Ο Νοτιάς είναι μια ταινία για μυθοπαθείς. Μυθομανείς, δεν σας μίλησε κανείς
- 14 ΙΑΝ 2016
Σε μικρή ηλικία, ο Σταύρος νοσεί από τη φανταστική ασθένεια της μυθοπάθειας. Εντελώς ακίνδυνη και παντελώς νοσταλγορομαντική, η ασθένεια έχει ως κύριο σύμπτωμα τη διαστρέβλωση της εξέλιξης γνωστών μύθων. Ο ασθενής τείνει να μουντζουρώνει ιστορίες όπως αυτή του Δούρειου Ίππου ή των άθλων του Ηρακλή και να τους αλλάζει με ένα διαφορετικό και πάντα πιο δυσοίωνο τέλος.
Ποιο είναι το μικρόβιο που μοιράζει την αρρώστια στα πλήθη; Το πιο δυνατό απ’ όλα, το να χάνεις αυτά που αγαπάς. Από τα πολύ μικρά του μέχρι τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης, ο Σταύρος ερωτεύεται βαθιά γυναίκες που αρχικά θα δώσουν, αλλά τελικά θα προδώσουν. Αν μάλιστα ο ήρωας είχε προλάβει να προδώσει και τους φίλους του για χάρη Τους, τότε αυτόματα ανακηρυσσόταν σε προδομένο προδότη. Πίστεψέ με, τα πράγματα στον Νοτιά του Τάσου Μπουλμέτη είναι πολύ πιο απλά απ’ όσο φαίνονται σ’ αυτήν την παράγραφο.
Στην πρεμιέρα που διοργανώθηκε στον κινηματογράφο Δαναό το βράδυ της Τρίτης (12/1) ήταν και η Amstel, ένας από τους μεγάλους υποστηρικτές της ταινίας. Ο σκηνοθέτης αρκετά συγκινημένος και πολύ χαρούμενος, έκλεισε τον χαιρετισμό του με μια κουβέντα που έκανε τη δουλειά του αλατοπίπερου (Πολίτικη Κουζίνα pun) όσον αφορά τον Νοτιά. “Αυτή η ταινία είναι πολύ προσωπική”, είπε και το μάτι μου γούρλωσε. (Τα λέγαμε και με τον Φοίβο για την εποποιία του μικρού και το προσωπικού).
Το αποτέλεσμα; Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, έβλεπα τον Μπουλμέτη στη φάτσα του Φοίβου Ταραμπίκου (8χρονος Σταύρος) και του Γιάννη Νιάρρου (20χρονος Φοίβος). Κι αυτό δούλεψε μια χαρά μέχρι που έβγαλε φτερά και πέταξε σε ένα οικογενειακό τραπέζι προς το τέλος της ταινίας.
Ο Νοτιάς θυμίζει σε πολλά και σε τίποτα την Πολίτικη Κουζίνα. Αν σώνει και ντε ορκίστηκες να μη βρεις ομοιότητες με το magnum opus του σκηνοθέτη, δεν θα βρεις. Για παράδειγμα, παρά τις σκηνές με τα φοβερά χρώματα στο κουτούκι που οι μπύρες και τα κρασιά έδιναν και έπαιρναν, οι αναφορές στο φαγητό είναι ελάχιστες. Οι δε αναφορές σε συνταγές, μηδενικές.
Από την άλλη, το άγγιγμα της Κουζίνας είναι εκεί. Τουλάχιστον για μένα που περνάω τον ελεύθερο χρόνο μου συνδέοντας πράγματα και καταστάσεις. Ένας ήρωας αφηγείται την ιστορία του. Ο ίδιος ήρωας μεγαλώνει κατά τη διάρκεια της ταινίας. Τα ιστορικά γεγονότα συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο της εξέδρας πάνω στην οποία χορεύουν οι πρωταγωνιστές και το πιο έκδηλο, τα χρώματα και οι εικόνες του Τάσου Μπουλμέτη συνεχίζουν να μυρίζουν κανέλα. Λίγα είναι αυτά;
Από τις υπόλοιπες, υποστηρικτικές ιστορίες που τρέχουν παράλληλα με τη μυθοπάθεια του Σταύρου (ο οποίος στην ενήλικη εκδοχή του είναι ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ που μιλάει ελληνικά), ξεχωρίζει η ιστορία του πατέρα του, ενός πωλητή βαλιτσών που κερνάει ιστορίες για τον φίλο του τον ‘Άρη’ Ωνάση και το γέλιο που βγάζει η απόπειρα μιας ομάδας νεολαίων του Ρήγα Φεραίου να γυρίσουν μια ταινία με κονδύλια του Πανεπιστημίου.
Το εύρημα του Δούρειου Ίππου χρησιμοποιείται εξαιρετικά στην ταινία, καλουπώνοντας τη βασική νοηματική γραμμή στην οποία πατάει με πολύ σταθερά βήματα από το πρώτο λεπτό. Δεν χρειάζεται αυτό το άρθρο για να μάθεις ότι δεν υπάρχει σκηνή στις ταινίες του Μπουλμέτη που να μην είναι στιβαρή, με αρχή, μέση και τέλος.
Η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα είναι πολύ μεγάλη υπόθεση στην πορεία του Νοτιά. Είναι σαν να φυσάει τη μία σκηνή μετά την άλλη. Τα εφέ είναι πολλά και αναγκαία. Άλλα φανερά και άλλα διάφανα, όπως είπε και ο Μπουλμέτης πριν σβήσουν τα φώτα στον Δαναό. Τα εφέ, τα κοστούμια, η φωτογραφία, οι διάλογοι και η ταπετσαρία, πρώτα της χούντας και έπειτα της #αλλαγής, μεταφέρουν το θεατή στις αντίστοιχες δεκαετίες.
Ο Νοτιάς θα σε κάνει να γελάσεις. Κυρίως να χαμογελάσεις. Φαντάζομαι πως αν κουβαλούσα άλλες δύο δεκαετίες στην πλάτη μου, αν είχα ζήσει Χούντα ή πολλά υποσχόμενο Αντρέα, το δάκρυ δεν θα έκανε και πολύ κόπο για να φτάσει από το μάτι μου στο κάθισμα. Αλλά και πάλι. Κατάλαβα ποια σημεία είναι τα πιο συγκινητικά, άκουσα ιστορίες που έχω ξανακούσει, αλλά αυτή τη φορά τις άκουσα με τις εικόνες με του Μπουλμέτη.
Πάνω και πριν απ’ όλα, ο Νοτιάς είναι γλυκός. Με τις ατάκες του (wait for “Ο Νιάρχος ζει;” και θα καταλάβεις), με τους μικρούς μεγάλους φόβους μιας τυπικής οικογένειας -και μιας τυπικότατης Ελληνίδας μάνας- και με τον τρόπο που ο έρωτας μπορεί να σου ανοίξει πληγές. Χωρίς κλισέ όμως. Και χωρίς ακραίες αντιδράσεις. Χωρίς τύπους να ωρύονται στη βροχή και να χτυπάνε την πόρτα αυτής που τους πρόδωσε.
Και μετά είναι οι ιστορίες. Οι ιστορίες, είτε μεταλλαγμένες είτε αυθεντικές είτε έτσι όπως τις ακούσαμε, είναι η ραχοκοκαλιά της ταινίας. Ο Μπουλμέτης σκύβει πάνω από τις ιστορίες του και τις δοκιμάζει. Θέλει να δει πόσο αντέχουν ανάλογα με το τέλος που τους βάζει. Βασικά θέλει να δει μέχρι πού αντέχουν οι ήρωές του, αλλά αστερίσκος, χωρίς να γίνεται ούτε μια στιγμή σκληρός ή αυστηρός με τα θύματα και τους θύτες.
Δεν ξέρω, δεν έχω αποφασίσει πού κάθεται η μπίλια μέσα μου σχετικά με τον Νοτιά. Κάθεται στη σοφία ότι “τελικά, αξίζει να αλλάξουμε πολλές ιστορίες, αλλά πάντα θα υπάρχουν αυτές που πρέπει να πούμε όπως τις ακούσαμε” ή στον τρόπο που ακόμα και το δράμα της ερωτικής απογοήτευσης οφείλει να αντιμετωπίζεται ως άλλη μια μέρα στη ζωή. Ως κάτι που περνάει με χαμόγελο και όρεξη για την επόμενη ιστορία.
Θα πάω και με τα δύο, έτσι κι αλλιώς εμείς φτιάχνουμε το τέλος στις ιστορίες μας. Συνήθως, όπως θέλουμε.
Ο Νοτιάς του Τάσου Μπουλμέτη έρχεται στις αίθουσες την Πέμπτη 14 Ιανουαρίου.