Screen Archives/Getty Images/Ideal Image
PROFILE

Ο Τζον Καζάλ θα γινόταν ο καλύτερος ηθοποιός στον κόσμο

Μια υπόκλιση στον άνθρωπο που δεν πρόλαβε να ζήσει την αποθέωση για την οποία γεννήθηκε.

Στις 12 Αυγούστου 2024, ο Τζον Καζάλ θα γινόταν 89 χρονών. Θα είχε στην κατοχή του δύο διαδοχικά Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, άλλα δύο διάσπαρτα, ενδεχομένως και ένα Α’ Ανδρικού. Θα είχε σπάσει το ρεκόρ των περισσότερων Όσκαρ από άνδρα, μαζί με το ρεκόρ των περισσότερων υποψηφιοτήτων και ίσως να είχε σπάσει τον πολύ λεπτό ρατσισμό που έχουν οι όχι ιθαγενείς Αμερικάνοι για τους Ιταλοαμερικάνους και τους Ιρλανδοαμερικάνους, μόνο και μόνο επειδή ήταν όψιμοι Αμερικάνοι, επειδή δηλαδή βρέθηκαν στην Αμερική μετά από αυτούς.

Ο Αλ Πατσίνο είχε 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ πριν το Άρωμα Γυναίκας, στον Μάρτιν Σκορτσέζε έκαναν χοντρή πλάκα και του έδωσαν το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας μόνο για τον Πληροφοριοδότη, ένα remake της κινέζικης ταινίες Σατανικές Προσδοκίες, που κατά τη γνώμη μου ήταν καλύτερη από τη δυτική παραλλαγή της και ο Ρόμπερτ ντε Νίρο… νταξ, νίκησε επειδή δεν γινόταν αλλιώς, αλλά θα μπορούσε να έχει πάρει δυο-τρία ακόμα χρυσά αγαλματίδια.

Ο Καζάλ θα είχε κερδίσει την εκτίμηση και το σεβασμό. Ή θα είχε αποσυρθεί, απογοητευμένος από την εξέλιξη του κόσμου, πιθανότατα, όμως, ακόμα παντρεμένος με τη Μέριλ Στριπ, την οποία ουδόλως θα εμπόδιζε, περισσότερο θα ενθάρρυνε, να κάνει την καριέρα που τελικά έγινε και να γίνει το σύμβολο των ηθοποιών που αγωνιούν για την καριέρα τους μετά τα 40.

Το ρεκόρ του Τζον Καζάλ είναι παγκόσμιο και πιθανώς δεν έχει γίνει ξανά. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι όταν ένας σέντερ, τη δεκαετία του ’90, σούταρε ένα τρίποντο σε παιχνίδι που είχε κριθεί και ευστοχούσε αλλά δεν επιχειρούσε άλλο όλη τη χρονιά, θα ήταν φάρσα να τοποθετηθεί στην κορυφή των εύστοχων προσπαθειών. Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση δεν πρόκειται για ένα τρίποντο, αλλά για έξι ταινίες: Πέντε στις οποίες όντως έπαιξε και μία στην οποία εμφανίστηκε 12 χρόνια μετά το θάνατό του. Ο Νονός, η Συνομιλία, ο Νονός 2, η Σκυλίσια Μέρα (Dog Day Afternoon), ο Ελαφοκυνηγός, αλλά και ο Νονός 3, στον οποίο εμφανίζεται όταν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα επιχειρεί μία βουτιά στο παρελθόν, ήταν απαξάπασες υποψήφιες για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Και αυτές είναι οι μόνες ταινίες που έπαιξε ο Καζάλ στην καριέρα του στον κινηματογράφο.

Ο αδύναμος κρίκος της οικογένειας

 

Τώρα, θα μου πεις, αν δεν ήταν ο Καζάλ, οι ταινίες δεν θα ήταν υποψήφιες; Πιθανότατα θα ήταν. Αλλά αυτή η υποθετική ερώτηση είναι αντιπροσωπευτική του ποιού του ανδρός, ο οποίος έφερε μία νέα υποκριτική τάση. Ασφαλώς δεν ήταν Μπράντο ή Ντε Νίρο, όμως ήταν σε έναν ολότελα δικό του κόσμο ηθοποιίας, ο οποίος όχι απλώς γεννήθηκε μαζί του αλλά συνεχίζεται μέσα από ηθοποιούς όπως είναι ο, πλέον αείμνηστος, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και, ασφαλώς, ο Στιβ Μπουσέμι, αυτός ο καλικάντζαρος που μοιάζει σαρξ εκ σαρκός του Καζάλ.

Αν στον πρώτο Νονό ο ρόλος του Φρέντο Κορλεόνε ήταν κάπως διακοσμητικός, ό,τι έφερε στο τραπέζι της οικογένειας έπρεπε να έχεις μάτι ελαφίσιο και κριτική ανθρώπου που γεννήθηκε μέσα στις μπομπίνες για να το δεις. Ακόμα και σε εκείνο τον πρώτο Νονό, η φάτσα του Καζάλ ταιριάζει απόλυτα με ό,τι περίμενε κάποιος από τον αδύναμο κρίκο της οικογένειας στο μυθιστόρημα του Μάριο Πούτσο. Φοβισμένος και ανίκανος να αντιδράσει στις αντιξοότητες, φτιαγμένος από βανίλια ή ώριμες μπανάνες, ο Φρέντο δεν υπήρξε καταιγιστικός. Ίσα ίσα, που έπρεπε να παραμείνει στη σκιά. Αυτή ήταν η διαφορά που έκανε ο Καζάλ, σε σχέση με τους υπόλοιπους ηθοποιούς που ενδεχομένως να έπαιζαν τον Φρέντο Κορλεόνε.

Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα θυμάται τη διαδικασία, ότι οι περισσότεροι νεαροί ηθοποιοί ήθελαν να παίξουν τον Μάικλ ή τον Σόνι Κορλεόνε, μια και ο ρόλος του ντον Βίτο ήταν ήδη πιασμένος από το ιερό τέρας της σύγχρονης υποκριτικής στη μεγάλη οθόνη, 21 χρόνια από εκείνη την ερμηνεία που θεωρείται ότι έβαλε τα θεμέλια, του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο Λεωφορείον ο Πόθος. Ακόμα και ο Αλ Πατσίνο, όπως προσφάτως αποκάλυψε η Νταϊάν Κίτον, πήρε τον ρόλο του Μάικλ ξώφαλτσα, ωστόσο τα περισσότερα ζητήματα για την ταινία είχαν διευθετηθεί και απέμενε ο ρόλος του Φρέντο, τον οποίο ουδείς ήθελε να παίξει, καθώς δεν ήθελε να έχει στο βιογραφικό του μία ερμηνεία ενός καθυστερημένου. Ο ένας παραγωγός της ταινίας, Φρεντ Ρους, πήγε και είδε το θεατρικό έργο Line, μετά από πρόσκληση του φίλου του Ρίτσαρντ Ντρέιφους. Ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι του έριξε το δόλωμα χωρίς να του πει για τον Καζάλ, αλλά ότι θεωρούσε σχεδόν βέβαιο πως όταν ο Ρους παρατηρούσε τον συνάδελφό του στη σκηνή θα έβρισκε, χωρίς αμφιβολία, τον ιδανικό Φρέντο Κορλεόνε. Όπως και έγινε.

Το σπουδαίο νέο στην περίπτωση του Τζον Καζάλ ήταν ότι η δόξα ήταν αμελητέα ποσότητα. Αυτό ασφαλώς και ενέχει το οξύμωρο σχήμα της έκθεσης, αλλά η υποκριτική, όσο και αν βγάζει τη φυσική ματαιοδοξία του ανθρώπου, η οποία τις περισσότερες φορές κρύβεται πίσω από την επιτηδευμένη καλοσύνη, έχει ως στόχο να οδηγήσει στη μέθεξη. Ο Φρέντο Κορλεόνε έπαιζε. Έπαιζαν τα μάτια του, ο ίδιος, η φράντζα των μαλλιών και η στενοχώρια που, επειδή δεν γινόταν να βγαίνει φυσικά από το βλέμμα του, αποτελούσε και συνέχισε να αποτελεί όλη τη δεκαετία του ’70, ένα κειμήλιο υποκριτικής δεινότητας.

Στον αδέξιο Φρέντο Κορλεόνε πέφτει το όπλο στη σκηνή που πυροβολούν τον πατέρα του και μετά τον θρηνεί, χωρίς να του περνάει καν από το μυαλό να καλέσει για βοήθεια. Δεν θρηνεί, όμως, τόσο τη δολοφονία του ντον Βίτο όσο τον ίδιο τον εαυτό του, δίνοντάς μας μία πρώτη ιδέα για τη μακρινή απόσταση που διατηρεί από τον πλήρη απογαλακτισμό του. Ο Φρέντο δεν καλεί σε βοήθεια, διότι είναι ήδη καταρρακωμένος από την επικείμενη τραγωδία. Είναι η στιγμή που ο Μάικλ Κορλεόνε επίκειται να αναλάβει δράση. Αλλά και εκείνη που το φυσικό πρόσωπο, ο ίδιος ο Τζον Καζάλ, γίνεται από καλός ηθοποιός σημαντικός. Σε αντίθεση με το κείμενο με τους θαυμάσιους που δεν έγιναν σπουδαίοι, ο Καζάλ δεν πρόλαβε να φέρει τις απαιτούμενες αποδείξεις για τη σπουδαιότητά του, αφού μόλις 6 χρόνια μετά από εκείνη την ταινία έφυγε από τη ζωή πλήρως και τάχιστα νικημένος από καρκίνο στον πνεύμονα, στις 13 Μαρτίου 1978.

Για πάντα μαζί

Το 2009, το ντοκιμαντέρ ‘I Κnow Ιt Was You: Rediscovering John Cazale’ ξεκινάει με ένα γκάλοπ στο δρόμο: Ξέρετε πώς λέγεται ο ηθοποιός που έπαιζε τον Φρέντο Κορλεόνε; Αρκετά ήταν τα στιγμιότυπα ανθρώπων που δεν είχαν ιδέα για το αληθινό όνομά του και ενώ αυτό θα μπορούσε να είναι προσβλητικό στην πραγματικότητα προσδιορίζει τη σημασία του ρόλου και στο πώς ο ίδιος ο Καζάλ δεν διεκδίκησε κάτι από αυτόν. Μέχρι τη σκηνή της δολοφονίας, λέει ο Ντρέιφους στο ντοκιμαντέρ, δεν έχεις δει καν τα μάτια του. Η τοποθέτηση στο γάμο και στη φωτογραφία εν τω συνόλω είναι μαεστρική και ο Κόπολα δίνει τον Φρέντο στον κόσμο. Ο Καζάλ δεν υπήρχε ως φυσικό πρόσωπο μετά από καμία ταινία του: ήταν ο Σταν στη Συνομιλία και στον Ελαφοκυνηγό και ο Σαλ στη Σκυλίσια Μέρα, στην οποία παραδίδει μία υποδειγματική ερμηνεία.

Το 1975 ο Καζάλ ήταν σε δύο ταινίες υποψήφιες για Το Όσκαρ: ο Νονός 2 νίκησε τη Συνομιλία, όπως προβλεπόταν, αλλά ο μόνος από τον οποίο έχασε ο Κόπολα ήταν ο ίδιος ο Κόπολα. Ο Νονός 2 βγήκε στις αίθουσες στις 12 Δεκεμβρίου 1974, ενώ η Συνομιλία στις 7 Απριλίου. Και ενώ στην περίπτωση της συνύπαρξης με τον Τζιν Χάκμαν ο Καζάλ έκανε τέλεια το δεκανίκι, το γιουσουφάκι του μυαλού στις μαγνητοφωνήσεις, ο Κόπολα δεν μπορούσε να τον αφήσει αμέτοχο στο σίκουελ του Νονού, που δεν είναι μικρός ο αριθμός των ανθρώπων που θεωρούν ότι, αν δεν ήταν το μόνο, ήταν το πρώτο σίκουελ που δεν ήταν χειρότερο από την ‘κανονική’ ταινία. “Είδαν τι έχουν στα χέρια τους”, απάντησε ο Αλ Πατσίνο στην ερώτηση για τον αυξημένο ρόλο του Καζάλ, ο ίδιος που είπε στο ντοκιμαντέρ ότι “πιθανότατα έχω μάθει περισσότερα από την ηθοποιία για τον Τζον από κάθε άλλο. Θα ήθελα να παίζουμε για πάντα μαζί. Ήταν ο παρτενέρ μου στη σκηνή”.

 

 

Ο Πατσίνο και ο Καζάλ γνωρίζονται από τα πρώιμα χρόνια τους, τότε που τα όνειρα ήταν πιο μεγάλα από τις βάτες των κοστουμιών. Γνωρίζονται αφού πληρώνονταν ως αγγελιαφόροι, περιμένοντας την ευκαιρία τους στην ηθοποιία. Ο Καζάλ, δε, δούλεψε και ως φωτογράφος σε εκδηλώσεις αλλά και ως ταξιτζής. Δύο θεατρικοί ηθοποιοί που συναντήθηκαν πρώτα στο θεατρικό ‘Indian wants the Bronx’ το 1971, στο Νονό και ο Σίντνεϊ Λιούμετ τους έκανε δίδυμο στη Σκυλίσια Μέρα.

Ο Πατσίνο ασφαλώς δίνει ένα απαράμιλλο σόου, το οποίο του έδωσε την τρίτη υποψηφιότητα για Όσκαρ σε τέσσερα χρόνια, ωστόσο αυτό το 30% που παίρνει από το δίδυμο ο Καζάλ είναι αρκετό. Όχι για την Ακαδημία, η οποία προκρίνει το ρόλο του Κρις Σάραντον ως Λίον, του πρώτου συζύγου της Σούζαν Αμπιγκέιλ Τόμαλιν, γνωστής παγκοσμίως ως Σούζαν Σάραντον, αλλά για να δείξει τα ψήγματα της ευφυίας του. Ο Σαλ είναι αλλόκοτος, παρακατιανός, σοβαρά προβλήματα που χρήζουν ψυχιατρικής υποστήριξης αιωρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ή όχι. Ο χαρακτήρας του, όμως, είναι από εκείνους που άνοιξαν στους ψυχολόγους την πόρτα στο εμπόριο. Είναι παιδί και ταυτοχρόνως, εξαιρετικά γρήγορα, είναι ο μόνος που μπορεί να σκοτώσει. Ο κεντρικός ήρωας το παραδέχεται από την αρχή, διότι δεν έχει νόημα να το προστατεύει, ενώ αυτή η παραδοχή οδηγεί στο φινάλε.

Ο Σαλ μιλάει για δύναμη χαρακτήρα και για πίστη στον Θεό και ταυτοχρόνως είναι διατεθειμένος να αμολήσει το όπλο του ανά πάσα στιγμή, ή αυτό νιώθεις. Καμία συναισθηματική σύνδεση πέρα από εκείνη με τον Σόνι, ο οποίος είναι κάτι σαν πατρική φιγούρα. Το πρόσωπο που τρέμει, η προσβολή για τη σεξουαλικότητα της προσωπικότητάς του, ο τρόπος που, χωρίς να έχει γίνει άλλη επαφή, γίνεται εχθρικός από το FBI, το αστείο με το Γουαϊόμινγκ, για το οποίο ο Σίντνεϊ Λιούμετ είπε ότι ήταν ένας αυτοσχεδιασμός, μεταμόρφωσαν το ρόλο. Ακόμα και η τελευταία κίνησή του, το σήκωμα του όπλου και ταυτοχρόνως μία συγκρατημένη λαχτάρα στο πρόσωπο, αποζητά την υποκριτική αριστεία.

Ο Πατσίνο αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο Καζάλ του έκανε άσχετες ερωτήσεις, προκειμένου ο ίδιος να βρει το πνεύμα του ρόλου του. Και με τη βοήθεια αυτού, μόλις ένα χρόνο μετά από το Νονό, ο θρυλικός Ιταλοαμερικανός κατάφερε και ξεσκόνισε οποιοδήποτε χνούδι από τον Μάικλ Κορλεόνε, μπαίνοντας στην τροχιά της θεατρικότητας που επιτράπηκε μέσα από τις ταινίες του, το κέλευσμα των γνώσεων της νεότητάς του από την εποχή του Λι Στράσμπεργκ.

Μία πράξη αγάπης

Μετά από 4 ταινίες σε ισάριθμα χρόνια, ο κινηματογράφος έχει ανοίξει την πόρτα στον Καζάλ. Δεν έχει πάρει υποψηφιότητα, αλλά διαθέτει ένα σημαντικό προσόν, το οποίο απογειώνει τις ταινίες που παίζει. Νοιάζεται πολύ περισσότερο από κάθε άλλον στο καστ, περιλαμβανομένων και των σκηνοθετών. Ο Ελαφοκυνηγός του Μάικλ Τσιμίνο έρχεται, όμως δυστυχώς αυτό το έργο δεν πρόκειται να αποτελεί τη συνέχεια μίας εξαιρετικής κινηματογραφικής καριέρας. Αντιθέτως, είναι το κύκνειο άσμα για τον Καζάλ, ο οποίος, το 1977, διαγιγνώσκεται με καρκίνο του πνεύμονα.

Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι ο γεννημένους στο Ριβίρ της Μασαχουσέτης ηθοποιός, δεν είχε μόνο αδυναμία, όπως είναι το λογικό, αλλά, είχε επιτυχία με τις όμορφες γυναίκες, αν και η εμφάνισή του δεν προϊδέαζε για κάτι τέτοιο. Το 1976 ο Πατσίνο τον άκουσε να μιλάει για μία όμορφη γυναίκα, η οποία “είναι η κορυφαία ηθοποιός στην ιστορία του κόσμου”, όπως του είπε ενθουσιασμένος. “Ήταν ερωτευμένος, γι’ αυτό δεν έδωσα βάση”, θυμήθηκε ο τελευταίος, “αλλά ήταν η Μέριλ Στριπ, οπότε είχε δίκιο”. Η Στριπ ερωτεύτηκε την τέχνη, τα μεγάλα μαύρα μάτια του “που έβγαζαν μία βαθιά στενοχώρια”, όπως είπε ο Σίντνεϊ Λιούμετ, μία κατάσταση, βεβαίως, που πρέπει να αποδοθεί στο ταλέντο του ηθοποιού, διότι υπάρχει το υποβοήθημα της εντολής του εγκεφάλου για να βγάλει το βλέμμα ό,τι είναι επιθυμητό, και ο Καζάλ ερωτεύτηκε την τέχνη, δηλαδή την Αμερικανίδα ηθοποιό από άκρου εις άκρον.

Το ‘Measure for Measure’, το θεατρικό του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, τους έφερε εξαρχής κοντά, το 1976. Ήταν έρωτας και η Στριπ έφτασε ως το τέλος. Τον Μάιο του 1977 ο σκηνοθέτης Τζο Παπ τον έστειλε στο γιατρό του. Η Στριπ καθόταν δίπλα του. Ο γιατρός έκανε τη μοιραία ανακοίνωση: “Καρκίνος του πνεύμονα, που έχει εξαπλωθεί”. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα μέσα σε νεκρική σιωπή. Οπότε η Στριπ σηκώθηκε: “Λοιπόν, πού θα πάμε για δείπνο;”

Στον Ελαφοκυνηγό, προοριζόταν να παίξουν και οι δύο μαζί. Όμως ο Καζάλ ήταν σε άσχημη κατάσταση και δεν είχε χρήματα ακόμα και να πληρώσει τα νοσήλια, τα οποία θα τον καθιστούσαν ανεκτό μέχρι να τελειώσει το έργο. Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο ήταν εκείνος που πλήρωσε από την τσέπη του. Όλες οι σκηνές στις οποίες συμμετείχε ο Καζάλ γυρίστηκαν πρώτες. Στην ταινία, ο λόγος γίνεται για έναν τύπο που δεν έχει τα συμπλέγματα του Σαλ ή την τάση για υποδούλωση του Σταν, αν και έχει το ίδιο όνομα, αλλά που διαθέτει παράλογη αυτοπεποίθηση και για κάποιον ανεξερεύνητο λόγο φαίνεται ότι θεωρεί πως όλοι του χρωστάνε. Έχει πλάκα, βεβαίως, αν δεις την ταινία γνωρίζοντας την ιστορία, να αντιλαμβάνεσαι ότι η Μέριλ Στριπ, που βρίσκεται ανάμεσα στους Κρίστοφερ Γουόκεν και Ρόμπερτ ντε Νίρο, ήταν η σύντροφος του Καζάλ, εκείνη που θα του έκλεινε τα μάτια πριν καν τελειώσουν τα γυρίσματα της ταινίας.

Το στούντιο παραγωγής, ΕΜΙ, δεν έκανε τον κόπο να του αφιερώσει την ταινία, όπως ας πούμε συνέβη με τον Ταχυδρόμο του Μάικλ Ράντφορντ, το ιταλικό έργο το οποίο αφιερώθηκε στον Μάσιμο Τροΐζι. Όμως αυτό είναι η διαφορά κλάσης. Η Στριπ ήταν δίπλα στον Καζάλ και του έκλεισε τα μάτια στο κρεβάτι του νοσοκομείου, “μία πράξη αγάπης που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί”, όπως  ομολόγησε ο Πατσίνο.

Ο Τζον Καζάλ πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1978, 42 χρόνων.

Η κληρονομιά

Αυτό ήταν: πέντε ταινίες- συν μία, χρόνια μετά- που άφησαν το στίγμα τους στο σινεμά. Προέρχομαι από μία ‘εβδομάδα Τζον Καζάλ’, κατά την οποία παρακολούθησα όλα αυτά τα απίθανα έργα με το βλέμμα στραμμένο στον κομπάρσο περισσότερο και μαζί το ντοκιμαντέρ, για το οποίο έγινε συζήτηση φέτος, μια και συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε ο πρώτος Νονός. Η κληρονομιά του, όμως, είναι μεγαλύτερη από αυτό που φαίνεται.

Οι μηδέν υποψηφιότητες δεν είναι πρόβλημά του. Είναι πρόβλημα της σκοτεινής Αμερικής, που σχηματίστηκε στα μάτια του, να αποδεχθεί την παρακμή της τη δεκαετία του ’70. Ο Καζάλ είναι ο μάταιος πόλεμος στο Βιετνάμ, η ανεργία, αν όχι και οι διαδηλώσεις. Είναι ένας μεσήλικος, όπως και η χώρα του, που παραβαίνει νόμους, όπως έκανε στο Νονό 2 με τον Μο Γκριν και προδίδει ακόμα και τον εαυτό της. Η χώρα που per mare per terram ψάχνει για ήρωες που να ακτινοβολούν, αλλά δεν μπορεί να τους μοιάσει. Με πνεύμα νικημένο από τον Ψυχρό Πόλεμο, με προέδρους αμφιλεγόμενους, με την οικογένεια Κένεντι ξεκληρισμένη, με όλο και περισσότερους μαύρους να ασπάζονται το Ισλάμ, οι ΗΠΑ είναι μελαγχολικές και στενάχωρες, αποκαμωμένες από τη μάχη στην ιλύ. Το πνεύμα αυτό αποθέωσε ο Τζον Καζάλ, στο όριο του καθυστερημένου, με ποιότητα ανήκεστη.

Ήταν μία από τις καλύτερες φόρμες της ριάλιτι ψυχαγωγίας και ένα σημείο-κλειδί αποδοχής του εαυτού. Ασφαλώς και έβαλε το λιθαράκι του ώστε λιγότερο από μία δεκαετία μετά ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις να κερδίσει το Όσκαρ για το ‘Αριστερό μου πόδι’ και τελικά να εκτιμώνται οι ερμηνείες ανθρώπων που δεν δοξολογούν ακριβώς την εξυπνάδα ή δεν εμπνέουν λάμψη που εμποδίζει τα μάτια να δουν.

Μία ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι τι θα έκανε ο Καζάλ, αν ζούσε; Αν δεν βρισκόταν σε αυτήν τη μη ανα(σ)τρέψιμη κατάσταση, τι θα γινόταν; Ασφαλώς, πλην της εξ ορισμού ανόητης ερώτησης, η απάντηση πρέπει να είναι το ίδιο ασαφής. Ωστόσο έχει πλάκα να μαντέψεις δέκα ρόλους, υπαρκτούς τε και ανύπαρκτους, που θα μπορούσε να παίξει.

  • Τον πατέρα του Φόρεστ Γκαμπ.
  • Τον αδελφό του Τζέικ λα Μότα στο Οργισμένο είδωλο.
  • Tον Μπίλι Σέμπερτ στο Καζίνο.
  • Έναν μοχθηρό τύπο στο Πολύ σκληρός για να πεθάνει.
  • Τον Βικόμτ ντε Βαλμόν στις Επικίνδυνες Σχέσεις.
  • Το σύζυγο της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Σιδηρά Κυρία.
  • Τον Ρ. Μ. Ρένφιλντ στο Bram Stocker’s Dracula.
  • Το μέντορα του Ντάνι Μπούντμαν στο Θρύλο του 1900.
  • Τον Μικ Μπόιλ στη Νιότη.
  • Τον Ντέιβιντ ‘Νουντλς’ Αάρονσον στο Κάποτε στην Αμερική.

Κάποιες από τις τοποθετήσεις, ειδικά ο τελευταίος ρόλος, στον οποίο ο Ρόμπερτ ντε Νίρο αποδεικνύει τη μεγαλοφυία του, είναι υπερβολικές. Αλλά ο Καζάλ είχε φτάσει σε ένα σημείο που είχε κερδίσει την αποδοχή και οι περισσότεροι μυημένοι θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε. Μπορεί να ήταν ο απόλυτος αντιστάρ, παρ’ όλα αυτά όλο και κάποιος, με αυξημένη την αίσθηση του τζόγου, θα μπορούσε να του δώσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο- και ο Σέρτζιο Λεόνε μοιάζει με ιδανική περίπτωση.

Ασφαλώς η λίστα δεν υποτιμά τον Τζο Πέσι, τον Τζο Μάλκοβιτς, τον Τζιμ Μπρόντμπεντ, τον Χάρβεϊ Καϊτέλ και τον Τομ Γουέιτς. Αναδεικνύει, παρ’ όλα αυτά, το εύρος της δικής του ερμηνείας, ακόμα και αν βγάλουμε από την εξίσωση την κωμωδία, στην οποία διέθετε κάθε απαιτούμενη αδεξιότητα για να πετύχει.

Ο Καζάλ ήταν μοναδική περίπτωση και ο θάνατός του δεν τον κατέστησε θρύλο, όμως οι φίλοι του ακόμα τον θυμούνται. Γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου 1935 και θα πλησίαζε πια τα 89, αν δεν είχε προσβληθεί από καρκίνο του πνεύμονα ή από οτιδήποτε άλλο, αργότερα. Ο θάνατος, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή υπό την έννοια της ύπαρξης, είναι τυχαίο γεγονός. Ο Καζάλ ήταν η δικιά σου σκοτεινή Αμερική, για να παραφραστούν οι Τρύπες. Το καθοριστικό βήμα για τη συνειδητοποίηση της αποτυχημένης πραγματικότητας.

Το κείμενο είχε δημοσιευτεί αρχικά στις 16 Αυγούστου του 2017, από τον Λευτέρη Ελευθερίου.