Harry Benson/Daily Express/Getty Images/Ideal Image
ΕΙΔΩΛΟ

Ο James Earl Jones ήταν χολιγουντιανή αριστοκρατία

«Αν ήσουν ηθοποιός, ένα από τα πρότυπα που είχες ήταν το να γίνεις ένας James Earl Jones», είχε πει κάποτε ο Samuel L. Jackson.

«Αν ήσουν ηθοποιός ή φιλοδοξούσες να γίνεις ηθοποιός, εάν σε έτρωγαν τούτα τα πεζοδρόμια ψάχνοντας για δουλειά, ένα από τα πρότυπα που είχες πάντα ήταν το να γίνεις ένας James Earl Jones», είπε κάποτε ο Samuel L. Jackson.

Ο James Earl Jones, που πέθανε ήσυχα χθες στο σπίτι του σε ηλικία 93 ετών, ήταν ένας εξαιρετικά επιτυχημένος και διακεκριμένος Αφροαμερικανός σταρ του θεάτρου και της οθόνης. Ένας EGOT τιτάνας – ανήκε δηλαδή σε μία μικρή ομάδα ηθοποιών που είχαν κερδίσει βραβείο στα Emmys, τις Χρυσές Σφαίρες, τα Όσκαρ και τα θεατρικά Tony. Από τον Σαίξπηρ μέχρι έργα του Eugene O’Neill και του August Wilson, και από τον Malcolm X και τον Darth Vader των Star Wars ως τον Mufasa του Lion King, ο ηθοποιός είχε τεράστια γκάμα, αναπόσπαστη από τη μεγαλοπρεπή του φωνή.

Η φωνή του James Earl Jones δεν ακουγόταν επί σχεδόν 15 χρόνια.

Όταν η μητέρα του, Ruth, αποφάσισε να φύγει από την Arkabutla του Mississippi για να βρει κάποια καλύτερη δουλειά, ο James Earl μετακόμισε στο Michigan για να ζήσει με τους παππούδες του. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών, η μετάβαση ήταν τόσο τραυματική που το νεαρό αγόρι ανέπτυξε σοβαρό τραυλισμό. Εξαιτίας αυτού, είχε σταματήσει να μιλάει, παραμένοντας λειτουργικά βουβός μέχρι το Λύκειο. Ο Jones έχει πιστώσει τη δασκάλα των αγγλικών του για την εξέλιξή του, η οποία είχε ανακαλύψει την ικανότητά του στην ποίηση και τον βοήθησε να βρει τη φωνή του.

James Earl Jones Με τον Muhammad Ali στο σετ του κινηματογραφικού The Great White Hope (AP Photo/GB) / (AP Photo/GB)
Με τον Muhammad Ali στο σετ του κινηματογραφικού The Great White Hope (AP Photo/GB)

Το ξεκίνημά του έγινε στο Broadway όπου είχε πρωταγωνιστήσει στο Sunrise At Campobello στο Cort Theatre το 1958 – το θέατρο είναι σήμερα γνωστό ως James Earl Jones Theatre – και η αρχή της δεκαετίας του ’60 σημαδεύτηκαν από μία σειρά σημαντικών θεατρικών ρόλων, συμπεριλαμβανομένων γερών σαιξπηρικών δόσεων που τον οδήγησαν στο να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους σαιξπηρικούς ηθοποιούς της εποχής του σε μικρό χρονικό διάστημα. Ήθελε από τότε όμως να διευρύνει το έργο του και έτσι το 1964 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο Dr. Strangelove του Stanley Kubrick.

Κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης δεκαετίας, ο ηθοποιός συνέχισε να εργάζεται σε διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης του συμμετοχής στο βραβευμένο με Πούλιτζερ θεατρικό έργο The Great White Hope που του χάρισε το πρώτο του Tony, ενώ την ίδια χρονιά είχε πρωταγωνιστήσει στις ταινίες μικρού μήκους που θα γίνονταν αργότερα το Sesame Street.

Μέχρι το 1970, το αστέρι του James Earl Jones επί της οθόνης ήταν σε άνοδο, με μία κιόλας οσκαρική υποψηφιότητα για την κινηματογραφική εκδοχή του The Great White Hope. Ήταν μόλις ο δεύτερος Αφροαμερικανός άνδρα ηθοποιό μετά τον Sidney Poitier που είχε προταθεί για Α’ Ανδρικό Ρόλο (έχασε από τον George C. Scott για τη δουλειά του στο Patton).

Ήταν ωστόσο ήταν ο ρόλος του στο πρώτο Star Wars το 1977 που άφησε τεράστιο σημάδι στο κοινό, αν και σε πρώτη φάση δεν του είχε αποδοθεί η φωνή του εμβληματικού κακού, από ευγένεια προς τον David Prowse που φορούσε τη στολή του Vader.

Η φωνή του είχε τέτοιο αποτύπωμα που, όταν ο Luke Skywalker είχε αφαιρέσει το κράνος του Vader στο τέλος του Return of the Jedi, πολλοί θεατές είχαν μείνει έκπληκτοι όταν είχαν αντικρίσει το πρόσωπο του ηλικιωμένου λευκού Άγγλου ηθοποιού Sebastian Shaw.

James Earl Jones Στην πρεμιέρα του The Lion King με τη σύζυγό του (AP Photo/Tara Farrell) / AP Photo/Tara Farrell
Στην πρεμιέρα του The Lion King με τη σύζυγό του (AP Photo/Tara Farrell)

Τη δεκαετία του ’80, ο Jones καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές του θεάτρου του August Wilson, όπως το 1987 με τη συμμετοχή του στο Fences που του είχε χαρίσει το δεύτερο Tony του, ενώ στο μεταξύ έπαιζε σε ταινίες όλων των ειδών κατά τη διάρκεια μίας δεκαετίας γεμάτη blockbuster, από το Conan the Barbarian μέχρι το Field of Dreams και το Coming to America.

Τη δεκαετία του ’90 συνέχισε ακούραστα με ταινίες όπως The Hunt for Red October, Patriot Games και Cry, the Beloved Country, το The Lion King, τα Gabriel’s Fire και Heat Wave που του χάρισαν τα Emmys του, ενώ θεατρικά εμφανίστηκε σε παραγωγές όπως Driving Miss Daisy, The Best Man, Much Ado About Nothing, You Can’t Take It With You και The Gin Game.

Το 2015, στις πρόβες του τελευταίου, είχε φτάσει έχοντας ήδη αποστηθίσει το έργο και κουβαλώντας σημειωματάρια γεμάτα με σχόλια από τη δημιουργική ομάδα της παράστασης. Έλεγε, τότε, πως υπήρξε πάντοτε στην υπηρεσία του έργου.

James Earl Jones Με το τιμητικό Όσκαρ που έλαβε το 2012 (AP Photo/Chris Carlson, File) / AP Photo/Chris Carlson, File
Με το τιμητικό Όσκαρ που έλαβε το 2012 (AP Photo/Chris Carlson, File)

«Η ανάγκη να αφηγηθούμε ιστορίες ήταν πάντα μαζί μας», είχε δηλώσει στο Associated Press. «Νομίζω ότι συνέβη για πρώτη φορά γύρω από τις φωτιές, όταν ο άνθρωπος γυρνούσε πίσω στη σπηλιά του και έλεγε στην οικογένειά του ότι είχε πιάσει την αρκούδα αντί να τον πιάσει εκείνη».

Στην ίδια συνέντευξη είχε αναφέρει πως ο τραυλισμός του είχε παίξει ρόλο στο γεγονός ότι δεν υπήρξε ακτιβιστής κατά τις δεκαετίες που ανθούσαν τα αμερικανικά κινήματα. Ήλπιζε, ωστόσο, ότι η τέχνη θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά.

«Αντιλήφθηκα από νωρίς, από ανθρώπους όπως ο Athol Fugard, ότι δεν μπορείς να αλλάξεις τη γνώμη κανενός, ό,τι κι αν κάνεις. Ως ιεροκήρυκας, ως επιστήμονας, δεν μπορείς να αλλάξεις τη γνώμη τους. Μπορείς όμως να αλλάξεις αυτό που αισθάνονται».