Ο Sam Raimi διαλέγει τις μάχες του στο Doctor Strange and the Multiverse of Madness
- 5 ΜΑΙ 2022
Όσο έβλεπα το νέο Doctor Strange δια χειρός Sam Raimi, την πιο πολυαναμενόμενη για μένα ταινία του Marvel Cinematic Universe εδώ και καιρό, η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη αλλά δεν ήθελα με τίποτα να γίνει άδικη. Το Everything Everywhere All at Once είναι μία ανέλπιστη επιτυχία του indie σινεμά που μπορούσε να ονειρευτεί μεγαλόπρεπα με λιγότερα υλικά, κάνοντας – και απαντώντας – σε υπαρξιακές ερωτήσεις όσο έχωνε μπρούτζινα πρες παπιέ σε κώλους.
Η Marvel έχει αποφασίσει να απευθύνεται σε όλους, κυριολεκτικά σχεδόν στους πάντες, άρα οι πιο περιπετειώδεις της τάσεις θα χρειάζονται πάντα χαλινάρι.
Και έτσι όμως, όταν έχεις τον Big Bad να εξηγεί τα κίνητρά του λέγοντας «με το πολυσύμπαν, υπάρχει λύση σε κάθε πρόβλημα», προσκαλείς μία προσμονή εξερεύνησης για το αντίθετο. Γιατί εάν αυτό που λέει είναι πεποίθηση του MCU και διαγράφει την πορεία που θα ακολουθηθεί από το No Way Home και στο εξής, τότε μέσω της παρουσίασης ενός κόσμου με απεριόριστες δυνατότητες η Marvel φλερτάρει με την επικίνδυνη ιδέα όπου τα πάντα είναι πιθανά και άρα τίποτα σημαντικό. Όταν όλα επιδέχονται διόρθωση, τι έχει βάρος τελικά;
Το Everything Everywhere All at Once αντιμετώπισε αυτή την αδυναμία στο κόνσεπτ του πολυσύμπαντος βάζοντας μπροστά τον χαμηλό τόνων ηρωισμό της ανθρώπινης καλοσύνης, και μία οικογένεια με τόσο δυνατούς δεσμούς που θα κατόρθωνε να μην παρασυρθεί από την πλημμύρα του καταιγισμού πληροφοριών. Αν κρατηθούμε ο ένας από τον άλλο, μας λέει, τότε μπορεί να μην παρασυρθούμε ούτε κι εμείς.
Σε καθένα από τα σύμπαντα, σημασία θα έχουν οι σχέσεις μας. Το Doctor Strange από την άλλη είναι τιμωρητικό για τον χαρακτήρα που αντιμετωπίζει την ευκαιρία του πολυσύμπαντος σαν παυσίπονο, αλλά δεν έχει τη συναισθηματική συνοχή για να μπλέξει αποδοτικά το fan service με την εξυπηρέτηση του αφηγηματικού σκοπού όπως το No Way Home. Έχει όμως τον Sam Raimi!
Την τελευταία φορά που ο Sam Raimi γύρισε υπερηρωική ταινία είχαμε 2007, ο Peter Parker χόρευε μπροστά από ένα κατάστημα ρούχων, και ο σκηνοθέτης υπέκυπτε στα αιτήματα του στούντιο για περισσότερους villains και περισσότερα twists. Μπορεί το Spider-Man 3 να έσκισε εισπρακτικά αλλά απογοήτευσε κοινό και κριτικούς, οδηγώντας τον Raimi να εγκαταλείψει τα σχέδια για το Spider-Man 4 που ήταν ήδη σε προπαρασκευή, γιατί ο προγραμματισμός της Sony ήταν ασφυκτικός και δεν ήθελε να πιεστεί ξανά. Αναρωτιόμουν λοιπόν, πώς θα μπορούσε να κινηθεί ο Raimi, μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές του σινεμά είδους, στους εταιρικούς περιορισμούς ενός ομοιογενοποιημένου προϊόντος;
Από τότε που αναδείχθηκε ως μία από τις ηγετικές φιγούρες του DIY τρόμου με το The Evil Dead το 1981, o Raimi έγινε συνώνυμος με το στιλιζάρισμα και την ένταση του μακάβριου.
Ο αντίκτυπός του ήταν τόσο άμεσος και η επιρροή του τόσο σημαντική που έγινε – και παραμένει – σημείο αναφοράς για τον μεταμοντέρνο τρόμο. Προσθέτοντας εσωτερικά και πειραματικά στοιχεία στις δοκιμασμένες ως τότε πτυχές του τρόμου με την τριλογία του Evil Dead και την απόπειρά του στο έπος με το Darkman, ανάμειξε το δράμα με το slapstick και τη σάτιρα με το θέαμα, και απέδειξε πως μία ταινία τρόμου μπορούσε να είναι ό,τι γουστάρει να είναι.
Σε αντίθεση με άλλους κινηματογραφιστές που προτιμούν να καθορίζουν πρώτα τη δράση και να τοποθετούν κατόπιν το καρέ τους στην κατάλληλη θέση για να την αποτυπώσουν, ο Raimi κάνει τις συνθέσεις του μέρος της διαδικασίας.
Η κάμερά του στο Doctor Strange είναι ξανά ένας χαρακτήρας μόνη της, με πλάνα που αιωρούνται και παραπατάνε μαζί με τους ήρωες, με άναρχα ζουμαρίσματα στα πρόσωπά τους, κολλώντας ανά πάσα στιγμή πάνω σε οτιδήποτε εξυπηρετεί, αρκεί να κινείται σβέλτα. Ειδικά για μία ταινία όπως το Doctor Strange που έχει σίγουρα παραπάνω μάχες απ’ όσες χρειάζεται, η ιδιοσυγκρασία αυτή είναι χρήσιμη γιατί ακόμα κι όταν κουράζεσαι δε βαριέσαι.
Η ένθερμη πίστη του στους ήρωες και στην παλιομοδίτικη αξία τους να κάνουν το σωστό απλά επειδή είναι το σωστό είναι και αυτή εδώ. Οι ήρωες ξέρουν τι θυσία πρέπει να κάνουν. Οι κακοί αρνούνται να κάνουν οποιαδήποτε τέτοια.
Το δαιμονικό καρναβάλι του Doctor Strange
Έπειτα, στο καλύτερο δεύτερο μέρος και οπωσδήποτε στο τρίτο, πετάει ό,τι βρίσκει πάνω στους ήρωές του – δαίμονες, νεκρομαντεία, ψευδαισθήσεις σε φλυτζάνια τσαγιού, ένα καρναβάλι ψυχών με (εντάξει, ομολογουμένως ήπια) jump-scares, μία δική του εκδοχή για δωμάτιο από καθρέπτες, τέρατα φτιαγμένα σα να έχουν βγει από το Power Rangers, σκάλες που οδηγούν στο άπειρο, κρυφά εργαστήρια με ξυπόλητους καταδιώκοντες και ματωμένους καταδιωκόμενους, και – το καλύτερο απ’ όλα – ένα άμεσα εντυπωμένο στιγμιότυπο μάχης που διεξάγεται με χαρακτήρες να ρίχνουν τις μουσικές νότες του Danny Elfman ο ένας στον άλλον.
Μαζί με τον Michael Waldron στο σενάριο βοηθά επίσης τον Benedict Cumberbatch να βρει έναν Doctor Strange που απομακρύνεται από το characterization ενός λιγότερο σαρκαστικού Tony Stark. Εδώ είναι μπερδεμένος, κοφτός αλλά περιποιητικός, σκεπτικός με μία μελαγχολία που ο Raimi είχε άλλοτε προσδώσει στον Peter Parker, αναγκασμένος να αγωνίζεται για να μείνει ένα βήμα μπροστά από τους εχθρούς του.
Η αποστολή του είναι να προστατεύσει ένα ζωντανό MacGuffin, τη νεόφερτη America Chavez που έχει την προς το παρόν ανεξέλεγκτη υπερδύναμη να πηδοβολάει από σύμπαν σε σύμπαν, και γι’ αυτό θα αναζητήσει τη βοήθεια της Wanda Maximoff που έχει πια απαρνηθεί τα υπερηρωιλίκια για να περιποιηθεί τον κήπο της.
Προσπαθώντας να αποφύγουν τον κίνδυνο, ο Doctor Strange και η America θα βρεθούν σε ένα διαφορετικό σύμπαν, αφού πρώτα όμως περάσουν γρήγορα-γρήγορα από ορισμένα άλλα. Τόσο γρήγορα που η μεταφορά τους μοιάζει με ματιές σε όσα θα μπορούσαμε να έχουμε – ένας από τους κόσμους είναι φτιαγμένος μονάχα από χρώματα, ένας άλλος είναι αθόρυβος και ρομποτικός, ένας τρίτος είναι animation.
Δυστυχώς δεν περίσσεψε φαντασία για τον κόσμο στον οποίο καταλήγουν. Οι μόνες αλλαγές εκεί σε σχέση με το δικό μας σύμπαν είναι τα λίγα παραπάνω λουλούδια στο Μανχάταν και το γεγονός ότι περνάς τον δρόμο με κόκκινο αντί με πράσινο.
Α, και εκεί αναγνωρίζεται ότι η Christine Palmer της Rachel McAdams υπάρχει. Η ηθοποιός δε δικαιώνεται ακριβώς στην ταινία, αλλά σίγουρα έχει αρκετά περισσότερα να κάνει και – νομίζω όχι τυχαία – έχει κόκκινα μαλλιά.
Είναι η Mary Jane του Strange, και το γεγονός ότι με βάση το πρώτο Doctor Strange ο Raimi και ο Waldron σχεδόν πετυχαίνουν να φτιάξουν ένα υπερβατικό ειδύλλιο (σχεδόν!), είναι πραγματικά ένα θαύμα.
Στην άλλη πλευρά, η Elizabeth Olsen καταπίνει τα πάντα γύρω της ως Wanda, αλλά οι δυσκολίες στην παραγωγή του Doctor Strange (η ταινία θα έβγαινε πριν το WandaVision και τελικά το show προέκυψε όσο το σενάριό της ακόμα γραφόταν) είναι εμφανείς. Λείπει μία ολόκληρη ταινία για τον χαρακτήρα της (ή μία δεύτερη σεζόν WandaVision;).
Και ενώ η Marvel σταματάει επισήμως να υποκρίνεται ότι μπορείς να παρακολουθήσεις τις ταινίες της χωρίς τις σειρές της, ταυτόχρονα δεν αντιστέκεται στο μπόλικο exposition. Οι άνθρωποι στο Doctor Strange εξηγούν τα πάντα, συνέχεια, και όταν δεν εξηγούν, τρέχουν.
Στο παράλληλο σύμπαν όπου το Doctor Strange and the Multiverse of Madness δεν είχε καν τον Sam Raimi στο τιμόνι, μπορεί και να μη βλεπόταν. Αυτός όμως διάλεξε τις μάχες που μπορούσε να κερδίσει.