Leonardo Cendamo/Getty Images/Ideal Image
ΒΙΒΛΙΟ

Ο Umberto Eco ανακάλυψε το ελιξήριο της ζωής πολύ καιρό πριν τα social media

Στα δικά του μυθιστορήματα ανακαλύπτεις μεσαιωνικούς μύθους, θρύλους, εγκλήματα, συνωμοσίες, και λύσεις στα φιλοσοφικά μυστήρια που ταλαιπωρούν τους ανθρώπους.

Αν κάποιος έμπαινε στο διαμέρισμα του Umberto Eco στο Μιλάνο, θα έμενε έκπληκτος με τις 30 χιλιάδες βιβλία που αναπαύονταν στις τεράστιες βιβλιοθήκες του σπιτιού. Σήμερα συμπληρώνονται 92 χρόνια από τη μέρα που γεννήθηκε ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας και ακόμα δεν έχει λυθεί το μυστήριο της συλλογής του: Ήταν άραγε απλή βιβλιοφιλική ματαιοδοξία, το καπρίτσιο ενός διάσημου καθηγητή ή ένας αμύθητος θησαυρός που συγκέντρωσε σελίδα τη σελίδα και με μεγάλο κόπο;

Για έναν άνθρωπο που συνέδεσε το όνομά του με τη δίψα για γνώση, τα αδιάβαστα κείμενα πρέπει να είχαν μεγαλύτερη αξία από ότι τα διαβασμένα. Άλλωστε, σε εκείνα πάντα μπορείς να ανακαλύψεις κάτι καινούργιο. Τελικά, αυτός μάλλον ήταν ένας ακόμη ενδιαφέρον γρίφος που μας κληρονόμησε ο Eco. Ένα από τα αινίγματα, δηλαδή, τα οποία αγαπούσε τόσο πολύ να χτίζει μέσα από τις αφηγήσεις του.

Οι ευρηματικοί γρίφοι του Umberto Eco

Δύο τυχαίοι τίτλοι, δεκάδες τυχαίοι συνειρμοί: Το Όνομα του Ρόδου (εκδ. Ψυχογιός), Το εκκρεμές του Φουκώ (εκδ. Ψυχογιός). Δε χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς τα συγκεκριμένα μυθιστορήματα για να διατηρεί κάποια σύνδεση μαζί τους. Στα 80s και τα 90s αποτελούσαν τη λυδία λίθο για όσους ήθελαν να ανήκουν σε μία ελίτ πεφωτισμένων αναγνωστών. Μόνο τυχαία, άλλωστε, δεν είναι η ειρωνεία που επιφυλάσσει ο Βλάσης Μπονάτσος στους Απαράδεκτους για το Εκκρεμές.

Ή μάλλον πιο σωστά, την ειρωνεία που επιφυλάσσει το Εκκρεμές για τον Βλάση και τον κάθε Βλάση που θέλει να κάνει επίδειξη γνώσεων. Το δαιδαλώδες μυθιστόρημα με τις άπειρες διακειμενικές αναφορές (εβραϊκά λατρευτικά κείμενα, αποκρυφιστική γνώση, μεσαιωνική γραμματεία) που κατασκεύασε ο Eco χρειάζεται γερά νεύρα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβάσεις χαλαρά στην παραλία με σκοπό να κλέψεις έξυπνα τσιτάτα. Επειδή, όμως, οι τάσεις δημιουργούν trends, κάποτε όλοι προσπάθησαν να το διαβάσουν. Και οι περισσότεροι έσπασαν τα μούτρα τους.

Ήταν άραγε ο Ιταλός συγγραφέας ένας δυσνόητος ακαδημαϊκός που ήθελε να κρατά αποξενωμένο το αναγνωστικό του κοινό; Μάλλον, το αντίθετο. Ο τρομερά διαβασμένος σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης Eco, ένας καθηγητής σημειολογίας που λάτρευε τον Μεσαίωνα -αλλά είχε ξεκάθαρη αντίληψη για το τι ακριβώς συνέβαινε δίπλα του ανά πάσα ώρα και στιγμή- φρόντισε ως άλλος Προμηθέας να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση που είχε λάβει. Με ένα τρόπο εκλαϊκευμένο, με χιλιάδες αναφορές και παραπομπές, με ειλικρινή αγάπη, χωρίς φόβο, με πολύ πάθος και -κυρίως- καυστικό χιούμορ.

Mύθοι, εγκλήματα, socia media και συνωμοσίες

«Τι είναι η ζωή, αν όχι η σκιά ενός φευγαλέου ονείρου» αναρωτιέται ο κεντρικός ήρωας, αφηγητής, παθολογικός ψεύτης και τεράστιος παραμυθάς του Μπαουντολίνο (εκδ. Ψυχογιός). Στο ίσως πιο διασκεδαστικό από τα μυθιστορήματα του Eco ταξιδεύουμε από τη μία άκρη του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα έως την άλλη· από την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας, και από το Παρίσι μέχρι το μυθικό βασίλειο του Ιωάννη του Πρεσβύτερου.

Στο ενδιάμεσο, συναντάμε Γερμανούς αυτοκράτορες και Ιταλούς εργάτες που βρίζουν χυδαία ο ένας τη μητέρα του άλλου, σταυροφόρους και Βυζαντινούς ιστορικούς, μεθυσμένους φοιτητές και φτωχοδιάβολους, Λευκούς Ούνους και βασιλίσκους, μονόκερους και σάτυρους, σημεία και τέρατα με λίγα λόγια – τόσο σε κυριολεκτικό όσο και μεταφορικό επίπεδο.

Όχι, δεν πρόκειται για κάποιο κατάλογο μεσαιωνικής ιστορίας και μυθολογίας αλλά το κάδρο μέσα στο οποίο έστησε ο Eco μία πανέξυπνη, πολύπλοκη -και για τους μη fans κουραστική- ιστορία γεμάτη από γρίφους, μυστικά και δυνατές συνωμοσίες.

PUBLIC.GR

Μπαουντολίνο

Ένα αφηγηματικό πανηγύρι από τον σπουδαίο Ιταλό συγγραφέα στους μύθους και τους θρύλους του Μεσαίωνα.
19,81 13,93
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

Η τεράστια αγάπη που έτρεφε ο Ιταλός συγγραφέας για τον μυστικισμό δεν ήταν κάτι το κρυφό. Σε αντίθεση, όμως, με τους απανταχού συνωμοσιολόγους που πιστεύουν ευλαβικά και αμάσητα θεότρελες θεωρίες, για εκείνον όλα αυτά ήταν ένα εργαστήριο γεμάτο από αραχνιασμένους μύθους και ξεχασμένες, γαργαλιστικές αφηγήσεις. Μπορούσε, λοιπόν, να τις συνδυάσει με τον τρόπο που ήθελε για να φτιάξει το αντίστοιχο μαγικό φίλτρο: να μοιράσει, δηλαδή, γνώση μέσα από ξεκάθαρα διασκεδαστικό story telling.

Τις συνωμοσίες στη λογοτεχνία δεν τις γέννησε ο Umberto Eco. Ήταν, όμως, εκείνος που τις έκανε (άθελά του) παγκόσμιο trend. Μία αναγνωστική μόδα που του δημιουργούσε απέχθεια. Ποια ήταν, λοιπόν, η άποψή του για τον Dan Brown και την τεράστια εκδοτική επιτυχία που ακούει στο όνομα Κώδικας Da Vinci (εκδ. Ψυχογιός); «Εγώ εφηύρα τον Dan Brown. Είναι ένας από τους γκροτέσκους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων μου, ο οποίος παίρνει πολλές μυστικιστικές αηδίες πολύ στα σοβαρά» είχε δηλώσει, δίχως να αφήνει περιθώρια για άλλες ερωτήσεις, σχετικά με τις συνδέσεις ανάμεσα στον εαυτό του και τον Αμερικανό μπεστσελερίστα.

Αν κάποιος πιστεύει πως ο συγγραφέας πίσω από το Όνομα του Ρόδου ήταν ένας καθηγητής αποκομμένος από τον έξω κόσμο, πέφτει πολύ έξω. Ο νεαρός σπουδαστής μεσαιωνικής φιλοσοφίας Umberto, αφού αποφοίτησε και πριν κυνηγήσει την ακαδημαϊκή καριέρα, εργάστηκε στο πολιτιστικό τμήμα της κρατικής ιταλικής τηλεόρασης RAI ενώ σε όλη του τη ζωή παρέμεινε έντονα πολιτικοποιημένος.

Αργότερα, ακόμα και όταν πια ήταν ο διάσημος συγγραφέας Eco, δεν έπαψε ποτέ να αρθρογραφεί σε ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά, διατηρώντας -παρ’ ότι δεν πολιτεύτηκε ποτέ- μία σταθερή συμπάθεια προς τα αριστερά κόμματα. Την ίδια, βέβαια, στιγμή ήταν ικανός να υπογράφει δοκίμια που μόνο ελάχιστοι μπορούν να αντιληφθούν ή να καταπιάνεται με πρωτότυπες και παράξενες ιδέες όπως Η ιστορία της ασχήμιας (εκδ. Καστανιώτη).

Μάλιστα, όπως φανερώνει και η δήλωσή του για τον Dan Brown, δεν ήταν από εκείνους τους ανθρώπους του πνεύματος που τους αρέσει να κρατούν ίσες αποστάσεις. Όταν είχε να πει ή να γράψει κάτι που πίστευε πραγματικά, το έκανε συχνά με ιδιαίτερα οξύ τρόπο. Η δήλωσή του για τα κοινωνικά δίκτυα έχει μείνει άλλωστε θρυλική: «Τα social media έδωσαν το δικαίωμα σε στρατιές ηλιθίων να πάρουν τον λόγο ενώ πριν το έκαναν πάνω από ένα ποτήρι κρασί σε κάποιο μπαρ, χωρίς να προκαλούν κανένα κακό στις κοινότητές μας. Τώρα, όμως, έχουν το ίδιο δικαίωμα στο να αρθρώνουν λόγο με το δικαίωμα που έχει ένας κάτοχος βραβείου Νόμπελ. Πρόκειται για την εισβολή των ηλιθίων».

PUBLIC.GR

Το όνομα του ρόδου

To magnum opus ενός από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς των τελευταίων 40 ετών. Ένα μεσαιωνικό crime story γεμάτο φιλοσοφικά αινίγματα.
15,30 10,85
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

Ό,τι όμως και να γράψει κανείς για τον Eco, θα είναι ήταν λειψό αν δε γίνει πιο συγκεκριμένη αναφορά στο magnum opus του. Στο Όνομα του Ρόδου, δηλαδή, το πολυσέλιδο μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο σε ολόκληρο τον πλανήτη, βάζοντάς τον στο πάνθεον με εκείνους τους συγγραφείς που απασχόλησαν όσο λίγοι το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ένα crime story τοποθετημένο σε ένα μοναστήρι του 14ου,  με κεντρικό πρωταγωνιστή  τον Άγγλο μοναχό William of Baskerville.

Τι το τόσο ενδιαφέρον έχουν οι ιστορίες του μεσαιωνικού αυτού Sherlock Holmes, ο οποίος προσπαθεί να εξιχνιάσει φόνους όσο λύνει γρίφους και επικίνδυνα φιλοσοφικά αινίγματα; Τυφλοί μοναχοί που φέρνουν στον νου τον Jorge Luis Borges, εικόνες με πανέμορφα αβαεία ντυμένα στο χιόνι, ανθρώπινες συζητήσεις/αναζητήσεις που καταλήγουν σε φράσεις όπως «η αγάπη είναι πιο σοφή από την ίδια τη σοφία», επικίνδυνα κυνηγητά σε σκοτεινούς διαδρόμους, γκροτέσκοι ήρωες βγαλμένοι από b-movies τρόμου, και μία συγκλονιστική αποκάλυψη στο τέλος.

Ένα μυστικό που σκάει σαν βόμβα καθώς ολοκληρώνεται η ιστορία.  Κάτι που μόνο εμείς οι άνθρωποι διαθέτουμε, κάτι πιο ισχυρό από το σπαθί, κάτι που στα χέρια μίας καλής πένας μπορεί να γίνει θανατηφόρο. Κάτι που οι ισχυροί αυτού του κόσμου τρέμουν και αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Κάτι που, δυστυχώς, δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε γιατί θα ήταν το χειρότερο δυνατό spoiler σε ένα εξαιρετικό βιβλίο, όπως αυτό που υπέγραψε ο Umberto Eco το 1980. Κάτι, πάντως, που σίγουρα φέρνει πονηρά χαμόγελα στα χείλη.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά από τον Γιώργο Ρομπόλα στις 16/2 του 2021.

Exit mobile version