Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ δεν είναι φτιαγμένος από ανθρώπινα υλικά
Ο Μιχαήλ 'Μίσα' Μπαρίσνικοφ ήταν στην Αθήνα και ερμήνευσε τον Βάσλαφ Νιζίνσκι στο 'Ημερολόγιο για έναν Άντρα', μόνο και μόνο για να αναδειχθεί ξανά ότι είναι φτιαγμένος από ακτινοβόλο φως.
- 18 ΙΟΥΛ 2017
Από κοντά, ο Μίσα Μπαρίσνικοφ (Μπαρίσνικαφ, για την ακρίβεια, στη ρωσική γλώσσα, αλλά ας μην προκαλείται το κοινό αίσθημα) είναι ένας άνθρωπος στον οποίο καθρεφτίζεται η ηλικία του.
Είναι 69 ετών και πάει στα 70, για την ακρίβεια τα κλείνει στις 27 Ιανουαρίου 1948. Βγαίνοντας από τη Στέγη- και με την εντολή των υπαλλήλων με τα ακουστικά στο δεξιό αυτί να επικληθούν τη γρήγορη φυγή του μετά την παράσταση ‘Γράμμα σ’ έναν άντρα’, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Γουίλσον- να είναι κατανοητοί, ο λόγος πρέπει να γίνεται για έναν πολύ κουρασμένο άνθρωπο. Δεν πρόκειται μόνο για την παράσταση, η Αθήνα είναι απειλητική για όλους όταν βράζει σε θερμοκρασία άνω των 32 βαθμών Κελσίου. Όλοι βγάζουμε προβλήματα σαν ελαττωματικά αμάξια- και τα ελαττωματικά αμάξια επίσης. Πόσω μάλλον κάποιος που γεννήθηκε στη Ρίγα και είναι Λετονός, σαν Ρώσος με πιο συγκρατημένη ιδιοσυγκρασία και περισσότερες ικανότητες. Όπως στην εμπειρία με τον Γκάρι Κασπάροφ το καλοκαίρι του 2015, έτσι και εδώ μπορούσες να αντικρίσεις κάποιον που δύσκολα έκανε οπτική επαφή. Γνωρίζοντας ασφαλώς τι θα γινόταν, κατάφερε να ψελλίσει ένα quick, δηλαδή γρήγορα, όταν επρόκειτο να υπογράψει αυτόγραφα και να βγει φωτογραφίες, μια και οι πέντε άνθρωποι που τον περίμεναν από τη ‘μυστική’ είσοδο της Στέγης σίγουρα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν απειλητικοί.
Ήδη, ωστόσο, μία Ελληνίδα, η οποία ισχυρίστηκε ότι βοήθησε με την παραγωγή της παράστασης, είχε προϊδεάσει ότι επρόκειτο για κάποιον πολύ κουρασμένο άνθρωπο που δεν θα μπορούσε να χαλαρώσει ούτε αργότερα, καθώς δεν θα πήγαινε για δείπνο. Καθώς τέθηκε αυτή η φράση η ερώτηση ήταν, για ποιο λόγο δεν θα πήγαινε για δείπνο, μια και ήταν Τετάρτη 12 Ιουλίου και είχε ακόμα μία παράσταση την επόμενη μέρα. Μπορούσες να βρεις την απάντηση, μία υπεκφυγή, στο κινέζικο λεξικό ή, αν είσαι Κινέζος, στο ελληνικό.
Αρκούσε να σταθεί τρία μέτρα μακριά για να διαπιστώσεις στο περίγραμμα τη σαγήνη. Επρόκειτο για έναν άντρα που δεν είναι απλώς ρέον στοιχείο, ή στοιχειό, για να δοθεί μία μεταφυσική σχέση, αλλά και έχει ερωτικό βιογραφικό αξιομνημόνευτο ακόμα και αν κοιτάξεις την ταμπέλα: Για να συνευρίσκεσαι για έξι χρόνια, από το 1976 έως το 1982, με την Τζέσικα Λανγκ, με τη σχέση σας να ξεκινά τη χρονολογία που εκείνη βρισκόταν στη χούφτα του Κινγκ Κονγκ, πρέπει να έχει προκύψει από στατιστικό δρώμενο συναπτών επιτυχιών με γυναίκες που ουδόλως αμελητέες περνούν στο ραντεβού των αμφιβληστροειδών με τα ανδρογόνα. Αλλά αυτή είναι μόνο η μία όψη ενός κύβου του Ρούμπικ, όταν μιλάμε για έναν καλλιτέχνη ο οποίος ανάγκασε το Broadway στη Νέα Υόρκη να κάνει μιούζικαλ με το όνομά του, όχι τα τελευταία χρόνια, εν είδει βραβείου συνολικής προσφοράς, αλλά το 1980, σε μία εποχή η οποία εύκολα γίνεται να αποκληθεί ντουζένια. Σε μία εποχή που έστεκε ακόμα ο Ψυχρός Πόλεμος και μία χρονιά που είχε γίνει το Miracle στο χόκεϊ επί πάγου, όταν οι Σοβιετικοί έχασαν από τους Αμερικανούς, στην ίσως μία και μοναδική στιγμή (έστω, μαζί με αυτή της νίκη του Μπομπ Φίσερ επί του Μπόρις Σπάσκι το 1972 στo Ρέικιαβικ της Ισλανδίας) που οι ΗΠΑ έστεκαν ως χώρα. Ήταν κατάσκοπος των Σοβιετικών; Ήταν κατάκτηση του δυτικού πολιτισμού, ένα λάβαρο για να δείξει στην Ανατολία ότι η χλιδή και ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής θα υπερίσχυε στο τέλος; Όποια κι αν ήταν η σωστή απάντηση, ο Μπαρίσνικοφ έγινε προϊόν ολόκληρου του κόσμου, ένας διεθνής πολίτης, όπως άλλωστε και η άλλη ασύλληπτη μπαλαρίνα, η Μάγια Πλιτσέσκαγια, που ο Ρόμπερτ Κένεντι τσιμπήθηκε μαζί της σε σημείο που βάφτισε ‘Μάγια’ το σκάφος του.
Δύσκολα, παρ’ όλα αυτά, θα φανταζόσουν κάποιον που μεγάλωσε την εποχή των Χρουστσόφ και Μπρέζνιεφ στη Σοβιετική Ένωση να γίνεται διεθνής πολίτης, αν και πολύ εύκολα, λόγω ευαίσθητου ψυχισμού, είναι εύκολο να συνάγεις ότι θα ήθελε να δραπετεύσει για να ζητήσει άσυλο σε κάποια άλλη χώρα, στην περίπτωση του τερατωδώς ταλαντούχου Μίσα στον Καναδά, μια και θεωρούσε ότι εκεί θα έβρισκε ευκαιρίες για δουλειά. Αλλά ενώ ο Μπαρίσνικοφ δούλευε, ουδείς πραγματικά θεωρεί ότι δούλεψε ποτέ. Ό,τι συνέβαινε, ήταν μία συμφωνία ανάμεσα σε θεούς σε μονόπρακτα, που σχεδόν πάντα καρποφορούσε, είτε επρόκειτο για το μπαλέτο, ασφαλώς, είτε για μία κινηματογραφική ταινία. Ως Γιούρι, στο ‘The Turning Point’ του 1977, μία ταινία στην οποία έπαιζαν η Αν Μπάνκροφτ και η επίσης χορεύτρια στα μικράτα της Σίρλεϊ ΜακΛέιν, ο Μπαρίσνικοφ κέρδισε μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου και μπήκε σε χωράφια εμπορικά, στα οποία θα γινόταν να μεταδώσει την απαλότητά του.
Προς πείσμα των έμφυλων διακρίσεων και της άρνησης να δημοσιευθεί η ομορφιά υπό το φόβο μίας κακής κριτικής, η σαγήνη είναι άφυλη. Δεν διαφοροποιείται, είναι το αποτέλεσμα του σωστού φωτισμού, της χάρης στην κίνηση και της ενέργειας του βλέμματος. Ο Μπαρίσνικοφ, ‘χρυσός’ ολυμπιονίκης μπαλέτου στους Αγώνες της Μόσχας το 1969, έχει ενσταντανέ που είναι εύκολο να αποτυπωθούν. Από τις παρουσίες του στα φιλμ μέχρι τα θεατρικά που η αμερικανική τηλεόραση έδειξε, αρχής γενομένης από τον Καρυοθραύστη του Πιοτρ Τσαϊκόφσκι και από τους Χορευτές έως τη συμμετοχή του στο Sex and the City, που ήταν η πιο τρολ φάση για τους κουλτουριάρηδες μαζί με το ντουέτο που έκανε ο Λουτσιάνο Παβαρότι με τις Spice Girls, η πορεία του τα τελευταία 43 χρόνια στον κόσμο της ψυχαγωγίας συνάδει με τη δική του κουβέντα, ότι, δηλαδή, “φοβάμαι να βαρεθώ“. Για το Γράμμα σε έναν άνδρα, που ερμηνεύει τον Βάσλαφ Νιζίνσκι μέσα από τα ημερολόγιά του, έχει ξανάρθει στην Αθήνα, δεν ήταν η πρώτη φορά. Όταν ο κορυφαίος χορευτής μπαλέτου του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα συναντά τον κορυφαίο του πρώτου μισού –μία ομολογία τόσο συχνά δημοσιευμένη που δεν θα αποτελούσε έκπληξη ακόμα και να στέριωνε χωρίς το υποκειμενικό στοιχείο- η αδημονία είναι επιβλητική. Και ενώ ο Γουίλσον δεν θα έβαζε αυτό το εγχείρημα στην υψηλότερη θέση του βιογραφικού του, η διαδικασία πρέπει να είναι άλλη.
Πρέπει να είναι η δική του συνάντηση με τον Μπαρίσνικοφ μέσα από τα μάτια ενός τρελού ομοφυλόφιλου Ρώσου, ίσως ένας φόρος τιμής για την ίδια τη ζωή που ζούμε, να υπάρχει κάπου μία παράσταση στην οποία θα συναντιούνται δύο χάριτες, διότι περί τέτοιων επρόκειτο και πρόκειται, σε παρελθοντικό και πραγματικό χρόνο. Ο Λετονός με την άσπρη μάσκα ερμηνεύει: χαμογελά με ένα γέλιο τσιριχτό όσο και δαιμονικό, ενώ φράσεις προβαίνουν από ένα καντράν, φράσεις που επαναλαμβάνονται, πιστές στο ύφος που ο Νιζίνσκι περνούσε από την ποταπότητα στο ύψιστο σημείο της αλαζονείας. Όμως είναι τα μικρά βήματα που έκανε και τον μετέφεραν από το ένα σημείο στο άλλο χωρίς καν να το καταλαβαίνεις ή ένας χορός που παρέπεμπε σε ασπρόμαυρο μιούζικαλ, μία ανάλαφρη κίνηση για να σπάσει το βαρύ μοτίβο μίας ασθενικής θηριώδους ψυχής.
Και στο τέλος, όταν πια τελειώνει την παράσταση φωνάζοντας “Βάσλαφ Νιζίνσκι“, όταν το κοινό αρχίζει να χειροκροτεί, ένα περιστέρι βγαίνει έξω στη σκηνή, τρέχοντας χορευτικά, με απαράμιλλη αρμονία και συμμετρία. Ενώ το χειροκρότημα συνεχίζεται, ο Μπαρίσνικοφ επαναλαμβάνει την έξοδο με τον ίδιο τρόπο, δοξάζοντας τη γεωμετρία του χόρου με το ανθρώπινο σώμα, όχι σε απουσία, αλλά ευρισκόμενο μέσα και πάνω σε αυτόν.
Και πάλι, υποθετικά, ό,τι ήταν να γίνει εκείνο το βράδυ ήταν η παρακολούθηση μίας παράστασης στην οποία βρισκόταν πρωταγωνιστής μόνος ο νεφεληγερέτης των πουέντες. Από το θεωρείο το δράμα δημιουργούνταν σε ασφαλή απόσταση. Από την πόρτα της εξόδου, ένας κουρασμένος άνθρωπος με συντηρητικό ριγέ πουκάμισο, αλλά ξεκούμπωτα τα δύο πρώτα κουμπιά, βγήκε με προορισμό ένα Volkswagen Polo. Ένας άνθρωπος που έχει περάσει τη μέση ηλικία και, αν δεν είναι ήδη γηρασμένος, πρόκειται πολύ σύντομα να γεράσει. Μέχρι να απομακρυνθεί από τους πέντε ανθρώπους που τον περιτριγύρισαν και από τους άλλους τρεις που φρόντιζαν για τις μετακινήσεις του σε μία πόλη που πολύ δύσκολα δε θα αγαπούσε. Να σταθεί για λίγο στο πεζοδρόμιο, αυτός και το βραχύ δέμας του, και ξαφνικά να γίνεις κοινωνός της χορευτικής σοφίας, η οποία του έχει ράψει ένα φωτοστέφανο για να το φοράει όταν αποκτά οντότητα και δεν είναι απλώς ο αριθμός ενός κλάσματος. Ο Μίσα γοήτευσε λίγο πριν καληνυχτίσει τα περίεργα και γεμάτα θαυμασμό μάτια μας, απλώς μεταφερόμενος από το σημείο α στο σημείο β, σημεία που, σε περίπτωση που στεκόταν έστω και λίγο σε αυτά, θα τα είχε σίγουρα κατακτημένα.
Φωτογραφίες: Φεστιβάλ Αθηνών