REVIEWS

Ο Tom Hardy και ο Venom στον τελευταίο (;) χορό τους

Παρά τις προσπάθειες της ταινίας να χωθεί στην αχανή λάσπη του υπερηρωικού κινηματογράφου, η ένωση του Eddie και του Venom είναι πολύ αγνή για να χαθεί.
Τον Οκτώβριο του 2021, είχα ανακυρήξει το Venom: Let There Be Carnage την καλύτερη ρομαντική κομεντί της χρονιάς. Έγραφα τότε, «Αν υποθέσουμε πως η πρώτη πράξη, το Venom του 2018, ήταν για δύο φαινομενικά αταίριαστους συντρόφους, εδώ περνάμε σε μία σχέση που βαλτώνει και λήγει όσο προσπαθούν να προσαρμοστούν στη συγκατοίκηση, μέχρι το ζευγάρι να ανακαλύψει τελικά πως μαζί γίνονται η καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους. Ένα bad romance με τον Eddie Brock να πασχίζει να ελέγξει την αιμοβόρικη φύση του συμβιωτού του, και τον Venom να καταπιέζεται επειδή πρέπει να τη βγάζει με μυαλά κοτόπουλων αντί για ανθρώπινα».

Τα Venom έγιναν καλύτερα κατά λάθος. Η ταινία του 2018 ήταν ουσιαστικά επιπέδου Madame Web και, όπως και εκείνη η ταινία, είχε σωθεί από την αφοσίωση του πρωταγωνιστή της και, σε επόμενο επίπεδο αλλά σε καμία περίπτωση ασύνδετα με το πρώτο, από την απόφασή του να φερθεί στο υλικό ως buddy comedy.

Λειτούργησε τόσο καλά εκείνο το μικρό μέρος της ταινίας, που η δημιουργική ομάδα έσκυψε πάνω του και έκανε ένα σίκουελ ολόκληρο σε αυτό το mood, επενδύοντας στην αναμφισβήτητη χημεία του Tom Hardy με, well, τον εαυτό του.

Ο ηθοποιός είναι ένας από τους σπουδαιότερους weirdos που έχουμε ερμηνευτικά, και ναι, ίσως το να παραμένει δεσμευμένος σε ένα franchise που δεν θα αγγίξει ποτέ κάποιο ύψος να είναι ξόδεμα της ενέργειάς του.

Έχει παραμείνει όμως επίσης και συναρπαστικός καθ’όλη τη διάρκεια αυτού του εγχειρήματος, και τώρα περνάει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της νέας ταινίας σε hangover, με βερμούδα τουρίστα και χαβανέζικο πουκάμισο, σε ένα roadtrip από τοποθεσία σε τοποθεσία που δεν τελειώνει ποτέ, μοιάζοντας πάντα έτοιμος να ξεράσει σε κάποια γωνιά του Μεξικό – είναι ένας υπερήρωας που δεν καταφέρνει ποτέ να δείχνει κουλ, αυτή είναι και η γοητεία του.


Μετά τα γεγονότα του Venom 2, οι Eddie/Venom βρίσκονται σε αυτοεξορία καθώς αναζητούνται για τον θάνατο του ντετέκτιβ Patrick Mulligan (Stephen Graham). Αφότου κάνουν τα κόλπα τους σε μπαρ του Μεξικό (επιστρέφουμε δηλαδή στην post-credits σκηνή με τον Cristo Fernández του Ted Lasso), το δίδυμο της συμφοράς αποφασίζει να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, όπου ο Eddie σχεδιάζει να εκβιάσει έναν δικαστή για να καθαρίσει το όνομά του.

Είναι ένα τέλειο σχέδιο που μόνο το φιάσκο μπορεί να εγγυηθεί – το πιο διασκεδαστικό σενάριο για εμάς – αλλά υπάρχει, δυστυχώς, και το στοιχείο του Marvel Cinematic Universe που καλούνται να ικανοποιήσουν αυτές οι ταινίες.


Άρα καθώς οι δυο τους προσπαθούν να κατευθυνθούν προς τη Νέα Υόρκη, αντ’ αυτού καταλήγουν στην έρημο της Νεβάδα, όπου η επιστήμονας Dr. Teddy Payne (Juno Temple) και ο στρατηγός Rex Strickland (Chiwetel Ejiofor) διευθύνουν το Imperium, ένα υπόγειο πρόγραμμα για τη μελέτη των συμβιωτών δίπλα στην Περιοχή 51 που σύντομα θα κλείσει.

Κάπως έτσι θα μάθει ο Eddie πως τον καταδιώκει ο Knull, άλλος ένας Big Bad στον οποίο δανείζει τη φωνή του ο Andy Serkis (σκηνοθέτης του Let There Be Carnage), με σκοπό να χρησιμοποιήσει το codex που έχει μέσα του ως ξενιστής του Venom για να καταστρέψει τον κόσμο.

Είναι κρίμα αυτή η παράκαμψη. Όχι η κυριολεκτική του Eddie/Venom προς Νεβάδα, αλλά αυτή προς τη μυθολογία της Marvel. Το Let There Be Carnage είχε τη σωστή ιδέα όταν απέφυγε κάποιον μεγαλύτερο από τη ζωή big bad για χάρη του Woody Harrelson σε ρόλο κατά συρροή δολοφόνου.

Το Last Dance της Kelly Marcel – που βρίσκει την επί χρόνια σεναριογράφο της σειράς ταινιών να αναλαμβάνει ικανοποιητικά χρέη σκηνοθέτριας εδώ – ανατρέχει σε υπερηρωικά, τετριμμένα μαξιλαράκια που ο Eddie Brock και ο εξωγήινος κολλητός του είχαν καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να αποφύγουν ως τώρα. Τουλάχιστον κάνει ό,τι μπορεί για να εμβαθύνει τη σχέση μεταξύ τους.


Όλo το παραπάνω πακέτο κάνει την ταινία ένα rollercoaster ride με Looney Tunes δράση μεθυστικών κορυφώσεων, παράλληλα όμως με δυσκίνητες σκηνές γεμάτες exposition που περιορίζουν την πληθωρικότητα και τον αυθορμητισμό της ερμηνείας του Hardy. Όλες οι σκηνές του Knull μοιάζουν ίδιες, σαν αμυδρά φωτισμένο trailer για video game με τον κακό να γρυλίζει απειλές (αν δεν μπορείς να καταλάβεις τι ετοιμάζει, μην ανησυχείς, θα το εξηγήσει ο Venom ή κάποιος άλλος χαρακτήρας ξανά και ξανά). Κάνει αυτό όμως το Venom: The Last Dance μία ταινία που δεν αξίζει το εισιτήριό σου;

Όχι, βέβαια.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της να πετάξει τους χαρακτήρες στην αχανή λάσπη του υπερηρωικού κινηματογράφου, η ένωση του Eddie και του Venom είναι πολύ αγνή για να χαθεί. Θα τελειώσει με ένα εύστοχα οδυνηρό-γελοίο μοντάζ προς τιμήν της μεγαλύτερης ιστορίας αγάπης που ειπώθηκε ποτέ για κάποιον άνθρωπο και τη συμβιωτική γλίτσα του.

Exit mobile version