Ο Robbie Williams, απλά, δεν θέλει να πεθάνει
Μία ημέρα πριν εμφανιστεί στη Μαλακάσα και το Rockwave Festival, ο Θέμης Καίσαρης γράφει ένα κείμενο ψυχής για τον δικό του Robbie.
- 19 ΙΟΥΝ 2015
“Με έχετε δει να μεγαλώνω μέχρι τώρα. Θέλω να γεράσω μαζί σας. Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, μη μ’αφήσετε”.
Μ’αυτά τα λόγια προλόγισε ο Ρόμπι το Angels σε μία απ’τις τρεις θρυλικές συναυλίες που έδωσε στο Knebworth τον Αύγουστο του 2003. Τρεις μέρες, 125.000 θεατές κάθε μέρα, ένα dvd που όποιος το δει είναι αδύνατον να μη θέλει να παρακολουθήσει την καριέρα του και να τον δει έστω και μια φορά live.
“Please, please, don’t leave me”
Ο Ρόμπι είχε ήδη 13 χρόνια στη δισκογραφία όταν το είπε, απ’το 1990 ως “ο χοντρός” των Take That και απ’το 1996 ως σόλο καλλιτέχνης. Πέρασαν 12 χρόνια από εκείνες τις συναυλίες, το Knebworth είναι αυτή τη στιγμή ακριβώς στη μέση της καριέρας του. Ξεκίνησε στα 16, το Knebworth έγινε όταν ήταν 29, πλέον είναι 41. Δεν ήταν ποτέ πριν στο ύψος που βρέθηκε τότε, δεν το έφτασε ποτέ έκτοτε.
“Please, please, don’t leave me”.
Ναι, όλοι οι performing καλλιτέχνες είναι ανασφαλείς. Είναι οι μοναδικοί που έχουν την αυτοπεποίθηση να βγουν ζωντανά μπροστά σε χιλιάδες, σε εκατομμύρια, και ταυτόχρονα τρέμουν την απόρριψη, την ιδέα πως δεν αρέσουν, πως δεν θα αρέσουν στο μέλλον, πως η επιτυχία μια μέρα θα είναι μικρότερη, πως θα ξεχαστούν. Ακριβώς όπως το έγραψε ο ίδιος στο Come undone: So need your love, so fuck you all.
Ναι, ισχύει για όλους. Όμως, μπορεί να μην ξέρω τα πάντα για τις καριέρες όλων, αλλά προσωπικά δεν ξέρω κανέναν που να έκανε καριέρα ακριβώς αυτήν την ίδια την ανασφάλεια. Αυτό ήταν πάντα το κίνητρό του. Η ανάγκη να είναι αρεστός, η θλίψη που τον κατέβαλε όταν στους Take That δεν του έδιναν σημασία, η ικανοποίηση που ένιωσε όταν τα κατάφερε μόνος του, ο τρόμος πως μια μέρα όλο αυτό θα τελειώσει, τα νεύρα που τον έπιαναν όταν τον ενοχλούσε αυτός ο φόβος και τον έκαναν να είναι αλαζόνας και σίγουρος. Και μετά πάλι φοβισμένος.
“Σας παρακαλώ, μη μ’αφήσετε”.
Θα μπορούσε να είναι στίχος σε τραγούδι του. Ούτως ή άλλως, στον ίδιο του τον εαυτό στηρίχθηκε όλη η προσωπική του δισκογραφία. Ο Ρόμπι έγραφε όσα σκεφτόταν και όσα του συνέβαιναν, οι άλλοι έβαζαν τη μουσική, κι αυτός δεν χρειαζόταν να τα τραγουδήσει “σαν να τα νοιώθει”, γιατί ήταν ήδη δικά του. Αν απορείτε γιατί τον γουστάρουν όσοι τον γουστάρουν, αυτός είναι ο πρώτος λόγος. Ο καλλιτέχνες ερμηνεύουν, ερμηνεία σημαίνει εξήγηση και οι εξηγήσεις πρέπει πρώτα απ’όλα να είναι πιστευτές. Τόσο απλά.
Όταν ακούς πως “ο Ρόμπι Γουίλιαμς είναι καταπληκτικός ερμηνευτής” σου έρχεται στο μυαλό όλη αυτή η πληθωρική σκηνική παρουσία, αλλά αυτό ακολουθεί. Κανείς δεν πίστεψε κάποιον στο live, αν δεν τον είχε πρώτα πιστέψει στο studio.
Και ταυτίστηκαν, τον πίστεψαν. Φαινόταν άλλωστε. “There’s a hole in my soul, you can see it in my face, it’s a real big place”. Όλοι του έλεγαν πάντα να γίνει ηθοποιός, ακριβώς για την εκφραστικότητα του προσώπου του, που μπορούσε να “γράψει” 3-4 διαφορετικά πράγματα μέσα σε ισάριθμα δευτερόλεπτα, ακόμα και σε μόλις ένα κλικ της φωτογραφικής μηχανής. Μόνο που αυτό ήταν απλώς η καταγραφή του όλα μαζί, όπως τόσο καλά την έγραψε στο επικό Come undone.
Αυτό έκανε απ’την αρχή. Τραγούδια για το μίσος απέναντι στους υπόλοιπους των Take That και του μάνατζερ του, για την αδυναμία του να αγαπήσει ή να ερωτευτεί, το φόβο της απόρριψης, το άγχος με τα κιλά και την εμφάνιση, τα ναρκωτικά, την υποτιθέμενη αμφισεξουαλικότητα, του πόσο γαμάτος είμαι και τα βάζω με όλους σας, ξανά-μανά για το “δεν θα ερωτευτώ ποτέ” και “είμαι λίγος”, την ψύχωση με τον Έλβις, αυτά που χάθηκαν στο Δρόμο για το Mandalay και το Me and my monkey που ήρθε αργότερα να εξηγήσει το τι έγινε εκεί, το μίσος για το επάγγελμα του ηθοποιού, ξανά τα ναρκωτικά, ξανά το δεν θα ερωτευτώ ποτέ, μέχρι που ήρθε το ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα και γράφω τραγούδια για την κόρη μου ή για το γεγονός πως δεν πρέπει να μας νικούν οι ανασφάλειές μας.
You think that I’m strong, you’re wrong, I’m loving angels instead, give no head, no backstage passes, press be asking do I care for sodomy, I didn’t lose my mind it was mind to give away, I felt so vacant, you treated me like a child, I’m not scare of dying, I just don’t want to, I’m scum, but I’m your son, so self-aware, so full of shit, me and my monkey don’t want to shoot no Mexican, I don’t wanna die, but I ain’t keen on living either, trying to find a love supreme, if I stopped lying I would just disappoint you, before I’ve fall in love, I’m preparing to leave her, God save me rejection from my reflection, come and hold my hand, I wanna contact the living.
Ενδιάμεσα φρόντισε να αφήσει άπαντες άφωνους όταν “ο πρώην χοντρός των Take That, νυν ποπ τραγουδιστής που χορεύει, παίρνει ναρκωτικά και κάνει καραγκιοζιλίκια πάνω στη σκηνή” έβγαλε δίσκο που τραγουδούσε Sinatra, Dean Martin και Sammy Davis Jr. και έλαμψε ίσως όσο ποτέ όταν τα παρουσίασε όλα αυτά, for one night and one night only, στο Royal Alber Hall. Ένα βράδυ είχε τη συναυλία στην ελληνική τηλεόραση και ο φάδερ με πήρε τηλέφωνο την επόμενη μέρα: “Είχε χθες αυτόν που σ’έχω ακούσει να λες, αυτός είναι φοβερός ρε, τέτοια τραγούδια λέει;”
Αυτό είναι το αντικείμενο της δισκογραφίας του, αυτός και της σκηνικής παρουσίας. Ο εαυτός του. Κι όπως οι στίχοι τα έχουν όλα μαζί, το ίδιο έχει και πάνω στη σκηνή. Αλαζόνας, γλυκός, καραγκιόζης, νάρκισος, ανασφαλής, μάγκας, αγενής, ταλαντούχος, κλόουν, αστείος και ταυτόχρονα ικανός να πλαντάξει στο κλάμα ανά πάσα στιγμή. Ίσως και μερικά δευτερόλεπτα μετά από ένα δυνατό γέλιο. Όπως συμβαίνει απ’το 06.40 και μετά και αξίζει να δείτε μέχρι τέλους.
Μια διαρκής εναλλαγή του “πόσο τυχεροί είστε που με βλέπετε τώρα, είμαι ο καλύτερος” και “μαλάκα, πόσο τυχερός που βρίσκομαι εδώ, δεν το αξίζω όλο αυτό”. Μαζί, στην ίδια περιοδεία, στο ίδιο βράδυ, ακόμα και στο ίδιο τραγούδι. Πιστέψτε με, γιατί έχω δει άπειρες φορές το dvd του Kneboworth, έχω δει δεκάδες άλλες συναυλίες του ή αποσπάσματα απ’αυτές και τον έχω δει και δύο φορές ζωντανά στο tour του 2006.
Την πρώτη φορά ήμασταν στην κερκίδα, μακριά, και είδαμε πως μπορεί να σε κάνει να νοιώθεις πως τραγουδάει για σένα όσο μακριά κι αν κάθεσαι. Τη δεύτερη ήμασταν μπροστά, 2η σειρά, ακριβώς στο κέντρο. Μας κοίταξε, μας χαμογέλασε, είδα ξεκάθαρα πόσο κουρασμένος ένοιωθε όλο το βράδυ και στο τέλος δεν είχε ούτε αλαζονεία, ούτε χαρά. Παρά μόνο μια συγκίνηση για το γεγονός πως 85.000 άνθρωποι τον χειροκροτούσαν σε βραδιά που ένιωθε πως εμείς ήμασταν καλύτεροι απ’αυτόν. Το thank you ήταν σχεδόν ένα sorry.
Γι’αυτό θα πάω να τον δω και το Σάββατο στο Rockwave, παρότι δεν είμαι καθόλου θετικά προκατειλημμένος ως προς την ατμόσφαιρα που μπορεί να δημιουργήσει ελληνικό κοινό. Όχι γιατί τότε, το Σεπτέμβριο του 2006, τον είχα πετύχει σε off night και τώρα θέλω να δω κάτι καλύτερο. Καμία σχέση, η εικόνα του στο τέλος εκείνης της βραδιάς μου έμεινε αξέχαστη.
Θα πάω γιατί τελικά δεν έχει σημασία το πώς θα τραγουδήσει, πώς θα χορέψει και τι αστεία θα κάνει. He’s a born entertainer, όπως έχει πει κι ο ίδιος, γεννημένος κλόουν που διασκεδάζει το κοινό σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Θα πάω για τις 2-3 στιγμές, μπορεί και μόνο μία, που η αλήθεια θα γράψει στο πρόσωπό του, πίσω ή και μπροστά απ’τη μάσκα του “let me entertain you”.
I’m a gigolo, I’m Joseph, I’m a sad lad in song
I’m everybody that I know
And being known for being wrong
And if I’m not mistaken
This is my heart breaking
I’m the man that threw it all away
Destiny is calling, telling me to be boring
And I don’t care anyway,
Gonna be nobody someday
Gonna be nobody someday
(Στίχοι απ’το Nobody someday, που δεν μπήκε σε κανένα δίσκο του)
* Ο Robie Williams εμφανίζεται για πρώτη φορά ζωντανά στην Ελλάδα στο Rockwave Festival, στο μεγαλύτερο αναμφισβήτητα συναυλιακό γεγονός του καλοκαιριού. Το Oneman θα είναι εκεί.