REVIEWS

O “John Wick” του Κιάνου Ριβς επιστρέφει για άλλο ένα κεφάλαιο εντυπωσιακής δράσης

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα το “John Wick: Κεφάλαιο 3” βρίσκει τον Κιάνου εναντίον όλων και το ντοκιμαντέρ “Sugar Town: Για Μια Χούφτα Ψήφους” μας βάζει κινηματογραφικά σε κλίμα εκλογών.

Στο κόκκινο χαλί των Καννών, το εντυπωσιακό καστ του Τζιμ Τζάρμους θα αντικαταστήσει τις επόμενες μέρες το ακόμα εντυπωσιακότερο καστ του Κουέντιν Ταραντίνο, και μπορείτε να διαβάζετε κάθε μέρα στο NEWS247 για όλα αυτά και για ό,τι συμβεί στο ενδιάμεσο.

Στο μεταξύ όμως, στην Αθήνα ξεκινά ένα άλλο αγαπημένο κινηματογραφικό event, το Ταινιόραμα στο σινεμά Άστυ, με τη γνωστή επιλογή κλασικών σκηνοθετών (Μπουνιουέλ, Λιντς, Βαρντά) σε συνδυασμό με πιο πρόσφατα highlights του παγκόσμιου σινεμά (από Ζία Ζάνγκε ως Κλόι Ζάο), εμπλουτισμένο φέτος με αρκετά φρέσκα αριστουργήματα που δεν έχουμε ξαναδεί στο συγκεκριμένο πρόγραμμα (όπως το ήδη κλασικό “Florida Project‘ του Σον Μπέικερ). Συμβουλευτείτε το καθημερινό πρόγραμμα και περάστε μια βόλτα- ή αρκετές.

Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας:


John Wick: Κεφάλαιο 3 ***1/2

(“John Wick: Chapter 3 – Parabellum”, Τσαντ Σταχέλσκι, 2ω10λ)

Καστ: Κιάνου Ριβς, Χάλι Μπέρι, Ίαν ΜακΣέιν, Λόρενς Φίσμπερν, Έιζια Κέιτ Ντίλον, Μαρκ Ντακάσκος

Η προηγούμενη ταινία του Τσαντ Σταχέλσκι: To “John Wick: Κεφάλαιο 2”, πολύ απλά μια από τις καλύτερες ταινίες δράσης της δεκαετίας. Ο Σταχέλσκι έκανε το ντεμπούτο του μαζί με τον Γουίλ Λιτς με το πρώτο “John Wick” ύστερα από χρόνια προϋπηρεσίας ως κασκαντέρ, κι έπειτα ακολούθησαν ξεχωριστές πορείες. Ο Λιτς γύρισε το “Atomic Blonde” και το δεύτερο “Deadpool”, o Σταχέλσκι ανέλαβε να συνεχίσει τη σάγκα του Τζον Γουίκ με τον Κιάνου Ριβς. Η προϋπηρεσία ως κασκαντέρ δείχνει στο πανί: Οι ταινίες τους (ειδικά του Σταχέλσκι) σφύζουν από ενέργεια, ιδέες και σωματικότητα της δράσης.

Η καινούρια: Στη νέα περιπέτεια του Τζον Γουίκ η δράση ξεκινά από το σημείο που μας άφησε το δεύτερο κεφάλαιο, με τον ήρωα του Κιάνου Ριβς να έχει διαπράξει το μεγαλύτερο φάουλ στον πολύπλοκο κόσμο των εκτελεστών με αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό του. Έχει λίγα μόλις λεπτά στη διάθεσή του πριν επικηρυχθεί κι ο ίδιος, με κάθε εκτελεστή του πλανήτη να στρέφεται εναντίον του. Όπως λέει κι ο διευθυντής του ξενοδοχείου-ασύλου, “θα έλεγα πως οι πιθανότητες είναι 50-50”.

Και πώς είναι: Η σειρά συνεχίζει να λειτουργεί σε ένα επίπεδο όπου η μυθολογία, ακόμα και καθώς γίνεται πιο λεπτομερής, παραμένει αφηρημένη και συμβολική. Τα πάντα είναι απλώς αφορμές για να περάσει ο Γουίκ στην επόμενη πίστα, στο επόμενο επίπεδο, να συναντήσει τον επόμενο σύμμαχο ή τον επόμενο μεγάλο κακό. Αν το σπουδαίο δεύτερο κεφάλαιο τοποθετούσε τον εαυτό του ως περίπου μουσειακό έκθεμα (και πολύ καλά έκανε!), ετούτο μοιάζει περισσότερο με ιδανική διασκευή βιντεοπαιχνιδιού, ακόμα κι αν δεν είναι. Η δράση χωρίζεται σε διακριτές πίστες που δεν μπλέκονται μεταξύ τους, σπανιώς θα συναντήσουμε κάποια παράλληλη αφήγηση, παρά τα πάντα είναι ένα γραμμικό ταξίδι από τη μία τοποθεσία στην άλλη.

Στην τελευταία πράξη, η μεγάλη κατακλυσμική σκηνή δράσης βλέπει τον Τζον Γουίκ να αλλάζει όπλα διαρκώς και με μανιακή ταχύτητα, σα να επρόκειτο πραγματικά για χαρακτήρα παιχνιδιού. Οι δε αντίπαλοί του, σε σημεία κυριολεκτικά αρνούνται να τον σκοτώσουν. Πώς λέγαμε πάντα βλέποντας ταινίες δράσης, πως οι κακοί είναι λες και αστοχούν επίτηδες για να μη σκοτώσουν τον (για παράδειγμα) Μπρους Γουίλις; Εδώ οι πάντες έχουν συναίσθηση πως βρίσκονται μέσα σε μια ταινία / έκθεμα / βιντεοπαιχνίδι με ήρωα τον Τζον Γουίκ. Ο ρόλος τους είναι απλώς να βρίσκονται στον δρόμο του.

Κάπου μέσα σε όλες αυτές τις μεταβάσεις, η ισχνότητα του στόρι προκύπτει ως μια κάποια αδυναμία, κυρίως επειδή την ίδια στιγμή οι χαρακτήρες αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη συνέπεια και σοβαρότητα. (Δεν μας αφήνει η σειρά ποτέ να ξεχάσουμε τι είχε και τι έχασε ο Τζον, ποιος ήταν, ποιος έγινε, ποιος αναγκάστηκε να ξαναγίνει, ποια είναι η επιλογή που έχει μπροστά του.) Όμως ακόμα κι έτσι, η δράση που χορογραφεί ο Σταχέλσκι δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα με τη σωματικότητα και την εφευρετικότητά της. Κινηματογραφεί με ευφυία τους χώρους της δράσης ακόμα κι όταν κανείς δεν κινείται, δίνοντας αίσθηση χώρου, κίνησης, σωμάτων ανά πάσα στιγμή. (Το κεφάλαιο με τη Χάλι Μπέρι είναι ένα κάποιο highlight.)

Αλλά τελικά είναι η πρώτη πράξη που παραμένει το αποκορύφωμα του φιλμ- στη διάρκεια των πρώτων λεπτών, ο Τζον προσπαθεί απλώς να προλάβει να ξεφύγει πριν το ρολόι τον ανακηρύξει επισήμως εξοστρακισμένο. Σε αυτό τον αγώνα δρόμου, σαν μια πραγματική βουβή ταινία δράσης όπου κωμωδία, ξύλο  και τραγωδία γίνονται ένα, ο Κιάνου Ριβς τρέχει από το ένα νεοϋορκέζικο σκηνικό στο άλλο, αντιμετωπίζοντας τα πάντα σαν φρούρια. Μια βιβλιοθήκη, ένας στάβλος, ένας διάδρομος γεμάτος με προθήκες όπλων (η κορυφαία σκηνή της ταινίας). Για μια ακόμα φορά, το “John Wick” σου κλέβει την ανάσα με την πιο όμορφη, πιο προσγειωμένη και πιο έξυπνη δράση που έχει να προσφέρει το mainstream σινεμά.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Χωρίς να χρειαστεί να πούμε πολλά περισσότερα, υπάρχει μια σκηνή όπου ο Κιάνου Ριβς καβαλάει ένα άλογο στη μέση της λεωφόρου. Εμβληματικό.


Μια Αγάπη Ανέφικτη ***

(“Un amour impossible / An Impossible Love”, Κατρίν Κορσινί, 2ω15λ)

Καστ: Βιρζινί Εφιρά, Νιλς Σνάιντερ

Διασκευή πολύκροτου μυθιστορήματος της Κριστίν Ανγκότ, η ταινία της Κορσινί ακολουθεί την πολυτάραχη σχέση ενός ζευγαριού από τα τέλη των ‘50s και για τις επόμενες δεκαετίες καθώς η χειριστική συμπεριφορά εκείνου παγιδεύει την γυναίκα όλο και περισσότερο. Σε μια επαρχιακή πόλη η 25χρονη υπάλληλος γραφείου Ρασέλ γνωρίζει τον κοσμογυρισμένο γόνο αριστοκρατίας Φιλίπ, με τον οποίον μοιράζονται θυελλώδεις στιγμές πριν εκείνος της αφήσει έγκυο. Από εκείνη τη στιγμή όλα αλλάζουν μέχρι χρόνια αργότερα, όταν θα δεχτεί να αναγνωρίσει την έφηβη πλέον ως κόρη του, και η επιστροφή του στις ζωές τους θα σημαίνει ακόμα πιο δυσμενείς εξελίξεις.

Η Κορσινί διασκευάζει το βιβλίο με έναν οπτικά σχετικά παλιομοδίτικο τρόπο και δίχως ποτέ να επιχειρεί καν να ξεφύγει από την αφήγηση του βιβλίου, όμως η μετρημένη της προσέγγιση δε σημαίνει πως δεν διαθέτει μπόλικο θάρρος. Το ψυχογράφημα της Ρασέλ συμπίπτει με τις διαρκείς, επίμονες και επίπονες προσπάθειες των γυναικών, ιδιαίτερα χαμηλότερης τάξης, να ξεφύγουν από την κοινωνική διαδρομή που είχε γραφτεί για εκείνες, με τον μπαμπούλα του Φιλίπ να κρατά έναν εν πολλοίς συμβολικό ρόλο φόβου και χειρισμού. Το μεγάλο ατού εδώ είναι οι δύο βασικοί ηθοποιοί, με την Βιρζινί Εφιρά (που σύντομα θα δούμε στον νέο Βερχόφεν αλλά και στις φετινές Κάννες με το “Sibyll”) να αναδεικνύεται σε σταρ και τον Νιλς Σνάιντερ (του Ντολανικού “Heartbeats”) να μη φοβάται ούτε για μια σκηνή να βουτήξει στα βάθη της μαυρίλας και του ανείπωτου τρόμου που κουβαλά μαζί του ο Φιλίπ, κάτω από το περιτύλιγμα του περισπούδαστου σωτήρα. Μια κρυφά πολύ ενδιαφέρουσα αντι-ερωτική ιστορία.

Επίσης προβάλλονται

Sugar Town: Για Μια Χούφτα Ψήφους **1/5

(Κίμωνας Τσακίρης, 1ω13λ)

Στο κλείσιμο της τριλογίας ντοκιμαντέρ που περιστρέφεται γύρω από τον δήμαρχο της Ζαχάρως Πανταζή Χρονόπουλο, ο Κίμωνας Τσακίρης επιστρέφει για να καταγράψει την εβρομάδα πριν τις τελευταίες εκλογές, στις οποίες ο έκπτωτος δήμαρχος μπόρεσε τελευταία στιγμή να κατέβει ως υποψήφιος. Ο Τσακίρης επιλέγει μια προσέγγιση απολύτως παρατηρητική, δίχως voice overs ή χαριτωμένες μουσικές επιλογές που κατευθύνουν το νου και το συναίσθημα του θεατή, καταφέρνοντας έτσι να βρει μια χαραμάδα πραγματικότητας στην επιτηδευμένα ανέκφραστη σάτιρά του. Καθώς παρατηρούμε έναν άντρα να θεωρεί εαυτόν υπεράνω όλων και να χρησιμοποιεί ό,τι τελευταίο μέσο έχει για να κρατηθεί στην εξουσία, αδιαφορώντας ακόμα και για τις κάμερες που τον ακολουθούν, σχηματίζεται ένας μικρού βεληνεκούς έστω χάρτης μιας σημερινής Ελλάδας -και της Δύσης γενικότερα- καθώς η σχέση πολίτη και πολιτικών βρίσκεται ξεκάθαρα πλέον σε ένα στάδιο πέραν της όποιας αλήθειας.

Μια Απίθανη Σχέση (“Long Shot”, Τζόναθαν Λεβίν, 2ω5λ). Υποψήφια για Πρόεδρος (Σαρλίζ Θερόν) προσλαμβάνει απολυμένο δημοσιογράφο (Σεθ Ρόγκεν) που ήξερε από παλιά, για κειμενογράφο. Όλοι φανταζόμαστε πού θα καταλήξει αυτό.

Μπέργκμαν Ένας Αιώνας (“Ingmar Bergman – Vermächtnis eines Jahrhundertgenies / Searching for Ingmar Bergman: Auf Der Suche Nach Ingmar Bergman”, Μαργκαρέτε φον Τρότα, 1ω39λ). Η σκηνοθέτης της “Χαμένης Τιμής της Καταρίνα Μπλουμ” συνθέτει ένα πορτρέτο του Μπέργκμαν μέσα συζητήσεις με άλλους καλλιτέχνες και νέους δημιουργούς.

Ταινιόραμα 2019. Το ετήσιο ραντεβού του κινηματογράφου Άστυ ξεκινά και φέτος με ένα εισιτήριο για κάθε μέρα 3 προβολών, και ένα πρόγραμμα που εκτείνεται από Μπουνιουέλ και Ανιές Βαρντά μέχρι την Κλόι Ζάο και τον Σον Μπέικερ. Οπωσδήποτε θα βρείτε κάτι που να σας ενδιαφέρει. Αναλυτικά το πρόγραμμα. (Κινηματογράφος Άστυ)

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.


Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει *****

(“If Beale Street Could Talk”, Μπάρι Τζένκινς, 1ω59λ)

Ένας νεαρός μαύρος άντρας φυλακίζεται άδικα ενώ η κοπέλα του είναι έγκυος στο παιδί τους, και η οικογένειά της κάνει τα πάντα για να αποδείξει την αθωότητά του. Σινεμά συναισθηματικά σαρωτικό και φορμαλιστικά αψεγάδιαστο σε ένα απρόσμενο, διαφορετικό και φιλόδοξο νέο φιλμ από τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη του “Moonlight”. Κοινωνικά ρεαλιστικό ντοκουμέντο ειδωμένο μέσα από ένα φακό μελοδραματικού έπους, Τζέιμς Μπόλντουιν διασκευασμένος σαν ο Χου Χσιάο-χσιέν να γύρισε ένα ‘50s μελόδραμα του Ντάγκλας Σερκ. Μια από τις ομορφότερες ταινίες της χρονιάς. Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για τη Ρετζίνα Κινγκ.

Exit mobile version