Borges και τα ζόμπι του George Romero. Μάλιστα, αν κάνεις τον έξυπνο μπορείς να πέσεις και έξω. «Όχι το Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος της Svetlana Alexievich δεν ήταν στις επιρροές για τα Γυμνά Οστά» λέει ευγενικά αλλά κάπως αυστηρά ο Δημοσθένης Παπαμάρκος διαλύοντας τις υπερφίαλες σιγουριές μου. «Ήταν όμως βασική επιρροή για την Εξημέρωση».
Επιστρέφοντας στο soundtrack της δημιουργίας, ο David Bowie και ο χαρακτηριστικός στίχος “ground control to Major Tom” δε θα μπορούσε να λείπει. «Για αυτό βάλαμε το πρόσωπό του μέσα στο κόμικ» λέει ο Kanellos Cob. Για μισό λεπτό όμως, πώς ακριβώς έγινε αυτό;
«Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε τρία πρόσωπα για να μπουν ένθεση σε κάποια καρέ του κόμικ. Του είπα: David Bowie, Nikola Tesla, Άρης Βελουχιώτης».
Μήπως, τελικά, δεν υπάρχει σωτηρία;
Ο ήλιος έχει χαθεί τελείως και καμία αχτίδα φωτός δεν περνάει μέσα από τις φυλλωσιές της Πλατείας Μεσολογγίου. Το σκοτάδι είναι απόλυτο και η ζέστη αφύσικη. Σκέφτομαι ξανά το motto του Warhammer 40Κ: In the grim distance future, there is only war. Έρχεται στο μυαλό μου το πρώτο-πρώτο καρέ από τα Γυμνά Οστά: ένα πελώριο μηχανικό χέρι θαμμένο στην άμμο που θυμίζει τον αρχαίο μύθο για τον Τάλω, το πρώτο ρομπότ της ιστορίας. Μία μηχανή που προστατεύει το νησί της Κρήτης και τους Μινωίτες από τις εξωτερικές απειλές. Έναν πολιτισμό, δηλαδή,που εξαφανίστηκε κάτω από την οργή της φύσης. Εκρήξεις ηφαιστείων, τσουνάμι. Τη μέρα της συνέντευξης στον Καναδά σημειώθηκαν θερμοκρασίες 49,5 Βαθμών Κελσίου.
«Για μένα το καύσιμο στα Γυμνά Οστά ήταν το αίσθημα απαισιοδοξίας που έρχεται από την εξέταση των μελλοντικών σεναρίων (σ.σ: κλιματική αλλαγή, κοινωνικές αναταραχές). Δηλαδή, αν το θες, των στιγμών που με έπαιρνε από κάτω και δεν έβλεπα ελπίδα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παπαμάρκος. Αυτό που ήθελε να πετύχει στο κόμικ ήταν να παρουσιάσει έναν κόσμο χωρίς ορίζοντα ελπίδας, μια ατμόσφαιρα απόλυτης απελπισίας.
Στα Γυμνά Οστά όμως ο αναγνώστης δεν έρχεται αντιμέτωπος με έναν αυτάρεσκο ύμνο στην απαισιοδοξία. Από την απόλυτη απελπισία που ντύνεται ψυχεδελικά χρώματα προχωράμε σε μία ελπίδα, ή μάλλον σε μια λύτρωση που έρχεται μόνο στο τέλος, χωρίς να είναι ένα φτηνό happy ending. «Αν δουμε τον νιχιλισμό στα πλαίσια της επιβίωσης (όταν φτάνεις στο σημείο που σκέφτεσαι ότι πρέπει να παραμένεις στη ζωή με κάθε τρόπο), αν αυτό είναι μηδενιστικό, ΟΚ, παίρνεις τις αποφάσεις σου. Σε τέτοιες συνθήκες η λογική αλλάζει. Και η έννοια της ηθικής αλλάζει και αυτή» σημειώνει ο Kanellos Cob.
«Ο μηδενισμός του κεντρικού χαρακτήρα, του άντρα, είναι αυτός: έχει δει τον κόσμο σε όλη του την πορεία, γνωρίζει πως δεν υπάρχει λύση, αφού είμαστε πολύ καιρό μετά τη στιγμή που θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε την καταστροφή, και ουσιαστικά εκείνος επιμένει να γραπώνεται στη ζωή γιατί αυτό είναι το ένστικτό του» εξηγεί ο Παπαμάρκος. «Δε θέλει να εγκαταλείψει γιατί ποτέ κανένας οργανισμός δεν τα παρατάει»
Τελικά, υπάρχει σωτηρία ή όχι; «Μία βασική ιδέα πίσω από το κόμικ ήταν η εξής: η ανθρωπότητα έχει κάνει πολλά μοιραία λάθη μέσα από τα χιλιάδες χρόνια και την έχει σκαπουλάρει, έτσι στα Γυμνά Όστα βλέπουμε την άλλη όψη του νομίσματος. Την εξέταση, δηλαδή, της πιθανότητας του τι θα συμβεί σε περίπτωση που δε σώσουμε την παρτίδα την τελευταία στιγμή. Ένας κόσμος όπου η καταστροφή του περιβάλλοντος συνεχίζεται χωρίς κανένα stop· ένας κόσμος που φτάνει κυριολεκτικά στα άκρα».
ΟΚ, όντως τα πράγματα είναι σοβαρά, στον Καναδά το θερμόμετρο άγγιξε τους 50 Βαθμούς Κελσίου. Πίνω μια γουλιά από την μπύρα μου γιατί το στόμα μου έχει στεγνώσει και παραπονιέμαι λίγο για τον καύσωνα.
Kanellos Cob: Δεν είναι καύσωνας, η κλιματική αλλαγή είναι.
Ένα ρομπότ που το έλεγαν Λόλα
Δεν υπάρχει πιο γελοία ερώτηση από το «πείτε μου μια αστεία ιστορία» αλλά την κάνω. Ποτέ δεν ξέρεις. Το δημιουργικό ντουέτο ανταλλάσει ματιές και ένα μειδίαμα εμφανίζεται στα χείλια και των δύο. «Πες του για τη Λόλα». Ποια Λόλα ρε παιδιά;
«Η μηχανή που πρωταγωνιστεί ανήκει στο μοντέλο Θ.Ο.Ρ.Α.Κ.Σ, έπρεπε όμως να της/του βρούμε κάποιο όνομα» δίνει τις απαραίτητες διευκρινίσεις ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, για να συνεχίσει: «Έτσι αφού στο περιοδικό Μπλε Κομήτης, εκεί όπου εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα Γυμνά Οστά, ονομαζόταν Βλαντ, το λέγαμε έτσι μεταξύ μας για να συνεννοούμαστε».
Καταλαβαίνω από την όψη και των δύο ότι κάτι τους έλειπε. «Ποιος Βλαντ; Να τον πούμε Λόλα» λέει ο Kanellos Cob καθώς θυμάται το σκηνικό. Μάλιστα, μου εξηγεί πως όταν είναι να δουλευτεί ένας χαρακτήρας καλό είναι να δοκιμάζεται και σε συνθήκες εκτός concept. Για να υπάρξει, να γίνει πιο αληθινός. «Έτσι έκανα το πολεμικό ρομπότ να μοιάζει με drag queen. Να φοράει φτερά και πούπουλα και να το φωνάζουν Λόλα».
Είναι φανερό ότι αυτοί οι δύο έχουν αναπτύξει έναν κώδικα επικοινωνίας παρότι έχουν τελείως διαφορετικές προτιμήσεις στα διαβάσματά τους. Πάνω στην κουβέντα μου ανέφεραν πως εκεί που συναντήθηκαν ήταν οι φιλμογραφικές αναφορές. Έβλεπαν και βλέπουν ταινίες σαν παλαβοί.
«Θέλω δύο σελίδες να κάνω κάτι σουρεαλιστικό. Το έχεις;» του ζήτησε σε κάποια φάση ο Kanellos Cob. Στο σενάριο δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο, ο Παπαμάρκος όμως έστυψε το μυαλό του, και ένα καλοκαιρινό μεσημέρι στο χωριό του, τη Μαλεσίνα, είδε ένα όνειρο. Οι εικόνες έγιναν ένα υπερρεαλιστικό τετρασέλιδο γεμάτο μεταμορφώσεις, γεμάτο χερουβείμ, γεμάτο σκηνές ταμπού.
Του λέω ότι μου δίνεται η αίσθηση ότι έχουν γίνει εκατομμύρια διορθώσεις στο κείμενο. «Μέχρι το Γκιακ δεν έκανα πολλές διορθώσεις. Κάθε διήγημα το έγραφα με τη μία. Το Νόκερ το ολοκλήρωσα σε 16 ώρες. Εδώ, όμως πέθανα. Διόρθωνα μέχρι και την τελευταία στιγμή».
Τι έγινε όμως λίγο πριν τυπωθούν τα Γυμνά Οστά; «Τελειώνει το κόμικ. Παίρνω το draft pdf να διορθώσω κείμενο και βλέπω το ρομπότ να είναι γραμμένο όντως ως Λόλα» λέει ο Δημοσθένης, όσο ο Kanellos γελά. Όχι, δεν τυπώθηκε έτσι.
Ποιο είναι τελικά το όνομα του συγκεκριμένου Θ.Ο.Ρ.Α.Κ.Σ μοντέλου; Θα πρέπει να πάρεις το κόμικ για να μάθεις.
Εις το επανιδείν
Σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα που εκτός εξαιρέσεων δεν έχουν συνέχεια, τα περισσότερα κόμικ έχουν sequel. Όλα όμως δείχνουν ότι θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο για το επόμενο επεισόδιο από τα Γυμνά Οστά. Υπάρχουν άλλωστε και άλλα project που τρέχουν.
«Τον Σεπτέμβριο ξεκινάω με τις Εκδόσεις Πατάκη, θα εικονογραφήσω ένα βιβλίο της Ζωρζ Σαρρή, τον Θησαυρό της Βαγίας» αποκαλύπτει ο Kanellos Cob λίγο πριν το λήξουμε.
Και συνεχίζει: «Έχω συμβόλαιο με γαλλικό εκδοτικό για να κάνουμε μία εικονογραφημένη έκδοση της βιογραφίας του Bobby Sands». Να μια ιστορία που όλοι ξέρουν αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν τι πραγματικά συνέβη.
Όσο για τον Δημοσθένη Παπαμάρκο; «Είμαι σε φάση που προετοιμάζω κάτι πεζογραφικό. Μάλλον, είναι η ιδέα που θα αρχίσω».
Όταν όμως κάτσουν να φτιάξουν το sequel για τα Γυμνά Οστά, τι να περιμένουμε; Μια τελική λύση για το μείζον πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής; Μια λυτρωτική ιστορία όπου οι καλοί θριαμβεύουν ενάντια στο κακό; Μία πραγματική ελπίδα για το μέλλον;
Ο 36χρονος κομίστας αναλαμβάνει να ρίξει την αυλαία της βραδιάς με την απάντησή του.
«ΚΑΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ».