Ο Harvey Weinstein κάνει κουμάντο στο Χόλιγουντ
- 29 ΟΚΤ 2012
Στην τελετή απονομής των Όσκαρ του 2009 ο Hugh Jackman, σε μια από τις καλύτερες παρουσιάσεις που έχουν γίνει στο θεσμό, έδωσε μια μουσική εκδοχή του κλασικού εναρκτήριου σκετς που σημειώνει με χιουμοριστικό τρόπο όλες τις υποψήφιες για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Αρχικά τραγούδησε ως ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας του “Slumdog Millionaire” (που θα κέρδιζε και το βραβείο, λίγες ώρες αργότερα) σε ένα χαρακτηριστικό σκηνικό της ταινίας, ύστερα πέρασε στο μήνυμα ανοχής και ισότητας του Χάρβεϊ Μιλκ (από το “Milk”), σατίρισε την κεντρική ιδέα πίσω από το “Curious Case of Benjamin Button”, πήρε συνέντευξη ως Φροστ, από τον Νίξον της Anne Hathaway. Όλες, αναφορές που είχαν να κάνουν με κάποιο κεντρικό ή αναγνωρίσιμο στοιχείο της εκάστοτε υποψήφιας ταινίας. Έμενε μία.
Ήταν, φυσικά, η σειρά του “Reader”, της τελευταίας υποψηφιότητας για Καλύτερη Ταινία, το δράμα εποχής που χρονολογεί την ερωτική ιστορία ενός νέου με μια μεγαλύτερη γυναίκα που αποδεικνύεται πως ήταν φύλακας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί. Τα φώτα χαμήλωσαν, ένα generic μπιτάκι άρχισε να παίζει καθώς ο Jackman και οι χορευτές, ντυμένοι σε ολόσωμα γκρι πολυέστερ, σαν έξτρας κάποιας φτηνής παρωδίας του “Tron”, άρχισαν να χορεύουν με μηχανικές κινήσεις που παραπέμπουν σε χορευτικά τύπου ‘ρομπότ’.
Κάτσε, τι έγινε;
Πετάξου στα 4’10” του σκετς (ή δες το όλο, είναι πολύ αστείο) για να δεις την πιο ξεδιάντροπα καυστική στιγμή ολόκληρης της απονομής, καθώς ο Jackman συνεχίζει τραγουδώντας “Το Reader, δεν έχω δει το Reader”, βάζοντας χιούμορ σε μια πολύ διαδεδομένη αλήθεια: Πως κανείς δεν είχε δει αυτή την ταινία, κι όποιος του είχε δει γενικά δε του είχε καν πολυαρέσει, κι όμως με κάποιο παρανοϊκό τρόπο βρέθηκε στην 5άδα των υποψηφιοτήτων, πάνω από πολλές ταινίες που λάτρεψε η κριτική (“O Παλαιστής”) ή το κοινό (“Gran Torino”) ή και τα δύο (“Dark Knight”, “Wall-E”).
Στους γνώστες των πραγμάτων, αυτή η έκπληξη δεν αποτέλεσε σοκ. Γιατί ήξεραν τη μία αλήθεια που είναι πιο σημαντική από, κατά τα φαινόμενα, όλα τα παραπάνω κριτήρια, όταν μιλάμε για Όσκαρ: Τον Harvey Weinstein. Πολύ απλά, αν μέσα σε μια οσκαρική σεζόν είναι με οποιονδήποτε τρόπο δυνατόν να βρεθεί ταινία παραγωγής ή διανομής Harvey στη μεγάλη κατηγορία, θα βρεθεί. Και, πιθανότατα, θα κερδίσει.
Αν απορούσες πώς ήταν δυνατόν
-ο “Ερωτευμένος Σαίξπηρ” να κερδίσει το “Saving Private Ryan”,
-μια ταινία σαν το “Reader” να μπει στην 5άδα Καλύτερης Ταινίας,
-μια βουβή Γαλλική ταινία να κερδίσει Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας,
-ασήμαντα φιλμάκια σαν το “Chocolat” ή το “Cider House Rules” να φτάσουν στην κορυφή των Όσκαρ,
-δύο Ιταλικές ταινίες να κερδίζουν υποψηφιότητες και βραβεία σε μια ευρύτερη περίοδο ανυπαρξίας του Ιταλικού σινεμά,
-ο “Λόγος του Βασιλιά” να θριαμβεύει επί του “Social Network”,
-μια ταινία σαν το “Σικάγο” να κερδίζει Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας,
η απάντηση που ψάχνεις είναι ‘Harvey Weinstein’. Και βρίσκεται φέτος στη λίστα των 100 πιο επιδραστικών ανθρώπων στον κόσμο, του περιοδικού ΤΙΜΕ. Όχι ότι χρειαζόμασταν επιβεβαίωση.
Μέρος 1ο: Miramax
Από το 1992 ως το 2002, δεν υπάρχει χρονιά χωρίς ταινία της Miramax (του στούντιο που άνοιξε με τον αδερφό του, Bob, to 1979) στην 5άδα. Μια χρονιά χώρεσε δύο. Πήρε τρεις νίκες, και ντουζίνες βραβείων για τις ταινίες του στούντιό του σε άλλες κατηγορίες.
Ο Harvey κι ο Bob είχαν ξεκινήσει ως διοργανωτές συναυλιών στα ‘70s, αλλά η αγάπη του Harvey για το σινεμά τους οδήγησε στο να χηρσιμοποιήσουν τα κέρδη τους από τις συναυλίες στην ίδρυση μιας εταιρείας διανομής, την οποία βάφτισαν από τα ονόματα των γονιών τους: Μίριαμ + Μαξ = Miramax. Για πολλά χρόνια αγόραζαν μικρά φιλμ (κυρίως μουσικά), τα οποία προμόταραν στις ΗΠΑ, και σταδιακά άρχισαν να μεγαλώνουν.
Σε μια πολύ ευτυχή συγκυρία, έπεσαν ακριβώς πάνω στην άνθηση του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά – ή και ίσως να το βοήθησαν να γίνει αυτό που είναι, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δε μπορείς να είσαι σίγουρος ποιο είναι το αίτιο και τι το αποτέλεσμα. Μετά από χρόνια προσεκτικής ανάπτυξης (αγόραζαν πολλά πάμφτηνα φιλμ και έβγαζαν γερό κέρδος από τα 1-2 που θα έκαναν μια κάποια στοιχειώδη επιτυχία) ήρθε η γενιά του Σάντανς. Ήρθε το “Σεξ, Ψέμματα και Βιντεοταινίες” (που τους κόστισε $1 εκατομμύριο να αγοράσουν κι έβγαλαν $25), ήρθε το “Clerks” του Kevin Smith, ήρθε ο μαριάτσι Robert Rodriguez, ήρθε το “Pulp Fiction” του Tarantino.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως αυτό το σημείο που άλλαξε για πάντα η ιστορία των Weinstein (και του αμερικάνικου σινεμά μαζί), με το “Pulp Fiction” να φτάνει στην υποψηφιότητα Καλύτερης Ταινίας, να χάνει μεν αλλά να κερδίζει το Όσκαρ Σεναρίου. Το ανεξάρτητο γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό στα γκλαμουράτα σαλόνια και η Miramax δεν ήταν πια ένας μικρός διανομέας αλλά ένας ισχυρός Χολιγουντιανός παίχτης, που μάλιστα αγοράστηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τη Disney, ανεβάζοντας τον πήχυ των προσδοκιών, αλλά και του παιχνιδιού της.
Μέχρι να λήξει το συμβόλαιό τους με τη Disney, στα μέσα των ‘00s, οι Weinsteins είχαν φέρει σπίτι το μεγάλο τρόπαιο τρεις φορές: “O Άγγλος Ασθενής”, “Ερωτευμένος Σαίξπηρ”, “Σικάγο”, είχαν γεμίσει τη μεγάλη κατηγορία με ταινίες που σήμερα κανείς δε θυμάται απλώς και μόνο επειδή ‘έπρεπε να υπάρχει ταινία του Harvey’, ενώ έστειλε στα Όσκαρ δημιουργούς σαν τον Tarantino και τον Michael Moore.
(Το να μετρήσουμε ηθοποιούς που πήραν Όσκαρ από τις ταινίες της Miramax αυτή την περίοδο θα απαιτούσε ένα δεύτερο κείμενο που να είναι μόνο λίστα. Ας αρκεστούμε στο να πούμε ότι το φιάσκο του 1998, όπου χάρη στην επιρροή του Harvey η Gwyneth Paltrow πήρε Όσκαρ αντί της Cate Blanchett και ο Roberto Benigni πήρε Όσκαρ, τελεία, θα είναι ο λόγος για τον οποίο ο Harvey θα πάει στην κόλαση.)
Από πού ήρθε αυτή η επιρροή δεν μπορεί κανείς να ξέρει με βεβαιότητα, αλλά είναι από αυτά τα δημσιοσχετίστικα που βασίζονται στην αρχή κάπως στον αέρα, και στην πορεία ξαφνικά συνειδητοποιείς πως σε κάποιον άνθρωπο απλά δε γίνεται να πεις όχι γιατί “είναι ο Harvey”. Έκανε θρυλικά πάρτι στο πλαίσιο της καμπάνιας των ταινιών του, και τα αποτελέσματα μιλούν μόνα τους. Ασκούσε μεγάλη πίεση σε βαθμό κολάσιμο: πριν κάποια χρόνια βγήκε στη φόρα ένα μέιλ το οποίο περιέγραφε πώς ενοχλούσε διαρκώς τον Sydney Pollack και τον Anthony Minghella στο νεκροκρέβατο, ώστε να μπορέσει να πάρει τον δημιουργικό έλεγχο μιας ταινίας. Έχει τρομερό ένστικτο πάνω στο τι είδους ταινίας θα κάνει γκελ με τον κόσμο ή με την Ακαδημία και δε σταματάει πουθενά προκειμένου να τα καταφέρει, έχοντας φτάσει ακόμα και στο σημείο να αλλάζει μοντάζ ή να κόβει σκηνές σε ταινίες που ο ίδιος είτε ανέπτυξε είτε αγόρασε για να διανείμει (όπως ο “Ήρωας” του Zhang Yimou, για παράδειγμα).
Είναι μια κατεξοχήν ‘προσωπικότητα που διχάζει’.
Αλλά κακά τα ψέμματα, αν δεν είχε υπάρξει η Miramax τη στιγμή που υπήρξε και όπως υπήρξε, πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά στο σημερινό σινεμά. Κι αν η Miramax δεν είχε φιλμογραφίες σαν του Tarantino και έναν γενικώς πολύ δυνατό κατάλογο να βασιστεί, τον Harvey ίσως κανείς να μην ήταν αναγκασμένος να τον πάρει στα σοβαρά.
Μέρος 2ο: The Weinstein Company
Στα μέσα των ‘00s αυτή η κυριαρχία τρόμου του Harvey έμοιαζε να φτάνει στο τέλος της. Η Ακαδημία απαγόρεψε τα πάρτι που τόσο βοηθούσαν τον παραγωγό, ενώ η Miramax πλέον είχε γίνει ασύμφορη για τη Disney. Είχε απομακρυνθεί από το αρχικό μοντέλο της επιτυχίας της, ποντάροντας πλέον πολλά λεφτά σε λίγες ταινίες, αντί λίγα σε πολλές. Αποχωρώντας από τη Disney και από την εταιρεία που έφτιαξε με τον αδερφό του πριν 25+ χρόνια, οι δυο τους στήνουν την Weinstein Co., με σκοπό να ξεκινήσουν ξανά μια νέα αυτοκρατορία.
Έχουν τη στήριξη αρκετών ανθρώπων, όπως του Tarantino, για τον οποίον ο Harvey έχει κατά καιρούς μιλήσει με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που επιφυλάσσει για οποιονδήποτε άλλον. Νιώθωντας πως του χρωστάει σε μεγάλο βαθμό ό,τι κατάφερε, υπήρχε πάντα ανάμεσα στους δύο άντρες μια κατανόηση πως ο ένας θα στηρίζει τον άλλον όποιες κι αν είναι οι συνθήκες.
Έτσι, ο φυσικά και ο Tarantino πήρε την ιδιοφυία του από τη Miramax και την μετακόμισε στην Weinstein Company. Όταν βγήκε πριν 3 καλοκαίρια το “Inglourious Baasterds”, ο Harvey κι ο Bob ήταν στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Ακούγονταν απίστευτα πράγματα, ότι είχαν παγώσει πληρωμές στην εταιρεία για μήνες ή ότι πάγωναν την έξοδο οποιαδήποτε άλλης ταινίας μέχρι να βγουν στις αίθουσες οι “Μπάσταρδοι”, διότι πολύ απλά δεν υπήρχαν πόροι για να καλυφθούν τα έξοδα προώθησης δεύτερου φιλμ. Ήταν η μία και μοναδική ευκαιρία.
Οι “Μπάσταρδοι” φυσικά έκαναν τεράστια επιτυχία παγκοσμίως. Μακράν η μεγαλύτερη στην καριέρα του Tarantino, έφερε χρήμα στα ταμεία της Weinstein και πρακτικά έφτασε με αυτόματο πιλότο μέχρι τα Όσκαρ όπου, μια χρονιά μετά το σοκ του “Reader”, επιβεβαιωνόταν πέραν αμφιβολίας η επιστροφή του Harvey. (Και μήπως να αναφέραμε και την αναγέννηση του Woody Allen με το “Vicky Cristina Barcelona” που χάρισε Όσκαρ στην Penelope Cruz; Άσε, είπαμε, αν πιάσουμε και τους ηθοποιούς που χρωστάνε το αγαλματίδιό τους -και- στην επιρροή του Harvey, δε θα τελειώναμε ποτέ.)
Αυτή τη διετία δειλής επιστροφής του μες στα πράγματα ακολούθησε και η επανατοποθέτησή του στην κορυφή της Οσκαρικής πυραμίδας. Τις δύο επόμενες χρονιές, ταινίες διανομής η παραγωγής της Weinstein Co. κέρδισαν διαδοχικά Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (“Ο Λόγος του Βασιλιά”, “The Artist”), κάτι που είχε να συμβεί για μικρό στούντιο από το 1991.
Αλλά με τον Harvey Weinstein η έννοια του μικρού στούντιο είναι κάπως αδόκιμη: Είναι εξάλλου ο άνθρωπος χάρη στον οποίο τα όρια ανάμεσα στο ανεξάρτητο και το εμπορικό κατέρρευσαν. Όχι τυχαία, το ΤΙΜΕ τον θεωρεί εν έτει 2012 (σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την επανάσταση της Miramax και του Σάντανς) έναν από τους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο. Κι όλα αυτά ενώ η 5η σερί υποψηφιότητα Καλύτερης Ταινίας για την Weinstein Co. θεωρείται βέβαια, πιθανώς μάλιστα και διπλή (ή τριπλή!), καθώς τόσο το “Master” του Paul Thomas Anderson, όσο και το “Silver Linings Playbook” του David O. Russell όσο και, φυσικά, το “Django Unchained” του Quentin Tarantino, θεωρούνται μες στα 10 πιο δυνατά οσκαρικά χαρτιά για φέτος.
Αυτή τη βδομάδα στις αίθουσες υπάρχουν δύο ταινίες του Weinstein, το “Lawless” του John Hillcoat και το “Killing them Softly” του Andrew Dominik – είναι λες και πλέον μπορείς να δεις τα αποτυπώματά του παντού και πάντα. Φυσικά το μεγάλο παιχνίδι θα παιχτεί, όπως πάντα, τον Φλεβάρη. Αν έπρεπε σε αυτό το σημείο να δώσουμε ένα Οσκαρικό φαβορί για φέτος, μάλλον θα πηγαίναμε με το “Argo” του Ben Affleck. Όμως αν έχουμε μάθει ένα πράγμα όλα αυτά τα χρόνια, είναι πως ποτέ δεν είναι σοφό να ποντάρεις εναντίον του Harvey Weinstein.
Το “Killing them Softly” και το “Lawless” προβάλλονται ήδη στις αίθουσες. Το “The Master” βγαίνει στις αίθουσες στις 10 Ιανουαρίου. To “Django Unchained” βγαίνει στις αίθουσες στις 17 Ιανουαρίου. Το “Silver Linings Playbook” έχει επίσης διανομή.