LIVE

O Richard Ashcroft απέδειξε ότι είναι ο τελευταίος μιας γενιάς που χάνεται

Δεν τους φτιάχνουν πια έτσι τους rockstars.

Είναι εύκολο να γράψεις για μια συναυλία όταν νιώθεις ότι είσαι ακόμα εκεί, το δύσκολο είναι να προσπαθήσεις να βγεις απ’ το όνειρο, απ’ αυτό που έζησες, βλέποντας για πρώτη φορά από κοντά έναν απ’ τους παιδικούς σου ήρωες, τον άνθρωπο που δεν πίστευες ποτέ ότι θα σε ΕΥΛΟΓΗΣΕΙ Ο ΘΕΟΣ να τον ακούσεις να σου τραγουδάει το Sonnet, το Lucky Man και όλους τους ‘αστικούς ύμνους’ του 19ου πιο εμπορικού άλμπουμ στην ιστορία της Βρετανίας.

Μπορώ να γίνω ακόμα πιο μελοδραματικός, αλήθεια, και πιο γραφικός (το μόνο σίγουρο), αυτό όμως που δεν μπορώ να γίνω είναι αντικειμενικός με τον Richard Ashcroft, μου είναι αδύνατον να προσποιηθήσω έστω και για λίγο. Είναι ψηλά στο πάνθεον των Αγγλέουρων που θα λατρεύω για πάντα, ακόμα και αν του χρόνου του τη δώσει και αποφασίσει να γυρίσει τον κόσμο, παίζοντας κορεάτικη ποπ ή μιλώντας για τα οφέλη της σπιρουλίνας.

OK; Είμαστε εντάξει μ’ αυτό; Πάμε να πάρουμε τώρα τα πράγματα από την αρχή.

Την Πέμπτη φύγαμε απ’ το γραφείο, τρέχοντας να προλάβουμε όσο γίνεται περισσότερη μουσική απ’ τα ηχεία που είχαν στηθεί εδώ και μέρες στην Πλατεία Νερού. Η πρώτη μέρα του Release Festival άνοιγε τις πόρτες της στις 17:00, αλλά για εμάς ήταν αδύνατον να βρεθούμε εκεί, στο γνώριμο μέρος δίπλα στη θάλασσα πριν τις 19.30. Ωστόσο, προλάβαμε να δούμε την Kid Moxie (κατά κόσμον Ελενα Χαρμπίλα) να ζεσταίνει το κοινό με τα Lacuna, το The Bailor και μία πολύ ‘The Knife’ διασκεύη στο Big in Japan, μια εμφάνιση που της χάρισε το ζεστό χειροκρότημα του κοινού. Η Kid Moxie είναι η μεγάλη μας electro-pop εκπρόσωπος στο εξωτερικό και ναι, όλα όσα γράφονται για εκείνη τα τελευταία χρόνια, μόνο υπερβολές δεν είναι.

Επόμενος εμφανιζόταν ο Rag’n’Bone Man αλλά το μεγάλο διάλειμμα, ανάμεσα στα δύο acts μας έδωσε τον χρόνο να γυρίσουμε τον χώρο, να θυμηθούμε ‘νοσταλγικά’ τις τελευταίες φορές που βρεθήκαμε εκεί, συνδυασμένες όλες με θάλασσα, indie φατσούλες (συγγνώμη) και μεγάλες μπάντες. Α και να αναφωνίσουμε παππουδίστικα ‘ήρθε το καλοκαίρι, ε’, τουλάχιστον για όσους ‘καλοκαίρι’ σημαίνει και ‘συναυλίες’.

Τον Rag ‘n’ Bone Man μάλλον τον αδικεί γενικά ο ανοικτός συναυλιακός χώρος, χρειάζεται μικρότερα μέρη αυτή η υπέροχη φωνή για να κερδίσει την απαραίτητη προσοχή που της αξίζει. Τον αδικεί όμως και το υπόλοιπο αδύναμο setlist του μπροστά στα mega-hits Human και Skin, αλλά δεν πειράζει, μικρός είναι, θα βγάλει κι άλλα. Η Orlando Magic φανέλα που φορούσε με το θρυλικό 32 του Shack Attack έκλεινε το μάτι στους 30 και κάτι, της μεγάλης πλειοψηφίας δηλαδή του κοινού, και ο ίδιος φάνηκε να απολαμβάνει που τραγουδούσε σούρουπο κάτω απ’ τον αττικό ουρανό. Χαμογελαστός, ευδιάθετος, κινητικός, προσπάθησε να ανεβάσει το κοινό με τις χαμηλές του και τα παιχνιδίσματα που έκανε με τη φωνή του, αποδεικνύοντας ότι είναι ένας απ’ τους πιο προικισμένους νέους Άγγλους τραγουδιστές. Η πρώτη του εμφάνιση στη χώρα μας μόνο θετικές εντυπώσεις θα πρέπει να άφησε, δεδομένου -είπαμε και πάλι- του playlist του και της soul διάθεσης που μάλλον έλειπε από ένα κοινό που περίμενε τον britpop θεό να βγει.

Και ξαφνικά… Ο ΜΥΘΟΣ.

Με το που πάτησε το πόδι του στη σκηνή ο Ashcroft ήταν σαν να φώναξε “come on lads, ήρθα, σταματήστε ό,τι κάνετε, ό, τι πίνετε, και δώστε προσοχή, γιατί θα τα πω μόνο μία φορά” και μας έπιασε απ’ το λαιμό με το Sonnet, για να βγάλουμε τον ίδιο λυγμό μ’ αυτόν. Επιβλητικός, αγέραστος, ανήκει στη γενιά των rockstars που βγαίνουν με μαύρα γυαλιά στη σκηνή και δείχνουν cool, των rockstars των 90s που δεν καταλαβαίνουν γιατί σήμερα όλοι ακούν αυτήν την girly pop, που μελαγχολούν επειδή ξέρουν ότι σήμερα το Drugs Don’t Work δεν θα έφτανε με τίποτα στο νο1 των αγγλικών τσαρτς.

Ο πρώην frontman των Verve έχει ακόμα αυτήν τη μοναδική φωνή, αυτό το γρέζι που το είδαμε να μεταλλάσσεται σε κανονική βραχνάδα όσο περνούσε η ώρα. Ο Ashcroft έχει ακόμα αυτήν την ενέργεια, που άλλοτε τον κάνει να χορεύει ασταμάτητα σαν τον Ian Brown και άλλοτε να προκαλεί σε τσαμπούκαδες με τα χέρια του αόρατους εχθρούς σαν κλασικός Άγγλος χούλιγκαν.

Μετά από μια περατζάδα από τα δικά του μεγάλα τραγούδια, όπως το Song for the Lovers και το Break the night with Colour και μια στάση στο Space and Time των Verve, ήρθε η ώρα να μας ανατριχιάσει με το Lucky Man. Δεν ξέρω πώς μπορώ να περιγράψω τη στιγμή, το λέω και πάλι, ήμουν στον δικό μου κόσμο εκείνο το βράδυ. Θέλω να πιστεύω πάντως ότι όλοι τραγουδούσαν μαζί του ή έστω τον κοιτούσαν με ευλάβεια να παραδίδει μαθήματα ιστορίας, μελωδίας και fookin’ brit rock.

Συγκλονιστική στιγμή του live ήταν όπως αναμενόταν και το Drugs Don’t Work, το οποίο και αφιέρωσε σε όλους τους ανθρώπους που είναι άρρωστοι, θυμίζοντάς μου πόσο αφελής ήμουν στα 15 μου, όταν νόμιζα ότι μιλάει για ta ναρκωτικά και όχι για αγαπημένα πρόσωπα που σβήνουν σε θαλάμους νοσοκομείων.

Το πάρτι τελείωσε με μία ξέφρενη εκτέλεση του Bittersweet Symphony και όταν άνοιξαν τα φώτα, όλοι έδειχναν σαν να είχαν γυρίσει από ένα ταξίδι, όχι νοσταλγίας, όχι απ’ τα 90s, αλλά εσωτερικό. Δεν ήταν καθόλου ρετρό το live, δεν ένιωσες ότι πήγες να θυμηθείς, ένιωθες σαν να συνέβαινε τώρα η επιτυχία του Urban Hymns, σαν να ήταν ο καλύτερο δίσκος του ’18, που απλώς υπάρχει πολύς κόσμος που δεν τον έχει ανακαλύψει ακόμα.

Ο διπλανός μου έιπε ότι παραλίγο να κλάψει. Γιατί παραλίγο; Αστα να κυλήσουν, είναι για καλό. Ο Ashcroft ήταν εκπληκτικός.

Στο επανειδείν Richard boy και σε ευχαριστούμε για όλα. Γενικά.

|Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του PopCode.