Ο Μίλτος Πασχαλίδης είναι στ’ αλήθεια απροσπέλαστος
Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου για το μεγάλο αφιέρωμα στον αγαπημένο του Άλκη Αλκαίο, ο τραγουδοποιός εξηγεί στο Oneman πόσο δεν τον ενδιαφέρει να τον αποκαλούν 'καταθλιπτικό' καλλιτέχνη.
- 30 ΣΕΠ 2016
Μία ρουφηξιά καπνού ή ο μαγικός τρόπος με τον οποίο ακουμπάς ένα αναμμένο τσιγάρο σε ανοιχτά χείλη. Την εικόνα μου για το Μίλτο Πασχαλίδη, θα μπορούσε να την έχει επιμεληθεί άρτια φωτογραφικά, ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Ακόμη και αν το “δεν μου αρέσουν οι φωτογραφίες” είναι μία από τις πρώτες φράσεις που άκουσα από το στόμα του.
Με ένα γρήγορο fast forward στο μέλλον, η βιογραφία του, θα μπορούσε να ξεκινάει κάπως έτσι:’Ο άνθρωπος που άφηνε τον κόσμο να τον προσεγγίσει τόσο όσο η γόπα του τσιγάρου το στόμα του’.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Τρία λεπτά πριν ειδοποιήσω το Μίλτο (χωρίς το Πασχαλίδη) να μου ανοίξει τη βαριά πόρτα του Στούντιο του στην Πετρούπολη, τον Μίλτο που είναι μία κατηγορία μόνος του, το μοναδικό πράγμα* που πίστευα ότι θα μπορέσω να συζητήσω μαζί του, ήταν η επικείμενη συναυλία του στις 5/10 στο Ηρώδειο μαζί με τους Θάνο Μικρούτσικο, Χρήστο Θηβαίο, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Μπάμπη Στόκα για τον Άλκη Αλκαίο. Τον αγαπημένο του, Άλκη Αλκαίο.
*Αλήθεια, δεν μπορώ ακριβώς να εξηγήσω εκείνη μου την εντύπωση. Ίσως με είχε επηρεάσει το γεγονός ότι από τη ‘γενιά’ του όπως την αποκαλεί και ο ίδιος, είναι ο πιο σιωπηλός, ο πιο απόμακρος. Από την άλλη, ίσως έφταιγε το γεγονός ότι ο Μίλτος (εννοείται χωρίς το Πασχαλίδης) με τα ταξίδια, τις μετακινήσεις, τα βιβλία, το κολλημένο (σε ανοιχτό στόμα) τσιγάρο του, είναι ένα από τα πιο αυθεντικά ροκ, μποεμ παραδείγματα γενικότερα. Όχι μόνο του κλάδου του.
Εξήντα περίπου λεπτά αργότερα, όταν εκείνος έκλεινε πίσω μου την ίδια μεγάλη πόρτα, σχεδόν δεν το πίστευα ότι κατάφερα να κάνω μαζί του τη συζήτηση που θα διαβάσεις και συγγνώμη για την διπαράγραφη καθυστέρηση.
‘Βυθισμένες Άγκυρες’: Μία ιστορία για τον Άλκη, μία φιλία και το κάρμα (του)
“Με τον Άλκη ήμασταν ο Μίλτος και ο Άλκης. Δεν ήταν κανείς σε βάθρο. Αυτό, αυτήν την σχέση, αυτήν την επαφή, την εκτιμάς σε βάθος χρόνου και δυστυχώς, με την απώλεια“.
“Την σχέση μου με τον Άλκη, την έκανα βιβλίο‘.
“Πρέπει να διαβάσεις το βιβλίο. Δεν σε εγκαλώ να το κάνεις. Αλλά, ο τρόπος με τον οποίο γνωριστήκαμε με τον Άλκη είναι κινηματογραφικός“.
“Το ’96 έκανα μία συναυλία στη Ρόδο και όπως συνήθιζα τότε, είχα πάει στο νησί μία μέρα πριν. Τότε, πριν είκοσι χρόνια, μου άρεσε στις περιοδείες να εξερευνώ και το μέρος στο οποίο πηγαίνω. Προσπαθούσα να τα συνδυάζω τα ταξίδια με τη δουλειά, γι αυτό και συνήθως πήγαινα νωρίτερα. Τώρα πια δεν πάω, τα έχω δει όλα.
Ήμουν που λες ένα βράδυ πριν τη συναυλία μου, σε ένα ωραίο μπαράκι στη Ρόδο που έπαιζε Μάλαμα, Χαΐνηδες. Κάποια στιγμή, κάνω έτσι το κεφάλι μου (γυρίζει κεφάλι περίπου 90 μοίρες) και παρατηρώ ότι στο οπτικό μου πεδίο και στο βάθος του μαγαζιού, βρίσκεται μία τηλεόραση που δείχνει τον Χατζηνικολάου, τον Μικρούτσικο και τον Μητροπάνο. Λέω ‘τώρα, τι είναι πάλι αυτό;’. Δεν παραξενεύτηκα για τον συνδυασμό των προσώπων, ήξερα ότι ο Χατζηνικολάου τους παίρνει συνέντευξη για το ‘Στου Αιώνα την Παράγκα’. Απλά η εικόνα μίας αναμμένης τηλεόρασης σε ένα μπαράκι δεν είναι και το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο. Γυρνάω λοιπόν στον διπλανό μου (δεν τον ήξερα), και πιάνω την εξής συζήτηση:
-Λείπει ο τρίτος, ο ισάξιος.
-Ποιον λες;
-Λείπει ο Άλκης ο Αλκαίος.
Το ακούει ο τύπος μέσα από το μπαρ, βάζει έναν Αλκαίο να παίζει, γουστάρουμε και τότε γίνεται το απίθανο.
Ο τύπος που γύρισα και του είπα για τον Αλκαίο, ήταν μαζί με μία κοπελιά, πολύ όμορφη . Και αυτός ήταν ωραίος άντρας, αλλά η κοπελιά ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Τέλος πάντων. Η κοπέλα αυτή, μετά την τελευταία μου ατάκα, βάζει τα γέλια. Έπειτα, ακολουθεί και εκείνος. ‘Τι έγινε ρε παιδιά γιατί γελάτε; Είπα καμιά μαλακία;’ ρώτησα. Εκείνος, σοβαρεύει κάπως και η στιχομυθία που κάναμε, πήγε κάπως έτσι:
-Σου αρέσει ο Άλκης Αλκαίος;
-Ναι
-Είμαι ο αδερφός του.
-Πώς είσαι ο αδερφός του; Τι δουλειά έχεις εδώ;
-Η γυναίκα μου είναι γυμνάστρια στη Ρόδο και ήρθα να τη δω.
Εκείνη τη στιγμή, πάγωσα. Και σκέφτηκα, ‘εντάξει, είναι κάρμα’. Είσαι σε ένα μπαρ στη Ρόδο, ο Μητροπάνος με το Μικρούτσικο δίνουν συνέντευξη σε μία τηλεόραση στο βάθος που δεν έχει κανένα λόγο να βρίσκεται στο μέρος, δηλαδή είναι παραφωνία, εκφράζω ένα εγκώμιο για έναν μεγάλο ποιητή και δίπλα μου, πίνει ο αδερφός του. Εντάξει, αν αυτό δεν είναι καρμικό, τότε ποιο είναι;“
‘Έχουν περάσει χρόνοι δέκα’ και άλλοι δέκα: Οι νέοι καλλιτέχνες και τα πράγματα που ποτέ δεν (θα) είναι εύκολα
“Είκοσι χρόνια στη δισκογραφία και στην Ελλάδα, έχει αλλάξει το εξής: Δεν υπάρχει δισκογραφία. Πριν είκοσι χρόνια, υπήρχε. Τώρα, όχι“.
“Το ότι οι μεταπράτες δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους δεν σημαίνει ότι οι δημιουργοί θα σταματήσουν να γράφουν“.
“Εμείς, η δική μου η γενιά καλλιτεχνών, δεν μπορούμε να ψάξουμε τώρα, νέους τρόπους προώθησης της δημιουργικότητάς μας. Αυτό, είναι κάτι που πρέπει να κάνουν οι νέοι. Αλλά, στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν πιστεύω ότι την έχουν καταφέρει και πολύ“.
‘You cannot teach an old dog, new tricks’. Εμείς είμαστε παλιά σκυλιά, δεν μπορούμε να μην κάνουμε δίσκους. Δεν έχει σημασία αν θα τους αγοράσει κανείς. Δεν μπορώ εγώ να σταματήσω να γράφω τραγούδια επειδή οι δισκογραφικές έβαλαν τα χεράκια τους και έβγαλαν τα ματάκια τους. Αυτό είναι άσχετο.
“Ακούω για το ίντερνετ και τη δύναμή του και παπάρια. Δεν βλέπω να γίνεται κάτι συγκλονιστικό μέσα από το ίντερνετ. Δεν βλέπω να γίνεται αυτό που λένε και στο χωριό μου, crossover“.
“Ο Παντελίδης παραμένει εξαίρεση“.
“Άμα θες, παίρνεις μία κιθάρα, πας σε μία πλατεία και αρχίζεις να παίζεις.
Άκουσε να σου πω. Το ερώτημα ‘πώς θα τα καταφέρω’ υπάρχει σε όλες τις εποχές. Εγώ έκανα την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά το ’95. Πώς μπορούσε τότε ένας νέος άνθρωπος να επικοινωνήσει τα τραγούδια του;
Δεν κουνήθηκα. Έμεινα αμίλητη με εκείνο το συναίσθημα που νιώθεις όταν σου ανακοινώνει ο καθηγητής απροειδοποίητο διαγώνισμα και είσαι αδιάβαστος. Ίσως με είδες να το ξαναγράφω στο κείμενο, ίσως με δεις να το ξαναπώ κάποτε αλλά ο ‘άτιμος’ μπορεί να γίνει τόσο ψαρωτικός και απότομος που αλήθεια, ένιωσα να μου κόβονται τα πόδια.
“Θα σου απαντήσω εγώ: Περιμένοντας πάρα πολύ. Κάνοντας υπομονή. Έχοντας επιμονή. Βελτιωμένος όσο περισσότερο γίνεται. Κάνοντας όλο και καλύτερα πράγματα. Χτυπώντας πόρτες κουφών, χτυπώντας πόρτες κλειστές. Πεισματικά επιμένοντας ότι πιθανόν αυτό που φτιάχνεις μπορεί να αφορά και κάποιους άλλους“.
“Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος“.
“Ούτε το ’95 που έκανα τον πρώτο μου δίσκο ή το ’91 που κάναμε με τους Χαΐνηδες υπήρχε εύκολος τρόπος. Κάθε γενιά που ξεκινάει πρέπει να εφεύρει τον τρόπο. Φαντάζεσαι ότι σε όλους εμάς τους τραγουδοποιούς της γενιάς του ’90 που πια, μας αναφέρουν όλους μαζί, εμένα, τον Αλκίνοο, τον Θηβαίο, τον Δεληβοριά, τον Φάμελλο, όλα τα παιδιά που είμαστε συνομήλικοι χοντρικά grosso modo, νομίζεις ότι μας άνοιξαν τις πόρτες διάπλατα και μας είπαν ‘ελάτε;’“
“Αν σκεφτούμε ότι πριν από εμάς, υπήρχαν οι Κατσιμιχαίοι που τους είχαν απορρίψει όλες οι δισκογραφικές εταιρείες και αν δεν ήταν ο Ρασούλης να χρηματοδοτήσει μία παραγωγή δεν θα έκαναν ποτέ δίσκο. Ποιοι; Ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας. Οι πόρτες είναι πάντα κλειστές και επίσης, δεν πέφτουν με ευχές. Πας και τις γκρεμίζεις. Είτε με την επιμονή σου είτε με την υπομονή σου είτε με τη στάση σου είτε με τον τρόπο σου“.
Η ενασχόληση με τη μουσική είναι ένας διαρκής αυτοσχεδιασμός. Δεν υπάρχει manual. Ούτε μπορείς να πεις ‘τι έκανε ο προηγούμενος να το κάνω και εγώ’.
“Βεβαίως παίζει ρόλο και η τύχη. Βεβαίως“.
“Εγώ δεν είμαι κριτικός τέχνης, δεν ξέρω ποιος είναι καλός και ποιος όχι. Έχω στηρίξει πολλά νέα παιδιά όπως με στήριξαν και εμένα οι παλαιότεροι. Δηλαδή, αν δεν υπήρχε ο Ξυδούς στην αρχή, ο Τσακνής μετά, ο Παπακωνσταντίνου και ο Μητροπάνος, προφανώς η πορεία μου θα ήταν διαφορετική“.
“Στηρίζω όσους νέους μπορώ. Για μένα, το κριτήριο είναι όταν κάποιος μου φέρνει ένα τραγούδι και μου ζητά να το υποστηρίξω, είτε να το τραγουδήσω είτε να βοηθήσω στο να ολοκληρωθεί είτε να γίνει μία παραγωγή, το μόνο που υπάρχει μέσα μου, είναι αν με συγκινεί ή όχι. Αν με συγκινεί, ψήνομαι. Αν δεν με συγκινεί, δεν πα να είναι και ο Μπετόβεν, δεν. Τα κριτήριά μου δεν είναι αμιγώς καλλιτεχνικά“.
*Μουσικό Διάλειμμα: Καινούριος Δίσκος
“Ο δίσκος που κάνω λέγεται ‘Περσείδες’, δηλαδή τα αστέρια που πέφτουν τον Αύγουστο, και είναι ένας δίσκος που τον έγραψα όντας μέσα σε έναν πυρετό δημιουργικό, σε είκοσι ημέρες. Έγραψα έντεκα καινούρια τραγούδια. Έσκαγαν πυροτεχνήματα μέσα στο κεφάλι μου. Τον ολοκληρώνουμε τώρα και θα εκδοθεί αρχές Νοεμβρίου. Είμαι χαρούμενος που κατάφερα να γράψω ξανά σε τόσο σύντομο διάστημα τόσα πολλά τραγούδια. Τα κυοφορούσα μέσα μου, προφανώς. Είχα και διάφορα συναπαντήματα προσωπικής φύσεως τα οποία με έσπρωξαν σε μία κατεύθυνση. Με μία φίλη, καθίσαμε και συνεργαστήκαμε παρέα πάνω σε αυτό το υλικό και έτσι, έγινε ο δίσκος. Μαγικά. Πάνω που έλεγα ότι θα γράφω τραγούδια με το τσιγκέλι πια“.
‘Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος’: Και οι φίλοι, και οι έρωτες και τα παιδιά
Αν ρίξουμε μία πρόχειρη ματιά στην πορεία του Μίλτου Πασχαλίδη, πέρα από δίσκους, συνεργασίες, συναυλίες, θα δούμε και ταξίδια. Πολλά ταξίδια. Μετακομίσεις, Κρήτες, Καλαμάτες (όπως θα μου συμπληρώσει και εκείνος, στην ερώτηση).
“Μάλλον είμαι προσαρμοστικός στο περιβάλλον. Ενώ αντιθέτως, στους ανθρώπους δεν είμαι ιδιαίτερα. Με δυσκολεύει πάρα πολύ η αλλαγή. Όταν για παράδειγμα, χωρίζω, διαλύομαι. Έχω τρεις φίλους τα τελευταία 25 χρόνια, αυτοί είναι. Δεν είμαι αρνητικός στο να γνωρίσω ανθρώπους αλλά αυτό που θα καταφέρει να μπει βαθιά μέσα μου, θα το κάνει με δυσκολία“.
“Όποιους ανθρώπους τους έχεις και σε έχουν, δεν τους χάνεις άμα φύγεις“.
Οι πατρίδες δεν είναι ούτε οι θάλασσες ούτε τα ντουβάρια. Οι πατρίδες είναι οι άνθρωποι. Είναι το περιβάλλον. Είναι οι φίλοι, είναι οι έρωτες, είναι τα παιδιά.
“Στα περιβάλλοντα από την άλλη, δηλαδή στις πόλεις, είμαι ευπροσάρμοστος. Πολύ. Είναι και η εργασία τέτοια. Όταν ας πούμε, την προηγούμενη εβδομάδα, παίζαμε την Πέμπτη στη Λιβαδειά, την Παρασκευή στη Λάρισα, το Σάββατο στην Καλαμάτα και την Κυριακή ηχογραφούσα μία παιδική χορωδία εδώ στο στούντιο, καταλαβαίνεις ότι μέσα σε πολύ μικρό χρόνο είμαι ουσιαστικά αναγκασμένος να αυτοπροσδιοριστώ ως προς τον τόπο. Ως προς το πού βρίσκομαι“.
Αυτή η ατάκα του για τις πατρίδες, δεν ξέρω πώς, αλλά μου θύμισε το Θηβαίο. Και παρότι δεν το είχα σκοπό, τον ρώτησα για τότε. Για εκείνη την στιγμή που γέμισε τις οθόνες μας ντομάτες. Και μεταφορικά και κυριολεκτικά.
*Μία ήσυχη δήλωση για το Χρήστο (Θηβαίο)
“Με το Χρήστο είμαστε αδέρφια. Ό,τι είχα να πω τότε το είπα στον ίδιο. Εκείνη η συνέντευξη ήταν μία κακή στιγμή του Χρήστου. Όλοι μπορούμε να έχουμε μία κακή στιγμή. Από την άλλη, ο τρόπος που έπεσαν να τον φάνε ήταν δυσανάλογος. Ήταν λες και ο Χρήστος ήταν ο υπεύθυνος Υπουργός“.
“Είμαστε μία χώρα στην οποία δεν υπάρχει μέτρο. Είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Εκείνο που είχα να πω, το είπα σε εκείνον. Και τον στήριξα και ήμουν δίπλα του. Αυτό είναι δικό μου και δικό του θέμα. Με μία πιο ψύχραιμη ματιά τώρα, ενάμιση χρόνο μετά, πρέπει να πούμε ότι ήταν μία κακή του στιγμή η οποία διογκώθηκε δυσανάλογα με αυτό που είπε“.
Πιάσαμε τη γνωστή άγνωστη συζήτηση για τα όρια, τα μέτρα, και τα άλλα δαιμόνια.
‘Ψωμί και Εφημερίδα’, ένας τίτλος εργασίας: Ο Μίλτος, ο Μιλτάκος και ο Μίλτος Πασχαλίδης
*Όσην ώρα μιλούσαμε, προσπαθούσα να καταλάβω, αν χαίρεται που είμαι εκεί ή αν το βαριέται φριχτά. Είχε κάποιες κοφτές ατάκες, πράγματι. Αλλά, σε κάποιες άλλες τον έβλεπα να γουστάρει που μου μιλάει. Όταν η συζήτησή μας πήγε στο θέμα της αγένειας, συμφώνησα τόσο μαζί του που ήταν η πρώτη φορά από την ώρα που τον γνώρισα που ήθελα να του σφίξω το χέρι.
“Τις προάλλες, νομίζω στη Λιβαδειά, ήμουν έξω από το καμαρίνι και μιλούσα στο κινητό. Νομίζω, με την κόρη μου. Περνάει ένας τύπος και μου λέει ‘μην κουνηθείς, να βγάλουμε μία σέλφι’. Του κάνω ‘σε μισό λεπτό’ (πάλι δείχνει δάχτυλο ικετευτικά). Και μου απαντά ‘δεν θέλω’ και φεύγει. Συγγνώμη τώρα, ποιος είναι από τους δύο αγενής και απότομος και απόμακρος; Μίλαγα στο τηλέφωνο ρε παιδί μου και του λέω μισό λεπτό. Και φεύγει. Ε εντάξει, εγώ είμαι ο απότομος ή αυτός είναι ο κάφρος;“
“Άλλο φιλικός λοιπόν και άλλο φίλος. Όταν ο άλλος είναι γάιδαρος και μπαίνει στο καμαρίνι και ενώ μιλάω με έναν άνθρωπο μου λέει ‘θα βγούμε μία φωτογραφία;’, εγώ του απαντώ ‘περιμένετε μισό λεπτό να τελειώσω τη συζήτησή μου;’ και τσαντίζεται, αυτό ποιον κάνει αγενή; Εμένα; Αυτόν τον κάνει μαλάκα“.
“Το θέμα είναι όμως ότι εγώ, εκείνη την ώρα, μετά από 3,5 ώρες παράστασης, μούσκεμα και με τα συναισθήματά μου τεντωμένα στα άκρα, είμαι υποχρεωμένος να υποστώ και τους μαλάκες εκτός από τους κανονικούς ανθρώπους“.
“Αν αυτό με καθιστά κάποιες φορές απότομο ή αγενή, δεν φταίω εγώ. Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν το όριο. Υπάρχει ένα όριο σε όλο αυτό. Δεν είμαι της αντίθετης σχολής που λέει ‘δεν φωτογραφίζομαι, δεν βγαίνω, δεν δίνω αυτόγραφα, δεν γουστάρω’. Ίσα ίσα. Κατανοώ την ανάγκη του ανθρώπου που έρχεται σε μία συναυλία και αφού έχουμε περάσει ωραία θέλει να έρθει να με αγκαλιάσει, να πούμε μία γλυκιά κουβέντα“.
“Αλλά ρε παιδάκι μου, όλο αυτό το πράγμα θέλει και λίγο τακτ. Δεν μπορούμε να γίνουμε όλοι κολλητοί με όλους. Δεν είμαστε φίλοι. Δεν θα παίξουμε σφαλιάρες“.
“Αυτό είναι ένα πράγμα που αν ο άλλος δεν το καταλαβαίνει και είναι γάιδαρος, δυόμιση τη νύχτα, κάθιδρος, εγώ, μαθήματα συμπεριφοράς δεν μπορώ να δώσω. Μπορώ να πω με ευγένεια, ‘περιμένεις μισό λεπτό;’“
“Ως λαός, γενικά, είμαστε αγενείς. Με πειράζει η γαϊδουριά όχι η υπερβολική εκδήλωση αγάπης. Η δεύτερη, ορισμένες φορές με φέρνει σε αμηχανία αλλά, διάολε, είναι κάτι καλό, σε υπερθετικό. Δεν με πειράζει ούτε με αγχώνει ούτε με πνίγει, μπορώ να το διαχειριστώ. Εκείνο που δεν μπορώ είναι την αγένεια. Και αυτό το ‘σε πληρώνω’“.
Ψψψτ, με πληρώνεις αλλά δεν με αγοράζεις.
“Άλλο πληρώνεις ένα εισιτήριο και υπάρχει μία σύμβαση κατά την οποία δενόμαστε όλοι μαζί και γινόμαστε ένα και άλλο με αγοράζεις“.
“Είμαι ο Μίλτος σας. Είμαι ένας τύπος που δεν μου άρεσε ποτέ το σταριλίκι, δεν μου άρεσε ποτέ να το παίζω μούρη. Δεν μου άρεσε να το παίζω κάτι άλλο. Είμαι πάρα πολύ πιστός της φράσης του ποιήματος του Ρίτσου ότι ‘εμείς, δεν τραγουδάμε αδερφέ μου για ξεχωρίσουμε από τον κόσμο εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο’. Όμως, όπως εγώ προσπαθώ να είμαι ευγενής και θέλω να το αντιμετωπίζουμε όλο αυτό σαν παρέα η οποία θα απογειωθεί κάποια στιγμή και θα μας βρει ο χρόνος να τραγουδάμε κάπου παρέα, και καταργώ μόνος μου το μεγάλο όνομα και γίνομαι ο Μίλτος. Πρέπει να καταλάβει και ο άλλος ότι άλλο Μίλτος και άλλο Μιλτάκος. Μιλτάκος, είμαι μόνο για την κόρη μου. Υπό αυτήν την έννοια, επειδή θέλω να είμαι ακριβής με τις λέξεις, εγώ δεν είμαι καθόλου απόμακρος αλλά χρειάζονται τρόποι για να με προσεγγίσει κάποιος. Όπως και εγώ, προσπαθώ να κάνω το ίδιο με τους υπόλοιπους ανθρώπους“.
‘Παραμύθι με λυπημένο τέλος’: Οι ‘καταθλιπτικοί’ καλλιτέχνες και οι άλλοι
Δύο ημέρες πριν πάω στο στούντιο ήμουν σε μία από τις sold out συναυλίες του Γιάννη Χαρούλη στην Τεχνόπολη. Δεν ξέρω πώς έτυχε, αλλά εκείνη την ημέρα (της συναυλίας) από το timeline μου, πέρασε ένα ποστ που απαντούσε σε εκείνο το σχόλιο το ‘πηγαίνετε στον Χαρούλη να κλάψετε’ με ένα βίντεο διονυσιακού πανζουρλισμού. Δεν ξέρω γιατί, αλλά θέλησα να μοιραστώ αυτή μου την ‘εμπειρία’ με τον Μίλτο. Και να τον ρωτήσω, τη γνώμη του. Γιατί και ποιος έχει περάσει αυτή τη φιλοσοφία της κατάθλιψης στις συναυλίες των ‘εντέχων’ καλλιτεχνών;
Απάντησε. Με το ‘γνωστό’ του πια, απότομο. Το οποίο αυτήν τη φορά, μπορεί και να σήμαινε ότι πράγματι, ενοχλήθηκε. Αλλά, απάντησε.
“Τα χαρούμενα τραγούδια ποια είναι; Τι πάει να πει καταθλιπτικά τραγούδια; Η χαρά ποια είναι; Τα σκυλάδικα; Δεν τη θέλω αυτήν τη χαρά, τους τη χαρίζω. Τη χαρά του σκυλάδικου και του δήθεν δεν τη θέλω“.
“Όποιος νομίζει ότι αυτά που τραγουδάμε εμείς είναι καταθλιπτικά έχει μία αντίληψη για τη χαρά που είναι σιχαμένη. Αυτή τη χαρά, δεν τη γουστάρω καθόλου“.
“Το έχω ακούσει αυτό με την κατάθλιψη και τις συναυλίες, αλλά δεν έχει έρθει κάποιος να μου το πει ποτέ. Προφανώς. Εμένα με ντρέπονται για να μου το πουν μέσα στα μούτρα. Άλλο πράγμα είναι να χαίρεσαι και άλλο να είσαι χαζοχαρούμενος. Εγώ όταν χαίρομαι θέλω να χαίρομαι και όχι να χαμογελάω σαν μαλάκας. Ούτε να γίνομαι τύφλα για να αντέξω μία βραδιά με σκυλάδικα και κονσομασιόν. Δεν μου λέει τίποτα. Εμένα, μου αρέσει ένα είδος τραγουδιού, το υπηρετώ, το αγαπώ. Στο σπίτι μου, το Μάλαμα, το Χαρούλη, το Θανάση, τον Λαυρέντη, τους Κατσιμιχαίους, τον Παπακωνσταντίνου το Βασίλη, τον Θάνο, αυτούς ακούω. Και από αυτούς παίρνω χαρά (κάνει την κίνηση που βγαίνουν τα χέρια από την καρδιά). Χαρά, και συγκίνηση. Τώρα το τι σημαίνει χαρά, ξέρω γω“.
‘Είναι κάτι σαν το τι είναι ροκ’, τον συμπλήρωσα. Εκείνος, σαν να χαλάρωσε κάπως, απάντησε.
“Το ροκ είναι φόρμα. Δεν είναι κάτι τρομερό ως συζήτηση. Καθόμαστε και το υπεραναλύουμε. Είναι μία φόρμα που ήρθε από την Αγγλία και την Αμερική. Μπορεί να γίνει μία ποιητική συζήτηση πάνω στο τι είναι ροκ και μία αντίστοιχη μουσική, στο ποια είναι η ροκ φόρμα. Η φόρμα είναι μπάσο, τύμπανα, ηλεκτρικές κιθάρες“.
Μία εξίσου βαρετή συζήτηση είναι και το πόσο πολιτικοποιημένος λαός είμαστε. Ωστόσο, ήθελα να μιλήσουμε λίγο για την δική του θέση. Και κατά πόσο θα ήθελε να γίνει και πιο ισχυρή. Στη Βουλή ή σε ένα Δήμο ή κάπου.
*Ακολουθεί ολιγόλογη πολιτική τοποθέτηση
“Είμαι αριστερός με την κανονική έννοια. Ψηφίζω και στηρίζω ΚΚΕ“.
Κάπου εδώ, πέρασε φευγαλέα από το μυαλό μου, η σκέψη να του ζητήσω να μου σχολιάσει εκείνην την αφίσα που με κάνει να νιώθω κάπως, κάθε φορά που περνάω το φανάρι της Φραντζή που. Εκείνη την αφίσα που πρώτο όνομα στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ έχει το Δήμο Αναστασιάδη. Αλήθεια, ντράπηκα να το κάνω. Μου φάνηκε πολύ κενό. Τόσο όσο το να του ζητούσα παραπάνω να μου διαχωρίσει το έντεχνο από τα υπόλοιπα τραγούδια, τα ‘άτεχνα’.
“Να εκτεθώ στην πολιτική σκηνή εννοείς; Όχι. Είμαι πιο χρήσιμος γράφοντας τραγούδια. Με ό,τι ασχοληθώ, γενικά, θέλω να το κάνω και να είναι της προκοπής. Το να θέσω υποψηφιότητα επειδή είμαι ο Πασχαλίδης και να πάρω πέντε ψήφους, να βγω και μετά να μην πατήσω το πόδι μου, δεν βοηθάει κανέναν. Δεν έχω χρόνο. Οπότε θέλω να είμαι ειλικρινής με οποιονδήποτε. Σε δημοτικό, τοπικό επίπεδο ωραίο θα ήταν. Αλλά δεν προλαβαίνω“.
‘Κακές Συνήθειες’ και μερικές καλές, όπως η πίστη
“Δεν τα παρατάω ποτέ. Είμαι μαχητής. Μέσα στην επιμονή μου, βέβαια, είμαι και αρκετά ολιγαρκής. Εγώ εκείνο που ήθελα ήταν αυτό που γράφω, να αφορά και κάποιους άλλους. Και αυτοί οι άλλοι να είναι τόσοι, ένα μίνιμουμ κοινό, ώστε να μπορώ να ζω αξιοπρεπώς από την εκφορά μου σε αυτούς. Αυτό σε μένα, συνέβη σχετικά γρήγορα. Στα 28, 29 μου. Κάπως φάνηκε ότι μπορούσε να γίνει. Οπότε μετά, δεν είχα άλλο ερώτημα να απαντήσω“.
“Τα δύο τραγούδια από τα οποία όταν ξεκίνησα, πήρα μεγάλη χαρά και όχι χρήματα, ήταν η Απουσία και οι Πεθαμένες Καλησπέρες που τραγούδησε ο Μητροπάνος. Πήρα μεγάλη χαρά. Και ξέρεις τι; Ένας νέος άνθρωπος, πέρα από όλα αυτά που είπαμε, πέρα από τα μονοπάτια που θα βρει, θα σκάψει κτλ, χρειάζεται και κάτι άλλο ανθρώπινο. Χρειάζεται μία επιβράβευση. Να πάει κάποιος, και να του πει ‘μπράβο ρε πούστη, είναι ωραίο αυτό που κάνεις, με συγκίνησε’“.
Θυμάμαι τον Μητροπάνο να γυρνάει και να μου λέει ‘ρε μικρέ, γουστάρω. Τι τραγουδάρα είναι αυτή’. Εντάξει, πήρα φτερά τότε.
“Στην αρχή, όταν αυτό του το λέει κάποιος που τον σέβεται και τον εκτιμά, η χαρά είναι πολύ πιο δυνατή και ιδιαίτερη. Γιατί εντάξει, άλλο να στο λένε οι φίλοι σου και άλλο να στο πει ο Μητροπάνος ή ο Μαχαιρίτσας σε μία εποχή που ήταν ήδη φτασμένοι. Ειδικά ο Μητροπάνος“.
“Αν γράφεις συνέχεια και δεν βρεθεί ούτε ένας να σου πει ένα ‘μπράβο’, λες ‘ρε πούστη τι κάνω τώρα; Για ποιον γράφω;’“
‘Καλοκαίρι στην Αμοργό’ και οι χειμώνες του ως φοιτητής του Μαθηματικού και της Φιλοσοφικής
“Μαθηματικό και Φιλοσοφική. Πήρα και το πτυχίο του μαθηματικού, πήρα και το μάστερ στη φιλοσοφία. Όταν τελείωσα εγώ, η επετηρίδα ήταν κλειστή, δεν υπήρχε ΑΣΕΠ. Που σημαίνει ότι υπήρχαν 4500 αδιόριστοι μαθηματικοί και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τα χαρτιά μας. Όταν έγινε ο ΑΣΕΠ, εγώ ήμουν ήδη τραγουδοποιός και ζούσα από τη μουσική. Άρα, δεν υπήρχε κάποιος λόγος να πάω να διδάξω μαθηματικά“.
Ανέφερα τη φράση ‘συνειδητή επιλογή’. Εκείνος, κάπως ανέβασε τον τόνο.
Τι πάει να πει συνειδητή επιλογή κιόλας, ξέρω και γω; Έγινε. Δεν πάει κανείς αναγκαστικά στη μουσική, αγάπη μου.
“Δεν μου αρέσουν μόνο δύο πράγματα. Μου αρέσουν τριάντα. Και ενασχόληση, δεν έχει να κάνει μόνο με όσα βγάζεις λεφτά. Και τώρα διαβάζω μαθηματικά. Και ασχολούμαι μαζί τους“.
“Η επιλογή της μουσικής ήταν μονόδρομος. Ήταν σε αυτό που ήμουν καλύτερος και μπορούσα να ζήσω από αυτό. Αν εσύ το λες αυτό εξαναγκασμό, δεν το ξέρω εγώ το λέω ‘είμαι τυχερός άνθρωπος γιατί ζω από το χόμπι μου’. Και αυτήν την τύχη, την έχουν μόνο οι καλλιτέχνες και οι αθλητές. Είμαστε πολύ τυχεροί άνθρωποι. Φυσικά, όταν λέω ‘μόνο’, εννοώ κατά κόρον αυτές οι κατηγορίες, μπορεί ένας άνθρωπος που αγαπάει φέρε ειπείν την κηπουρική, να δουλεύει πάνω σε αυτό το αντικείμενο. Και αυτός, εξίσου τυχερός με εμάς είναι. Ως προβεβλημένα επαγγέλματα, είμαστε πάρα πολύ τυχεροί άνθρωποι“.
“Εγώ και μαθηματικός να δήλωνα ως επάγγελμα, με τη μουσική θα ασχολούμουν. Όπως και τώρα που είμαι μουσικός, διαβάζω μαθηματικά“.
Σε αυτό το σημείο, θυμήθηκα λίγο τον Μικρούτσικο. Και εκείνη τη μικρούτσικη αγάπη που έχω για αυτόν από τότε που βρέθηκα εκείνο το πρωινό στο σπίτι του.
‘Ψωμί και Εφημερίδα’ και η μαγειρική και όλα εκείνα που κάνει όταν δεν ασχολείται με τη μουσική
“Η μουσική δεν είναι ένα πράγμα, να ξέρεις. Εντάξει, γράφω κείμενα, γράφω βιβλία, πάω σινεμά βλέπω ταινίες, παίζω με την κόρη μου, μαγειρεύω για τους φίλους μου“.
‘Να μαγειρεύετε;’! Είπα και απέβαλα με ζήλο την εικόνα του Μίλτου Πασχαλίδη με ποδιά, μπροστά από έναν Τσελεμεντέ να ψάχνει τα γραμμάρια για να του πετύχει η ζύμη στην πίτα, που αμέσως μου ήρθε στο μυαλό. Εκείνος, πήρε μία από εκείνες τις μοναδικές ρουφηξιές του και μου απάντησε με το ύφος ‘δεν ξέρω γιατί δεν το πιστεύεις’.
“Μου αρέσει να μαγειρεύω. Όταν έφυγα νωρίς από το σπίτι, στα 18 μου, για να σπουδάσω, αφού έκαψα τα πρώτα φαγητά στο τηγάνι και αφού λάσπωσα τα πρώτα μακαρόνια και έζησα τις πρώτες αποτυχίες μου, εκεί γύρω στα 20-21 μου άρχισε να μου αρέσει όλο αυτό και να βρίσκω το κόλπο. Μαγειρεύω για τους φίλους μου, για το παιδί“.
Εκείνη την ώρα, στην άλλη μεριά του στούντιο, έμπαινε ο παραγωγός του. Με ενημέρωσε και μου εξήγησε ότι πρέπει να τον υποδεχθεί. Το σεβάστηκα, φυσικά, και σηκωθήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα από τις καρέκλες μας και οι δύο. Πριν πατήσω το stop, γύρισε και μου είπε:
“Πριν το κλείσεις, να ξέρεις κάτι: Η μουσική και η δημιουργία είναι ένα πράγμα, το οποίο αν μπεις σε αυτό, δεν τελειώνει ποτέ. Ακόμα και αν προφανώς, δεν είσαι σε θέση να γράψεις ποτέ. Μέσα σου, σιγοβράζει και αυτό το κόλπο“.
‘Σαν τη μαγειρική’, σκέφτηκα δίχως να προλάβω να μοιραστώ τη σκέψη αυτή μαζί του. Εκείνο το ‘τώρα που μύρισε ο χειμώνας μανταρίνι’ που έπαιζε σε λουπ στην αντιπέρα όχθη με κατέλαβε και πάλι, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Δώσαμε τα χέρια, παρότι δεν θα έφευγα ακόμα. Η Φραντζέσκα χρειαζόταν μερικές ακόμα λήψεις και εγώ, λίγο ακόμη χρόνο μαζί του. Να τον βλέπω να περιφέρει στο χώρο μία από τις πιο απροσπέλαστες φιγούρες που έχω συναντήσει μέχρι τώρα. Ήθελα λίγο ακόμη χρόνο μαζί του. Γνώρισα την απότομη πλευρά του (η οποία για μένα, μεταφράζεται σε μία ειλικρίνεια). Γνώρισα και την αντίστοιχη σοβαρή, επαγγελματική. Ήθελα όμως να καταλάβω αν τον συμπαθώ ή όχι. Αν μπορώ να τον καταλάβω, αν θέλω.
Δεν κατάφερα να βγάλω κάποιο επιπλέον συμπέρασμα πέρα από το ότι ο άνθρωπος που είχα απέναντί μου περί τη μία ώρα, να μιλά, να εργάζεται, να καπνίζει είναι από τους πιο απόμακρους αλλά συναισθηματικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. Οξύμωρος ο συνδυασμός πράγματι.
*Συγγνώμη για το μελό που ακολουθεί αλλά εμένα, όπως θα έλεγε και εκείνος αυτή του η πράξη, ήταν κάτι που με συγκίνησε. Και ας μην του το πα.
*Και μία ιστορία χωρίς λυπημένο τέλος
Ο παραγωγός καθόταν σε μία από τις όχι και τόσο προσεγμένες αλλά άνετες πολυθρόνες που βρίσκονταν στο χώρο της ηχογράφησης. Ο Μίλτος (ο ενικός, δικός μου) μπήκε με φούρια από το δίπλα δωμάτιο και σχεδόν ξεχνώντας όταν υπήρχα και εγώ στο σκηνικό, του είπε με μία αγωνία και επιθυμία: “Ξεκινάμε, ξεκινάμε“. Είπε στον ηχολήπτη του να βάλει αν ακούσουμε το κομμάτι με τη χορωδία (υπέροχο, παρεμπιπτόντως, με κάποια παραδοσιακά στοιχεία που το καθιστούν σύμφωνα με τα δικά μου πάντα ακούσματα, μοναδικό) και όρθιος ακούμπησε το χέρι του πάνω στην κονσόλα.
Κάπου στη μέση του κομματιού, το τηλέφωνο του παραγωγού χτύπησε. Εκείνος, ακούστηκε να λέει κάτι για γιατρούς και καρδιά. Ο Μίλτος, που μέχρι τότε δεν είχε πάρει τα μάτια του από την οθόνη, γύρισε προς τα πίσω. Κοίταξε τον παραγωγό του με πραγματική αγωνία στο βλέμμα του, έδωσε εντολή στον ηχολήπτη να κλείσει τη μουσική. “Τι έγινε;“, ρώτησε. Ο παραγωγός τον καθησύχασε, και οι νότες ξαναπήραν τα πάνω τους.
Ένα λεπτό αργότερα, έκλεινα πίσω μου τη μεγάλη και βαριά πόρτα του στούντιο. Δεν θυμάμαι αν του έδωσα ξανά το χέρι. Αν δεν το έκανα, θα μου επιτρέψεις να αλλάξω πρόσωπο για μία μόνο γραμμή:
Χάρηκα πραγματικά, για τη γνωριμία κύριε Πασχαλίδη, κύριε Μίλτο, Μίλτο.
Ο Μίλτος Πασχαλίδης θα είναι στις 5/10 στο Ηρώδειο μαζί με τους Θάνο Μικρούτσικο, Χρήστο Θηβαίο, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Μπάμπη Στόκα σε μία συναυλία αφιερωμένη στον Άλκη Αλκαίο.