O Mel Gibson είναι τώρα ο βρώμικος μπάτσος στο ‘Dragged Across Concrete’
Επίσης νέα ταινία από τον σκηνοθέτη του ‘Σκάφανδρο κι η Πεταλούδα’, για τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
- 4 ΣΕΠ 2018
Κάθε μέρα μεταφέρουμε πρώτες εντυπώσεις από τις μεγάλες παγκόσμιες πρεμιέρες του 75ου Φεστιβάλ Βενετίας, των ταινιών που θα πρωταγωνιστήσουν στη φετινή σεζόν.
***
Τώρα που άρχισε να αποχωρεί το Χολιγουντιανό απόσπασμα έχει ενδιαφέρον να δούμε με τι ταινίες θα μείνουμε στη Βενετία. Αυτές είναι οι εντυπώσεις από μια ενδιαφέρουσα, συχνά κουραστική μέρα έργων.
DRAGGED ACROSS CONCRETE
Η προηγούμενη ταινία του Craig Zahler: Το ‘Brawl in Cell Block 99’, από την περσινή Βενετία κι από το περσινό μου τοπ-10 της χρονιάς επίσης.
H καινούρια: Οι αστυνομικοί Ridgeman (Mel Gibson) και Lurasetti (Vince Vaughan, που επανενώνεται άμεσα με τον σκηνοθέτη) είναι συνάδελφοι με ουκ ολίγα προβλήματα με το εσωτερικών υποθέσεων που -ειδικά ο πρώτος- χρησιμοποιούν βρώμικες τεχνικές για να κάνουν τη δουλειά. Όταν ένα βίντεο τους δείχνει να χρησιμοποιούν υπερβολική βία στη διάρκεια μιας σύλληψης, το αφεντικό (Don Johnson!) τους θέτει σε διαθεσιμότητα κι οι δυο τους σκαρώνουν ένα κόλπο για να βγάλουν λεφτά.
Και πώς είναι: Είναι ζόρικο. Καταρχάς δεν πρέπει κανείς να περιμένει κάτι υπερβίαιο στη λογική του ‘Brawl’ ή του ‘Bone Tomahawk’, τουλάχιστον σε οπτικό επίπεδο, επειδή το ‘Dragged Across Concrete’ διαθέτει μια άλλου είδους βία. Ο Zahler πάντοτε ενδιαφερόταν για την κατάλυση της πολιτισμένης συμπεριφοράς και το τι μένει όταν αφαιρέσεις τα πάντα, και τώρα το εξερευνά με έναν διαφορετικό τρόπο. Σε μια ταινία δυόμιση ωρών (που, για να είμαστε ειλικρινείς, σπάνια κουράζει) πλέκει μια κατά βάση πολύ απλή ιστορία, για δύο βρώμικους αστυνομικούς που περνάν εξ ολοκλήρου στην απέναντι πλευρά του νόμου όταν “οι κόποι τους δεν αναγνωρίζονται”, και για έναν αποφυλακισμένο άντρα που ξαναμπλέκει με βρώμικες δουλειές επειδή δεν έχει μείνει τίποτα από τα λεφτά που είχε συγκεντρώσει πριν. Κάθε εμπλεκόμενος έχει οικονομικά προβλήματα και λόγους που τους ωθούν σε αυτό που κάνουν. Η ταινία του Zahler είναι στα καλύτερά της όταν αφήνει τους χαρακτήρες απλά να μιλούν (η διαλογική του λίνγκο έχει κάτι το παιχνιδιάρικο μέσα σε ένα κατά τα άλλα ασφυκτικό περιβάλλον) και να βλέπουν τα γρανάζια των σχεδίων τους να γυρνάνε, συχνά όντας οι ίδιοι ανήμποροι να επέμβουν.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που ο Zahler χρησιμοποιεί ηθοποιούς με έναν τρόπο σχεδόν εξίσου βίαιο με τα ανοιγμένα κρανία των προηγούμενων ταινιών του. Βάζει τον Gibson στο ρόλο του ατιμασμένου μπάτσου του οποίου ένα τυχαία τραβηγμένο βίντεο τον διαπομπεύει δημόσια, ο οποίος μουρμουράει πως “κάνουμε την καλή δουλειά αλλά δεν τους νοιάζει επειδή δε την κάνουμε ευγενικά” (το λέει αυτό ενώ σχεδιάζει μια ληστεία), βάζοντας αυτόν και τον Don Johnson (δύο εμβλήματα του κινηματογραφικού και τηλεοπτικού μπάτσου περασμένων εποχών) να συζητούν για την αδυναμία του Ridgeman να αλλάξει με τους καιρούς. “Το να σε πουν ρατσιστή σήμερα είναι το ίδιο με το να σε πουν κομμουνιστή στα ‘50s”(!) είναι το είδος του διαλόγου που μπορείς να περιμένεις από τους χαρακτήρες αυτής της ταινίας, την ώρα που οι πράξεις τους φέρνουν κάθε σκηνή κι ένα βήμα πιο βαθιά στο βούρκο.
Η ταινία είναι γεμάτη διασταυρώσεις προβληματικών ηρώων σε προβληματικές καταστάσεις (ακόμα και επιτηδευμένων προκλήσεων του θεατή μέσα από σαδιστικά αφηγηματικά αδιέξοδα), όπου ελάχιστοι χαρακτήρες μοιάζουν να διαθέτουν καθαρή ηθική πυξίδα. (Το “πόσες μειονότητες έδειρες σήμερα στη δουλειά;” της κοπέλας του Lurasetti είναι ενδεικτικό για κάτι που συμβαίνει αργότερα στο φιλμ.) Η ταινία, γεμάτη ξεροκέφαλους, ανήθικους, βρώμικους ήρωες που αρνούνται να αποδεχθούν την αλλαγή με παίδεψε, σε πολλά επίπεδα, και σε κάθε περίπτωση δεν είναι στο επίπεδο των προηγούμενων του Zahler. Αλλά υπενθυμίζει τη δύναμη του σκηνοθέτη να υφαίνει σκληρές (με κάθε έννοια) ιστορίες γύρω από τους πιο κλισέ σκελετούς, οδηγώντας πάντοτε τις ιδέες του στα άκρα.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η όλη εμφάνιση της Jennifer Carpenter, καλώς ή κακώς.
Πώς θα τη δούμε; Σε διανομή από την Odeon.
AT ETERNITY’S GATE
Η προηγούμενη ταινία του Julian Schnabel: To ‘Miral’ του 2010, αλλά τον θυμόμαστε περισσότερο για το ‘Σκάφανδρο κι η Πεταλούδα’ από το ‘07.
H καινούρια: Δραματοποίηση της ζωής του Βαν Γκογκ (Willem Dafoe στο ρόλο, πάντα έξοχος) με έμφαση στην τελευταία, δημιουργικότατη περίοδο της ζωής του.
Και πώς είναι: Βιογραφική ταινία με μια διαφορετική ματιά είναι πάντα καλοδεχούμενη, κι εδώ ο Schnabel δεν επιχειρεί να αφηγηθεί α λα wikipedia μια ακολουθία γεγονότων όσο την εξελισσόμενη οπτική ενός καλλιτέχνη που φτάνει τα άκρα του στη σχέση με τον κόσμο γύρω του.
Ο Schnabel διατηρεί το γνώριμο ύφος του από το ‘Σκάφανδρο’ στην υπηρεσία μιας σχεδόν υποκειμενικής οπτικής, που ανοίγει διάπλατα το κάδρο στην ομορφιά του περιβάλλοντος αλλά και στον τρόμο που συχνά αυτό μπορεί να προκαλούσε στον ζορισμένο καλλιτέχνη. Το αποτέλεσμα είναι μια όμορφη ταινία που ωστόσο συχνά μοιάζει με VR αναπαράσταση, σαν making of οδηγός για το πώς ο Βαν Γκογκ δημιούργησε τα διάφορα έργα του, με τον Schnabel να βρίσκει σχεδόν ρομαντική την γνωστή πλέον αφήγηση περί της μη αναγνώρισης του καλλιτέχνη όσο ήταν ζωντανός.
Είναι λίγο τουριστικό αλλά είναι και λίγο οπτικά συνεπές, με μια δυνατή ερμηνεία στο κέντρο του και με μπόλικες διάσπαρτες στιγμές συναισθηματικά ανοιχτόκαρδων στιγμών. Σε μια ακόμα άνιση, αλλά καλλιτεχνικά φιλόδοξη ματιά στη ζωή, τη ματιά και το legacy του μεγάλου ζωγράφου, μετά και το πρόσφατο ‘Loving Vincent‘. (Προσωπικά πάντα καταλήγω να σκέφτομαι το ‘Vincent and the Doctor’ όποτε βλέπω αυτές τις ταινίες, αλλά τι να κάνεις.)
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Αυτή που ένα μάτσο παιδιά ορμάνε στον ζωγράφο δημιουργώντας του έναν πανικό τον οποίο μεταδίδει απόλυτα η κάμερα του Schnabel, και η δασκάλα τους αμφισβητεί το “πού έχει φτάσει σήμερα η τέχνη, μπλιαχ”, δεν είμαι σίγουρος αν είναι με καλό τρόπο, αλλά είναι μια σκηνή χαρακτηριστική όλου του φιλμ.
Πώς θα τη δούμε; Σε διανομή από την Odeon.
***
Σήμερα έχουμε την πρεμιέρα του ‘Vox Lux’ με τη Natalie Portman ως ροκ σταρ και με τραγούδια της Sia, οπότε θα πούμε σίγουρα για αυτό, καθώς και για το ‘Sunset‘ του Laszlo Nemes.
ΚΙ ΑΛΛΗ ΒΕΝΕΤΙΑ