Ο Oscar Isaac ποντάρει τα πάντα στο Card Counter, την καλύτερη ταινία της εβδομάδας
Το Card Counter είναι ένας θρίαμβος του Oscar Isaac και ένα ακόμα φιλμ στο σινεμά χαμένων ψυχών του Paul Schrader.
- 9 ΙΟΥΝ 2022
Το πρώτο φλάσμπακ στο Card Counter εκτοξεύεται στην οθόνη τραβηγμένο από έναν ακραία ευρυγώνιο φακό, που κάνει την εμπειρία να μοιάζει με βίντεο εικονικής πραγματικότητας ιδωμένο χωρίς ειδικά γυαλιά. Είναι οι αναμνήσεις του William Tell, ενός Oscar Isaac με τον μαγνητισμό του Al Pacino στον Νονό, σφιχτού και ελεγχόμενου, με τα λίγα λόγια που λέει στο νέο φιλμ του Paul Schrader να μοιάζουν σαν να ξέφυγαν κατά λάθος από το στόμα του.
Μαθαίνεις γρήγορα ότι ο χαρακτήρας του έχει κάνει φυλακή, αλλά αυτό δε σε προετοιμάζει για τη βία στην οποία σε υποχρεώνει η ταινία να γίνεις μάρτυρας. Η πλήρης αισθητηριακή επίθεση του φλάσμπακ από την εποχή που ο Tell ήταν βασανιστής στα κρατητήρια του Abu Ghraib στο Ιράκ με αιφνιδίασε εντελώς. Ήταν ξαφνική και βάναυση, ένα ηλεκτρικό σοκ που με τίναξε στην καρέκλα μου.
Κι όμως, όταν στην τελευταία πράξη του Card Counter συμβαίνει μία αιματηρή συνάντηση με την οποία άλλοι σκηνοθέτες θα ξεφάντωναν, ο Schrader επιλέγει να απομακρύνει την κάμερά του. Όσα υπονοούνται από τους ήχους ανατριχιάζουν από μόνα τους και εντείνουν μία αίσθηση που είχα σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ταινίας – ότι παρακολουθώ κάτι πολύ προσωπικό που δε θα έπρεπε να βλέπω.
Είναι άλλος ένας τρόπος που χρησιμοποιεί ο δημιουργός για να τραβήξει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μας. Ένας ακόμη είναι, υποθέτω, να δίνει φαινομενικά την ιδέα πως το Card Counter θα μπορούσε να είναι μία ταινία τζόγου, πακέτο με το μεγάλο τουρνουά-showdown όπου ο νικητής θα τα πάρει όλα.
Ο William Tell παίζει πράγματι έξι με επτά μέρες στο καζίνο, όχι για να γίνει πλούσιος αλλά «για να περνάει την ώρα» του, παρότι οι σκιές που τον στοιχειώνουν υποδηλώνουν ότι είναι κάθε άλλο παρά χαλαρός. Η δική του εκδοχή καθημερινότητας είναι μία αυτοεπιβαλλόμενη ρουτίνα, ένα είδος ζωντανού θανάτου: πηγαίνει από καζίνο σε καζίνο, γράφει στο ημερολόγιό του και κοιμάται σε μοτέλ των 56 δολαρίων, σε δωμάτια που απογυμνώνει από πίνακες και ντύνει απ’ άκρη σ’ άκρη με λευκά σεντόνια, όπως κάνεις σε σπίτια που θα παραμείνουν κλειστά για πολλά καλοκαίρια.
Ο χρόνος που αφήνει στον εαυτό του είναι αυτός που του χρειάζεται για να μετράει τις ενοχές του για τις φρικαλεότητες που έχει διαπράξει, και ασχολείται μονάχα με ό,τι μπορεί να ελέγξει.
Με τους υπόλοιπους μοναχικούς άνδρες στο σινεμά χαμένων ψυχών του Schrader τον ενώνει μία ευθεία γραμμή, και σίγουρα περισσότερο με τον ιερέα του Ethan Hawke στο First Reformed. Μία ταινία 100% Schrader, άρα μία ταινία για την ενοχή, την αμφιβολία, τη βεβήλωση του ανδρικού εγώ, τη ματαιοδοξία της προσωπικής σταυροφορίας (και μία ταινία επίσης που του χάρισε την πρώτη του, κάπως απίστευτα, υποψηφιότητα για Καλύτερο Σενάριο).
Χρόνο με τον χρόνο, δεκαετία με τη δεκαετία, από τον Ταξιτζή μέχρι το Light Sleeper και τώρα το Card Counter, το πρώτο κοινό credit που μοιράζεται με τον Martin Scorsese από το Bringing Out the Dead του 1999, ο Schrader επιστρέφει διαρκώς σε αυτά τα χαοτικά κινηματογραφικά ποιήματα για την ανδρική κατάρρευση. Η διαφοροποίηση εδώ είναι πως ο Tell αρχίζει να αναρωτιέται εάν θα μπορούσε να εξιλεωθεί.
Συναντά δύο άτομα. Τη La Linda (Tiffany Haddish σε σπάνια δραματική στροφή), μία ατζέντισσα τζογαδόρων, και τον Cirk (Tye Sheridan), ένα νεαρό άνδρα που ζητά εκδίκηση για λογαριασμό του πατέρα του. Ενός συναδέλφου του Tell που γύρισε από τον πόλεμο με μετατραυματικό στρες και πριν πεθάνει χτυπούσε και εκείνον και τη μητέρα του ανηλεώς. Ο μικρός έχει ανάγκη να προσωποποιήσει το κακό που συνέβη στην οικογένειά του, και έτσι αναζητά να σκοτώσει τον ταγματάρχη (Willem Dafoe) που εκπαίδευσε τον Tell και τον πατέρα του, χωρίς να έχει πληρώσει για καμία από τις αμαρτίες του ως τώρα.
Η εύκολη αλληλεπίδραση που αναπτύσσει με την πρώτη προδίδει ότι μάλλον δεν είναι σίριαλ κίλερ (η ελλειπτική προσέγγιση και το κεκαλυμμένο μένος του Isaac εδώ θα σε κάνει να αναρωτιέσαι ως τότε γι’ αυτό). Η προσπάθειά του να πείσει τον δεύτερο να αναλάβει τις ευθύνες του και να εγκαταλείψει το σχέδιο εκδίκησης μαρτυρά ότι κάτω από το σκληρό του περίβλημα πιστεύει ότι μπορεί να έχει ακόμα μία ευκαιρία εξιλέωσης. «Τίποτα δε δικαιολογεί όσα κάναμε εκεί πέρα», του λέει.
Μεγαλωμένος σε καλβινική οικογένεια, ο Schrader έχει αναφέρει συχνά πως η κοινωνία δε θέλει να αναλαμβάνει τις ευθύνες της για τίποτα αλλά εκείνος έμαθε πως πρέπει να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου για τα πάντα. Έρχεσαι στον κόσμο γεμάτος ενοχές και στην πορεία νιώθεις όλο και πιο ένοχος, έλεγε πρόσφατα στο IndieWire. Ο ήρωάς του ήθελε να περνάει το ίδιο, αλλά τώρα νιώθει πως μπορεί να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους. Και αν συνδεθεί με άλλους ανθρώπους, τότε αυτό ίσως σημαίνει πως μπορεί να συνδεθεί με τον εαυτό του και να τον τραβήξει από το εθελούσιο καθαρτήριο που έχει χτίσει.
Είναι ένας κόσμος που ο Schrader βουτάει πιο πολύ από ποτέ στον ασκητισμό του.
Το Card Counter λαμβάνει χώρα σε έναν τιμωρητικό κόσμο από καζίνο χωρίς παράθυρα, κλειστές αίθουσες ξενοδοχείων, αυτοκινητόδρομους χωρίς τοπία. Η Αμερική για την οποία πολέμησε ο Tell, σε μία σύρραξη που ο Schrader αντιμετωπίζει σα λεκέ που δε θα καθαρίσει, δεν είναι όμορφη. Μοιάζει με μονότονη, άγονη γη που ο χρόνος έχει ξεχάσει. Ο δημιουργός την απαθανατίζει με ευκρίνεια, αλλά κινεί την κάμερα τόσο μουδιασμένα που ναρκώνει. Δε σου δίνει την ευκαιρία να φανταστείς άλλο κόσμο από αυτόν που κατοικεί ο χαρακτήρας.
Το επιτρέπει μόνο σε μία εξαίρεση: όταν η La Linda πηγαίνει τον Tell ένα βράδυ στον Βοτανικό Κήπο του Μιζούρι και ο Schrader πλημμυρίζει την οθόνη με φώτα και χρώματα. Μία από τις πιο ρομαντικές του σκηνές στην πιο θυμωμένη ταινία που έχει γυρίσει.
Το Card Counter κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Odeon.