Ο Garry Marshall ήταν ένας αμετανόητος crowd pleaser
- 20 ΙΟΥΛ 2016
Παραήταν έντονη η αντίδρασή μου για τον θάνατο του Garry Marshall μου είπαν στο γραφείο, για να μη γράψω τίποτα. Αρχικά όμως δίστασα λίγο. Προφανώς για να μείνω όσο εμβρόντητη έμεινα με τα νέα δε χρειάζεται να εξηγήσω ότι για μένα η απώλειά του δεν είναι αμελητέα (ακόμα κι αν δεν είχα καταλάβει καν ότι είχε ήδη πατήσει τα 80 – αυτό δε συμβαίνει συνήθως με τους ανθρώπους που είναι όσο ενεργός ήταν εκείνος μέχρι την τελευταία στιγμή;), αλλά δεν ήξερα αν θα άνοιγε και καμιά άλλη μύτη εκτός από τη δική μου. Και μετά εκνευρίστηκα με τον εαυτό μου.
Οι τρεις τελευταίες σκηνοθετικές δουλειές του Marshall (‘Valentine’s Day’, ‘New Year’s Eve’, ‘Mother’s Day’), με όση αντικειμενικότητα μπορεί να κρίνει κανείς το σινεμά, δεν ήταν καλές ταινίες. Οι κριτικοί τις είχαν κατακεραυνώσει και, παρότι δε μου ήρθε να αυτοπυρποληθώ με καμία από τις τρεις, έβλεπα ότι οι καλές του μέρες έχουν ξεκάθαρα περάσει ανεπιστρεπτί. Χωρίς αυτό, βέβαια, να εμποδίζει τις δουλειές του από το να φέρνουν ακόμα μεγάλες εισπράξεις στο box office, το κοινό να τις τιμάει σταθερά γιατί ξέρει πλέον τι θα δει και δεν τραβάει ζόρια, και τα μεγάλα ονόματα να απαντάνε πάντα στο κάλεσμά του όταν τους ζητάει να παίξουν στις ταινίες του.
Πάνω απ’ όλα όμως, δεν εμπόδιζε τον Marshall από το να μένει στον στόχο του. Να κάνει όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσε χαρούμενους, έστω και για λίγες ώρες. Κι αν αυτό ακούγεται σα να προσπαθούσε να έλξει “τις μάζες” όπως συνηθίζουμε σα βλάκες να αποκαλούμε τον κόσμο λες και πρόκειται για κάτι συμπαγές και απρόσωπο, ας πούμε εδώ ότι δε θα μπορούσε να κάνει κάτι πολύ διαφορετικό, όταν ήταν ακριβώς έτσι και σαν άνθρωπος.
Στη γειτονιά που μεγαλώσαμε, στο Bronx, είχες λίγες μονάχα επιλογές. Είτε ήσουν αθλητής, είτε γκάνγκστερ, είτε αστείος
Ξεκίνησε ως joke writer για τεράστιες σειρές για την τηλεόραση όπως το ‘Dick Van Dyke Show’, με το μόνιμο άγχος ότι δε θα μπορούσε να παραδώσει τις πέντε σελίδες αστείων τη μέρα που απαιτούσε η παραγωγή, αλλά κάθε φορά που το κατάφερνε, σκεφτόταν πως το να κάνει τον κόσμο να περνάει καλά πρέπει πραγματικά να είναι “το καλύτερο επάγγελμα στον κόσμο”. Μετά από αρκετά πολύ παραγωγικά χρόνια στην τηλεόραση, βρέθηκε να δημιουργεί τέσσερις μεγάλες τηλεοπτικές σειρές που στη μνήμη του Έλληνα δε θα πουν πολλά, αλλά ο μέσος Αμερικανός άνω των 25 τις έχει δει όσες φορές έχεις δει εσύ το ‘Ρετιρέ’, τους ‘Δύο Ξένους’ και το ‘Καφέ της Χαράς’ μαζί.
Τo ‘The Odd Couple’ είχε βασίσει την επιτυχία του πάνω στους θεατρικούς ηθοποιούς Tony Randall και Jack Klugman και πήρε τα πάνω του όταν ο Marshall το έβγαλε από το μονοκάμερό γύρισμα και επιστράτευσε πολλές κάμερες και το live κοινό που ήταν τόσο απαραίτητο για τους ηθοποιούς που είχαν μάθει να δουλεύουν καλύτερα στο σανίδι. Το επόμενο ήταν το ‘Mork & Mindy’ που μας έδωσε τον Robin Williams, έναν μόνο από τους ηθοποιούς που βοήθησε ο Garry να βρεθούν στο στόμα όλων. (“O Robin Williams ήταν ο μόνος εξωγήινος που έκανε οντισιόν για το ρόλο,” είχε πει όταν εξηγούσε γιατί διάλεξε τον μελλοντικό θρύλο.)
Μετά ήρθε το ‘Happy Days’, μία νεανική σειρά που είχε αρχικά παραγγείλει το ABC να είναι για τις flappers των ‘20s και ‘30s, αλλά ο Marshall σήκωσε τα χέρια ψηλά γιατί δεν ήξερε τίποτα για την εποχή εκείνη. Για τους σύγχρονους τότε νέους του ‘70 θα ήταν δύσκολο να μιλήσουν χωρίς να αναφερθούν σε ναρκωτικά και παρότι αυτό το ζούσε και το ήξερε, δεν ήθελε να το κάνει, οπότε τους πρότεινε να το κάνουν πιο νοσταλγικό και να το βάλουνε στα ‘50s. Ποιος ήθελε όμως να δει μια σειρά για τα ‘50s;
Έτσι για καιρό, η συγκεκριμένη δουλειά δεν μπορούσε να προχωρήσει πέρα από το σενάριο του πιλότου, μέχρι που ήρθε το ‘American Graffiti’ του George Lucas και τα πράγματα άλλαξαν, με το ‘Happy Days’ να γίνεται τελικά η Νο.1 σειρά στην Αμερική. Μπορεί να της χρωστάμε πια και την “jumping the shark” φράση που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για την ποιότητα μιας σειράς – η σκηνή με τον χαρακτήρα του Fonzie να πηδάει πάνω από έναν καρχαρία είναι για πολλούς η στιγμή που χάθηκε η μπάλα του σόου – αλλά μιλάμε για μία τις πιο αγαπητές σειρές που έχουν προβληθεί ποτέ στην Αμερική. Γέννησε και το spin-off ‘Laverne & Shirley’, εξίσου αγαπητή και καλύτερη κι από την ορίτζιναλ σειρά για πολλούς.
Στα ‘80s ο Marshall αρχίζει να ασχολείται με το σινεμά, με δουλειές όπως το ‘Flamingo Kid’, το ‘Nothing in Common’, το ‘Overboard’ και το φανταστικό ‘Beaches’, κομεντί που στο μεγαλύτερο μέρος τους είχαν για πρωταγωνιστικούς ρόλους απλούς, καθημερινούς χαρακτήρες.
Δεν ήθελα να κάνω ταινίες με εκατοντάδες καμήλες να περνάνε την έρημο με τανκ από πίσω και τέτοια πράγματα
Συνέχισε με το ‘Pretty Woman’ το ‘90, έναν κολοσσό όπως αποδείχτηκε για ταινία, που έκανε σταρ τη Julia Roberts και σήμανε την αρχή για μία εξαιρετικά επικερδή δεκαετία για τις ρομαντικές κομεντί. Κάπως έτσι άρχισε να ακούγεται όλο και συχνότερα ο όρος dramedy, ένα είδος δηλαδή που αγγίζει σοβαρά θέματα με τρόπο πιο ανάλαφρο και εύπεπτο, με το χιούμορ να αποσυμπιέζει καταστάσεις που υπό κανονικές συνθήκες μόνο για γέλια δεν είναι.
Μπορεί να γίνει μεγάλος διάλογος για το αν από άποψη πολιτικής ορθότητας οι ταινίες του Marshall τη βγάζουν καθαρή – στην περίπτωση του ‘Pretty Woman’ για παράδειγμα, η δυναμική μεταξύ των δύο κεντρικών χαρακτήρων έχει επικριθεί αρκετά κατά καιρούς λόγω των ανισόρροπων κοινωνικών τους ρόλων – αλλά στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι τόσο προσεγμένα τα παντρέματα μεταξύ των ηθοποιών, που λειτουργούν σχεδόν τα πάντα.
Από την Roberts και τον Gere, μέχρι τον Pacino και την Pfeiffer, και την Anne Hathaway με τη Julie Andrews στο ‘Princess Diaries’ – άλλη μία ταινία που φαντάστηκε ο Marshall ότι θα ικανοποιήσει τον κόσμο σε μεγάλους αριθμούς και τελικά συνέπεσε (;) και με τo Disney princess μανία που γιγαντώθηκε στις αρχές των ‘00s.
Το άλλο που ήξερε να κάνει πολύ καλά, είναι να χειρίζεται τα συναισθήματα του κοινού. Το cheesy κοντέρ έπιανε κόκκινο και συνήθως στην τελευταία πράξη μπορούσες να περιμένεις μία σκηνή που, ακόμα και στην πιο χαζομαρίστικη ταινία, μπορούσε να σου ανεβάσει τον κόμπο στον λαιμό. Κάντε ένα rewatch του ‘Raising Helen’ και στη σκηνή που η Kate Hudson διαβάζει το γράμμα της νεκρής της αδερφής και θα καταλάβετε ακριβως τι εννοώ.
Tearjerkers τα λέμε αυτά και πολλοί τα κοιτούν με μισό μάτι γιατί εκμεταλλεύονται στιγμιαία τα ένστικτά μας, αλλά ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε, γιατί καμιά φορά μας ενοχλεί τόσο η κάθαρση, ακόμα κι αν θεωρούμε ότι μας την έχουν φορέσει στο κεφάλι με το ζόρι. Πλασματικά είναι τα συναισθήματά μας;
Γυρνώντας όμως πίσω στον ρόλο του Marshall ως έναν από τους πιο αυθεντικούς crowd pleasers που έχουν περάσει από το σινεμά γιατί πολύ απλά αυτό ήξερε να κάνει και στην πραγματική του ζωή, μου έρχεται στο μυαλό το δώρο που είχε ζητήσει από το ABC όταν το κανάλι ήθελε να τον ευχαριστήσει για τα μεγάλα του χιτ στα τηλεοπτικά του κύματα. Ετοιμάζονταν για αυτοκίνητα και μισθολογικές αυξήσεις κι αυτός τους ζήτησε να του φτιάξουν ένα γήπεδο του μπάσκετ για να χαλαρώνει με τους ηθοποιούς και τα συνεργεία στα διαλείμματα.
Όλοι αγαπούσαν τον Garry. Ήταν μέντορας και cheerleader και ένας από τους πιο αστείους ανθρώπους που έχουν ζήσει. Είχε καρδιά απ’ το αγνότερο χρυσάφι και ψυχή για διαολιές. – Richard Gere
Οι σταρ που τον έχουν αγαπήσει, συνέχισαν να συνεργάζονται μαζί του μέχρι τελευταία στιγμή ενώ δεν είχαν πολλά πια να κερδίσουν, γιατί είχε χτίσει προσωπικές σχέσεις μαζί του. Τα σετ του περιγράφονται σα μία οικογενειακή γιορτή, όπου οι ηθοποιοί είχαν την άδεια να φέρνουν όσους συγγενείς και φίλους ήθελαν, με τον Marshall να γνωρίζει τους πάντες έναν-έναν και να συνδιαλέγεται μαζί τους με οικειότητα, ακόμα κι αν ήταν η πρώτη φορά που τους γνώριζε. Τα στούντιο δεν έχουν διαρρεύσει ποτέ κάτι αρνητικό γι’ αυτόν, γιατί δεν είχαν να του καταλογίσουν τίποτα για τις επαγγελματικές του σχέσεις. Είναι το σπάνιο φαινόμενο κατοίκου του Χόλιγουντ που είναι και θα είναι αγαπητός από όλους, γιατί όπως έλεγε, πάνω απ’ όλα προσπαθούσε να θυμάται μία φράση του παππού του, που του είχε πει να δίνει την αξία που πρέπει στο “power of nice”. Ακούγεται σαν χολιγουντιανοκλισέ ατάκα, αλλά πόσο πολύ τελικά μπορεί να πιάσει τόπο κάτι που πολλοί θα κορόιδευαν ως αμερικανιά.
Σε μια εποχή που φοβάσαι να μπεις στο διαδίκτυο μήπως και δεις έναν ακόμη από τους καλλιτέχνες που εκτιμάς να αποκαλύπτονται ως βιαστές ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο, δεν ξέρω γιατί πρέπει να με νοιάζει που οι τελευταίες του ταινίες δεν ήταν καλές ή που μπορεί να χρησιμοποιούσε τεχνάσματα για να προκαλέσει συναισθηματικές αντιδράσεις. Προτιμώ να βάλω να δω σήμερα μία από τις πολλές feel-good ταινίες του και να αφήσω τη διάχυτη κληρονομιά του στη βιομηχανία να μιλήσει από μόνη της.
Το κάνει ήδη.