Ο Steven Spielberg βρίσκει ξανά το groove του στο West Side Story
Ο πιο επιτυχημένος εμπορικά σκηνοθέτης στην ιστορία βρίσκει στο West Side Story την πιο δυναμική του ταινία εδώ και χρόνια.
- 10 ΔΕΚ 2021
«Υπάρχει πάντα μία νεράιδα στο αυτί του Steven που του λέει να μετατρέπει πράγματα σε μιούζικαλ», έχει αναφέρει η Bonnie Curtis, παραγωγός του Spielberg στο Saving Private Ryan, το Artificial Intelligence και το Minority Report. «Από τη μέρα που γνώρισα τον Steven λέει ξανά και ξανά, συνέχεια, “θέλω τόσο πολύ να κάνω ένα μιούζικαλ. Θεέ μου, πόσο πολύ θέλω να το κάνω”».
Παρακολουθώντας το δικό του West Side Story, ένα έργο που βάσισε στην παράσταση του 1957 με εμφανείς τις επιρροές από την οσκαρική ταινία του 1961, ο Spielberg δεν αποδεικνύεται απλώς ένας πολύ καλός σκηνοθέτης για μιούζικαλ. Μοιάζει αυτονόητος.
Σκέψου τον χορευτικό, σχεδόν, εξπρεσσιονισμό που πρόσδωσε στις περιπέτειες του Indiana Jones στο Raiders of the Lost Ark. Σκέψου τον τρομακτικό συντονισμό του με τον John Williams στο Jurassic Park. Σκέψου τη θεατρικότητα του The Color Purple. Ποιος απόρησε όταν εκείνη η ταινία ενέπνευσε τελικά μία παράσταση στο Broadway και όχι το αντίστροφο; Δεν υπήρχε πάντοτε μουσικότητα στην κάμερα του Spielberg; Ακόμη και σε ένα στεγνό, τυποποιημένο procedural όπως το The Post, ο φακός του γλιστρούσε και έκανε πιρουέτες. Προφανώς και ο άνθρωπος που έδωσε μπαλετική χάρη σε φολιδωτά ερπετά έπρεπε να κάνει μιούζικαλ, και είναι συναρπαστικό το να βλέπεις τη φιλοδοξία του να υλοποιείται τόσο αβίαστα.
Γιατί το West Side Story προσφερόταν τόσο υπέροχα για τον Steven Spielberg.
Όταν η θρυλική μουσική του Leonard Bernstein και οι στίχοι του Stephen Sondheim (μέχρι πριν λίγες ημέρες εκείνος ήταν ο τελευταίος εν ζωή από τη αρχική δημιουργική ομάδα) χορογραφήθηκαν και σκηνοθετήθηκαν από τον Jerome Robbins για το Broadway, πέρα από το περίπλοκο σάουντρακ λάτιν χροιών που ακόμα και σήμερα βρίσκουν δύσκολο οι χορευτές να ακολουθούν, η παραδοσιακή φόρμα του μιούζικαλ δε θα ήταν ποτέ η ίδια.
Η τραγωδία στο West Side Story
Πέρα από το γεγονός ότι ήταν η πρώτη παράσταση για το εφηβικό angst – και η πρώτη όπου οι τρεις άνδρες πρωταγωνιστές κατέληγαν νεκροί! – οι ηθοποιοί δε χόρευαν στη διάρκειά της για αισθητικούς σκοπούς, αλλά για να εκφραστούν οι χαρακτήρες τους. Το θεατρικό του ‘57 ήταν μπροστά από την εποχή του και δεν είχε άμεση επίδραση (περισσότερο είχε ξαφνιάσει), όμως η ταινία του ‘61 εδραίωσε τα μουσικά νούμερα ως ερμηνεία της ψυχολογίας των χαρακτήρων – άρα όταν αυτή η εγγενώς πιο φιλική στη δραματουργία δομή συναντά έναν χορευτικό φακό όπως αυτόν του Spielberg τα υπόλοιπα παίρνουν τον δρόμο τους.
Στην πρώτη σκηνή της ταινίας η κάμερα του Janusz Kaminski, διευθυντή φωτογραφίας και εδώ και χρόνια σταθερού συνεργάτη του Spielberg, ρίχνει μία σαρωτική εναέρια ματιά σε μία υποβαθμισμένη γειτονιά της Νέας Υόρκης, όπου τα κτίρια έχουν αρχίσει να κατεδαφίζονται για να δώσουν τη θέση τους σε καινούρια. Άμεσα λοιπόν ο πόλεμος των Jets και των Sharks, των δύο συμμοριών σε πόλεμο για τα ίδια εδάφη, μοιάζει άσκοπος.
Οι πρώτοι είναι το white trash που έχει ξεμείνει στη γειτονιά, οι γιοι λευκών μεταναστών που δεν ανέβηκαν ποτέ στην κοινωνική ιεραρχία. Οι δεύτεροι είναι η πρώτη γενιά μεταναστών από το Πουέρτο Ρίκο που, παρότι προερχόμενοι από ένα αυτόνομο κράτος της κοινοπολιτείας των Η.Π.Α., δε θεωρούνται “Αμερικάνοι”. Για ποια εδάφη παλεύουν ακριβώς;
Μία πόλη – ίσως και μία χώρα – τους κάνει έξωση γιατί τους βλέπει σαν παράσιτα. Όπως συμβαίνει με τον έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας που ενέπνευσαν την ιδέα του West Side Story, η ιστορία αγάπης του Tony και της Maria δε συγκινεί επειδή πρόλαβε μέσα σε τρεις μέρες να βαθύνει αλλά επειδή, επιπόλαια και ηλεκτρισμένη όπως ήταν, δε μπόρεσε να ωριμάσει ή να σβήσει όπως θα έπρεπε να της είχε επιτραπεί.
Η ομάδα του ‘61 αλλά και η τωρινή – το σενάριο είναι του Tony Kushner που υπήρξε μία ανάσα από το Όσκαρ με το Lincoln και το Munich του Spielberg, οι χορογραφίες είναι του κορυφαίου Justin Peck – αντιλαμβάνονται αυτό που είχε καταλάβει πρώτος ο Σαίξπηρ. Ότι για να βιώσουμε την πλήρη τραγωδία ενός τέτοιου έρωτα, θα πρέπει να τον βρίσκουμε ελαφρώς παράλογο. Η Rachel Zegler είναι αποκάλυψη στον ρόλο της Maria, ενώ ο Ansel Elgort ως Tony μπορεί να μην πείθει ως πρώην αρχηγός συμμορίας αλλά τουλάχιστον δεν είναι τόσο λουστραρισμένος όσο ήταν ο Richard Beymer στο ορίτζιναλ.
Σε εκείνη την ταινία η Rita Moreno ήταν η μοναδική Πορτορικανή στο καστ και, μαζί με τον George Chakiris, είχαν σηκώσει τα ερμηνευτικά Όσκαρ του West Side Story. Η Ariana DeBose και ο David Alvarez είναι μία Anita και ένας Bernardo γεμάτοι νεύρο εδώ – ειδικά η πρώτη δεν αποκλείεται να έχει τη δική της ευκαιρία στα Όσκαρ – και Mike Faist παίζει έναν μπαρουτοκαπνισμένο Riff που νιώθει ζωντανός μονάχα όταν κινείται. Λογικό να μη σταματάει ποτέ.
Η επιλογή μη χρήσης υποτίτλων
Εκτός από το whitewashing της ταινίας του ‘61 που επανορθώνεται, το μεγαλύτερο αγκάθι στην κληρονομιά της μαζί με τα στερεοτυπική απεικόνιση των Πορτορικανών, ο Spielberg επιλέγει να μη δώσει αγγλικούς υπότιτλους για τα ισπανικά των διαλόγων τιμώντας το 19% που αποτελούν οι Λατινοαμερικάνοι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ίδια η Moreno επιστρέφει (σε ρόλο παραγωγού κιόλας αυτή τη φορά) για να αντικαταστήσει τον Doc, και μία από τις αθόρυβες αλλά ουσιώδεις διαφοροποιήσεις που κάνει ο Kushner είναι να δώσει σε εκείνη το Somewhere. Η μελαγχολική μπαλάντα, ντουέτο μεταξύ του Tony και της Maria στο παρελθόν, ερμηνεύεται από τη Moreno ενώ η κάμερα περιφέρεται στη γειτονιά της κοιτώντας τους υπόλοιπους χαρακτήρες να θρηνούν τις απώλειές τους ή να προετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν τη μοίρα τους. Αυτή η αλλαγή οπτικής γωνίας αλλάζει εντελώς το νόημα του τραγουδιού, μετατρέποντας το «εμείς» του ρεφρέν («υπάρχει μια θέση για εμάς») που αφορούσε τους δύο εραστές σε σημείο αναφοράς για την κοινότητα των μεταναστών στο σύνολό της.
Το πραγματικό αστέρι εδώ βέβαια είναι το staging. Ο Spielberg τρέχει γύρω από τους χορευτές του αντικατοπτρίζοντας την έκσταση στη σωματικότητα της χορογραφίας του Peck. Στο Tonight ο Tony και η Maria τραγουδούν ο ένας στον άλλον μέσα από τα κάγκελα της εξόδου κινδύνου τονίζοντας τα εμπόδια μεταξύ τους. To Cool, το πιο ριζικά ανασχεδιασμένο μουσικό νούμερο, γίνεται ένα παιχνίδι αποστάσεων γύρω από ένα όπλο. Το I Feel Pretty μεταφέρεται σε ένα πολυκατάστημα για γεμάτες τσέπες προσδίδοντας ειρωνική αιχμή στα λόγια της Maria, το πολύκροτο America εκρήγνυται, και η βία στην πρώτη μάχη μεταξύ των Jets με τους Sharks δεν είναι απλά συμβολική. Άνθρωποι ματώνουν, καρφιά μπήγονται, οι σχηματισμοί θυμίζουν φάλαγγα.
Και δε μπορείς να υπερτιμήσεις το πόσο όμορφο είναι το West Side Story. Η πιο βιωμένη πραγματικότητα και ο έντονων αποχρώσεων φορμαλισμός είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος εδώ. Είναι ρεαλιστικότερο τούτο το West Side Story αλλά οι αντανακλάσεις του φακού που το γεμίζουν (lens flare) το κάνουν παράδοξα μαγευτικό, σχεδόν απόκοσμο. Ένα σύγχρονο παραμύθι ή μία ψευδαίσθηση. Όταν το πρόσωπο του Tony κρύβεται ολόκληρο σχεδόν από το φως στο κοντινό πλάνο του ζευγαριού στο One Hand, One Heart, ο ήρωας μοιάζει να έχει φύγει ήδη από τα χέρια της αγαπημένης του.
Ο πιο επιτυχημένος εμπορικά σκηνοθέτης στην ιστορία, πάντοτε άχαστος τεχνικά, βρίσκει στο West Side Story την πιο δυναμική του ταινία εδώ και χρόνια.