Ο τοίχος είχε τη δική του ιστορία
Οι άνθρωποι που αποφάσισαν να φτιάξουν έναν καμβά με όλα εκείνα που δεν θα αλλάζαμε με τίποτα στην Αθήνα μιλούν στο ONEMAN και αποκαλύπτουν το δικό τους 'κόλλημα' με την πόλη που δεν σταματά να δημιουργεί ποτέ.
- 30 ΟΚΤ 2015
Ήταν πριν από περίπου πέντε χρόνια όταν καθισμένη στην κουνιστή καρέκλα που φτιάχνει το πιο δυνατό κοκτέιλ ιλίγγου και αδρεναλίνης που έχω δοκιμάσει στην ακροφοβική ζωή μου, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει πιο κακό μάρκετινγκ από αυτό της ιστορίας μίας ιστορίας. Καθώς προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να εμπιστευθεί την μπαμπού πλευρά της ζωής και να αφεθεί προς τα πίσω, θυμήθηκα ότι η άποψη που είχα μικρή για τις ιστορίες συνοψίζεται στα εξής δύο συμπεράσματα: Ή που θα είναι παραμύθι άρα ψεύτικη, ή που θα είναι μάθημα άρα βαρετή.
Σε κάθε περίπτωση έχει αρχή, μέση και τέλος. Και κάπου εκεί, ο ορισμός ολοκληρώνεται.
Χρόνια και περιπάτους αργότερα, είμαστε σε θέση να καταλάβουμε ότι από το παραπάνω λήμμα, κάτι λείπει. Κάτι σημαντικό.
Το απόγευμα που συνάντησα τον Κωνσταντίνο Παππά και τον Παναγιώτη Κοβάνη με σκοπό να μάθω την ιστορία τους αλλά και εκείνη του Athens Mosaic στο οποίο έχω ήδη συμμετάσχει και αν θες κάνε το και εσύ, δεν είχε ακόμα πέσει ο ήλιος και παρότι τα σύννεφα είχαν κάνει κανονική κατάληψη στον ουρανό (δεν γνωρίζω τα αιτήματά τους) αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε το όχι και τόσο εκτυφλωτικό φως για μία βόλτα στην περιοχή των Αναφιώτικων. Και λίγο πιο πάνω. Και λίγο πιο κάτω.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson
Μικρή παρένθεση: Όταν αποφασίσαμε να βάλουμε και εμείς ένα χεράκι στο πρότζεκτ της Heineken και να βάλουμε στο μεγάλο της μωσαϊκό τη δική μας ψηφίδα με εκείνο που δεν θα αλλάζαμε με τίποτα στην Αθήνα, οι περισσότεροι από εμάς, είπαμε τις βόλτες στην Πλάκα και τα Αναφιώτικα. Μία που το είπαμε και μία που κοροϊδέψαμε ο ένας τον άλλο για τον παπακαλιατικό, γραφικό αν θες εαυτό μας.
Στα πρώτα λεπτά της πρώτης γνωριμίας μοιράσαμε τους ρόλους που αρμόζουν στην περίσταση. Ο Παναγιώτης προσπαθούσε να καλύψει τα κενά αμηχανίας με μία κάποια φλυαρία, ο Κωνσταντίνος ήταν ο πιο προσαρμοστικός της υπόθεσης και εγώ η πιο χαμένη (αναφέρομαι στο δρόμο). Και οι τρεις περπατούσαμε με οδηγό τον Κωνσταντίνο ο οποίος είχε την εξαιρετική ιδέα να κινηθούμε προς την οδό Σχολαρχείου. Η Φραντζέσκα, πίσω μας ακολουθούσε κατά πόδας. Φαντάζομαι σκεφτόταν και ένα “πού πάνε αυτοί οι τρελοί ενώ ήδη έχει αρχίσει να ψιχαλίζει” αλλά δεν είπε τίποτα.
Πριν τα γκράφιτι αριστερά και δεξιά του δρόμου μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον και το θέμα της συζήτησής μας, προτείνω να κάνουμε ένα fast forward και να μεταφερθούμε λίγο στη φάση που λίγη ώρα αργότερα, καθισμένοι σε ένα καφέ τα παιδιά μας συστήνονται.
“Με λένε Κωνσταντίνο Παππά, είμαι 26 χρονών και είμαι απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών συγκεκριμένα του τμήματος Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης και εδώ και ενάμιση χρόνο δουλεύω στην Isobar. Είμαι ο εικονογράφος της ενέργειας της Heineken ‘Τι δεν θα άλλαζα με τίποτα στην Αθήνα’“.
“Είμαι ο Παναγιώτης, είμαι art director στην Isobar και έχω σπουδάσει Τεχνολογία Γραφικών Τεχνών και Design. Στην ενέργεια της Heineken ‘Τι δεν θα άλλαζα με τίποτα στην Αθήνα’ ασχολούμαι με την επίβλεψη αλλά τα πιο τεχνικά κομμάτια. Είναι ένα αρκετά περίπλοκο έργο. Ο Κωνσταντίνος κάνει το illustration και το Design“.
FYI: Pause λίγο εδώ για να μιλήσουμε λίγο για την ενέργεια. Το μωσαϊκό της Heineken είναι μία ομαδική ενέργεια που στόχο έχει να συσπειρώσει τον κόσμο και να του υπενθυμίσει ότι η Αθήνα, με τα στραβά της έχει και ορισμένα καλά που κακώς ξεχνάμε. Για να το πετύχει σκέφτηκε το κόλπο της ψηφίδας. Πώς λειτουργεί αυτό; Πολύ απλά. Αφού εντοπίσεις εκείνο που δεν θα άλλαζες με τίποτα στην Αθήνα, το γράφεις σε μία ψηφίδα. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η Heineken και συγκεκριμένα οι καλλιτέχνες με τους οποίους μιλάμε σήμερα. Και τώρα, play.
Έκανα την πιο αναμενόμενη ερώτηση της στιγμής και εκείνοι, ο ένας μετά τον άλλο, αφού ανέβασαν τη φωτεινότητα στο πρόσωπό τους, μου απάντησαν back to back.
“Δεν θα άλλαζα με τίποτα τη φάση ότι σε πολλά άσχετα σημεία μπορείς να βρεις ένα μουσικό να παίζει. Στρίβεις σε ένα στενό και παίζει κάποιος τζαζ. Στρίβεις σε άλλο και βρίσκεις τύπους να τζαμάρουν ρέγκε” θα έγραφε η ψηφίδα του Παναγιώτη.
Ενώ, του Κωνσταντίνου: “Δεν θα άλλαζα τις στοές. Έχω μία αδυναμία στις στοές και σε όλο αυτό που κρύβουν. Μπαίνεις μέσα και δεν ξέρεις τι θα αντικρίσεις. Εκτυπωτήρια, βιβλιοπωλεία, γκαλερί. Είναι ένας λαβύρινθος με θησαυρούς κρυμμένους“. Παίρνει μία ανάσα, με κοιτά στα μάτια,
Επιστροφή στο Σχολαρχείο τώρα.
Το μάτι μας τράβηξαν τα γκράφιτι. Ήταν τόσο πελώρια που δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε. Δεν θέλαμε για να είμαι ειλικρινής.
“Η street art είναι μία προσωπική-κοινωνική έκφραση που με κάνει να απορώ γιατί είναι παράνομη. Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε μία έκρηξη δημιουργικότητας στους δρόμους της Αθήνας και αυτό είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό“ μου εξηγεί ο Κωνσταντίνος. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω πού αποδίδει το γεγονός της ανόδου της Τέχνης και της δημιουργικότητας στις μέρες μας και μου απαντά: “Ίσως γιατί υπάρχει στο DNA μας;“Γελάμε, και συνεχίζει. “Μπορεί να φταίει βέβαια και το κλίμα. Είναι τόσο μεσογειακό που θες δεν θες, δημιουργείς“.
Ο Παναγιώτης, επέλεξε να πιάσει την πιο κοινωνική εκδοχή του πράγματος.
Συνειδητοποιώ ότι έχει δίκιο και ταυτόχρονα πόσο μεγάλη μπαρούφα ήταν αυτή που είχα πετάξει δευτερόλεπτα πριν λέγοντας ότι ίσως τα τόσα γκράφιτι κουράσουν το μάτι και κατ’επέκταση τον κόσμο. “Με την Τέχνη ποτέ δεν μπουχτίζεις“, έσπευσε να με καθησυχάσει ο Κωνσταντίνος.
Θυμήθηκα τις φορές που έχω καθίσει μπροστά από ένα πίνακα ανήμπορη να καταλάβω ‘τι θέλει να πει ο ποιητής’ και κάπως εκνευρισμένη με το τσιτάτο ότι ‘την Τέχνη, δεν την καταλαβαίνουν όλοι’. Το μοιράστηκα μαζί τους και ο Κωνσταντίνος γελώντας με ρώτησε αν αναφέρομαι στην Μοντέρνα Τέχνη. Έγνεψα καταφατικά. “Η Μοντέρνα Τέχνη και αυτή κρύβει κάτι, αλλά πιο αυθαίρετο. Εμένα προσωπικά με ευχαριστεί να βλέπω έναν πίνακα του Πόλοκ. Είναι αναλόγως τα γούστα όμως. Είναι κάτι αντίστοιχο με την τζαζ μουσική“.
Οφείλω να ομολογήσω ότι με προβλημάτισε. Και εγώ με τη σειρά μου, τους δυο τους. Η επόμενη ερώτηση-απορία μου, είχε να κάνει με το εξωτερικό. Δεν ξέρω γιατί αλλά αν ήθελα να μάθω τις σκέψεις κάποιου για την άποψη του ‘θα μπω σε ένα αεροπλάνο και γκουντμπάι’ τότε αυτός ο κάποιος θέλω να είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει στην Αθήνα. Που εμπνέεται αν μη τι άλλο από αυτήν.
“Μέχρι πριν από δύο χρόνια, ήθελα διακαώς να φύγω. Να πάω έξω, να κάνω τα μεταπτυχιακά μου, να πραγματοποιήσω όλους μου τους στόχους. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο είχα την τύχη να βρω μία δουλειά που με καλύπτει ώστε να μη θέλω να φύγω. Είναι τόσο δημιουργική που με κάνει να νιώθω ότι εξελίσσομαι. Οπότε δεν νιώθω την ανάγκη να φύγω” μου λέει ο Κωνσταντίνος. Ο Παναγιώτης ωστόσο δείχνει πιο προβληματισμένος.
“Θα έφευγα. Γιατί στην Ελλάδα μπορεί μεν να υπάρχουν δουλειές δημιουργικές αλλά δεν υπάρχουν λεφτά. Γενικότερα βέβαια παρατηρείται μία τάση να κόβουν χρήματα από την Τέχνη. Θυμάμαι όταν ήμουν στην Ολλανδία για το μεταπτυχιακό μου ότι το ίδιο συνέβαινε και εκεί. Στην Αθήνα συμβαίνουν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα“. Και κάπως έτσι, η πρώτη σιγουριά του ‘θα έφευγα’, έγινε.
Καθώς περπατούσαμε, είδαμε την πόρτα από το μπασκετάκι ανοικτή. Μπήκαμε μέσα. Δεν έχω δει πιο ζωντανό έργο τέχνης.
Η συζήτηση ήρθε σχεδόν από μόνη της στο κομμάτι της έμπνευσης.
Ο Κωνσταντίνος παραδέχεται την ιδιαίτερη σχέση που έχει με τα τοπία, ωστόσο εκείνη που κινεί τα χέρια του πάνω στο χαρτί δεν είναι άλλη από τη: “Μουσική. Τίποτα άλλο. Παίζω κιθάρα και βιολί. Η μουσική είναι αυτή που πατάει το διακόπτη. Τζαζ, έθνικ, ροκ, όλα τα είδη μουσικής μου αρέσουν. Μία είναι η μουσική, αρκεί να είναι καλή“. Ο Παναγιώτης παθαίνει τη ‘φάση Αναφιώτικα’ που πάθαμε και εμείς όπως σου είπα στο γραφείο και προσπάθησε να δικαιολογηθεί. “Κλισέ τελείως είναι αλλά η έμπνευση σε εμάς έρχεται μέσα από τη μουσική, μέσα από την καθημερινότητα“. Τότε ο Κωνσταντίνος ξαναπαίρνει το λόγο.
Ο δρόμος προς το καφέ δείχνει τώρα να είναι πιο κοντά. Ίσως οι πιο πυκνές σταγόνες βροχής να φέρουν κάποιο μερίδιο ευθύνης γι αυτό. Ίσως και όχι. Θα σε γελάσω.
Όταν καθίσαμε συνειδητοποίησα ότι τα προηγούμενα 20 λεπτά θα έμπαιναν επίσης σε εκείνα που δεν θα άλλαζα με τίποτα στην Αθήνα.
Πριν κλείσω και σου υπενθυμίσω ότι μπορείς (και πρέπει) και εσύ να βάλεις τη δική σου ψηφίδα στο Athens Mosaic της Heineken με αυτό που δεν θα άλλαζες με τίποτα στην Αθήνα, θέλω να μοιραστώ μαζί σου τον παρακάτω διάλογο.
Εγώ: Αλήθεια, σειρές βλέπετε;
Κωνσταντίνος: Αμέ
Παναγιώτης: Καθόλου.
Κωνσταντίνος: Ούτε Game of Thrones;
Παναγιώτης: Είδα ένα επεισόδιο και το βαρέθηκα.
Τι πρόβλημα έχεις; (Εγώ και ο Κωνσταντίνος με ένα στόμα, μία φωνή)
Υ.Γ.: Μετά η συζήτηση πήγε στον Τζων Σνόου. Σπόιλερς.